Πρέπει να επισημανθεί, επειδή έχει σημασία για τη συνέχεια, ότι η αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών δεν συμβαίνει (ούτε θα μπορούσε να συμβαίνει) λόγω ελληνικών ενεργειών, αλλά κυρίως λόγω εξωτερικών εξελίξεων, τις οποίες η Ελλάδα μπορεί μόνο να συνδιαμορφώσει, υπό προϋποθέσεις. Η βασική κινητήρια δύναμη της αλλαγής είναι η διάσταση συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας, κυρίως (αλλά όχι μόνο) λόγω της συνεργασίας των ΗΠΑ κατά τη συριακή κρίση με τους Κούρδους, τους οποίους η Τουρκία θεωρεί ως υπαρξιακή απειλή, αλλά και λόγω των γενικότερων τάσεων γεωπολιτικής αυτονόμησης της τουρκικής ηγεσίας.
Ευνοϊκές εξωτερικές εξελίξεις για την Ελλάδα και την Κύπρο υπήρξαν επίσης η διάρρηξη των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ με αφορμή το περιστατικό του «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, καθώς και η επικράτηση του νυν προέδρου της Αιγύπτου Abdel Fattah el-Sisi επί της φιλικής προς την Τουρκία, Μουσουλμανικής Αδελφότητας στον αγώνα για την εξουσία που εκτυλίχθηκε μεταξύ 2011-2014. Οι ενέργειες με τις οποίες η Ελλάδα και η Κύπρος συνδιαμόρφωσαν στο μέτρο του δυνατού, τη συγκυρία, ήταν η ανταπόκριση όλων των ελληνικών κυβερνήσεων μετά το 2010 στο «άνοιγμα» του Ισραήλ, η υποστήριξη στο σχέδιο του αγωγού EastMed (με την προώθηση της χρηματοδότησής του από κονδύλια της ΕΕ) και η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Αν. Μεσογείου με την παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης σε διεθνείς ενεργειακούς κολοσσούς από πλευράς Κύπρου.
Η γεωπολιτική συγκυρία παρουσιάζει πράγματι μια μεγάλη ευκαιρία για τον Ελληνισμό, υπό την προϋπόθεση ότι (α) ο Ρ. Τ. Ερντογάν θα συνεχίσει στην παρούσα συγκρουσιακή πορεία με τις ΗΠΑ και (β) οι ΗΠΑ θα αποφασίσουν ότι το κόστος της στρατηγικής αποξένωσης της Τουρκίας είναι ανεκτό και αντιμετωπίσιμο με εναλλακτικές επιλογές, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Πρόσθετη προϋπόθεση είναι να παραμείνει σταθερή η πολιτική των υπολοίπων γεωπολιτικών «παικτών», ιδίως της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται μεσοπρόθεσμα, καθώς ο Abdel Fattah el-Sisi έχει εδραιώσει την εξουσία του στην Αίγυπτο, ενώ και ο B. Netanyahu διατήρησε, οριακά έστω, την πρωθυπουργία του Ισραήλ μετά τις εκλογές της 10ης Απριλίου. Αντιθέτως, η συνέχιση της στρατηγικής απόκλισης μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας είναι αβέβαιη, έστω και μεσοπρόθεσμα.
Η Τουρκία ήταν ανέκαθεν λόγω στρατηγικής θέσης, πληθυσμού και όγκου στρατιωτικών δυνάμεων, και είναι σήμερα επιπλέον λόγω της τεχνολογικής ανάπτυξης και του οικονομικού μεγέθους της, μια εξαιρετικά σημαντική χώρα διεθνώς. Επιπλέον, οι ΗΠΑ βάσισαν στην Τουρκία ένα σημαντικό μέρος της στρατηγικής τους κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, και αυτό το παρελθόν δημιουργεί μια «αδράνεια» υπέρ της συνέχισης της στρατηγικής σχέσης. Για τους λόγους αυτούς, οι ΗΠΑ έχουν ακόμα σημαντικά κίνητρα να συμβιβαστούν με την Τουρκία – και το ίδιο ισχύει για το Ισραήλ. Η «αντικατάσταση» του στρατηγικού ρόλου της Τουρκίας από την Ελλάδα είναι για τις ΗΠΑ, επί του παρόντος, εναλλακτικό σχέδιο.
Στον αμυντικό τομέα, η επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων τα τελευταία χρόνια συμβαίνει παράλληλα με μια σημαντική αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών και ελληνοϊσραηλινών στρατιωτικών σχέσεων. Ειδικά η αναβάθμιση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων περιλαμβάνει παραχωρήσεις οπλικών συστημάτων όπως τα ελικόπτερα CH-47 Chinook και ΟΗ-58 Kiowa, την έκτακτη αμερικανική χρηματοδότηση για την αναβάθμιση των ελληνικών F-16, την ανάπτυξη αμερικανικών UAV MQ-9 Reaper στην 110 ΠΜ και της Task Force Kronos της 4ης CAB στο Στεφανοβίκειο, πυκνότερες συνεκπαιδεύσεις σε επίπεδο Ειδικών Δυνάμεων, κλπ. Συζητούνται δε κινήσεις ακόμη στενότερης στρατηγικής συνεργασίας που πράγματι θα υλοποιήσουν το σκεπτικό της Ελλάδας ως εναλλακτικής λύσης προς την Τουρκία, όπως η μεταστάθμευση των αμερικανικών ιπτάμενων τάνκερ KC-135 από τη βάση του Incirlik.
Οι εξελίξεις αυτές είναι αναμφίβολα θετικές, και θα είναι ακόμη θετικότερες αν τελικά ολοκληρωθεί η στροφή στη στρατηγική των ΗΠΑ. Ωστόσο, επειδή στην Ελλάδα τείνουμε να πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο (και εν προκειμένω από τον ακραίο αντιαμερικανισμό σε μια σχέση λατρείας και άκριτης αποδοχής υποδείξεων), καλό είναι η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία να διατηρήσει σαφείς τις προτεραιότητές της και να αποφύγει τρεις κινδύνους: την αποξένωση άλλων στρατηγικών εταίρων, το «σύνδρομο του τσαμπατζή» και το «σύνδρομο του fashion victim».
Ο κίνδυνος της αποξένωσης άλλων στρατηγικών εταίρων
Η ανάπτυξη στενότερης στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ δεν πρέπει να συνεπάγεται απαραιτήτως την αποξένωση άλλων χωρών, τουλάχιστον όχι όσο δεν έχουν οριστικοποιηθεί οι αμερικανικές προτεραιότητες στην περιοχή μας. Ειδικά οι σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα, που αποτελούν και μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, πρέπει κατά το δυνατόν να διαφυλαχθούν. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία υποβαθμίζει συνειδητά την ήδη αναπτυγμένη στρατηγική σχέση της Ελλάδας με την Κίνα: η πρόσφατη κήρυξη του συνόλου του Πειραιά ως αρχαιολογικού χώρου από το ΚΑΣ, αν επικυρωθεί με την απαιτούμενη υπουργική απόφαση, θα θέσει ένα σημαντικό εμπόδιο στην κινεζική επένδυση στον Πειραιά. Έστω και αν οι ΗΠΑ (αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση) έχουν αντιρρήσεις, η Κίνα είναι μια παγκοσμίως ανερχόμενη οικονομική υπερδύναμη και η οικονομική συνεργασία μαζί της είναι κρίσιμη για την ελληνική οικονομία, τόσο λόγω της ωφέλειας που συνεπάγεται η διέλευση των κινεζικών προϊόντων μέσω Ελλάδας όσο και λόγω των εξαγωγικών προοπτικών ελληνικών προϊόντων στην τεράστια κινεζική αγορά.
Το «σύνδρομο του τσαμπατζή»
Το «σύνδρομο του τσαμπατζή» (free rider syndrome) είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα μέλος μιας συμμαχίας επιδιώκει να απολαμβάνει τα οφέλη της, χωρίς να καταβάλλει τα κόστη που του αναλογούν. Στην προκειμένη περίπτωση , ο κίνδυνος του «συνδρόμου του τσαμπατζή» σχετίζεται με την προοπτική εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Αν. Μεσογείου: ο κίνδυνος είναι δηλαδή να θεωρηθεί, από Ελλάδα και Κύπρο, ότι η σύμπλευση με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και άλλες χώρες διασφαλίζει πλήρως τα εθνικά συμφέροντα σε περίπτωση τουρκικής αντίδρασης, χωρίς να χρειαστεί να «ματώσουμε» εμείς.
Ο εφησυχασμός σε μια τέτοια σκέψη θα ήταν ολέθριος. Κατ’ αρχήν, όπως επισημάνθηκε εξ αρχής, η ευνοϊκή γεωπολιτική συγκυρία προέκυψε σε μεγάλο βαθμό λόγω εξωτερικών παραγόντων – αν αυτοί εκλείψουν (π.χ. με υποχώρηση της Τουρκίας στην υπόθεση των S-400 ή με απώλεια της εξουσίας από τον Ερντογάν), οι συσχετισμοί θα επιδεινωθούν άμεσα. Αλλά έστω και αν οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί παραμείνουν ευνοϊκοί, αυτό δεν συνεπάγεται ότι οι σύμμαχοί μας θα βγάλουν, κατά το κοινώς λεγόμενο, «το φίδι από την τρύπα» για λογαριασμό μας.
Η Τουρκία είναι υπολογίσιμη δύναμη, η τυχόν αντίδρασή της σε μια διευθέτηση ερήμην της στην Αν. Μεσόγειο είναι απρόβλεπτη, και το σημείο συμβιβασμού μετά από τυχόν κρίση (παρά την όποια εμπλοκή ΗΠΑ και Ισραήλ) θα εξαρτηθεί από τον συσχετισμό δυνάμεων – χαμένοι σε τέτοιους συμβιβασμούς βγαίνουν οι «αδύναμοι κρίκοι». Για να το θέσουμε συγκεκριμένα, αν η Τουρκία ως αντίδραση για την «κατανομή» στην Αν. Μεσόγειο εκβιάσει αεροναυτική σύρραξη από την οποία θα αποκομίσει εδαφικά κέρδη σε βάρος της Ελλάδας (π.χ. Καστελλόριζο), θα είναι αφελές να περιμένουμε από οποιονδήποτε σύμμαχο να ανακαταλάβει ελληνικό νησί ή να «πληρώσει» με κάποιο δικό του διαπραγματευτικό χαρτί την ακύρωση των τουρκικών κερδών στην τελική διαπραγμάτευση.
Επομένως, ανεξαρτήτως ευνοϊκής γεωπολιτικής συγκυρίας, ισχύει πάντα το διαχρονικό αξίωμα: η Ελλάδα, για την εθνική της ασφάλεια αλλά και για τη μεγιστοποίηση του οφέλους της συμμετοχής της σε συμμαχίες, πρέπει να είναι σε θέση να αμυνθεί επαρκώς απέναντι στην Τουρκία σε όλο τον εθνικό χώρο – έστω και μόνη της.
Το «σύνδρομο του fashion victim»
Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι ένας αμυντικός σχεδιασμός προσαρμοσμένος στις ελληνικές συνθήκες, σε αντίθεση με την άκριτη αντιγραφή ξένων παραδειγμάτων που είναι ίσως «της μόδας» αλλά δεν ταιριάζουν στην Ελλάδα. «Fashion victim» ονομάζεται όποιος, χωρίς δικό του κριτήριο, ακολουθεί πάντα την τελευταία λέξη της μόδας – κάτι που συμβαίνει δυστυχώς συχνά στην ελληνική αμυντική πολιτική.
Μια χαρακτηριστική περίπτωση άκριτης μεταφοράς διεθνούς «μόδας» στην Ελλάδα ήταν (και είναι ως ένα βαθμό) η μείωση των συμβατικών δυνάμεων και των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη μετά την πτώση του ανατολικού μπλοκ, που οδήγησε όλο το δυτικό κόσμο σε μικρότερου μεγέθους ένοπλες δυνάμεις, επίλεκτες, ελαφρότερες και προορισμένες κυρίως για επεμβάσεις στο εξωτερικό. Η τάση αυτή μεταφράστηκε άκριτα παρ’ ημίν ως στόχος για «μικρότερο και πιο ευέλικτο ημιεπαγγελματικό στρατό», παρ’ ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με όλες τις άλλες δυτικές χώρες, συνέχισε να αντιμετωπίζει απειλή συμβατικού πολέμου μεγάλης κλίμακας από την Τουρκία. Επομένως η ελληνική προετοιμασία πρέπει να αφορά το ενδεχόμενο συμβατικού πολέμου μεγάλης κλίμακας με την Τουρκία και συνεπώς η μαχητική ετοιμότητα πρέπει να αφορά το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων με έμφαση στους εφέδρους, και όχι κάποιους μικρούς «πυρήνες αριστείας».
Τον τελευταίο καιρό, λόγω και της στενότερης ελληνοαμερικανικής στρατιωτικής συνεργασίας, η μόδα είναι η προμήθεια «εξωτικών» αμερικανικών συστημάτων, με την ελπίδα ότι θα αποδειχθούν “game changers”. Η περίπτωση του F-35 αξίζει ειδικό άρθρο (θα επανέλθουμε), αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η παράλογη συζήτηση περί προμήθειας από την Ελλάδα μη επανδρωμένων αεροσκαφών MQ-9 Reaper, όπως τα αμερικανικά που ήδη σταθμεύουν στην 110 ΠΜ. Πρέπει να κάνουμε τη διάκριση: Τα UAVs ως μέσα τακτικής αναγνώρισης είναι εξαιρετικά χρήσιμα και θα ήταν σκόπιμη η εκτεταμένη εισαγωγή τους στις ΕΕΔ μέχρι επιπέδου τάγματος (όπως πράττει ήδη η Τουρκία). Αντιθέτως όμως τα φονικά UAVs μεγάλης ακτίνας δράσης, όπως τα MQ-9 Reaper, είναι ευάλωτα στην αντίπαλη αεροπορία και συνεπώς είναι προνόμιο εκείνων (και μόνο) των χωρών που αναμένουν ότι θα δρουν υπό συνθήκες πλήρους αεροπορικής κυριαρχίας στο θέατρο επιχειρήσεων – η Ελλάδα δεν περιλαμβάνεται σε αυτές, διότι το Αιγαίο δεν είναι Αφγανιστάν. Συνεπώς μια τέτοια προμήθεια θα ήταν εντελώς έξω από τις ελληνικές ανάγκες.
Επομένως ο ελληνικός αμυντικός σχεδιασμός δεν πρέπει να υποκύπτει άκριτα σε «μόδες» που επικρατούν διεθνώς αλλά δεν ταιριάζουν στις ελληνικές συνθήκες. Κανένα οπλικό σύστημα από μόνο του δεν μπορεί να αποτελέσει τον «από μηχανής Θεό». Το ζητούμενο δεν είναι η προμήθεια, σε μικρές ποσότητες, πανάκριβων «λευκών ελεφάντων», αλλά η επίμονη και επίπονη προσπάθεια διατήρησης ή αποκατάστασης του ήδη κατακτημένου επιπέδου μαχητικής ισχύος των ΕΔ, με τη συντήρηση ή επανενεργοποίηση, υποστήριξη με ανταλλακτικά, επαναπιστοποίηση πυρομαχικών και αποκατάσταση αποθεμάτων. Όλα αυτά ίσως δεν είναι εξ ίσου “sexy” με τα νέα συστήματα, αλλά είναι πολύ πιο ουσιώδη.
Η συνεργασία με συμμάχους σε τομείς που θεωρούνται «αιχμής» κατά τις διεθνείς αντιλήψεις (Ειδικές Δυνάμεις, UCAVs, αεροσκάφος 5ης γενιάς) έχει αναμφίβολα την αξία της, αλλά μόνο εάν δεν αποσπά την προσοχή από τον κεντρικό αμυντικό σχεδιασμό και δεν απορροφά πόρους από προγράμματα που εξυπηρετούν την ετοιμότητα του συνόλου των Ενόπλων Δυνάμεων για συμβατικό πόλεμο μεγάλης κλίμακας. Και είναι πολύ πιο ωφέλιμη όταν αποσκοπεί ακριβώς στην ενίσχυση των ΕΔ με υλικό που προορίζεται για συμβατικό πόλεμο, όπως π.χ. τα Ε/Π ΟΗ-58 Kiowa.
Συμπερασματικά:
- Η αλλαγή της γεωπολιτικής συγκυρίας λόγω της στρατηγικής απόκλισης ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ευνοϊκή για Ελλάδα και Κύπρο, αλλά όχι δεδομένη μεσοπρόθεσμα.
- Καμία συμμαχία δεν απαλλάσσει Ελλάδα και Κύπρο από την ανάγκη διατήρησης επαρκούς ισχύος για την προστασία των εθνικών συμφερόντων τους. Πρέπει να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε μια πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία χωρίς να υπολογίζουν σε εξωτερική βοήθεια – και αν έρθει και η εξωτερική βοήθεια, τόσο το καλύτερο.
- Η αμυντική ισχύς δε βασίζεται σε λίγα αστραφτερά “gadgets” της μόδας, αλλά σε ένα συνολικό αμυντικό σύστημα που έχει δεδομένες απαιτήσεις χρηματοδότησης, συντήρησης, επάνδρωσης και εκπαίδευσης – οι οποίες έχουν παραμεληθεί επί πολλά χρόνια.
e-Amyna,
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου