Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ : ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΜΟΛΛΑ ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ

Δεν ήταν ούτε τριάντα χρόνων η Δέσποινα όταν έχασε τον Σάββα, τον άνδρα της, και έμεινε χήρα με το τρίχρονο παιδάκι της, τον Νίκο.  

Ο μακαρίτης ήταν καλός άνθρωπος και χρυσός νοικοκύρης. Με τις δυο λίρες – 216 γρόσια – μισθό που έπαιρνε, ζούσε την γυναίκα και το παιδάκι του, χωρίς να τους στερήσει τίποτε. Οικονόμος ο ίδιος, καλή οικοκυρούλα η γυναίκα του, τα βόλευαν μια χαρά, σε βαθμό που η γειτονιά τους έπαιρνε και για πλούσιους.
Είχαν έξι χρόνια παντρεμένοι. Την βραδιά που θα γιόρταζαν την επέτειο των γάμων τους, έφεραν τον Σάββα νεκρό στο σπίτι του. Τη στιγμή που πλήρωνε τον μανάβη τα φρούτα που αγόρασε, γονάτισε ξαφνικά και ξεψύχησε πάνω στο δρόμο.
Τρέξαν οι καλοί άνθρωποι και φέραν γιατρό. Μα ήταν περιττό. Είχε πάθει συγκοπή. Ο γιατρός δεν είχε να κάμει τίποτε. Την άλλη μέρα τον θάψανε στην Ελεούσα.
Με τα διακόσια δεκαέξι γρόσια που έπαιρνε το μήνα ο Σάββας δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσει τίποτα κατά μέρος.
Όταν τέλειωσαν όλες οι θλιβερές διατυπώσεις της κηδείας, και την νύχτα της ίδιας ημέρας, έφυγε από το χαροκτυπημένο σπίτι και η τελευταία πονόψυχη γειτόνισσα, η Δέσποινα έμεινε μόνη, κοντά στο παιδάκι της, που είχε αποκοιμηθεί νωρίτερα, για να σκεφθεί πάνω σ’ όλη την τραγωδία που άρχιζε για κείνη και για το μικρό της.
Και πράγματι ήταν τραγική η θέση της κακομοίρας.
Δεν είχε κανένα συγγενή, ούτε δικό της ούτε απ’ την πλευρά του μακαρίτου, στην Τραπεζούντα όπου ζούσαν. Ορφανοί και οι δυο τους, άφησαν κι ο ένας κι η άλλη το χωριό τους, κάπου εκεί στην περιφέρεια της Αργυρουπόλεως, όταν ήταν παιδιά. Με τα χρόνια τούς ξέχασαν και οι λίγοι μακρινοί συγγενείς τους, όπως δεν τους θυμούνταν κι αυτοί.
Η μοίρα το θέλησε να γνωρισθούν μέσ’ στη μεγάλη πολιτεία. Αγαπήθηκαν και πάρθηκαν.
Τ’ αφεντικό του μακαρίτου, από ευσπλαγχνία, είχε αναλάβει όλα τα έξοδα της φτωχικής κηδείας και η γυναίκα του, σαν επέστρεψαν απ’ το νεκροταφείο, ξεμονάχιασε τη Δέσποινα και της έδωσε τριακόσια γρόσια.
– Αυτά, της είπε, είναι απ’ τους μισθούς του σχωρεμένου. Σου τα στέλνει ο άντρας μου.
Στην πραγματικότητα ήταν ελεημοσύνη, γιατί ο μισθός εκείνου του μηνός ήταν πληρωμένος.
Η χήρα δεν βγήκε απ’ το σπίτι της, σύμφωνα με το συνήθειο του τόπου, ως την ημέρα του μνημόσυνου. Σαράντα μέρες!
Όλο αυτό τον καιρό την βασάνιζε η μοναδική σκέψη πώς να ζήσει το παιδάκι της, πώς να το μεγαλώσει και πώς να το μορφώσει, όπως το ήθελε και το ονειρεύονταν ο μπαμπάς του μα κι η ίδια.
Μπορούσε βέβαια να ξενοδουλέψει, μα σε ποιόν ν’ αφήσει το μωρό;
Ευτυχώς ήξερε «κέντημα», ήξερε και να πλέκει, ακόμη και να ράβει. Είχε και τη ραπτομηχανή της. Πήρε την απόφαση. Θα δούλευε σπίτι της, κοντά στο παιδί της.
Έτσι η χήρα η Δέσποινα, δουλεύοντας 15 και 20 ώρες το μερόνυχτο, μεγάλωσε τον Νίκο της. Ήταν η χαρά, η περηφάνια και η παρηγοριά της.
Δεν έλειψαν οι τύχες και οι ευκαιρίες. Ήταν όμορφη και προκομμένη η Δέσποινα. Της έγιναν πολλές προξενιές τα πρώτα χρόνια.
Μάλιστα ένας χηριός, που γύρισε απ’ τη Ρωσία πολύ πλούσιος, την ζήτησε επίμονα, μα η Δέσποινα δεν ήθελε να δώσει πατριό στο παιδί της, και δεν μπορούσε να δώσει και το μικρότερο κομμάτι απ’ την καρδιά και τη ζωή της σε άλλη ύπαρξη. Όλα τα είχε για το μονάκριβο της.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Η εντατική και πολύωρη δουλειά, τ’ ατέλειωτα ξενύχτια και η έλλειψη της πιο στοιχειώδους ανάπαυσης, την γηράσανε πρόωρα τη Δέσποινα. Πολλές φορές της έφευγε η βελόνα απ’ το χέρι ή σταματούσε η ραπτομηχανή, γιατί το χέρι δεν είχε την δύναμη να γυρίζει τον μικρό γυαλιστερό της τροχό. Την βοηθούσε ο Νίκος σ’ αυτό, σαν βρισκόταν κοντά της.
Ανησυχούσε η δύστυχη η μάνα. Έβλεπε πως δεν έβγαζε πια δουλειά όπως πρώτα.
Λιγόστευαν οι «πρόσοδοι», ενώ απ’ την άλλη μεριά περίσσευαν τα έξοδα, γιατί το παιδί μεγάλωνε κι εκείνη δεν ήθελε να του στερήσει τίποτε.
Και σαν να μην ήταν αρκετά όλα αυτά, άρχισαν ν’ αδυνατίζουν τα μάτια της. Κάθε μήνα και χειρότερα.
Έβαλε γυαλιά. Μα δεν την βοηθούσαν κι αυτά όσον έπρεπε στη λεπτή της δουλειά. Όταν ο Νίκος έγινε δεκαέξι χρονών και πήγαινε στην προτελευταία τάξη του Γυμνασίου, η κατάστασις έφθασε στο απροχώρητο. Η Δέσποινα δεν μπορούσε να περάσει την κλωστή στη βελόνη ούτε και με τα γυαλιά… Θέλησε να ξενοδουλέψει δούλα, πλύστρα, μα δεν την άκουγαν τα πόδια της. Την σακάτεψαν οι ρευματισμοί. Γήρασε πρόωρα.
Όταν κάποια καλή της γειτόνισσα την συμβούλεψε να βγάλει τον Νίκο απ’ το Γυμνάσιο – κι ας ήταν ο πρώτος σ’ όλα τα μαθήματα – και να τον βάλει σε δουλειά για να τα βολέψουν, η Δέσποινα – που δεν την άκουσε ποτέ κανείς να πει κακό λόγο κανενός – της μίλησε απότομα και την έδιωξε σχεδόν απ’ το σπίτι της.
Ακούς εκεί, να βγάλει τον Νίκο απ’ το σκολειό!
Δεκατρία χρόνια ύστερα απ’ τον θάνατο του αντρός της, άρχισε η Δέσποινα να ξεπουλάει τα λίγα κοσμήματα που είχε. Δαχτυλίδια, βραχιόλια, σταυρό. Ύστερα ένα δυο χαλιά. Τελευταία την ραπτομηχανή, που αν και της ήταν άχρηστη, δεν μπορούσε να την αποχωρισθεί. Δεν χωρίζεται κανείς ένα σύντροφο είκοσι χρόνων τόσο εύκολα.
Κάποτε σώθηκαν και τα χρήματα απ’ τη μηχανή. Πουλήθηκε και το «σαμοβάρι», για ν’ αγοραστεί το ύφασμα για τη μαθητική στολή του Νίκου. Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και το παιδί δεν είχε «στολή» σαν κι εκείνη την ομοιόμορφη που είχαν οι συμμαθητές του κι όλα γενικά τα παιδιά του Γυμνασίου. Το ύφασμα αγοράστηκε, μα έλειπαν τα ραφτικά.
Αυτό το ξερε μόνον η Δέσποινα, μα δεν ήταν δυνατό να πικράνει το παιδί της αφήνοντας το δίχως νέο κουστούμι τις γιορτές.
Έπρεπε με κάθε τρόπο να βρεθούν τα χρήματα. Έπρεπε δηλαδή να πουληθεί πάλι κάτι. Μα τι, που δεν είχε απομείνει τίποτε σχεδόν στο σπίτι;
Τίποτε; Και το χρυσό ωρολόγι του μακαρίτη, με τη χρυσή καδένα;
Α!… όλα κι όλα! Το ωρολόγι δεν θα το πουλούσε ποτέ! Όταν τ’ αγόρασε ο Σάββας της είχε πεί: «Αυτό θα το χαρίσω στον γιό μας όταν θα τον αρραβωνιάσουμε!».
Πάντως έμειναν λίγες μέρες για τα Χριστούγεννα και το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Πήγε στον ράφτη. Ογδόντα γρόσια ήταν τα ραφτικά. Θα τα πλήρωνε όταν θα ‘παιρνε έτοιμο το κοστούμι. Σε τρεις μέρες έμπαινε στο σπίτι ο Νίκος χαρούμενος και περήφανος.
Έτρεξε κι αγκάλιασε τη μάνα του.
– Μητερούλα μου, έκανα πρόβα, είναι έξοχο!
***
Γέννηση του Ιησού Χριστού_ Рождество Христово_ Nativity of Christ23mcb-icon12Παραμονή Χριστουγέννων! Όλη η Τραπεζούντα σκεπασμένη με χιόνι, που δεν έπαψε να πέφτει πυκνό. Ο Νίκος κοιμότανε ακόμη – χόρταινε ύπνο τώρα που είχαν διακοπές, – όταν η Δέσποινα τυλιγμένη στο σάλι της βγήκε απ’ το σπίτι και τράβηξε κατά την αγορά, περνώντας απ’ τα στενοσόκακα του Αγίου Βασιλείου.
Βρήκε τον Μολλά Μουσταφά τον ωρολογά στο εργαστήρι του, ένα πραγματικό μεγάλο κιβώτιο κολλημένο στο ντουβάρι του τζαμιού που ήταν εκεί στην άκρη της αγοράς. Στην πρόσοψη του δίπλα στην πόρτα είχε ένα παράθυρο, όπου ήταν ακουμπισμένος από μέσα ο πάγκος της δουλειάς του.
Ένα τενεκεδένιο μαγκάλι ζέσταινε όπως-όπως το ιδιόρρυθμο εκείνο εργαστήρι.
– Καλώς την κυρα Δέσποινα! Τι κάνει το παλικάρι σου;
Κάθησε η Δέσποινα κοντά στο μαγκάλι και, ζεσταίνοντας τα παγωμένα χέρια της, λέγει του Τούρκου:
– Μολλά Μουσταφά, ο μακαρίτης ο άντρας μου μού λεγε πως σ’ αγαπούσε σαν πατέρα και συ τον αγαπούσες σαν παιδί σου. Έτσι κι εγώ, όπως έμεινα έρμη με τ’ ορφανό μου χωρίς κανένα συγγενή, ήρθα σε σένα για μια χάρη, που δεν μπορώ να την ζητήσω από κανένα Χριστιανό, γιατί δεν θά θελα να μάθει κανείς το μυστικό μου…
– Σ’ ακούγω, κυρά Δέσποινα, όπως θά ‘κουγα την κόρη μου λέγε…
Η Δέσποινα έβγαλε απ’ τις δίπλες του ζωναριού της τ’ ωρολόγι με τη χρυσή του καδένα και τ’ άπλωσε του γέρου:
– Είναι τ’ ωρολόγι του Σάββα. Δεν θέλω να το πουλήσω. Μα έχω ανάγκη από χρήματα. Θέλω να στ’ αφήσω ενέχυρο για μια λίρα.
Και του διηγήθηκε την ιστορία «της στολής» του Νίκου. Του είπε στο τέλος πως ήταν πρόθυμη να δώσει τον τόκο που θα ώριζε εκείνος.
Ο Μολλά Μουσταφάς την άκουσε τραβώντας το χοντρό του κομπολόι. Σηκώθηκε έπειτα, σκάλισε μέσ’ στο συρτάρι του πάγκου του και βγάζοντας δυο λίρες χρυσές, τις άπλωσε της Δέσποινας.
– Τ’ ωρολόγι αξίζει πολύ περισσότερα. Πάρε δυο λίρες, γιατί δεν θα χρειαστείς μόνο τα ραφτικά… Όσο για τον τόκο, να μη γίνεται λόγος… Μόνη σου το είπες. Τον Σάββα τον αγαπούσα σαν παιδί μου.
Πήρε τ’ ωρολόγι με την καδένα και το ‘κλεισε στο ίδιο συρτάρι απ’ όπου έβγαλε τις λίρες.
Η Δέσποινα τον ευχαρίστησε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
– Μια στιγμή, της λέγει ο Μολλάς. Θα σου ζητήσω κι εγώ μια χάρη.
– Σ’ ακούω, Μολλά Μουσταφά.
Ο Τούρκος σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη μπρος στην πόρτα, σε τρόπο που να μη μπορεί να την ανοίξει κανείς απ’ έξω.
– Άκου, κόρη μου! …Πρώτα θέλω να μ’ ορκιστείς στην ψυχή του Σάββα πως θα κρατήσεις μυστικό αυτό που θα σου πω… Μπορείς;
– Στην ψυχή του Σάββα; Ορκίζομαι, είπε κατηγορηματικά η Δέσποινα.
– Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Άκουσε τώρα… Απόψε τη νύκτα… ίσως τα μεσάνυχτα θα στείλω σπίτι σου μια γυναίκα με το κοριτσάκι της…
Πρέπει να πάνε μ’ εσένα και τον Νίκο μαζί στην εκκλησία… Είναι Χριστούγεννα και πρέπει να κοινωνήσουν…
– Δεν είν’ απ’ εδώ;
– Μη μ’ αρωτάς… Άφησε να τελειώσω… Μετά την μετάληψη θα τις πάρετε μαζί στο σπίτι σου. Θα φύγουν πάλι την νύχτα… Όποιος σε ρωτήσει ποιες είναι, θα πεις πως είναι γνωστές σας από το χωριό, από κάποια άλλη πολιτεία.
– Μα, αφού ορκίστηκα, γιατί δεν μου λες ποιες είναι;
Ο Μολλά Μουσταφάς δεν απήντησε αμέσως. Άνοιξε την πόρτα, έριξε μια ματιά έξω στο δρόμο. Ξανάκλεισε και ακούμπησε και πάλι με την πλάτη στην πόρτα και μίλησε:
– Κυρα Δέσποινα. Η γυναίκα που θα σου ‘ρθεί είναι η κόρη μου και το κοριτσάκι της, εγγονή μου! …Για να καταλάβεις πόσο είναι επικίνδυνο αυτό που θα γίνει, μάθε πως ο άντρας της, ο γαμπρός μου, είναι ο γιουζπασής ο Σελίμ, …Τούρκος, μουσουλμάνος. Μένουν στα Πλάτανα. Τις έφερα εδώ για μια βδομάδα στο σπίτι μου… για τα Χριστούγεννα…
– Θεέ μου…, ξέφυγε σαν κραυγή τρόμου η επίκληση αυτή απ’ το στόμα της Δέσποινας…
– Αν φοβάσαι, δεν θα σου έρθουν, λέγει με χαμηλή φωνή ο Μολλά Μουσταφάς.
– Όχι… όχι… να έρθουν… να έρθουν, φωνάζει η Δέσποινα και τα μάτια της γεμίζουν με δάκρυα.
Δακρύζει κι ο Μολλάς, και ξεκολλάει από την πόρτα, τραβά και κάθεται δίπλα στο μαγγάλι χωρίς να πει τίποτε άλλο.
Σηκώνεται η Δέσποινα. Προτού ν’ ανοίξει την πόρτα, ρωτάει με σιγανή φωνή:
– Πώς είν’ τ’ όνομα της;
– Η κόρη μου Μαρία, η κορούλα της Άννα. Εκείνες ας κοινωνήσουν. Εγώ θα κάμω Χριστούγεννα με «τ’ αντίδωρο» που θα μου φέρουν…
Δύο ώρες απ’ τα ξημερώματα τράβηξαν για την εκκλησία η Δέσποινα με την Μαρία και την οκτάχρονη Άννα. Ο Νίκος, με την καινούργια του στολή, τους συνόδευε. Ήταν ακόμη άδεια η εκκλησία. Οι γυναίκες ανέβηκαν στον «γυναικωνίτη» και έπιασαν την πιο απόμερη σκοτεινή γωνιά.
Με το τέλος της λειτουργίας κατέβηκαν, κοινωνήσανε και επέστρεψαν στο σπίτι κρύβοντας το πρόσωπο κάτω απ’ το σάλι τους, όπως έκανε όλος ο κόσμος το παγωμένο εκείνο πρωινό…
Πέρασαν δέκα χρόνια από κείνα τα Χριστούγεννα… Πέθανε σ’ αυτό το διάστημα ο Μολλά Μουσταφάς. Πέθανε κι ο Σελίμ, ο γαμπρός του. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη.
Είκοσι τρία χρόνια ύστερα απ’ τον θάνατο του Σάββα, η Δέσποινα έδωσε το χρυσό τ’ ωρολόγι με την καδένα του στον γιό της τον Νίκο, την ημέρα που τον στεφάνωνε με την Άννα, την εγγονή του Μολλά Μουσταφά.


EL ΜΟΝΟ Η ΑΛΗΘΕΙΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1940 - ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΠΑΛΗΣ


Βιργινία Ζάννα«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ’40-‘41»(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 141-142)

Τούτες τις ΄Αγιες Ημέρες,πολλοί συμπατριτώτες μας ομιλούν για την "άνιση πάλη με την εξουσία"...Ας θυμηθούμε λίγες στιγμές από μια άλλη "άνιση πάλη"που έδωσαν με σθένος οι παπούδες μας τα Χριστούγεννα του 1940... 
23 Δεκεµβρίου
Καταλάβαμε τήν Χειμάρρα καί αιχμαλωτίσαμε ολόκληρο τάγμα.…Κορυτσά … Αργυρόκαστρο ……Άγιοι Σαράντα ... Χειµάρρα … Όλα ελληνικά ονόματα, ονόματα πού συγκινούν βαθιά, γιατί συνδέονται από παλιά µέ τό Έθνος µας.Η Αθήνα λένε πανηγυρίζει, χτυπούν οι καμπάνες, σημαίες βγαίνουν παντού, ο κόσμος χύθηκε στούς δρόμους, φιλιέται καί κλαίγει. Εµείς εδώ γιατί δέν τό νοιώθοµε έτσι; Γιατί δέν εξωτερικεύεται η κρυφή χαρά πού κλείνοµε µέσα µας; Η χαρά πού κάνει τήν καρδιά νά χτυπά πιό γρήγορα.Πανηγύρι θά έπρεπε νά ήταν καί εδώ, µά είµαστε πολύ κοντά στόν τόπο όπου πολεµούν, οι καταστροφές από τίς εναέριες επιδρομές φαίνονται παντού. Είναι πρόσφατος ο άµεσος κίνδυνος πού περάσαµε καί µόνο συγκινηµένη χαρά γιά τό θαύµα πού έγινε, πληµµυρίζει τήν ψυχή µας. Τό θαύµα τού Δαυΐδ µέ τόν Γολιάθ, τής άνισης πάλης.Τό θαύµα πού, εάν ακούσεις τούς φαντάρους καί τίς γυναικούλες όταν ανάβουν τό κεράκι τους στήν εκκλησία, τό εκανε η «Παναγία η Μεγαλόχαρη». Όσοι δέν µπορούν νά πιστέψουν στά θαύματα, λένε πώς τό έκανε η αθάνατη ελληνική ψυχή καί η αγάπη τής λευτεριάς.Στίς νίκες δέν χτυπούν εδώ οι καµπάνες. Λές καί η Θεσσαλονίκη φοβάται νά ταράξει τήν φαινομενική της γαλήνη. Φοβάται, γιατί οι κρότοι πού τήν αναστατώνουν είναι οι άγριες στριγγλιές, σειρήνες, οι µπόµπες πού σκάζουν, τό αντιαεροπορικό πού βαρά καί ο βόµβος από τά αεροπλάνα τά εχθρικά καί τά δικά µας, πού συνοδεύουν όλους αυτούς τούς κρότους. Τά νοσοκοµεία είναι ξέχειλα από τραυµατίες, καί πένθος θανάτου έχει ήδη µπεί σέ πολλά σπίτια. Υπάρχει η χαρά στήν ψυχή µας, µά ο φόβος καί ο πόνος έχει ριζώσει καί αυτός. Έτσι κινούνται όλοι σιγαλά, σάν νά έπαιρναν µόνο ελαφριές ανάσες. Γι' αυτό δέν χτυπούν εδώ οι καµπάνες, δέν σηµαιοστολίζοµε, δέν πανηγυρίζει η πρωτεύουσα τής Μακεδονίας σάν τήν Αθήνα.Παραµονή Χριστουγέννων.Βυθίσαµε τρία µεταγωγικά τού εχθρού καί τό κατόρθωµα αυτό τό εκανε τό υποβρύχιο «Παπανικολής» µέ κυβερνήτη τόν Ιατρίδη.Η δουλειά εξακολουθεί ίδια πάντα, σάν νά µήν υπήρχαν γιορτές χριστιανικές. Πήγα σέ διάφορα νοσοκοµεία γιά νά ευχηθώ τίς αδελφές, καί νά δώ τά παλικάρια, πού καθένα µέ κάποια νοσταλγία θά σκέπτεται τέτοια ώρα τό σπίτι του καί τούς δικούς του.Τό τµήµα ψυχαγωγίας εργάζεται πιό εντατικά ακόµα, καί οργανώνει γιορτές καί µικροπαραστάσεις παντού.Στόν Σιδηροδροµικό Σταθµό στόλισαν γιορτινά, µέ σηµαίες καί πρασινάδα, τήν καντίνα.Σ' ένα τραπέζι, κάθονται τρείς άντρες σιωπηλά, λές καί δέν σχετίζονται µέ όσα γίνονται γύρω τους. Μέ τούς άλλους πού φορούν τό όµοιο χακί. Μοιάζουν τόσο απόµακροι, σάν νά περιµένουν κάτι πού δέν µπορεί νά έλθει. Τούς πλησιάζω:- «Τί είναι, παιδιά;»Σηκώνουν τό κεφάλι. Τυφλοί είναι καί οι τρείς. Ο ένας έχει επίδεσµο στά µάτια, οι άλλοι τίποτα.- «Τόν συνοδό περιμένομε… Είπε έτσι, νά τόν περιμένομε, λέγει, θά έλθη νά μάς πάρη.»Δέν παραπονιούνται, δέν ζητούν τίποτα. Καρτερικός ο τρόπος τους καί υποµονετική ηαναµονή τους. Εκείνος µέ τόν επίδεσµο είναι νά µπεί σέ νοσοκοµείο στήν Αθήνα, οι δύο άλλοι φεύγουν µέ άδεια γιά τά σπίτια τους στήν Πελοπόννησο. Τίς συµπάθειες καί τίς περιποιήσεις πού τούς κάνουν τά κορίτσια τής καντίνας, τίς δέχονται ήρεµα, σχεδόν αδιάφορα, ήδη µοιάζει νά τούς χωρίζει κόσµος ολόκληρος από τούς καλότυχους πού βλέπουν. Εάν περνώντας, τούς σκουντουφλήσει κανένας στρατιώτης, έτσι ακίνητοι όπως κάθονται, λένε µόνο: «Σιγά, συνάδελφε». Χωρίς άλλη διαμαρτυρία ή παράπονο. Λές καί τούς έχει πιά υποτάξει τό γραφτό τους.


http://www.eoniaellhnikhpisti.blogspot.com/
http://chaonia.blogspot.com/2008/12/1940.html


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΤΗΣ Β΄ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ 1979

Το σπήλαιο και η Φάτνη

Τά παιδιά στό διπλανό δωμάτιο σχεδίασαν τό σπήλαιο καί τή Φάτνη. Μέσα τοποθέτησαν μιά μεγάλη κι ωραία εικόνα μέ τή Γέννηση του Χριστού. Όλα πήραν μέρος στή Χριστουγεννιάτικη αυτή γιορτή, γιά νά ευχαριστήσουν  τόν παππού. Τό σπήλαιο φωτιζόταν με αναμμένα κεράκια. Έχυναν τέτοιο φως που κανένας νόμιζε πως βρίσκεται σέ σπήλαιο αληθινό.
Ο παππούς κοιτάζει και δέν  μπορεί να κρατήσει, τη συγκίνηση του. Σηκωνει το χερι και κάνει το σταυρό του.
Τα παιδιά ψέλνουν:
«Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει…»
Τα τροπάρια αυτά τα είχαν μάθει στο σχολείο. Και τη γιορτή εκεί την είχαν δει και τώρα την έκαμαν στο σπίτι. Γι αυτό και την σχεδίασαν  καλά. Απ΄ όλες τις φωνές πιο γλυκειά είναι του Λάμπρου. Αυτός ήταν το πιο μικρό εγγόνι του παππού.
Άμα τελείωσε η γιορτή, ο παππούς πήρε τα εγγόνια κοντά του και τα χάιδεψε. Με δυσκολία έβρισκε λόγια να τα ευχαριστήσει.
Τέτοια ωραία χριστουγεννιάτικη γιορτή ο παππούς δεν είχε ξαναγιορτάσει.

Γέννηση Χριστού παλιό αναγνωστικό
***************
Τά Χριστούγεννα του γερο-Μάνθου

Είναι παραμονή των Χριστουγέννων. Ό γερο – Μάνθος κατέβηκε άπό τά κτήματα του στό χωριό. Θέλει νά γιορτάσει τή μεγάλη γιορτή μέ τά παιδιά του, νά πάει καί στην εκκλησία νά μεταλάβει. Στό χωριό έχει μεγάλους γιους καί δώδεκα εγγόνια.
Τή νύχτα πού χτύπησε ή καμπάνα, δλοι ξεκίνησαν γιά τήν εκκλησία. Ό παππούς φορεί τήν καινούρια φορεσιά του καί περπατεΐ καμαρωτός.
Στήν εκκλησία άναψε μιά μεγάλη λαμπάδα.
Προσκύνησε κι ασπάστηκε τήν εικόνα μέ τή Γέννηση του Χριστού. Τά παιδιά πήγαν κοντά
στον ψάλτη νά βοηθήσουν. Ψέλνουν μαζί του.
«Ή γέννησίς Σου, Χριστέ ό Θεός ημών…»
Τί γλυκά πού ακούονται οι ψαλμωδίες! Τί ωραίες πού είναι οι άγιες ευχές, πού διαβάζει ο παπα-Νικόλας! Ό παππούς όλα τά παρακολουθεί μέ προσοχή.
Όταν ή θεία λειτουργία τελείωσε, ό γερο-Μάνθος πλησίασε καί κοινώνησε. Έπειτα ό παπα – Νικόλας κοινώνησε καί τά παιδιά καί τούς άλλους καί τους έδωσε αντίδωρο.
Γεμάτοι άπ’ τη χάρη τοΰ Θεοϋ γυρίζουν τώρα όλοι στό σπίτι. Αρχίζει πιά νά χαράζει. Οί πετεινοί διαλαλούν πώς ξημέρωσε. Κικιρίκου! κικιρίκου!
Ό παππούς κάθεται στή γωνιά. Όλοι σκύβουν καί τοϋ φιλούν τό χέρι. Πρώτα οί νύφες, ύστερα οί γιοί, ύστερα τά εγγόνια.
— Χρόνια πολλά, παππού! Νά μας ζήσεις! Νά γιορτάσουμε καί του χρόνου καλά Χριστού-γεννα!
Ό παππούς συγκινημένος τους δίνει τήν ευχή του.



ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ

ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Του Ευαγγέλου Ζύμαρη συνταξιούχου Δασκάλου

Παραμονές Χριστουγέννων.
Ήμουν τότε οκτώμισι χρόνων. Πήγαινα τρίτη δημοτικού, στο τρίτο δημοτικό σχολείο Βουνακιού. Οι μικρομπακάληδες του Φραγκομαχαλά είχαν παραλάβει να μοιράσουν δωρεάν με κουπόνια απορίας, σκουπόσπορο για να κάνουν οι ταλαίπωροι σκλάβοι καμιά μαύρη τηγανίτα, όσοι είχαν λάδι. Δεν θυμούμαι από ποιόν οργανισμό είχε δοθεί.
Κατ` άτομο έδιναν εκατό δράμια (σημερινά 320 γραμμάρια ) αλεύρι κόκκινο, γιατί το σιτάρι και το κριθάρι ήταν δυσεύρετα. Τα είχαν κατάσχει οι Γερμανοί ή τα κατείχαν μερικοί πλούσιοι μαυραγορίτες.
Θυμούμαι και το γράφω για πρώτη φορά, τον πατέρα μου τον συχωρεμένο που μου είπε: Δες να το λες και να το διηγείσαι. Αντί να δώσουν στους ανθρώπους λίγο τυρί ή κρέας μέρες που είναι δίνουν σκουπόσπορο που έτρωγαν τα ζώα…
Κάποια άλλα Χριστούγεννα της κατοχής πριν τις διακοπές (δεν θυμάμαι αν ήταν του 41 ή του 43) το συσσίτιο του σχολείου ήταν πιο πλούσιο. Μας έδωσαν ένα σικλάκι φασολάδα στον κάθε μαθητή (δυο μερίδες ) και το σπουδαιότερο, περίπου μισή οκά (640 γραμμάρια) σύκα ζαχαρένια σαν αυτά που πουλούν τα καταστήματα ξηρών καρπών. Όμως, στη διαδρομή μου για το σπίτι μέσω της οδού Αγίων Αποστόλων λίγα μέτρα πριν την σημερινή κλινική του Αυγουστή, ένας εικοσάχρονος νέος πεινασμένος, μου τ` άρπαξε και εξαφανίστηκε στο στενό. Δεν θα ξεχάσω την πίκρα και τα κλάματά μου. Γιατί εκτός από `μένα περίμεναν κι άλλοι τρεις στο σπίτι (γονείς και μικρή αδελφή), ν` απολαύσουν αυτό το ωραίο γλύκισμα…
Εκείνες τις μέρες ευτυχώς, είχαμε πουλήσει κάποια καλή κουβέρτα για δυο οκάδες κουκιά. Δεν φαντάζεσθε τι συμβούλια επί συμβουλίων έγιναν για το πως να τα απολαύσουμε. Ένα μέλος της οικογένειας έλεγε να τα βράζουμε λίγα-λίγα για να περάσουμε μια εβδομάδα τρώγοντας όποτε πεινούμε ένα πιάτο με πολύ ζουμί. άλλο, να τα φαμε μονομερίς τα μισά τα Χριστούγεννα και τα μισά το Πάσχα. Γιατί ποιος ξέρει αν ξαναβρίσκαμε άλλο τέτοιο κελεπούρι.Τελικά επικράτησε η δεύτερη γνώμη και κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με κουκιά και μπόλικο λάδι.
Διότι κάναμε το παν να μη στερηθούμε το ευλογημένο λαδάκι. Χωρίς αυτό, (όσοι το στερήθηκαν) πρηζόταν και πέθαιναν με αργό θάνατο. Ενώ έχοντας το λαδάκι με χόρτα ακόμα και με τσουκνίδες ξεγελούσαμε την πείνα μας.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Με συσκοτισμένα τα σπίτια (βάζοντας στα πορτοπαράθυρα μπλε χαρτί είτε σεντόνια, διαταγή του κατακτητή) περιμέναμε τα λίγα τολμηρά παιδιά, να μας πουν τα κάλαντα. Το φιλοδώρημα που έπαιρναν μ` ευχαρίστηση απ` όσους είχαν, ήταν μια φούχτα τσίκουδα, λίγα κουντουρούδια ή το καλύτερο, λίγα ξερά σύκα.
Που να βρεθούν γλυκά; Από τι αλεύρι; Αφού κι ο καφές που σέρβιραν κάποτε (στους επισκέπτες) ήταν κριθαρίτικος και για ζάχαρη η νοικοκυρά κοπάνιζε χαρούπια και τα ζεματούσε με νερό για να βγάλουν το λίγο μελάκι που είχαν μέσα…
Αυτά τα λίγα περιστατικά, λόγω σεβασμού στο χώρο του εξαίρετου περιοδικού «Δάφνη», επέλεξα απ` τα τόσα παράδοξα που πέρασε η γενιά μας στην κατοχή αυτές τις άγιες μέρες αλλά και όλη την τετραετία της Γερμανικής σκλαβιάς, για να εκτιμούν οι νεώτεροι και προ πάντων τα παιδιά και τα εγγόνια μας τι παράδεισο αφθονίας έχουμε τώρα και να δοξάζουν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ και Σωτήρα Χριστό που μας χαρίζει την ελευθερία μας με τα πλούσια αγαθά της.
Να τα απολαμβάνουν με αγάπη και χαρά χωρίς να γκρινιάζουν και να εκτιμούν αυτά που έχουν, ευχόμενοι να μην ξαναέλθουν στο λαό μας αλλά και σε κανένα λαό του κόσμου τέτοιες δυσβάσταχτες εποχές δυστυχίας και στέρησης.




ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ
ΠΙΣΩ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ 
ΔΑΦΝΗ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ

Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος εἶχε νηστεύσει ἀνελλιπῶς ὁλόκληρον τὸ Σαρανταήμερον καὶ εἶχεν ἐξομολογηθεῖ τὰ κρίματά του (παπα-Δημήτρη τὸ χέρι σου φιλῶ!). Καὶ ἀφοῦ ἐγκαίρως παρέδωσε τὸ χριστουγεννιάτικον διήγημά του εἰς τὴν «Ἀκρόπολιν» καὶ διέθεσεν ὁλόκληρον τὴν γλίσχρον ἀντιμισθίαν του πρὸς πληρωμὴν τοῦ ἐνοικίου καὶ τῶν ὀλίγων χρεῶν του, γέρων ἤδη κεκμηκὼς ὑπὸ τῶν ἐτῶν καὶ τῆς νηστείας, ἀποφεύγων πάντοτε τὴν πολυάσχολον τύρβην, ἀλλὰ φιλακόλουθος πιστός, ἔψαλεν, ὡς συνήθως, μὲ τὴν βραχνὴν καὶ σπασμένην φωνήν του, πλήρη ὅμως ἐνθέου πάθους, ὡς δεξιὸς ψάλτης, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου τὰς Μεγάλας Ὥρας, σχεδὸν ἀπὸ στήθους, καὶ ὄτε ἐπανῆλθεν εἰς τὸ πτωχικόν του δωμάτιον, δὲν εἶχεν ἀκόμη φέξει!
Ἤναψε τὸ κηρίον του καὶ τῇ βοηθείᾳ τοῦ κηρίου (καὶ τοῦ Κυρίου!) ἔβγαλε τὸ ὑπόδημά του τὸ ἀριστερόν, διότι τὸν ἠνώχλει ὁ κάλος, καὶ ἡμίκλιντος ἐπὶ τῆς πενιχρᾶς στρωμνῆς του, πολλὰ ῥεμβάζων καὶ οὐδὲν σκεπτόμενος, ἤκουε τὰς ὀρυγὰς τοῦ κραταιοῦ ἀνέμου καὶ τοὺς κρότους τῆς βροχῆς καὶ ἔβλεπε νοερῶς τὸν πορφυροῦν πόντον νὰ ῥήγνυται εἰς τοὺς σκληροὺς αἰχμηροὺς βράχους τοῦ νεφελοσκεποῦς καὶ χιονοστεφάνου Ἄθω.
Ἐκρύωνεν. Ἀλλὰ τὸ καφενεῖον τοῦ κυρ-Γιάννη τοῦ Ἀγκιστριώτη ἦτο κλειστόν. Ἀλλὰ καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε νὰ παραγγείλει:
- Πάτερ Ἀβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ἕνα ποτηράκι ῥακὴ ἢ ῥώμι).
Ἐκείνην τὴν χρονιὰν τὰ Χριστούγεννα ἔπεσαν Παρασκευήν. Τόσον τὸ καλύτερον. Θὰ νηστεύσει καὶ πάλιν, ὡς τὸ εἶχε τάμα νὰ νηστεύει διὰ βίου κάθε Παρασκευὴν διὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ μέγα κρῖμα τῆς νεότητός του, ποὺ εἶδε τυχαίως ἀπὸ τὴν κλειδαρότρυπαν τὴν νεαράν του ἐξαδέλφην νὰ γδύνεται.
Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κι ἐσκεπάσθη μὲ τὴν διάτρητον βατανίαν του, ὅπως ἦτο ντυμένος καὶ μὲ τὰ ὑποδήματα - πλὴν τοῦ ἀριστεροῦ.

Καὶ τότε εὑρέθη εἰς τὴν προσφιλήν του νῆσον τῶν παιδικῶν του χρόνων μὲ τὰ ῥόδιν᾿ ἀκρογιάλια, τὰς ἁλκυονίδας ἡμέρας, τὰς χλοϊζούσας πλαγιάς, μὲ τὰ κρίταμα, τὴν κάππαριν καὶ τὰς ἁρμυρήθρας τῶν παραθαλασσίων βράχων καὶ μὲ τοὺς ἁπλοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, θαλασσοδαρμένους ἢ ναυαγούς, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.
Καὶ ἦλθεν ὁ Χριστὸς μὲ τὸ τεθλιμμένον πρόσωπον, ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα μὲ τὸ λευκὸν καὶ ἔνθεον Βρέφος της, ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ὁ φίλος καὶ φρουρὸς τῶν νηπίων, ἡ Ἁγία Βαρβάρα καὶ ἡ Ἁγία Κυριακὴ μὲ τοὺς σταυροὺς καὶ τοὺς κλάδους τῶν φοινίκων εἰς τὰς χεῖρας, ὁ ὅσιος Ἀντώνιος καὶ Εὐθύμιος καὶ Σάββας μὲ τὰς γενειάδας καὶ τὰ κομβοσχοίνια των· καὶ ἦλθε καὶ ὁ ὅσιος Μωϋσῆς ὁ Αἰθίοψ, «ἄνθρωπος τὴν ὄψιν καὶ θεὸς τὴν καρδίαν», ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια κρατοῦσα εἰς τὰς χεῖρας τὸ μικρόν της ληκύθιον, τὸ περιέχον τὰ λυτήρια ὅλων τῶν μαγγανειῶν καὶ ἐπῳδῶν, ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος, ἡ Ἁγία Μαρίνα καὶ εἴτα ὁ Ἅγιος Γεώργιος καὶ ὁ Ἅγιος Δημήτριος μὲ τὰ χαντζάριά των, μὲ τὰς ἀσπίδας καὶ τοὺς θώρακάς των - ὁλόκληρον τὸ Τέμπλον τοῦ παρεκκλησίου τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσης ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τὸν μαστιζόμενον ἀπὸ θυέλλας καὶ λαίλαπας καὶ λικνιζόμενον ἀπὸ τὸ πολυτάραχον καὶ πολυρροιβδον κῦμα...
Φέγγος ἐαρινὸν καὶ θαλπωρὴ διεχύθησαν ἐντὸς τοῦ ὑγροῦ δωματίου καὶ ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος λησμονήσας τὸν κάλον του ἀνεσηκώθη νὰ φορέσει καὶ τὸ ἀριστερόν του ὑπόδημα διὰ ν᾿ ἀσπασθεῖ εὐλαβῶς τοὺς πόδας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων.

Ἀλλ᾿ ἡ ὀπτασία ἐξηφανίσθη καὶ ἰδοὺ εὑρέθη εἰς τὸν Ἅη-Γιάννην τὸν Κρυφόν, ποὺ ἐγιάτρευε τοὺς κρυφοὺς πόνους κι ἐδέχετο τὴν ἐξαγόρευσιν τῶν κρυφῶν ἁμαρτιῶν. Πλῆθος πιστῶν εἶχεν ἀνέλθει ἀπὸ τὴν πολίχνην, ζωντανοὶ καὶ συγχωρεμένοι, νὰ παρακολουθήσουν τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποία ἐτέλει ὁ παπα-Μπεφάνης βοηθούμενος ἀπὸ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην τὸν Παρθένην.
Κατὰ περίεργον ἀντινομίαν τῶν στοιχείων, ἦτο καλοκαῖρι κι ἡ Λειτουργία εἶχε τελειώσει καὶ ἦτον δὲν ἦτον τρίτη πρωϊνή, ὅτε ἡ ἀμφιλύκη ἤρχισε νὰ ῥοδίζει εἰς τὸν ἀντικρυνὸν ζυγὸν τοῦ βουνοῦ.

Ὅλοι γείτονες, λάλοι καὶ φωνασκοί, ἐκάθηντο κατὰ γὴς πέριξ ἐστρωμένης καθαρᾶς ὀθόνης. Τέσσερ᾿ ἀρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, ἀστακοουρές, κεφαλόπουλα καπνιστὰ τῆς λίμνης, αὐγοτάραχον καὶ ἐγχέλεις ἁλατισμένοι, πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια καὶ μῆλα - ὅλα τὰ καλούδια, προϊόντα της μικρῆς καὶ ὡραίας νήσου, περιέμενον τοὺς συνδαιτυμόνας.
- Καλῶς ὥρισες κυρ-Ἀλέξαντρε, κάτσε κ᾿ ἡ ἀφεντιά σου, τοῦ εἶπεν ἡ θεία ἡ Ἀμέρσα.
Ἀλλὰ τί βλέπει γύρω του; Ὅλους τους ἥρωας καὶ τὰς ἡρωίδας τῶν Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Ἐκεῖ ἦτον ἡ θεία-Ἀχτίτσα, φοροῦσα καινουργῆ μανδήλαν καὶ νέα πέδιλα, ἐπιδεικνύουσα μετ᾿ εὐγνωμοσύνης τὸ συνάλλαγμα τῶν δέκα λιρῶν, τὸ ὁποῖον μόλις ἔλαβε ἀπὸ τὸν ξενητευμένον εἰς τὴν Ἀμερικὴν υἱόν της. Δίπλα της ἐκάθητο κι ὁ Γιάννης ὁ Παλούκας, ὁ προσποιηθεὶς τὸν Καλλικάντζαρον τὴν Παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων καὶ ληστεύσας τὸν Ἀγγελῆν, τὸν Νάσον, τὸν Τάσον - ὅλα τὰ παιδία τὰ ὁποῖα κατήρχοντο ἀπὸ τὴν Ἐπάνω ἐνορίαν, ἀφοῦ εἶχαν ψάλει τὰ Κάλανδα. Ἐσηκώθη καὶ παρέδωσεν εἰς τὸν κυρ-Ἀλέξανδρον τὰς κλεμμένας πεντάρας -δὲν εἶχε πῶς νὰ μεθύσῃ καὶ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα ἐκείνην τὴν χρονιὰν (συχωρεμένος ἂς εἶναι!).
Ἰδοὺ κι ὁ Μπαρμπ᾿ Ἀλέξης, ὁ Καλοσκαιρῆς, ποὺ δὲν εἶχεν ἀνάγκην τοῦ πορθμείου τοῦ Χάροντος διὰ νὰ πηδήσει εἰς τὸν ἄλλον κόσμον· εἶχε τὸ ἰδικόν του, ὑπόσαθρον πλοιάριον, αὐτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ἦτον κι ὁ σύντροφός του ὁ Γιάννης ὁ Πανταρώτας ὁ ναυτολογημένος ὡς Ἰωαννίδης καὶ διατελῶν ἐν διαρκεῖ ἀπουσίᾳ κατὰ τὰς ὥρας τῆς ἐργασίας.
- Νὰ φροντίσῃς, τοῦ εἶπεν ὁ Πανταρώτας, νὰ πάρω τὴν σύνταξή μου!
Καὶ λησμονῶν τὴν ἱερότητα τῆς στιγμῆς ἐμούντζωσε τὸ κενὸν συνοδεύων τὴν ἄσεμνον χειρονομίαν μὲ τὴν ἀσεμνοτέραν βλασφημίαν:
- Ὅρσε, κουβέρνο!
Ἐκεῖ ἦτον κι ὁ Μπαρμπα-Διόμας, εὐτυχὴς διότι ἐγλύτωσεν ἀπὸ τὸ ναυάγιον καὶ ἐρρόφησεν ἀπνευστὶ ἐπὶ τοῦ διασώσαντος αὐτὸν τρεχαντηρίου ὁλόκληρον φιάλην πλήρη ἡδυγεύστου μαύρου οἴνου διὰ νὰ συνέλθει - ὢ πενιχρά, ἀλλ᾿ ὑπερτάτη εὐτυχία τοῦ πτωχοῦ!

Ἀλλ᾿ ἰδοὺ ἔτρεξε νὰ τοῦ σφίξη τὴν χεῖρα καὶ ὁ βοσκὸς ὁ Στάθ᾿ς τοῦ Μπόζα, τοῦ ὁποίου δύο αἶγες εἶχον βραχωθῆ εἰς τὸν κρημνὸν ὑπεράνω της ἀβύσσου, ὅπου ἔχαινεν ὁ πόντος καὶ ἦτο ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, ἂν δὲν τὸν κατεβίβαζαν διὰ σχοινίου εἰς τὸν βράχον μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς του.
- Τὴν Ψαρὴ τὴν ἔχω τάξει ἀσημένια στὴν Παναγιά. Τὴ Στέρφα (τὴν ἄλλην αἶγα) θὰ τὴν σφάξω γιὰ σένα, νὰ τὴν φᾶμε.
Καὶ ἡ Ἀσημίνα τοῦ μαστρο-Στεφανῆ τοῦ βαρελᾶ, μὲ τὰς τέσσαρας κακοτυχισμένας θυγατέρας, τὴ Ῥοδαυγή, τὴν Ἑλένη, τὴ Μαργαρὼ καὶ τὴν Ἀφέντρα, ἡ Ἀσημίνα, ποὺ τὴν μίαν ἡμέραν ἑώρτασε τοὺς γάμους τῆς Ἀφέντρας μὲ τὸν Γρηγόρη τῆς Μονεβασᾶς καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπένθησεν τὸν θάνατον τοῦ υἱοῦ της τοῦ Θανάση.

Τέλος, ὤ! τῆς ἐκπλήξεως, ἐνεφανίσθη καὶ ὁ ἕτερος ἐαυτός του, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδημούλης, ὁ πτωχαλαζών, ὁ ἀσχολούμενος εἰς ἔργα μὴ κοινῶς παραδεδεγμένης χρησιμότητος!
Ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος ἠσθάνθη τύψεις, ὅτι ἔπλασεν ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ τόσον δυστυχεῖς καὶ ταπεινοὺς ἢ τόσον ἁμαρτωλοὺς (οὐδεὶς ἀναμάρτητος!) καὶ τὸν ἑαυτόν του τόσον ἐπηρμένον!...
Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὸν διέκοψεν ἡ ὀκταόκαδος τσότρα, ἡ περιφερομένη ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα. Δὲν ἐπρόλαβε νὰ τὴν ἐναγκαλισθῇ καὶ ἤχησαν τὰ λαλούμενα (βιολιτζῆδες ντόπιοι καὶ τουρκόγυφτοι μὲ κλαρινέτα) καὶ ... ἐξύπνησεν.
Ποτὲ ὁ κοσμοκαλόγηρος κυρ-Ἀλέξανδρος δὲν ἐξύπνησε τόσον χορτάτος, ὅσον ἐκείνην τὴν ἁγίαν ἡμέραν, ὁ νῆστις τοῦ Σαρανταημέρου καὶ ὁ νῆστις ὅλης της ζωῆς του! - ζωὴν νὰ ἔχει! 


ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2025

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Η ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ - 21 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1944 ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ (ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ 1944)

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Από το βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ - ΤΡΑΓΩΔΙΑ & ΜΥΘΟΣ" (Εκδόσεις Ariston Books) 


Η μνήμη της Ελένης Παπαδάκη κατά καιρούς αναμοχλεύεται, άλλοτε με καλή προαίρεση και άλλοτε με σκοπιμότητα. Το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα ανούσιο και ανόσιο έγκλημα δεν ανατρέπεται φυσικά, ούτε με οποιαδήποτε μεθόδευση μπορεί να διαψευσθεί η κοινή λογική.

Η δολοφονία είχε βεβαίως διαπραχθεί από άτομα που ανήκαν στην αριστερή παράταξη κατά τα Δεκεμβριανά του 1944, οπότε εκδηλώθηκε η πρώτη ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στην εαμική αντίσταση και τον ελληνικό αστικό κόσμο, συσπειρωμένο πλέον και υπό την προστασία της Βρετανίας. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Δεκεμβρίου 1944, τα τραύματα και τα μίση που είχαν σωρευτεί κατά την κατοχική περίοδο ξέσπασαν σε ένα κύμα βίας εναντίον ενόχων και αθώων. Αυτό το κύμα βίας δεν αποτέλεσε ελληνική πρωτοτυπία, αλλά εκδηλώθηκε με καθυστέρηση στην ελληνική πρωτεύουσα, που σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές είχε βιώσει μια αναίμακτη απελευθέρωση μερικές εβδομάδες νωρίτερα.

Αρκετά νωρίς, η ηγεσία αυτής της παράταξης θέλησε να αποστασιοποιηθεί από τη συγκεκριμένη δολοφονία και είναι χαρακτηριστική η αποστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη στην εισήγησή του στη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ: «…Το κόμμα μας έχει το θάρρος να διακηρύξει ότι τέτοιες περιπτώσεις, όπως του Κορώνη, είτε της ηθοποιού Παπαδάκη, δεν μπορούν να βρουν δικαίωση και πρέπει να καταδικαστούν ανοιχτά».

Ένας τότε οπαδός του, που παράλληλα ήταν άμεσα εμπλεκόμενος με την υπόθεση της δολοφονίας, ο ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ, θα γράψει σχετικά: «Όταν γύρισε από τη Γερμανία, όπου ήταν αιχμάλωτος, μετά τη λήξη του πολέμου, ο τότε γ.γ. του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης μίλησε στον κατάμεστο κινηματογράφο Τιτάνια της οδού Πανεπιστημίου, κάνοντας αυτοκριτική του κόμματος στη διάρκεια της δικτατορίας και της Κατοχής. Και μιλώντας για το περίεργο, ύποπτο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, κίνημα του Δεκεμβρίου, μοιραία έφτασε στη δολοφονία της Παπαδάκη και χρησιμοποίησε τη φράση του Φουσέ: Ήταν περισσότερο από έγκλημα, ήταν σφάλμα. Ήμουν παρών σε εκείνη τη συγκέντρωση και το άκουσα».

Η εν είδει συγγνώμης γενναιόψυχη στάση του Ζαχαριάδη δεν επανέφερε την Παπαδάκη στη ζωή, ούτε θα έκλεινε το θέμα οριστικά. Διάφοροι βασιλικότεροι του βασιλέως επιχειρούν κατά καιρούς να …δικαιολογήσουν τη δολοφονία, επικαλούμενοι ξανά και ξανά το ότι ήταν «φιλενάδα του Ράλλη» ή ότι είχε σχέσεις με Γερμανούς αξιωματικούς. Τελικά μάλιστα, εφευρέθηκε και μια άλλη εκδοχή, ότι την Παπαδάκη την σκότωσαν πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις για να εκθέσουν το ΚΚΕ! Χρειάζεται όντως πολλή ψυχραιμία για να μπορεί κανείς να δει τα πραγματικά γεγονότα, απαλλαγμένα από τις σκόπιμες διαστρεβλώσεις και τα «στοιχεία» της εικονικής φαντασίας.

Ουσιαστικά όμως το έγκλημα συγκαλύφθηκε αμέσως μετά την τέλεσή του. Και η συγκάλυψη έγινε με το να εκτελεσθεί εκείνος που είχε διατάξει την εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, ο διοικητής της Πολιτοφυλακής Πατησίων, ένας 23χρονος ονόματι Ορέστης (που δεν είχε καμιά σχέση με τον συνονόματό του καπετάν Ορέστη, διοικητή της 2ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, τον Ανδρέα Μούντριχα). Ωστόσο και το περιστατικό αυτό, όπως και τόσα άλλα, δεν είναι ξεκάθαρο. Άλλωστε κατά κανόνα έχουν γίνει μεταγενέστερα πολλές στρεβλώσεις των πραγματικών γεγονότων προκειμένου να υποστηριχθούν διάφορες εκδοχές, συχνά αντιφατικές μεταξύ τους.

Ο φυσικός αυτουργός, ο Βλάσης Μακαρώνας, ο οποίος ενώπιον του δικαστηρίου είχε ομολογήσει τη δολοφονία της Παπαδάκη, καταδικάσθηκε σε θάνατο και αργότερα εκτελέσθηκε. Αλλά αυτός ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης, καθώς τη διαταγή για την εκτέλεσή της την είχε λάβει από τον διοικητή της Πολιτοφυλακής, τον νεαρό Ορέστη. Η διαταγή είχε δοθεί το βράδυ της ημέρας που συνελήφθη η Παπαδάκη στο σπίτι των Μυράτ, 21 Δεκεμβρίου 1944, και τις επόμενες ώρες ο Μακαρώνας εκτέλεσε πειθήνια την εντολή που είχε.

Ήδη όμως από τριημέρου, δηλαδή από τις 18 Δεκεμβρίου, στο κτίριο της Πολιτοφυλακής είχε εγκατασταθεί ένα κομματικό στέλεχος που παρακολουθούσε κάθε κίνηση του εν λόγω Ορέστη, επειδή υπήρχαν καταγγελίες εις βάρος του. Αυτός λεγόταν Νικόλαος Ανδρικίδης και επί λέξει είχε καταθέσει ενόρκως αργότερα (28.4.1945): «…Εγώ μετά ταύτα μετέβην εις την 7ην Αχτίδαν. Ο Γραμματεύς αυτής με ετοποθέτησεν εις την Πολιτοφυλακήν του 16ου τμήματος διά να παρακολουθήσω το τμήμα επειδή ο Διοικητής αυτού με άλλους πολιτοφύλακας δεν ειργάζοντο κανονικά. Κατά την παρακολούθησιν που έκαμνα επί 4 ημέρας, παρετήρησα ότι ο Διοικητής, Υποδιοικητής και δύο άλλοι πολιτοφύλακες, μαζί με τρεις γυναίκες είχαν δημιουργήσει γκαρσονιέραν και επεδίδοντο εις ακολάστους πράξεις, διά να προσπορισθούν διάφορα έξοδα ελήστευον ανθρώπους και άλλους άφηναν ελευθέρους επί καταβολή λιρών. Τούτους συνέλαβον και παρέδωσα εις κομματικόν Δικαστήριον παρά το Περιστέρι και εξετελέσθησαν μαζί με τις γυναίκες…».

Περιγράφει τον «Ορέστη», αλλά καμία λέξη για την Παπαδάκη σ’ αυτή την κατάθεσή του. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο 1945, γίνεται η δίκη του Ανδρικίδη. Ο Ριζοσπάστης έχει αναλυτικό ρεπορτάζ (1.12.1945): «Στο πενταμελές εφετείο δικάσθηκε χθες ο πολιτοφύλακας Ν. Ανδρικίδης με την κατηγορία ότι το Δεκέμβρη του 44 συνέλαβε τον καπετάν Ορέστη, διοικητή της πολιτοφυλακής Πατησίων, τρεις πολιτοφύλακες και τις γυναίκες Ευσταθίου, Καλλαντζή και Κωνσταντοπούλου. Ο καπετάν Ορέστης και οι πολιτοφύλακες καταδικάσθηκαν σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ, για ορισμένες υπερβασίες που διέπραξαν κατά τη λαϊκή Αντίσταση του Δεκέμβρη και συγκεκριμένα για την εκτέλεση της ηθοποιού Παπαδάκη, λεηλασίες και άλλες εγκληματικές ενέργειες. Οι τρεις γυναίκες καταδικάσθηκαν επίσης από το στρατοδικείο του ΕΛΑΣ σε θάνατο γιατί μετέδιδαν πληροφορίες στρατιωτικής φύσης στον εχθρό. Χθες εκδικάσθηκε μόνο η υπόθεση της σύλληψης των τριών γυναικών. Ο μάρτυρας κατηγορίας Μαρινόπουλος παραδέχθηκε ότι ο καπετάν Ορέστης και οι πολιτοφύλακες καταδικάσθηκαν από τον ΕΛΑΣ σε θάνατο για υπερβασίες. Επίσης κατέθεσε ότι οι τρεις γυναίκες πιάσθηκαν σε μια γκαρσονιέρα με τον Ορέστη και τους 3 πολιτοφύλακες και ότι εκτελέσθηκαν γιατί μετέδιδαν πληροφορίες σε «εθνικιστικές οργανώσεις». Ο ηθοποιός Δ. Μυράτ, μάρτυρας της υπεράσπισης, κατάθεσε ότι όπως πληροφορήθηκε, την ηθοποιό Παπαδάκη και τους αστυνομικούς εξετέλεσε ο καπετάν Ορέστης. Για την υπερβασία του αυτή καταδικάσθηκε σε θάνατο. Στην απολογία του ο Ανδρικίδης δήλωσε θαρραλέα ότι από το 1934 είναι μέλος του τιμημένου ΚΚΕ και ότι είναι περήφανος γι’ αυτό. (Ο πρόεδρος όμως του δικαστηρίου κ. Ευθυμίου ενοχλούμενος απαγόρευσε στον Ανδρικίδη να εξιστορήσει τη δράση του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Σε συνέχεια ο Ανδρικίδης είπε ότι το Δεκέμβρη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή Παγκρατίου, διατάχθηκε να ενεργήσει ανακρίσεις στην Πολιτοφυλακή Πατησίων, όπου σύμφωνα με πληροφορίες γίνονταν υπερβασίες. Πράγματι διαπίστωσε ότι ο καπετάν Ορέστης και τρεις πολιτοφύλακες ευθύνονταν για την εκτέλεση στην Ούλεν της ηθοποιού Παπαδάκη, των αστυνομικών καθώς και για ληστείες σε διάφορα σπίτια. Έπειτα από την εξακρίβωση των γεγονότων αυτών διατάχθηκε η σύλληψή τους η οποία και πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια γκαρσονιέρα. Από τις ανακρίσεις προέκυψε ότι οι 3 γυναίκες που συνελήφθησαν μαζί με τον Ορέστη στη γκαρσονιέρα έκαναν κατασκοπεία σε βάρος του μαχομένου ΕΛΑΣ. Το έκτακτο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ τις καταδίκασε σε θάνατο για υπερβασίες, εγκατάλειψη θέσης, καταχρήσεις και εκμαυλισμό. Η εκτέλεση επρόκειτο να γίνει δημοσία στην πλατεία Κολιάτσου, είχε μάλιστα προαγγελθεί στο λαό με τα χωνιά. Επειδή όμως υπήρχε κίνδυνος να πολυβοληθεί ο κόσμος που θα μαζευόταν, από τα αεροπλάνα του Σκόμπυ, ο καπετάν Ορέστης εκτελέσθηκε στο Γαλάτσι. «Οι τρεις γυναίκες, κατέληξε ο Ανδρικίδης, έμειναν στο Περιστέρι και δεν ξέρω ποια είναι η τύχη τους. Πάντως για την υπόθεση αυτή εμείς υπερηφανευόμαστε». Ο γνωστός εισαγγελέας κ. Βασιλόπουλος ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος γιατί… ομολόγησε την πράξη του. Το δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο. Συνήγοροι οι κ.κ. Μιράσγεζης, Σταθόπουλος και Κοντογιαννάκης».

Ανάμεσα όμως στους έντεκα μήνες που έχουν περάσει από τη δολοφονία της Παπαδάκη μέχρι την πρώτη αυτή δίκη του Ανδρικίδη, έχει μεσολαβήσει η ξεκάθαρη τοποθέτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ έναντι του συγκεκριμένου εγκλήματος, οπότε ο κατηγορούμενος Ανδρικίδης υποστηρίζει ότι πήγε στην Πολιτοφυλακή Πατησίων για να τιμωρήσει τους υπαίτιους της εκτέλεσης, ενώ στην πραγματικότητα είχε πάει τέσσερις ημέρες νωρίτερα και συνεπώς ήταν εκεί όταν έγινε!

Το επόμενο περίεργο γεγονός που προκύπτει, είναι ότι είχε προσέλθει ως μάρτυρας υπεράσπισής του ο Δημήτρης Μυράτ. Και εδώ εμφανίζεται μια απορία: ποια ιδιότυπη σχέση συνέδεε τους δύο τους; Πολλά χρόνια αργότερα, ο Μάνος Ελευθερίου θα φέρει στη δημοσιότητα μια επιστολή του Μυράτ (με ημερομηνία 31.12.1978), μια από τις πολλές που είχε στείλει προς τον Ανδρικίδη: «Αγαπητέ Νίκο, Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος. Σʼ ευχαριστώ για τη φωτοτυπίαΜόλις ησυχάσω θα σου γράψω περισσότερες λεπτομέρειες για την περιβόητη  σύλληψη [της Ελένης Παπαδάκη, φυσικά]. Εσωκλείω δύο διπλές προσκλήσεις, που ισχύουν για οποιαδήποτε μέρα, ελεύθερες από κάθε επιβάρυνση. Θα ήταν άδικο να πληρώσης το θέατρο του φίλου σου. Χαίρω που ξέμπλεξες με τα συνταξιοδοτικά. Γιατί να πάνε τόσοι ωραίοι αγώνες, όπως ο δικός σου και των άλλων παληκαριών, χαμένα; Ακόμα κι ο δικός μου απειροελάχιστος και μηδαμινός σαν Γραμματέα ΕΑΜ θεάτρου; Τι έφταιξε και βρισκόμαστε πάλι στην ίδια κοινωνική κατάσταση της προμεταξικής περιόδου; Κρίμα! Με φιλία κι εκτίμηση, Δ. Μυράτ».

Ο περίεργος και εν πάση περιπτώσει ο ακριβής ρόλος του Δημήτρη Μυράτ στην υπόθεση Παπαδάκη δεν διευκρινίστηκε ποτέ πλήρως. Ούτε και το τι τον συνέδεε με τον Ανδρικίδη ώστε ισοβίως να διατηρούν φιλία.

Στα τέλη της δεκαετίας 1970 επιχειρείται μια νέα αναμόχλευση της υπόθεσης ώστε να δημιουργηθεί ένας νέος μύθος: Στο προσκήνιο μπαίνει τώρα η Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης παίρνει τη σκυτάλη για την επικοινωνιακή αναθεώρηση. Με τη συμπλήρωση 35 χρόνων από την τραγωδία της Παπαδάκη και με την εφαρμογή του δόγματος «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση», επιχειρεί να περάσει τη νέα εκδοχή. Χαρακτηριστικός ο τίτλος του δημοσιεύματός του στα Νέα (24.12.1979): «Οι πλαστογράφοι της ιστορίας». Ποιοι όμως;

Γράφει σ’ αυτό μεταξύ άλλων ο Κάτρης: «…Η αλήθεια είναι ότι ένα μέρος της ευθύνης για τη διατήρηση του μύθου πέφτει στους ώμους της Αριστεράς, που – ηττημένη, κατατρεγμένη και ανασκολοπισμένη – δεν μπόρεσε να διαφωτίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά την ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη, ώστε ν’ αποκατασταθεί η αλήθεια και να καταδειχτεί πόσο καταχθόνιος και σατανικός ήταν ο ρόλος, όχι τόσο του ελληνικού δοσιλογισμού, όσο των ξένων προστατών του. Σήμερα, ήρθε η ώρα να παρουσιάσουμε τα γεγονότα, όπως πραγματικά συνέβησαν και ν’ αποκαταστήσουμε την ιστορική αλήθεια, ώστε να σταματήσει κάποτε η δηλητηρίαση της νέας και των επερχομένων γενεών με «μύθους» που εξακολουθούν να διδάσκονται. Ο άνθρωπος που αποκαλύπτει το γνήσιο ιστορικό της δολοφονίας της Ελένης Παπαδάκη, ονομάζεται Νικόλαος Ανδρικίδης και ζει τώρα στις εργατικές πολυκατοικίες της Κηφισιάς αριθμός 40. Πρόκειται για ένα σεμνό αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τραγική «υπόθεση» της Ελένης Παπαδάκη. Πολέμησε με το βαθμό του λοχαγού τον ξένο κατακτητή στην κατοχή, τιμώρησε τους φονιάδες της αξέχαστης ηθοποιού, όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στο λαϊκό καθήκον και στην εθνική τιμή. Γι’ αυτή του τη δράση, που θα ’πρεπε να είναι δίδαγμα και υπόδειγμα για κάθε Έλληνα, έμεινε στη φυλακή είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια».

Στη συνέχεια της εκδοχής του, ο Κάτρης υποστηρίζει: «Και τώρα, η αλήθεια για τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη: Η μεγάλη ηθοποιός, που η ακτινοβολία της ξεπερνούσε τα όρια της Ελλάδα, στα Δεκεμβριανά έμενε στο σπίτι του ηθοποιού Δημήτριου Μυράτ, κάπου στα Πατήσια. Ένα βράδυ πήγε η πολιτοφυλακή της περιοχής και την πήρε. Την άλλη μέρα τη σκότωσαν. Το ΕΑΜ και το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ, κυριολεκτικά αναστατώθηκαν. Η δολοφονία της Παπαδάκη έδειχνε ότι κάτι το πολύ σάπιο υπήρχε στα Πατήσια. Και έδρασαν με κεραυνοβόλα ταχύτητα. Στον τότε λοχαγό Νίκο Ανδρικίδη ανατέθηκαν καθήκοντα διαμερισματάρχη της περιοχής, με τη ρητή εντολή να ερευνήσει την υπόθεση, ν’ ανακαλύψει τους ενόχους και να ξεκαθαρίσει την ανώμαλη και επικίνδυνη κατάσταση. Από τις ανακρίσεις που έκανε ο Ανδρικίδης εντοπίστηκαν οι δολοφόνοι. Ήσαν ο διοικητής της πολιτοφυλακής Ορέστης, ο υποδιοικητής και ο βοηθός του. Πιάστηκαν και οι τρεις σε διαφορετικά σπίτια (μαζί με τις ερωμένες τους) και δικάστηκαν από ανταρτοδικείο. Μπροστά σε ακροατήριο παραδέχτηκαν ότι είχαν στρατολογηθεί από ξένη μυστική υπηρεσία (Ιντέλιτζενς Σέρβις) και με εντολή της σκότωσαν την Ελένη Παπαδάκη, για να δυσφημιστεί το λαϊκό κίνημα και δικαιωθεί η βρεταννική επέμβαση. Καταδικάστηκαν στην ποινή του θανάτου και εκτελέστηκαν παρουσία κόσμου στην πλατεία Κολιάτσου».

Στην περικοπή αυτή του άρθρου του Κάτρη, που ξεκινάει με την επίκληση «και τώρα, η αλήθεια», υπάρχει σωρεία αναληθειών. Η σημαντικότερη είναι ότι ο Ανδρικίδης εστάλη εκεί με εντολή της ηγεσίας του ΕΛΑΣ μόλις έγινε γνωστή η δολοφονία της Παπαδάκη. Αντίθετη όμως είναι η πραγματικότητα: εστάλη τρεις μέρες πριν από τη σύλληψή της, ο δε Ανδρικίδης ενεργούσε ως επόπτης (ως «διαμερισματάρχης») και κατά τη σύλληψη και κατά την εν συνεχεία εκτέλεσή της. Η σύλληψη του περιώνυμου Ορέστη έγινε αργότερα, χωρίς να προσδιορίζεται η ημέρα, σε μία γκαρσονιέρα, όπου βρισκόταν με τους βοηθούς του και τις τρεις γυναίκες και όχι σε τρία διαφορετικά σπίτια. Απροσδιόριστη επίσης ήταν η ημερομηνία της «δίκης» τους στο Περιστέρι, καθώς επίσης και της εκτέλεσής τους, που δεν έγινε στην πλατεία Κολιάτσου δημοσίως, αλλά στο Γαλάτσι άνευ κόσμου.

Αλλά ο Κάτρης χρησιμοποιεί και ένα νέο μυθοπλαστικό στοιχείο, αυτό της ομολογίας του Ορέστη και των λοιπών ενώπιον ακροατηρίου ότι είχαν στρατολογηθεί ως πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις και ότι με εντολή της σκότωσαν την Παπαδάκη! Αφού δεν βρέθηκαν πρακτικά της «δίκης» εκείνης του ανταρτοδικείου, ούτε ποτέ εμφανίστηκε κάποιος από τους παράγοντες ή τους «ακροατές» της δίκης, πώς προκύπτει η ομολογία τους; Και αφού τελικά δεν έγινε δημόσια η εκτέλεση της θανατικής ποινής τους στην πλατεία Κολιάτσου, ούτε είναι γνωστό το πραγματικό όνομα του Ορέστη και των συνεργατών του που καταδικάσθηκαν μαζί του, σύμφωνα με ποιο πειστικό στοιχείο τεκμηριώνεται ότι πράγματι εκτελέσθηκαν οι εν λόγω και ότι ενδεχομένως δεν διέφυγαν;

Η φαιδρή αυτή θεωρία του Κάτρη, που μπάζει από πολλά σημεία, ξέχωρα από τις σημαντικές και ουσιαστικές ανακρίβειες, ήταν ένα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα για να περάσει στους ώμους της …Ιντέλιτζενς Σέρβις η ευθύνη της δολοφονίας της Παπαδάκη, αν και ήταν περιττό αφού η Αριστερά ηθικά την είχε αποποιηθεί από πολύ νωρίς, με τη σαφή αναφορά του Νίκου Ζαχαριάδη. Αλλά το ζητούμενο εδώ ήταν να δημιουργηθεί ένας μύθος για χάρη των αμέσως ή εμμέσως εμπλεκόμενων. Άλλωστε το όλο σκεπτικό στηριζόταν στην εκ των πραγμάτων υποκειμενική πληροφόρηση που είχε ο Κάτρης από τον Ανδρικίδη.

Εκτός από τον Κάτρη, τον τόσο ανόητο αλλά βολικό μύθο της ανάμιξης της Ιντέλιτζενς Σέρβις είχαν υιοθετήσει ο Βασίλης Μπαρτζιώτας και άλλα πρόσωπα, κάποια μάλιστα από εκείνα που είχαν θεωρηθεί ως ηθικοί αυτουργοί της αρχικής συκοφαντικής εκστρατείας κατά της Παπαδάκη. Η Ολυμπία Παπαδούκα, μία από τα μέλη του χορού στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας όπου θριάμβευε η Παπαδάκη, θέλησε να επωφεληθεί, ανασύροντας το 2003 στις Επτά Ημέρες της Καθημερινής και πάλι το ίδιο προπαγανδιστικό σχήμα του Κάτρη, ένα σχήμα πολύ φθηνό και αδύναμο για να σταθεί στην κοινή λογική. «Πιστεύω ότι η Ιντέλιτζενς Σέρβις θυσίασε την Παπαδάκη για να κάνει τη δουλειά της… Τότε, όλο σχεδόν το ελληνικό θέατρο ήταν στο ΕΑΜ και νομίζω ότι έπρεπε να στιγματιστεί με μια δολοφονία. Για να ξεσηκωθεί ο κόσμος. Πιστεύω ότι δόθηκε εντολή να σπιλωθεί το ΕΑΜ Θεάτρου…».

Αυτό δεν ήταν παρά ένα φαντασιακό μύθευμα. Μακράν από την πραγματικότητα η θεωρία ότι «όλο σχεδόν το ελληνικό θέατρο» ανήκε στην Αριστερά. Στα τέλη Νοεμβρίου 1944, λίγες μέρες πριν ξεσπάσουν τα Δεκεμβριανά, έγιναν για πρώτη φορά μετά την Απελευθέρωση αρχαιρεσίες στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και πλειοψήφησε η αντίθετη παράταξη. Πρόεδρός του εξελέγη ο Νίκος Δενδραμής, αφού ο Σπύρος Πατρίκιος, που κατείχε την προεδρία από την εποχή Μεταξά, έχασε τις εκλογές.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από το τι έλεγε η Παπαδούκα, τα σοβαρά στελέχη της Αριστεράς στάθηκαν διαχρονικά στην αρχική θέση που είχε διατυπώσει ο Νίκος Ζαχαριάδης περί εγκληματικού λάθους, χωρίς να προχωρήσουν σε αναζήτηση μεθυστέρων δικαιολογιών προκειμένου να αποποιηθούν την όντως φρικτή δολοφονία της μεγάλης ηθοποιού.

Από την άλλη πλευρά της όχθης, είναι αλήθεια πως το τόσο επώνυμο αυτό θύμα των Δεκεμβριανών χρησιμοποιόταν συχνά στα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια για να θυμίζει τα εγκλήματα της εποχής. Και όπως μου έχει αναφέρει ένας παλαιός φίλος και γνωστός δημοσιογράφος, που στη δεκαετία 1960 υπηρετούσε τη θητεία του στο 7ο Γραφείο του ΓΕΣ, δέχθηκε στο γραφείο του την επίσκεψη του Μιχάλη Παπαδάκη, του αδελφού της αδικοχαμένης ηθοποιού, για να τους παρακαλέσει να σταματήσει η χρησιμοποίηση της φωτογραφίας της νεκρής αδελφής του, καθώς κάθε χρόνο στην επέτειο των Δεκεμβριανών τυπώνονταν χιλιάδες αφίσες που τοιχοκολλούνταν στους δρόμους.

Και η αλήθεια είναι ότι η οικογένειά της στωικά και αθόρυβα πέρασε όλες τις μεταδεκεμβριανές δεκαετίες, ξαναζώντας ξανά και ξανά τον ίδιο βαθύ πόνο. Μέσα σε μια βαθιά σιωπή πένθησαν τα μέλη της την Ελένη Παπαδάκη, αρκούμενα αξιοπρεπώς στις αναμνήσεις της θύμησής της. Και όταν ο αδελφός της σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό της έβγαλε ένα βιβλίο για να τιμήσει τη μνήμη της, συστηματικά απέφυγε κάθε εμπάθεια και αρκέστηκε στο να διαιωνίσει μέσα απ’ αυτό τη μνήμη της ως προσωπικότητας και κυρίως ως μεγάλης ηθοποιού μέσα από ανάλεκτα γνωστών καλλιτεχνών, κριτικών και συγγραφέων.


                     ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:



















ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi9AYAjQboFh1_5M3bFMvoiwdv6qY5bDyiuBuwvPV3Yjtp1ZG3BAXNnY5CWdpxeWu7FvNRIyWEpe_RHBqBZHx93XDCYKW4LJe3j_4jgmwduvaKGVqaTsCSNu7bWjJSewd6rxVoBPh5kloo/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters