Τῆς Ἰωάννας Γ. Καραγκιούλογλου
Ὁ
υἱὸς τοῦ Ἰωάννη Ἀγγελόπουλου καὶ τῆς Ἀσημίνας Παναγιωτοπούλου,
γεννήθηκε στὴν Δημητσάνα τὸ 1745. Κατὰ τὴν βάπτισή του εἶχε λάβει τὸ
ὄνομα Γεώργιος.
Τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ ἔμαθε στὴν γενέτειρα. Σὲ
ἡλικία δεκαοκτώ ἐτῶν ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ θὰ παραμείνει γιὰ
μία διετία. Ἐκεῖ, μαθητεύει δίπλα στὸν διακεκριμένο Δημήτριο Γούδα. Μὲ
τὸ πέρας τῆς ἐκπαιδεύσεώς του, ἀναζητεῖ τὴν τύχη του στὴν Σμύρνη. Ὁ
καντηλανάφτης τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸν θέτει ὑπὸ τὴν προστασία του καὶ τὸν
ὁρίζει βοηθό του στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ναοῦ. Παρατηρῶντας τὴν φιλομάθεια
τοῦ νεαροῦ Γεωργίου, τοῦ ἐπιτρέπει νὰ παρακολουθήσει μαθήματα στὴν
περίφημη Εὐαγγελικὴ Σχολή. Ἐκεῖ, μὲ τὴν ἐπιμέλεια, τὴν σεμνότητα καὶ τὴν
εὐλάβειά του θὰ λάμψει. Ὁ Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος πιστεύει στὸν
Γεώργιο. Χειροτονεῖται, λαμβάνει τὸ ὄνομα Γρηγόριος καὶ, ἀναδεικνύεται
σὲ Διάκονο, Ἀρχιδιάκονο καὶ τέλος σὲ Πρωτοσύγγελο τοῦ Προκοπίου.
1782.
Ὁ Γρηγόριος μεταφράζει καὶ ἐκδίδει στὴν Βενετία τοὺς Περὶ ἱερωσύνης
λόγους τοῦ Χρυσοστόμου. Ὅταν ὁ Προκόπιος γίνεται Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, ἀναδεικνύει ὠς διάδοχο τὸν Πρωτοσύγγελό του. Ἅπαντες
στὴν Σμύρνη ὁμολογοῦσαν ὅτι ἦταν σεμνός, λιτοδίαιτος, ταπεινὸς καὶ
δραστήριος σὲ ὅλα του τὰ ἔργα. Ἦταν ὅμως καὶ ἄκαμπτος στὶς ἰδέες του.
Δροῦσε μὲ ἀποφασιστικότητα. Ἐπὶ δεκατρία συναπτὰ ἔτη, διέχεε τὴν εἰρήνη
καὶ τὴν ὁμόνοια ἀπὸ τὸν Μητροπολιτικὸ Θρόνο Σμύρνης.
Ἐν ἔτει
1797, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι μὲ τὴν αὐστηρῶς ἐκκλησιαστική ζωή καὶ τήν
ἀστείρευτη ἐνέργειά του θὰ ὠφελοῦσε τὸ Γένος, τὸν προσκαλοῦν γιὰ
Ποιμενάρχη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὄχι ἀδίκως.
Μέσα σὲ ἕναν χρόνο, ἡ
δυσαρεστημένη Πύλη τὸν καθαιρεῖ. Τρεῖς φορὲς ἀνέβηκε στὸν Πατριαρχικὸ
θρόνο, καὶ τὶς τρεῖς φορὲς ἐκθρονίσθηκε. Τὶς δύο φορὲς ἐστάλη ἐξόριστος
στὸ ὄρος Ἄθω. Ὅταν ξαναέγινε Πατριάρχης καὶ, κάποιος ἱσχυρός ἤθελε νὰ
τὸν φοβερίσει ἥ νὰ τὸν ταράξει, ἔβγαζε κι ἔδειχνε τὸ κλειδί τοῦ κελλιοῦ
του. Τὴν τρίτη φορὰ ὁδηγήθηκε στὴν ἀγχόνη.
Ἐν τούτοις, πρόλαβε νὰ
κάνει πράξη τόσα, ὅσα λίγοι ἐκ τῶν ἀνελθόντων στὸ Πατριαρχικὸ Ἀξίωμα
κατάφεραν. Βλέποντας ὅτι ἡ πατριαρχικὴ οἰκία ἦταν ἀκατοίκητος καὶ σαθρὴ
καὶ ὅτι οἱ Πατριάρχες διέμεναν σὲ ἐνοικιασμένες οἰκίες, ἀμέσως ἀποφάσισε
τὴν ἐκ βάθρων ἀνοικοδόμηση τοῦ Πατριαρχείου.
Ὅταν οἱ πρόκριτοι ἀρχιερεῖς τοῦ ἀνακοινώνουν ὅτι δὲν ὑπάρχει τὸ ἀναγκαῖον ἀργύριον γιὰ τέτοιες δαπάνες, λέει.
-Ἀρκεῖ καὶ θέλει περισσεύει.
Ξεκινᾶ
τὸ ἔργο καὶ, ὑποχρεώνοντας ἀρχιερεῖς, ἡγουμένους, ἱερεῖς καὶ διακόνους
-ἀπὸ ὅλη τὴν ἐπικράτεια- νὰ συνεισφέρουν τόσα, ὥστε ὅταν ὁλοκληρώθηκαν
οἱ ἐργασίες, ὑπῆρχε καὶ περίσσευμα.
Δὲν σταμάτησε ἐκεῖ.
Ἐπισκεύασε καὶ εὐπρέπισε τοὺς Ναούς. Ἔσωσε μὲ τὴν εὐφυΐα του τοὺς
Σουλιῶτες ἀπὸ τὸν αἱμοβόρο Ἀλή Πασᾶ. Κατόρθωσε νὰ ἀποδοθοῦν στὰ
μοναστήρια τὰ παλαιὰ τους προνόμια. Μερίμνησε γιὰ τὴν ἀνασύσταση τοῦ
καταργηθέντος τυπογραφείου. Μερίμνησε γιὰ τὴν ἔκδοση Ἑλληνικῶν βιβλίων.
Τὸ Πατριαρχικὸ Τυπογραφεῖο ὑπὸ καθεστὼς λογοκρισίας κατάφερε νὰ ἐκπέμψει
Φῶς, τυπώνοντας σπουδαία Συγγράμματα. Τὴν ἐξήγηση τῶν ὁμιλιῶν τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου, τὴν Ἐπιτομὴ Διδασκαλίας περὶ Ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ἐκ
τῆς Ἠθικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους, καθὼς καὶ μία πολυσέλιδο Πατριαρχικὴ
ἐγκύκλιο μέσῳ τῆς ὁποίας προέτρεπε Μητροπολῖτες, Ἀρχιεπισκόπους,
Ἐπισκόπους καὶ ἐν γένει τοὺς κληρικούς, ὅπως καὶ τοὺς προεστούς,
δημογέροντες, προκρίτους καὶ λοιπούς, νὰ ὑποστηρίξουν διὰ παντὸς ἐφικτοῦ
μέσου τὰ ὑπάρχοντα Σχολεῖα καὶ τὴν σύσταση νέων.
Ὁ Γρηγόριος
ἦταν ἡ Ψυχὴ τῆς Ἑταιρείας. Κατὰ τὴν διατριβὴ του στὸ Ἅγιο Ὄρος εἶχε
κατηχηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐκ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Φαρμάκη, ὁ ὁποῖος εἶχε
ἀποσταλεῖ ἐπὶ τούτου ἀπὸ τὴν Ἀρχὴ στὴν Μακεδονία. Μὲ τὴν ἀνάληψη τῆς
Ἀρχηγίας ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο Ὑψηλάντη, συνεργάζεται ἀπ΄εὐθείας μαζὶ του
γιὰ τὴν εὐόδωση τῶν Σκοπῶν τῆς Ἑταιρείας. Καὶ, ὅταν ὁ μονόχειρ Πρίγκηψ
εἰσέβαλε στὴν Μολδαβία τὸν Φεβρουάριο τοῦ 21 καὶ ἡ Πύλη συνελάμβανε,
φυλάκιζε καὶ ἀποκεφάλιζε μετὰ μανίας Ἐπισκόπους καὶ ἄλλους ἐπισήμους, ὁ
ὀξυδερκὴς Γρηγόριος δὲν εἶχε καμμία αὐταπάτη γιὰ τὸ θλιβερὸ του τέλος.
Ὅσο
ὁ Ἰμάμης φώναζε στὸν μιναρὲ κατὰ τῶν ἀπίστων, τόσο οἱ Τοῦρκοι ἔσφαζαν
τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ συναντοῦσαν στοὺς δρόμους τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Παραβίαζαν τὸ ἄσυλο τῶν σπιτιῶν, ἔσπαγαν τὶς πόρτες, εἰσέβαλαν σὰν ἄγρια
θηρία φονεύοντας ὅσους ἔβρισκαν. Παντοῦ ἀκούγονταν οἱ ἄγριες φωνὲς τῶν
δημίων, οἱ σπαρακτικὲς κραυγὲς τῶν θυμάτων καὶ οἱ θρῆνοι τῶν
γυναικόπαιδων.
Ὁ αἱμοσταγὴς Μαχμοὺτ προστάζει στὸν ὄχλο τὸν
θάνατο ὅσων δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν καταφύγιο εἴτε στὸν Εὔξεινο Πόντο εἴτε
στὸ Ἀρχιπέλαγος. Ἄλλοι ἀποκεφαλίζονταν, ἄλλοι ἀπαγχονίζονταν ἢ
πνίγονταν στὴν θάλασσα. Ἄλλοι καταποντίζονταν ζωντανοὶ στὸ Μέγα Ρεῦμα,
ἄλλοι ρίπτονταν στὶς φυλακὲς ὅπου ἄφηναν τὴν τελευταῖα τους πνοὴ ἀνηλεῶς
βασανιζόμενοι. Καὶ ἄλλοι θὰ ἐξορίζονταν στὰ ἐνδότερα τῆς Ἀσίας ὅπου καὶ
θὰ ἐγκατέλειπαν τὰ ἐγκόσμια.
Πρῶτα θύματα τῆς θηριωδίας ἦταν ὁ
Γεώργιος Μαυροκορδάτος. Ὁ Μιχαὴλ Χαντζερῆς. Ὁ Στεφανάκης Μαυρογένης. Ὁ
Ἀλέκος Ράλλης καὶ ὁ υἱὸς του. Ὁ Κωστάκης Γεράκης. Ὁ Νικόλαος Σκαναβῆς. Ὁ
Μιχαὴλ Μάνος. Ὁ ἀρχιγραμματεὺς τοῦ Πατριαρχείου Θεόδωρος Ρίζος.
Ἐν μέσῳ τῆς καταιγίδος, ἀτάραχος, ὡς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος περίμενε τὴν στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου.
2
Ἀπριλίου 1821. Φθάνει στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ εἴδηση γιὰ τὴν Ἐπανάσταση
στὴν Πελοπόννησο. Στοὺς μὲν Ἕλληνες ἐνέπνευσε χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό.
Στοὺς δὲ ἀλλογενεῖς πῦρ καὶ μανία. Καὶ ἀρχίζει ἐκ νέου ἡ σφαγῆ. Ἡ
λεηλασία, ἡ βεβήλωση τῶν ἐκκλησιῶν, οἱ ἀποκεφαλισμοί, οἱ ἐξανδραποδισμοὶ
καὶ ἄλλες φρῖκες.
Σὲ ὅσους παρακαλοῦσαν τὸν Γρηγόριο νὰ φύγει γιὰ νὰ σωθεῖ, ἐκεῖνος, γαλήνιος, ἀπαντοῦσε:
-Προτρέποντάς
με σὲ φυγή, ματαιοπονεῖτε. Ἡ φυγὴ μου θὰ διπλασιάσει τὴν μανία τῶν
Τούρκων καὶ κατὰ συνέπεια τῶν ἀριθμὸ τῶν θυμάτων, ἐνῶ ὁ θάνατός μου θὰ
δώσει ζωὴ στὸν Ἱερὸ μας Ἀγῶνα. Ἀποθνήσκω ἥσυχος ὑπὲρ τῆς Σωτηρίας τοῦ
Ἔθνους.
Μὲ σταθερότητα καὶ ἠρεμία παραδόθηκε στὴν Θεῖα Πρόνοια.
Ἔχοντας πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν του τὸν θάνατο, μὲ ἀταραξία καρδίας, ἐκτελοῦσε
τὰ καθήκοντά του καθ' ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Ἑβδομάδος τῶν Παθῶν.
Ἐμψύχωνε τοὺς πιστοὺς μὲ αὐταπάρνηση καὶ πάντοτε σφράγιζε τοὺς λόγους του διὰ τοῦ παραδείγματος τῶν μαρτύρων τοῦ Γένους.
Κατὰ τὸν ὄρθρο τῆς 10ης Ἀπριλίου τοῦ 1821, κατὰ τὴν ἐπιβεβλημένη -καὶ τότε- συνήθεια λειτούργησε μὲ λίγους ἀρχιερεῖς.
Ὅταν
ὁ Βεζύρης μὲ δύο χιλιάδες στρατιῶτες περικύκλωσε τὸ Πατριαρχεῖο,
ἐκεῖνος ἀτάραχος, φόρεσε τὰ ἀρχιερατικὰ ἄμφια, ἑτοίμασε τὴν ἀναίμακτον
θυσία καὶ μνημόνευσε τοὺς κεκοιμημένους φίλους καὶ ἐχθρούς. Κοινώνησε
τῶν ἀχράντων μυστηρίων καὶ εὐλόγησε ἅπαντες.
Ψάλλοντας τὴν
Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἔψαλλε ἐντὸς τοῦ Ναοῦ τὴν Ἀνάσταση τῆς Ἑλλάδος.
Κατασπαζόμενος τοὺς συλλειτουργοῦντες ἔψαλλε τὸ Ἀγαπήσω σὲ Κύριε ἡ ἰσχὺς
μου...
Καὶ μόνον τότε, δάκρυσε.
Μὲ τὸ πέρας τῆς θείας
μυσταγωγίας, ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν δήμιο στὰ δεσμωτήρια. Ἀφοῦ βασανίσθηκε
καὶ χλευάσθηκε, ὁ ἑβδομηκονταετής Πατριάρχης στεφανώθηκε μὲ τὸ αἰώνιο
κλέος τοῦ μαρτυρίου.
Θανατώθηκε στὴν μεσαία Πύλη τοῦ
Πατριαρχείου, δι' ἀπαγχονισμοῦ. Τρεῖς ἡμέρες ἔμεινε κρεμασμένο τὸ σῶμα
του. Οἱ θηριώδεις ἀλαλαγμοί καὶ κραυγὲς τῶν Ὀθωμανῶν κατέπνιγαν τοὺς
θρήνους τῶν Χριστιανῶν ποὺ ἔφριτταν στὴν θέα τοῦ Ἐθνομάρτυρος. Καὶ μετὰ
ὕβρεως, τὸ σκήνωμα ἀπερρίφθη στὴν θάλασσα ἀπὸ Ἰουδαίους.
Ἡ Θεία
Πρόνοια ὅμως θέλησε νὰ δοξάσει τὸν Ἐθνομάρτυρα. Τὴν νύχτα, ὁ
Κεφαλλονίτης καραβοκύρης Νικόλαος Σκλάβος τὸν ἀνέσυρε ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ
Βοσπόρου καὶ τὸν μετέφερε στὴν Ὀδησσό. Ἐκεῖ ἀπεδόθησαν οἱ προσήκουσες
τιμὲς στὸν Πατριάρχη τοῦ Γένους. Ἐκηδεύθη καὶ ἐτάφη στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας
Τριάδος.
Στὴν Πεντηκονταετία ἀπὸ τὴν κήρυξη τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐπαναστάσεως, τὰ λείψανά του μεταφέρθηκαν στὴν Μητέρα Ἑλλάδα. Ἔκτοτε,
φυλάσσονται στὴν μαρμάρινη περίβλεπτο λάρνακα διὰ χειρὸς Λυσσάνδρου
Καυταντζόγλου, ἐντὸς τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν.
Εἰς
ἔνδειξιν πένθους, μέχρι καὶ σήμερα, 203 ἔτη ἀπό τὴν θυσία τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε', ἡ Μέση Πύλη τοῦ Πατριαρχείου,
παραμένει σφραγισμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου