Κείμενο τοῦ «῞Εκτορα», μέλους τῆς ὁμάδας «῾Ελλάδος ᾿Ανόρθωσις»
Ὁ Λορέντζος Μαβίλλης γεννήθηκε στὶς 6 Σεπτεμβρίου τοῦ 1860 στὴν Ἰθάκη
ἀπὸ Κερκυραίους γονεῖς. ῾Ο ὁμώνυμος παππούς του ἦταν ᾿Ισπανὸς πρόξενος
στὴν Κέρκυρα πού παντρεύτηκε μιὰ ντόπια εὐγενή. ῾Ο πατέρας του ἦταν ὁ
δικαστικὸς Παῦλος Μαβίλλης. ῾Η μητέρα του, ἡ Ἰωάννα Καποδίστρια-Σούφη,
καταγόταν ἀπὸ ἀρχοντικὴ γενιά. Μάλιστα, ἦταν θεία τοῦ τότε πολιτικοῦ
Γεωργίου Θεοτόκη καὶ ἀνιψιὰ τοῦ πρώτου κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας, τοῦ
᾿Ιωάννη Καποδίστρια. ῾Η ἴδια εἶχε ζήσει γιὰ μερικὰ χρόνια κοντὰ στὸν
ἀγροτικὸ πληθυσμό τῆς Κέρκυρας. Αὐτὸ τὴν ἔκανε νὰ ἐκτιμήσει βαθιὰ τὴ
γλῶσσα καὶ τὴν τέχνη τοῦ λαοῦ. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴ μετέδωσε στὸν Λορέντζο.
Ὁ Μαβίλλης φοίτησε στὸ ἐκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» στὴν Κέρκυρα. Στὴν πνευματική του διαμόρφωση συνέβαλε σὲ μεγάλο βαθμὸ ὁ ᾿Ιωάννης ῾Ρωμανός, καθηγητής του στὸ γυμνάσιο, ἑλληνιστὴς καὶ ἱστοριογράφος. Αὐτὸς τὸν συνέστησε στὴν «᾿Αναγνωστικὴ ᾿Εταιρεία». ᾿Εκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν λόγιο Ἰάκωβο Πολυλᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπηρέασε καθοριστικά. Αὐτὸς κι ὁ Γεράσιμος Μαρκορᾶς τὸν ἔκαναν νὰ γνωρίσει τὴν ποίηση τοῦ Σολωμοῦ, ἡ ὁποία θὰ ἐπιδράσει ἀποφασιστικὰ πάνω στὴν δικιά του.
Παρακολούθησε μαθήματα στὴ Φιλοσοφικὴ Ἀθηνῶν γιὰ ἕνα χρόνο καὶ τὸ
1879 μετέβη στὴ Γερμανία, ὅπου θὰ ἔμενε μόνιμα γιὰ 14 ἔτη, ἐπιστρέφοντας
μόνο γιὰ μικρὰ χρονικὰ διαστήματα στὴν Κέρκυρα. Σπούδασε ἀρχαία καὶ
νεώτερη φιλοσοφία καὶ γλωσσολογία. Γνώριζε λατινικά, σανσκριτικά,
ἀγγλικά, γαλλικά, ἰταλικά, ἰσπανικὰ καὶ γερμανικά. Μάλιστα, ἡ
γλωσσομάθειά του τοῦ ἐπέτρεψε νὰ μεταφράσει ἀποσπάσματα τόσο ποιημάτων
διαφόρων Εὐρωπαίων, ὅπως ὁ Σίλλερ, ὁ Γκαῖτε κι ὁ Βύρωνας, ὅσο καὶ ἐπῶν
ὅπως ἡ «Αἰνειάδα» καὶ ἡ ἰνδικὴ «Μαχαμπχαράτα». Ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὶς ἰδέες
τοῦ Κάντ, τοῦ Νίτσε, τοῦ Φίχτε καὶ τοῦ Σοπενχάουερ. Τὸ 1890
ἀναγορεύτηκε διδάκτωρ φιλοσοφίας στὸ πανεπιστήμιο Erlangen τῆς Βαυαρίας,
μὲ τὴν διατριβή του γιὰ τὴ μελέτη χειρογραφων τοῦ βυζαντινοῦ
χρονογράφου ᾿Ιωάννη Σκυλίτση. Τὴν ἴδια περίοδο, ἔγινε ἐξαιρετικὸς
σκακιστής. Τὸ 1893 ἐπέστρεψε στην Κέρκυρα καὶ ἐντάχτηκε στὴν Κερκυραϊκὴ
Σχολή. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἀνέπτυξε φιλία μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Θεοτόκη.
Τὰ ποιήματά του γράφτηκαν στὴν δημοτικὴ καὶ εἶναι πλούσια σὲ ἐξιδανικευμένες εἰκόνες. ᾿Αναφέρονται σὲ μύθους, ἱστορικὰ πρόσωπα, τὴ φύση, τὴ λαϊκὴ ζωή, τὴ μελαγχολία, τὸ θάνατο, τὸν ἔρωτα καὶ τὴν πατρίδα. Σὲ αὐτὰ εἶναι φανερὴ ἡ ἐπιρροὴ τοῦ γαλλικοῦ παρνασσισμοῦ, τοῦ συμβολισμοῦ καὶ τοῦ ῥομαντισμοῦ -γερμανικῆς προέλευσης ἀμφότερα-, ὅπως καὶ ἡ φλογερὴ φιλοπατρία του. Μερικὰ ἀπὸ τὰ γνωστότερα ποιήματά του εἶναι τὰ ἐξής: «Πατρίδα», «Λήθη», «᾿Ελιά», «Καρδάκι» καὶ «Καλλιπάτειρα». Ὁ Μαβίλης θεωρεῖται ὁ τελευταῖος ἐκπρόσωπος τῆς Ἐπτανησιακῆς σχολῆς, στὴν ὁποία κατατάσσονται ποιητὲς ὅπως ὁ Σολωμὸς κι ὁ Κάλβος. Τὰ καλοδουλεμένα σονέτα του, μὲ τοὺς 14 στίχους καὶ τὴν ὑποχρεωτικὴ ὁμοιοκαταληξία, κατέχουν μιὰ ξεχωριστὴ θέση στὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Στὰ τελευταία χρόνια τῆς ζωῆς του, ὁ Μαβίλλης διατηροῦσε ἐρωτικὸ δεσμὸ μὲ τὴν ἐπίσης ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου («Μυρτιώτισσα»).
Ἡ ἐθνική του δράση ἦταν ἀξιέπαινη. Τὸ 1896 ἵδρυσε παράρτημα τῆς «Ἐθνικῆς Ἐταιρείας» στὴν Κέρκυρα. Τὸ ἴδιο ἔτος μετέβη μαζὶ μὲ ἄλλους ἐθελοντὲς στὴν ἐπαναστατημένη Κρήτη. Στὸν ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 ὀργάνωσε καὶ συντηροῦσε μὲ δικά του ἔξοδα ἕνα σῶμα 70 ἐθελοντῶν. Ὁ ἴδιος τραυματίσθηκε σὲ μιὰ μάχη στὴν Ἤπειρο, ἐνῷ σκοτώθηκε ὁ Ἄγγλος φίλος του Κλέμμενς Χάρρις.
Τὸ 1910 ἐκλέχθηκε βουλευτὴς μὲ τὸ κόμμα τῶν Φιλελευθέρων, στὴ Β΄ ᾿Αναθεωρητική Βουλή. Στὶς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1911, σὲ μία ἀντιπαράθεση γιὰ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα στὸ κοινοβούλιο, ὑπερασπίστηκε τὴ δημοτική, λέγοντας τὴν παρακάτω φράση: «Χυδαία γλῶσσα δὲν ὑπάρχει, ὑπάρχουν χυδαῖοι ἄνθρωποι». Τὴν ἴδια μέρα καταψήφισε τὸ ἄρθρο 107 τοῦ Συντάγματος, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο καθιερωνόταν ὡς ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους ἡ καθαρεύουσα.
Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1912 παραιτήθηκε ἀπὸ βουλευτὴς καὶ κατατάχθηκε ἐθελοντὴς σὲ ἕνα σῶμα Γαριβαλδινῶν Ἰταλῶν καὶ Ἑλλήνων ἐθελοντῶν ὑπὸ τὸν ᾿Αλέξανδρο ῾Ρῶμα. Τὴν 28η Νοεμβρίου, στὴν μάχη τοῦ Δρίσκου τῆς Ἠπείρου, τραυματίστηκε θανάσιμα ἀπὸ δυὸ σφαῖρες στὸ πρόσωπο. Τὰ τελευταῖα του λόγια ἦταν: «Δὲν εἶχα φανταστεῖ ποτὲ ὅτι θὰ εἶχα τὴν μεγάλη αὐτὴ τιμὴ νὰ πεθάνω γιὰ τὴν Ἑλλάδα». ῾Ο ῾Ρῶμας στεκόταν δίπλα του, τραυματισμένος, χαιρετῶντας σὲ στάση προσοχῆς καὶ μονολογοῦσε: «᾿Αγαθὴ ἡ μοίρα σου λοχαγὲ Μαβίλλη».᾿
Ακολουθεῖ ἕνα ποίημά του:
Μόν’ οἱ Μαραθωνομάχοι
Μόν’ οἱ Μαραθωμονάχοι
Δὲν σ’ ἐδόξασαν, πατρίδα,
Δὲν σ’ ἐδόξασαν μονάχοι
Οἱ τριακόσιοι τοῦ Λεωνίδα.
Ἐβαστάξαν τὰ παιδιά σου,
Παλληκάρια διαλεμμένα,
Πάντα σὰν τὰ ἰδρυὰ τοῦ δάσου,
Σὰν τοὺς βράχους, ἕνα κ’ ἕνα·
Ὅμοι’ ἀκλόνιστοι κι’ ἀγνάντια’
Σ τῶν ὀχτρῶν τὴν ἄγρια φόρα
Κι’ ὅμοια στέρεοι ’ςτὴ γιγάντια
Καὶ κακὴ τῆς τύχης μπόρα.
Ἀλλ’ ἀκόμα πλειὸ μεγάλη
Τῶν παιδιῶν σου ἡ δόξα ἐφάνη
Εἰς μίαν ἄλλη ἅγια πάλη
Γιὰ ἕνα πλει’ ὄμορφο στεφάνι·
Εἰς τὴν πάλη, ὅπου τὸ πνέμα
Τ’ οὐρανοῦ νικᾷ τὸν ᾍδη,
Τῆς ἀλήθειας μὲ τό ψέμα,
Τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι.
Πηγές:
1) Νικόλαος Καρράς. Με Ιδεολογία Ελληνική, Νεοέλληνες Πνευματικοί
Ήρωες. Εκδόσεις “Πελασγός” Ιωάννου Χρ. Γιαννάκενα. Β Έκδοση, Αθήνα 2019.
σελ.41-47.
2) Cognosco Team, Λορέντζος Μαβίλης-Ποιητής και Ήρωας
3) Εγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΥΣ ΛΑΡΟΥΣ. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, 1963. Τόμος 9, σελ. 581.
4) Greek Language
Βιβλιονέτ
Πεμπτουσία – Λορέντζος Μαβίλης: «Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα είχα την μεγάλη τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα»!
Βικηθήκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου