Δικηγόρου-Συγγραφέως
«Η κριτική μου στην συμφωνία δεν αφορούσε το όνομα, αφορούσε τη μακεδονική γλώσσα και τη μακεδονική εθνότητα. Και εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό είναι το μεγάλο λάθος και ότι αυτή τη συμφωνία εγώ δεν θα την ψήφιζα». Τάδε έφη ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην συνέντευξη που παρεχώρησε στην εκπομπή «Ενώπιος Ενωπίω» του Δημοσιογράφου Νίκου Χατζηνικολάου την 13η Ιανουαρίου 2022, αναφορικά με την Συμφωνία των Πρεσπών. Η ανωτέρω αντιφατική αποστροφή του λόγου του, χωρίς να εκπλήσσει κανέναν, κινείται ξεκάθαρα σε διαφορετικό μήκος κύματος σε σύγκριση με τις θέσεις που η Ν.Δ. παρουσίαζε στο εκλογικό σώμα, ασχέτως εάν τις πίστευε ή όχι, όταν ευρίσκετο στην θέση της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, ήτοι την εποχή από την διεξαγωγή των εθνικών συλλαλητηρίων για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το 2018, έως την κύρωση της κατάπτυστης Συμφωνίας των Πρεσπών από την αντεθνική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τα πρόθυμα ετερόκλητα δεκανίκια της, την 25η Ιανουαρίου 2019. Εξυπακούεται άλλωστε, ότι εάν η σημερινή στάση της κυβερνήσεως της Ν.Δ. στο συγκεκριμένο ζήτημα είχε εκδηλωθεί κατά την προεκλογική περίοδο των Εθνικών Εκλογών της 7ης Ιουλίου 2019, είναι βέβαιο πως δεν θα ελάμβανε το 40% των ψήφων του Ελληνικού Λαού, ούτε θα κατακτούσε ισχυρή αυτοδυναμία 158 Εδρών στο Κοινοβούλιο.
Εν αντιθέσει με την αδιαφορία των Ελλήνων πολιτικών, η κυβέρνηση των Σκοπίων τρία έτη μετά την μειωτική για την Ελλάδα Συμφωνία των Πρεσπών, δυνάμει της οποίας επέτυχε την απόδοση του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία», καταστρατηγεί αυτήν ποικιλοτρόπως, γεγονός το οποίο συνιστά λόγο και αιτία ακυρώσεως αυτής. Θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί, ότι επί της ουσίας οι Σκοπιανοί έχουν ήδη αποτινάξει από την ονομασία του κρατιδίου τους τον γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια», αποκαλώντας αυτό «Μακεδονία». Αδιάσειστη απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού απετέλεσε το γεγονός, ότι το καλοκαίρι του 2021, κατά την διεξαγωγή των διεθνών αθλητικών διοργανώσεων του ευρωπαϊκού κυπέλλου ποδοσφαίρου και των Ολυμπιακών Αγώνων στο Τόκιο, οι Σκοπιανοί φίλαθλοι και η αθλητική ομοσπονδία τους, χαρακτήριζαν την χώρα τους, όχι «Βόρεια Μακεδονία», αλλά «Μακεδονία», ενώ η κυβέρνηση Ζάεφ «σφύριζε» αδιάφορα, εμπαίζοντας ατιμωτικά την ελληνική κυβέρνηση, η οποία παραμένει άπραγη, αδυνατώντας να περιορίσει τις δυσμενείς εθνικές βλάβες που προεκλήθησαν από την ανωτέρω Συμφωνία, παρά τις προεκλογικές εξαγγελίες της περί του αντιθέτου.
Ας μην λησμονούμε εξάλλου, ότι ήδη εντός του παρελθόντος έτους 2021, έχουν συμβεί γεγονότα τα οποία καταρρίπτουν εκκωφαντικά το ίδιο το αφήγημα της Συμφωνίας, ήτοι ότι η υπογραφή του ως άνω ενδοτικού κειμένου, θα αποσπούσε τους Σκοπιανούς από τον εναγκαλισμό τους με την εχθρική για τα ελληνικά συμφέροντα Τουρκία και θα τους ενέτασσε στην σφαίρα επιρροής της Ελλάδος. Η ελληνική κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός που ονειρεύονται συνεργασίες, συμμαχίες και φιλίες με τους Σκοπιανούς, θα μας εξηγήσουν αλήθεια, πως θα επιτευχθούν αυτοί οι μεγαλεπήβολοι «στόχοι», όταν ήδη από τον Αύγουστο του 2021, οι «καλοί μας γείτονες» υπέγραψαν μεταξύ τους, την 5ετούς διαρκείας Συμφωνία Στρατιωτικής-Οικονομικής Συνεργασίας Άγκυρας-Σκοπίων; Μετά από τις τελευταίες εξελίξεις, εάν υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα προβεί στην κύρωση από το Νομοθετικό Σώμα, των περιβόητων και άνευ ουσίας μνημονίων συνεργασίας Αθηνών και Σκοπίων, σχετικά με την επιτάχυνση των διαδικασιών για την ένταξη του κρατιδίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την οικονομική συνεργασία των δύο κρατών, θα έχει διαπραχθεί ένα ασύλληπτο εθνικό έγκλημα, ενώ η τραγική Συμφωνία των Πρεσπών θα έχει εδραιωθεί πλήρως.
Πέραν βέβαια των προπεριγραφέντων αρνητικών τεκταινομένων, η ανωτέρω τοποθέτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προκαλεί αλγεινή εντύπωση για την συνολική συλλογιστική του στο εν λόγω μείζον Εθνικό Θέμα. Τι σημαίνει ότι η κριτική του στην Συμφωνία δεν αφορούσε το Όνομα, αλλά μόνο την αναγνώριση της «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητος; Μία Συμφωνία, δυνάμει της οποίας τα Σκόπια κατοχύρωσαν ένα κάλπικο όνομα και ως εκ τούτου άνοιξε ο ασκός του Αιόλου για τις περαιτέρω επώδυνες υποχωρήσεις. Ήταν ποτέ δυνατόν, αφ’ ης στιγμής η εθνομηδενιστική διάθεση του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στην εκχώρηση του Ονόματος της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΣ, το οποίο αποτελεί το «άλφα και το «ωμέγα» της ανθελληνικής συμφωνίας, να υπάρξει αποφυγή του χαρακτηρισμού της γλώσσας και της εθνότητος ως «μακεδονικών»; Αλήθεια τελικά, πιστεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι θα πετύχαινε κάτι «καλύτερο» εν συγκρίσει με αυτήν την Συμφωνία, εάν εκκινούσε από την ίδια αφετηρία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ήτοι την αποδοχή του ονόματος «Βόρεια Μακεδονία», για το σλαβογενές κρατίδιο των Σκοπίων του οποίου οι κάτοικοι αποτελούν ένα φυλετικό μίγμα Βούλγαρων, Σλάβων και Αλβανών, ενώ το γλωσσικό τερατούργημα που αποκαλούν γλώσσα, είναι σλαβοβουλγαρικό ιδίωμα;
Από την άλλη πλευρά, αφού ο Πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι ενοχλείται από την παραχώρηση στους Σκοπιανούς, «μακεδονικής» γλώσσας και «μακεδονικής» εθνότητος, πως γίνεται να μην έχει πρόβλημα με την ονοματοδοσία των Σκοπίων ως «Βόρεια Μακεδονία», αποδεχόμενος με άλλα λόγια, ότι αλλοεθνείς που κατέχουν εδάφη του βορείου τμήματος της Μακεδονίας μας, διαθέτουν κράτος που περιλαμβάνει τον ελληνικό όρο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ; Γιατί προσποιείται ανεπιτυχώς ο κ. Μητσοτάκης πως δεν αντιλαμβάνεται, ότι αφού προδόθηκε η Ένδοξη Ιστορία και ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΜΑΣ, του οποίου η παράδοση στους Σλάβους αποτελεί το μείζον ζήτημα (γεγονός που δεν τον απασχολεί), θα επακολουθούσε και η απόδοση της «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητος (που τον βρίσκει αντίθετο), ως προϊόν και παρεπόμενη συνέπεια της ενδοτικότητος (τουλάχιστον) που συνετελέσθη με την εκχώρηση του Ονόματος; Πόσο υποτιμά τη νοημοσύνη μας τελικά; Είχε εν τέλει ποτέ, διαφορετική προσέγγιση από τον ΣΥΡΙΖΑ ή όχι; Τέτοιου είδους ρηχή αντιμετώπιση του ανωτέρω Εθνικού Θέματος, προδίδει αφενός μεν, ελλιπή γνώση της Ιστορίας, αφετέρου δε, πλήρη διάσταση με την Εθνική Ιδεολογία και τις αποφάσεις του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών που συνεκλήθη το 1992 υπό την Προεδρία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, το οποίο απεφάσισε να παραμείνει αμετακίνητο στις εθνικές θέσεις οι οποίες ισοδυναμούσαν με την απόρριψη κάθε ονομασίας για τα Σκόπια, που θα εμπεριείχε τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγα αυτού.
Ως εκ των ανωτέρω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν έτυχε της παραμικρής βελτιώσεως. Αντιθέτως, τα αποτελέσματά της επιδεινώνουν την διεθνή θέση της Ελλάδος, ένεκα της αυθαιρεσίας της κυβερνήσεως των Σκοπίων και των αβελτηριών της προηγούμενης αλλά και της σημερινής ελληνικής κυβερνήσεως η οποία δεν τολμά να διεκδικήσει την ακύρωσή της, παρά την αντισυμβατική συμπεριφορά των Σκοπιανών. Οι προσδοκίες του Ελληνικού Λαού εξακολουθούν να διαψεύδονται οικτρά από τις κυβερνήσεις που εκλέγει. Πώς να μην αισθάνονται εξαπατημένοι οι Έλληνες, όταν βλέπουν ότι η ίδια η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τα στελέχη της, τα οποία υπεστήριζαν με πάθος την διεξαγωγή των τεράστιων εθνικών συλλαλητηρίων της περιόδου 2018-2019 για τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΜΑΣ, αποφεύγουν τώρα να χαρακτηρίσουν την «λιμνοσυμφωνία» προδοτική και δεν ζητούν την απόδοση ποινικών ή πολιτικών ευθυνών στους πρωταίτιους αυτού του «εκτρώματος» που υποδαυλίζει την επεκτατική πολιτική των Σλάβων στον ελλαδικό χώρο. Οι εκλογές πλησιάζουν. Οι Έλληνες Πατριώτες, εγκλωβισμένοι ή μη σε πολιτικά μαντριά, οφείλουν να θυμηθούν αυτούς που λησμόνησαν το Εθνικό Χρέος τους, καθιστώντας τους Σκοπιανούς συνιδιοκτήτες της Ενδόξου Ιστορίας της Μακεδονίας μας και κατ’ επέκτασιν της Ελλάδος. Το Όνομα της Μακεδονίας είναι η ψυχή μας και δεν θα συγχωρήσουμε ποτέ όσους το εκχωρούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου