Του Κωνσταντίνου Π. Ρωμανού,
Καθηγητού Φιλοσοφίας Παν/μιο Αιγαίου
α) Η Δημοκρατία στο έθνος-κράτος και οι καταχραστές της
Λίγο μετά την πτώση της
Σοβιετικής Ενώσεως το 1989, ως κυρίαρχη ιδεολογία της αμερικανικής
ηγεμονίας στη Δύση προεβλήθη η «Παγκοσμιοποίηση», ένας όρος που επί
προέδρου Clinton προκρίθηκε ως αθωότερος έναντι του προκλητικότερου «Νέα
Τάξη Πραγμάτων». Παγκοσμιοποίηση σημαίνει πλανητική κίνηση κεφαλαίων,
εμπορευμάτων και εργατικού δυναμικού. Σημαίνει επίσης, όπως μετά από
οδυνηρές εμπειρίες εκόντες-άκοντες αντιληφθήκαμε, μια πρωτοφανή ανάπτυξη
του καπιταλισμού–καζίνο, δηλαδή του χρηματιστικού κεφαλαίου και της
εικονικής – σε αντίθεση με την πραγματική – οικονομία. Η πλανητική πάλι
κίνηση εργατικού δυναμικού επετεύχθη με την ανάπτυξη του «δουλεμπορίου»,
δηλαδή της κερδοφόρας μετακίνησης πληθυσμών από χώρες φτωχές ή
πτωχευμένες από υποκινούμενους πολέμους, συνήθως με αυταρχικά καθεστώτα,
προς χώρες της Δύσεως πλέον εύπορες και με δημοκρατικά καθεστώτα. Τα
τελευταία αποδείχθηκαν πιο ευάλωτα και οι θεσμοί τους λιγότερο
ανθεκτικοί στην γενικευμένη ανομία του βίαιου εποικισμού επικρατειών,
που κατά το Διεθνές Δίκαιο θεωρούνται αυτόνομες, κυρίαρχες και
απαραβίαστες.
Ανάχωμα κατά της παγκοσμιοποίησης
είναι το Έθνος-Κράτος, όπως αυτό θεσπίστηκε από τη Γαλλική Επανάσταση ως
μόνη νόμιμη πηγή κρατικής βίας, κυριαρχίας και αυτονομίας. Ας μην
ξεχνούμε ότι το Ελληνικό έθνος είναι το πρώτο που μετά τη Γαλλική
Επανάσταση απέκτησε κράτος με βάση γραπτά συντάγματα που κατοχύρωναν τη
λαϊκή κυριαρχία με δημοκρατικό πολίτευμα. Ελευθερία δημοσίων
συγκεντρώσεων, ελευθερία λόγου, δικαίωμα απεργίας, ανεξιθρησκία,
χωρισμός των εξουσιών και τόσα άλλα αποτελούν ιδρυτικές αρχές του
Έθνους–Κράτους. Και αυτή η πάλη των τάξεων λαμβάνει χώρα μέσα στο
πλαίσιο των δικαιωμάτων του πολίτη που θέσπισε το δημοκρατικό έθνος-
κράτος . Η παρατηρούμενη οικειοποίηση του κράτους από την ολιγαρχία, εις
βάρος των λαϊκών στρωμάτων σε διάφορες ιστορικές περιόδους, δεν πρέπει
να θεωρείται ιδρυτικό συστατικό της εθνικής δημοκρατίας, αλλά,
αντιθέτως, παρέκκλιση από τη δημοκρατία και υπονόμευσή της .
Η ιστορία διδάσκει ότι από την αρχή
της στην αρχαία Ελλάδα η Δημοκρατία εσαεί κινδύνευε να χαθεί, τόσο από
την μαχητική ολιγαρχία, όσο και από την έκπτωση του λαού σε μάζα
(οχλοκρατία). Η σημερινή εμπειρία της Ελλάδος διδάσκει ότι και η
αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί να εκπέσει σε κοινοβουλευτική
ολιγαρχία, ένα ιδιότυπο καθεστώς κατά το οποίον συντηρείται μεν ο θεσμός
του κοινοβουλίου (δεν καταλύεται από δυνάμεις έξωθεν το κοινοβούλιο)
αλλά οι εκλεγμένοι του εκπρόσωποι πειθαναγκάζονται ή εξαγοράζονται,
προκειμένου να αποφασίζουν ως σώμα, πραξικοπηματικά, όπως παλαιότερα οι
δικτάτορες, εις βάρος του λαού. Έχει επισημανθεί ότι μετά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο δημοκρατία είναι ο όρος που σημαίνει κατ’
αποκλειστικότητα νόμιμη συνταγματική τάξη. Ως εξ αυτού παρατηρείται
διεθνώς οικειοποίηση της έννοιας δημοκρατία από τυραννίδες, δεσποτίες,
δικτατορίες οι οποίες δεν θα ήσαν χωρίς αυτήν την έννοια
νομιμοποιήσιμες. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος για τον οποίο ακόμη και η
«παγκοσμιοποίηση» ξιφουλκεί υπέρ της δημοκρατίας, ενώ το ιδανικό της
είναι πολύ περισσότερο η αυτοκρατορία. Ως γνωστόν, τα σύγχρονα
έθνη-κράτη προήλθαν από την διάλυση των αυτοκρατοριών και οι σύγχρονες
δημοκρατίες από την άρνηση των εθνοτήτων να εξακολουθήσουν να ζουν σε
πολυπολιτισμικές επικράτειες, όπου πηγή εξουσίας ήσαν οι Αψβούργοι, οι
Βουρβώνοι, οι Οθωμανοί και οι λοιποί ηγεμονικοί οίκοι. Σε ένα τέτοιο
καθεστώς αποσκοπεί να μας γυρίσει πίσω η «Παγκοσμιοποίηση» ή «Νέα Τάξη»
μετά την συντριβή της εθνικής αρχής και της δημοκρατίας που συναρτάται
με αυτήν. Η «Νέα Τάξη» θέλει μια παγκόσμια αυτοκρατορία και μια
παγκόσμια κυβέρνηση. Όμως, ας μην ξεχνούμε ότι και κάθε παρελθούσα
αυτοκρατορία, αν και εκ των πραγμάτων τοπική στο βεληνεκές, είχε
οικουμενική αξίωση και σκοπιά. Ας μην ξεχνούμε επίσης, εν όψει των
ειρηνιστικών υποσχέσεων της «Νέας Τάξης», ότι ο διαφωτιστής Kant, κατά
τα άλλα οικουμενιστής, εξετάζοντας στο δοκίμιό του Περί της Ειρήνης (Zum
Ewigen Frieden) την ιδέα μιας παγκόσμιας κυβέρνησης κατέληξε να την
απορρίψει, αποφαινόμενος ότι δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από μια
παγκόσμια δικτατορία.
β) Η προπαγανδιστική στρατηγική της «Νέας Τάξης»
Αν η «Νέα Τάξη», όπως στην εποχή μας
κάθε μορφή απολυταρχίας, αντλεί την νομιμότητά της από την χρήση της
έννοιας της δημοκρατίας, το ερώτημα γεννάται τινί τρόπω κατορθώνει να
γίνεται πιστευτή ή τουλάχιστον ανεκτή από τους πολίτες των δυτικών
δημοκρατιών. Η απάντηση είναι διττή:
Αφενός, με την επίδειξη ισχύος,
εφόσον ελέγχει πολιτικές ηγεσίες, οι οποίες με την σειρά τους
απενεργοποιούν σταδιακά τα υπάρχοντα συντάγματα, τα δικαιώματα των
εργαζομένων, ελέγχουν τα ΜΜΕ και την εκπαίδευση και επιβάλλουν την
διάσπαση της συνοχής των κοινωνιών με το όπλο του ευφημιστικά λεγόμενου
«πολυπολιτισμού» (για το τελευταίο δες τις έρευνες του καθηγητή του
Harvard Robert Putnam). Ως γνωστόν τα άτομα διαθέτουν ευαίσθητη πυξίδα
για τον προσδιορισμό του κέντρου της πραγματικής δύναμης στην κοινωνία
τους, ώστε να συμμορφώνονται εγκαίρως κατά τις επιταγές της
αυτοσυντήρησης και της ευζωίας.
Αφ’ έτερου, με την συστηματική
εφαρμογή της Σοφιστικής στην προπαγάνδα, ιδιαίτερα με την μέθοδο της
κατά το δυνατόν ανεπαίσθητης μετατόπισης των εννοιών. Έναν τρόπο για να
γίνει αυτό εφικτό μας δείχνει η ανάγνωση της περί αρετής διδασκαλίας του
Αριστοτέλη. Η αρετή λέγει ο μέγας διδάσκαλος, είναι μεσότης ανάμεσα σε
δύο υπερβολές, π.χ. η ανδρεία ανάμεσα στο θράσος και την δειλία, η
γενναιοδωρία ανάμεσα στην ασωτία και την τσιγγουνιά, κ.λ.π. Όμως η αρετή
έχει με το ένα άκρο μεγαλύτερη ομοιότητα απ’ ό,τι με το άλλο, προσθέτει
ο Αριστοτέλης, επομένως η ανδρεία μοιάζει περισσότερο με το θράσος του
παράτολμου παρά με τη δειλία, όπως η γενναιοδωρία προσομοιάζει με την
ασωτία μάλλον παρά με την τσιγγουνιά. Από αυτό προκύπτει ότι είναι
ευκολότερο να δυσφημίσεις τον ανδρείο, ονομάζοντάς τον θρασύ παρά δειλό,
διότι η διαφορά στην πρώτη περίπτωση γίνεται δυσκολότερα αντιληπτή από
έναν άνθρωπο χωρίς ανεπτυγμένη κρίση. Αντιστρόφως, προκειμένου να
επαινέσεις (αναβαθμίσεις) έναν παράτολμο άνθρωπο είναι εφικτό να τον
χαρακτηρίσεις ανδρείο για τον ίδιο λόγο. Ας δούμε μετά από αυτά μερικά
παραδείγματα από την εφαρμογή της ανωτέρω απλής μεθόδου μετατόπισης
εννοιών στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα των τελευταίων δεκαπέντε
χρόνων. Αν αρετή είναι ο πατριωτισμός (Μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν
ἄλλων προγόνων ἀπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρὶς) υπερβολή στο ένα άκρο
μπορεί να θεωρηθεί ο εθνικισμός ή ο υπερπατριωτισμός και στο άλλο άκρο η
αρνησιπατρία και ως προϊόν αυτής ο άπατρις. Είναι εύκολο, επομένως, να
δυσφημίσεις τον πατριώτη ως υπερπατριώτη ή εθνικιστή. Αν αυτό το κάνεις
αδιαλείπτως, με σύστημα, θα επιτύχεις τελικά την υποκατάσταση, στη
συνείδηση, της έννοιας πατριώτης από την έννοια εθνικιστής, δηλαδή την
έκλειψη της έννοιας πατριώτης. Όμως για τον άνθρωπο που απαραιτήτως έχει
ανάγκη, στο ζήτημα αυτό, μιας κατεύθυνσης που θα ακολουθήσει, ενός
μπούσουλα για την πράξη, τι απομένει ως ορθή κατεύθυνση μετά την
εξαφάνιση της προοπτικής του πατριωτισμού και της συνειδητής απόρριψης
του εθνικισμού; Μα τι άλλο; Ο άπατρις, τουτέστιν ο κάτοχος της νέας
ανερχόμενης αρετής, που εξεθρόνισε την παλαιά.
Έχει, όμως, η λέξη ά-πατρις ένα
σοβαρό μειονέκτημα: κυριαρχείται από το στερητικό α και ταυτόχρονα
υπενθυμίζει κατά τρόπον ενοχλητικό το αντικείμενο της στέρησης, την
πατρίδα. Πώς να ενθουσιάσεις τον κόσμο με τέτοια συνθήματα; Χρειάζεται
ένα θετικό ιδανικό στη σωστή κατεύθυνση. Ίσως ο παλαιότερος
«διεθνισμός»; Αρκετά καλός, αλλά προϋποθέτει την ύπαρξη εθνών, που όμως
πρέπει να καταργηθούν. Περισσότερο προσφέρεται για το ζητούμενο ο
«κοσμοπολιτισμός». Αυτός παλαιότερα ήταν κτήμα των αριστοκρατικών
συνειδήσεων, ή τελευταίο καταφύγιο των εκπατρισθέντων (δες μεταξύ άλλων
σχετικές δηλώσεις του Thomas Mann στην εξορία). Καιρός να γίνει τώρα
ιδανικό μαζανθρώπων με ικανή παρακαταθήκη ναρκισσισμού.
Το 2006 λειτούργησε σε όλους τους
νομούς της Ελλάδος, επιδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρόγραμμα
επιμόρφωσης εκπαιδευτικών για την εξυπηρέτηση του διδακτικού στόχου
«πολίτες της Ευρώπης – πολίτες του κόσμου». Παράλληλα διέπεται η
ελληνική εκπαίδευση των τελευταίων χρόνων από πλήθος προγραμμάτων και
εγχειριδίων με διδακτικό στόχο την «διαπολιτισμική» αγωγή. Αναμφίβολα
αποτελεί και αυτή ένα βήμα προς την «ορθή κατεύθυνση», ήτοι την
απομάκρυνση από τον πατριωτισμό, ο οποίος, όπως είδαμε, δεν είναι άλλο
από εθνικισμός. Επίσης έχει η τελευταία το πλεονέκτημα να λειτουργεί
στην Ελλάδα ως ξέπλυμα ιθαγένειας, παρέχοντας σε αλλοδαπούς, χωρίς
χαρτιά, την ευκαιρία να πολιτογραφηθούν ως Έλληνες, μέσω της θαυμαστής
επιδράσεως της «ελληνικής παιδείας» (στην ουσία της ελληνόγλωσσης
εκπαίδευσης όπου μια απλουστευμένη ελληνική γλώσσα λειτουργεί ως μέσον
συνεννόησης των εθνοτήτων που κατοικούν τον γεωγραφικό χώρο Ελλάς, όπως
περίπου τα αγγλικά στην Ινδία).
Συναφή λειτουργία με το
κοσμοπολίτικο ιδεώδες (θετική ανάγνωση της φυγής από τον πατριωτισμό
προς τα εμπρός) έχει και το σύνθημα, ευρύτατα διαδεδομένο στους
πολυάριθμους «ελευθεριακούς–αντιεξουσιαστικούς» κύκλους της Ελλάδος,
«είμαστε πολίτες της Γης!» Εδώ υπεισέρχεται και η οικολογική –
μυστικιστική παράμετρος της λατρείας της Γαίας. – Να ελπίζουμε ότι οι
πρώην Έλληνες εν καιρώ, με την πρόοδο της αστροναυτικής, θα εξυψωθούν ως
γαλαξιακή, ίσως ακόμα και συμπαντική, πολιτική συνείδηση;
Άλλη μετατόπιση ιδεών στην σχολική
εκπαίδευση, τα ΜΜΕ και την γενικότερη δημοκρατική αγωγή του Έλληνα της
πεφωτισμένης μας εποχής, είναι η αντικατάσταση της έννοιας του φόβου από
την συγγενή, αλλά στην πραγματικότητα τελείως διαφορετική, έννοια της
φοβίας. «Κάτω η ξενοφοβία!» είναι το σύνθημα με το οποίο
αντιμετωπίζονται συλλήβδην οι κριτικές του λαθρεποικισμού και
ενδυναμώνεται η πολιτικά ορθή σκέψη και η «δημοκρατική συνείδηση» του
πολίτη. Εντούτοις, η στοιχειώδης ανάλυση δείχνει ότι, ενώ ο φόβος είναι
φυσικό ανακλαστικό που προειδοποιεί για υπαρκτό κίνδυνο και ενεργοποιεί
την αναγκαία άμυνα του ζωντανού οργανισμού, δηλαδή ο φόβος υπηρετεί την
φυσική αρχή της αυτοσυντήρησης, αντιθέτως η φοβία είναι παθολογική
κατάσταση, κατά την οποία δημιουργείται φόβος από ανύπαρκτους κινδύνους.
Η έννοια της ξενοφοβίας προϋποθέτει, επί του προκειμένου, ότι η
παράνομη είσοδος εκατομμυρίων ξένων στην χώρα δεν αποτελεί κίνδυνο
υπαρκτό, αλλά ανύπαρκτο. Αυτό δεν χρήζει αποδείξεως, εφόσον έχει ήδη
γίνει αποδεκτό – διά της επαναλήψεως του όρου – ότι πάσχομε από φοβία
και, επομένως, ο κίνδυνος που διακρίνουμε είναι φανταστικός και τα μέτρα
που προτείνουμε για την αντιμετώπισή του περιττά.
Μαζί με το σύνθημα ξενοφοβία, ως
δίδυμο χρησιμοποιείται κατά κόρον στην Ελλάδα το σύνθημα του ρατσισμού
και μάλιστα με αυθαίρετα διευρυμένες έννοιες της λέξης, που
περιλαμβάνουν την κάθε, από αίσθημα δήθεν ανωτερότητας, τροφοδοτούμενη
περιφρόνηση και απέχθεια των Ελλήνων προς ό,τι διαφορετικό, όχι μόνο
φυλετικά, αλλά και πολιτισμικά, θρησκευτικά, σεξολογικά (όλα τα
προηγούμενα περιέχονται άλλωστε στον από το καλοκαιρινό τμήμα της Βουλής
– 2014 – ψηφισθέντα αντιρατσιστικό νόμο). Η θεωρία των «αντιρατσιστών»,
ευθυγραμμισμένη σε όλο το δυτικό κόσμο, θέτει το ζήτημα ως πρόβλημα
σύγκρουσης ταυτοτήτων, όπου η κυρίαρχη ταυτότητα των αυτοχθόνων θεωρεί –
κακώς – εαυτήν απειλούμενη από τις νέες ταυτότητες των μεταναστών – ή
ακόμα και των ντόπιων ομοφυλοφίλων – και προσπαθεί από θέση ισχύος να
τις εκτοπίσει. Η καταγγελία του ρατσισμού φαίνεται, μετά την πτώση της
Σοβιετίας, να αντικατέστησε στην Δύση την παλαιότερη καταγγελία του
κομμουνισμού, έτσι ώστε σήμερα η «αντιρατσιστική» τοποθέτηση να αποτελεί
λυδία λίθο της δημοκρατικής συνειδήσεως και κεντρικό περιεχόμενο της
δημοκρατικής αγωγής στα σχολεία. (Ως γνωστόν, σε πολλές περιπτώσεις οι
εκπαιδευόμενοι δάσκαλοι υποχρεούνται από πανεπιστημιακούς εκπαιδευτές
τους να διαχειρίζονται ερωτηματολόγια σχετικά με την ύπαρξη ρατσισμού
στις σχολικές τάξεις και τα συναφή).
Όπως οι προηγούμενες έννοιες, στις
οποίες ενδεικτικά επικεντρωθήκαμε, έτσι και ο «ρατσισμός» είναι
προπαγανδιστικό εφεύρημα που προϋποθέτει μετατόπιση εννοιών, π.χ. δεν
διώκω τον κλέφτη επειδή είναι κλέφτης αλλά επειδή είναι μαύρος. Όμως η
πρόταση «ο κλέφτης είναι μαύρος» δεν αντιστρέφεται σε «όλοι οι μαύροι
είναι κλέφτες» όπως στην εισαγωγή της Λογικής εμάθαμε ότι δεν
αντιστρέφεται η πρόταση «ο Σωκράτης είναι άνθρωπος». Ο «αντιρατσιστής»
υποπίπτει ακριβώς σ’ αυτό το στοιχειώδες λάθος, όταν θεωρεί την
αντίδραση στον μαύρο κλέφτη πράξη ρατσισμού εναντίον των «κλεφτών
μαύρων», δηλαδή των μαύρων θεωρημένων στο σύνολό τους ως κλέφτες. Για να
φανεί λίγο καλύτερα η ασυναρτησία του «αντιρατσιστή» ας αναλογισθούμε
και τούτο: αν ο κλέφτης ήταν ξανθός βόρειο-Ευρωπαίος, θα τον αφήναμε να
φύγει με τα υπάρχοντά μας επειδή είναι ξανθός; Οι απλοί αυτοί
συλλογισμοί μας επιτρέπουν να ανατρέψουμε την παραδοχή ότι τα λεγόμενα
ρατσιστικά φαινόμενα προέρχονται από «σύγκρουση ταυτοτήτων». Αν μερικά
εκατομμύρια λευκών ανθρώπων έρχονται να εποικίσουν την Ελλάδα, θα τους
παραχωρούσαν τις εστίες των οι Έλληνες επειδή είναι λευκοί; Όχι βέβαια,
το έχει δείξει η Ιστορία. Δεν ισχύει το αυτό, αν οι επίδοξοι έποικοι
ανήκουν σε φυλή εγχρώμων; Βεβαίως και ισχύει. Γιατί; Μα διότι το
ζητούμενο δεν είναι κάποια σύγκρουση «ταυτοτήτων», αλλά η σύγκρουση
συμφερόντων. Το σημείο αυτό, σημαντικότερο όλων, παραβλέπεται εντούτοις
από την κυρίαρχη θεωρία περί πολυπολιτισμού. Συμφέρον των εποίκων είναι
να κατακτήσουν την γη μου, προκειμένου να ζήσουν και να αναπαραχθούν σε
αυτήν. Συμφέρον δικό μου, αντιθέτως, είναι να διατηρήσω για τον εαυτό
μου την γη μου για τον ίδιο σκοπό.
γ) Ιθαγένεια και Δημοκρατία
Πώς διευθετούνται σε κάθε έλλογη
ανθρώπινη κοινωνία προβλήματα συγκρούσεως; Με προπαγανδιστικά σλόγκαν
και την σοφιστική παραχάραξη των λέξεων; Με έωλα νομοθετήματα που
χτίζουν πάνω στη σύγχυση, έχουν αμφίβολη δημοκρατική νομιμότητα και
προσβάλλουν μαζί με το δημόσιο συμφέρον τον κοινό νου; Όχι βέβαια. Οι
συγκρούσεις διευθετούνται διά της εφαρμογής του Δικαίου• και το Δίκαιο
διακρίνει έννομο και μη έννομο συμφέρον.
Οι Έλληνες πολίτες είναι ιδιοκτήτες
της εθνικής γης, την οποία απέκτησαν με αίμα και θυσίες. Επίσης, είναι
ιδιοκτήτες των κοινόχρηστων υποδομών και υπηρεσιών, οι οποίες
δημιουργήθηκαν με τους φόρους και τον ιδρώτα γενεών εργαζομένων Ελλήνων
πολιτών. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις διαχειρίζονται μόνο αυτόν τον πλούτο.
Δεν είναι δικός τους να τον χαρίσουν σε όποιον θέλουν.
Ήδη ο Kant στο προαναφερθέν δοκίμιο
«Αιώνια Ειρήνη» είχε μιλήσει για δικαίωμα «Παγκόσμιας φιλοξενίας»,
δηλαδή το δικαίωμα να επισκεφθείς ξένες χώρες χωρίς φόβο για τη ζωή ή τα
υπάρχοντά σου. Το δικαίωμα αυτό ο Kant διαχώρισε με σαφήνεια από την
εγκατάσταση στην χώρα επίσκεψης, η οποία επ’ ουδενί αποτελεί δικαίωμα
των επισκεπτών, εκτός αν έχει προηγηθεί σχετική συμφωνία με τους
κατοίκους της εν λόγω χώρας.
Ο Wilfried Nippel αναφέρεται με
ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια στον άρρηκτο σύνδεσμο του καθεστώτος
πολίτη–ιδιοκτήτου της εθνικής γης με τη δημοκρατία. Εξηγεί ότι η ακριβής
ρύθμιση, στην αρχαία Αθήνα, του ποιος ανήκει στο σώμα των πολιτών,
προέρχεται από το ότι δεν γινόταν λόγος κατά τρόπον αφηρημένο περί
πολίτου, αλλά συγκεκριμένα περί μετόχου στον δημόσιο πλούτο (Anteil
haben an der Polis). Η πρόοδος της δημοκρατίας, παρατηρεί ο Nippel,
σήμαινε εκτός των άλλων το δικαίωμα του πολίτη–μετόχου σε πολλαπλές
υλικές απολαβές: συντάξεις, διανομή σιτηρών, γης, βοηθημάτων προς
αναπήρους και ορφανά πολέμου.
Η δημοκρατία, με άλλα λόγια, θέτει
αυστηρούς περιορισμούς στην απονομή ιθαγένειας, συν τοις άλλοις, επειδή
έχει το καθήκον της δίκαιας κατανομής των αγαθών τα οποία διαχειρίζεται.
Στα αγαθά αυτά, ο ιστορικός του Tübingen Langewiesche έρχεται να
προσθέσει, σε δημοσίευμά του στον Spiegel σχετικό με το μεταναστευτικό,
και τα αγαθά της ασφάλειας και της ελευθερίας.
Αυτά τα θέματα αποτελούν μερικές από
τις, κατά την παρούσα εποχή στην Ελλάδα, αδιερεύνητες παραμέτρους
δημοκρατικής παιδείας. Θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία, τόσο στα
πλαίσια της πολιτικής αγωγής όσο και της Ιστορίας, εφόσον αποτελούν
ταυτοχρόνως και ελληνική κληρονομιά. Επίσης, στην πολιτική αγωγή θα
έπρεπε να διδάσκεται η χρήση της λογικής, στην θεωρητική άμυνα κατά της
προπαγάνδας. Όμως ποιος θα οπλίσει τον πολίτη κατά της σοφιστείας, αν
σοφιστής είναι το ίδιο το κράτος, το οποίο ελέγχει την εκπαίδευση των
δασκάλων και την διδακτέα ύλη στα σχολεία;
Το πρόβλημα αυτό αντιμετώπισε αρχές
του 20ου αιώνα ο Dewey με κάπως διαφορετικούς όρους, θέτοντας το ερώτημα
κατά πόσον είναι δυνατόν το εθνικό κράτος, που ελέγχει το εκπαιδευτικό
σύστημα, να επιτρέψει να τεθεί στο σχολείο κατά σαφή τρόπο το κοινωνικό
ζήτημα. Η σημερινή εμπειρία δείχνει, πάντως, ότι το εν λόγω πρόβλημα
δεν αφορά αναγκαστικά στο εθνικό κράτος, αφού ούτε το (υπό δημιουργία)
αν-εθνικό, «πολυπολιτισμικό» κράτος θέτει το κοινωνικό ζήτημα με όρους
ταξικούς. Αντ΄ αυτού, μετατοπίζει το κοινωνικό ζήτημα σε ζητήματα
ισότητας μεταναστών και αυτοχθόνων, φύλων, φυλών, «σεξουαλικών
προσανατολισμών», θρησκειών, πολιτισμών, και «διαφορετικοτήτων» παντός
είδους, εκτός βέβαια της μίας προς αποφυγήν διαφορετικότητας: αυτής του
δίπολου πλούσιος – φτωχός. Η «Νέα Τάξη» κατασκευάζει συνεχώς νέα
πολιτικά υποκείμενα, που προβάλλονται στη δημοσιότητα, προκειμένου να
δεσμεύουν την πολιτική ενέργεια των μαζών.
δ) «Ανθρώπινα δικαιώματα» και παγκοσμιοποίηση
Ένα περαιτέρω κεφαλαιώδες ζήτημα της
εποχής μας, το οποίο η πραγματική δημοκρατική παιδεία δεν επιτρέπεται
να παραβλέψει, είναι η τάση μετακίνησης του κέντρου βάρους από το κατ’
εξοχήν υποκείμενο της πολιτικής, τον πολίτη, σ’ ένα υποκείμενο το οποίο
είναι, ως προϊόν αφαίρεσης, λιγότερο συγκεκριμένο• τον άνθρωπο. Εξ ου
και ο λόγος περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», υπερκαλύπτει τον περί
πολιτικών δικαιωμάτων, τα οποία απειλούνται να παραγκωνισθούν και
υποκατασταθούν από τα προηγούμενα. Ποιες άραγε λειτουργίες επιτελεί αυτή
η μετατόπιση του κέντρου βάρους στην παρούσα πολιτική συγκυρία;
Ο λόγος περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων
έχει εν τω μεταξύ μια κάποια ηλικία στην εφαρμοσμένη πολιτική, εφ’ όσον
αυτά ενεγράφησαν τόσο στο αμερικανικό όσο στο γαλλικό επαναστατικό
σύνταγμα. Προηγήθηκε φυσικά η διάσημη ρήση του Rousseau «ο άνθρωπος
γεννιέται ελεύθερος αλλά παντού βρίσκεται σε αλυσίδες», για να φθάσουμε
στο «all men are created equal» του αμερικανικού συντάγματος και τα
συναφή παγκοίνως γνωστά του γαλλικού. Παρά ταύτα, σε όλες τις
περιπτώσεις ως υποκείμενο της πολιτικής παρέμεινε ο πολίτης της
ελληνορωμαϊκής παράδοσης (citizen, citoyen, Bürger), τα δικαιώματα του
οποίου απορρέουν από το έθνος-κράτος στο οποίο ανήκει. Όπως ήδη δε
προηγουμένως τονίσαμε, το έθνος είναι, από την γαλλική επανάσταση και
εντεύθεν, πηγή κάθε εξουσίας. Άνθρωποι που βρίσκονται εκτός
έθνους-κράτους δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Έχουν μόνο ανθρώπινα
δικαιώματα, τα οποία εν τούτοις μόνο μια –επί του παρόντος ανύπαρκτη–
πλανητική υπερεξουσία θα μπορούσε να εγγυηθεί και να επιβάλλει. Ακόμα
και αυτά τα έθνη που νωρίς ενέγραψαν τα ανθρώπινα δικαιώματα στα
συντάγματά τους, όπως το γαλλικό και το αμερικανικό, άργησαν πολύ να τα
εφαρμόσουν σε υπηκόους οι οποίοι δεν ήσαν πολίτες, όπως έδειξε η
συνέχιση του θεσμού της δουλείας για πολλές δεκαετίες μετά την
επανάσταση στις κτήσεις της Γαλλίας και στην ηπειρωτική Αμερική. Η
προβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τη «Νέα Τάξη» («παγκοσμιοποίηση»)
τα τελευταία χρόνια σηματοδοτεί, χωρίς αμφιβολία, την πρόθεση
δημιουργίας κάποιας πλανητικής εξουσίας, που θα ήταν θεωρητικά εις θέσιν
να εγγυηθεί αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως, οι
παρατηρούμενες αδιαφανείς και αντιδημοκρατικές μέθοδοι επίτευξης του
στόχου της παγκόσμιας κυριαρχίας ουδόλως προσελκύουν την εμπιστοσύνη
στις αγαθές προθέσεις των – τελικά αγνώστων – πρωταγωνιστών της. Μέχρι
στιγμής, μόνο το συνανήκειν σε μια εθνική κοινότητα εγγυάται, μαζί με
την απολαβή των πολιτικών, και τα ανθρώπινα δικαιώματα του κάθε πολίτη.
Προϋπόθεση γι’ αυτό, βεβαίως, είναι το έθνος–κράτος να λειτουργεί
αξιόπιστα, σύμφωνα με την συνταγματική τάξη. Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο
εφόσον οι πολίτες επαγρυπνούν για την τήρηση του συντάγματος, το οποίον
ατυχώς δραστήρια υπονομεύεται από την μεριά εκείνη που τείνει να
υποπτεύεται λιγότερο κανείς• αυτήν των εκλεγμένων εκπροσώπων του έθνους,
ναι, του ίδιου του κράτους! Το κράτος, αποστολή του οποίου είναι να
προστατεύει το έθνος, ανεπαισθήτως μεταλλάσσεται σε πολέμιο του έθνους!
Το αυτό ισχύει βεβαίως και για την παιδεία που ελέγχεται από το κράτος, η
οποία τα τελευταία χρόνια, με προσεγμένα βήματα, απομακρύνεται από την
συνταγματική επιταγή να είναι εθνική και ελληνική και, χωρίς καμιά
νομιμοποίηση, ωθείται στο πολυπολιτισμικό πρότυπο. Πότε άραγε θα
αντιληφθούν κάποιοι παραπλανημένοι πολίτες ότι η μοναδική υπαρκτή
εγγύηση για τη δημοκρατία είναι το έθνος-κράτος και ότι η εγκατάλειψή
του για μια ουτοπία, δήθεν ενοποιημένης παγκόσμιας δημοκρατίας, είναι
μωρία; Ο αποτελεσματικότερος τρόπος να υποβαθμίσεις έναν θεσμό είναι να
αλλάξεις το νόημά του. Είδαμε ορισμένες περιπτώσεις μετατοπίσεως
εννοιών, οι οποίες έχουν ακριβώς αυτόν τον σκοπό. Έτσι και ο λόγος περί
ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρησιμοποιείται από την «Νέα Τάξη» προκειμένου
να αλλάξει το νόημα του πολιτικού δικαιώματος. Παραδείγματος χάριν, ο
Παπανδρέου ο νεώτερος κάποια στιγμή είπε, εννοώντας τους μετανάστες στο
ελληνικό έδαφος, ότι η απόκτηση υπηκοότητας είναι «ανθρώπινο δικαίωμα».
Συνεπής προς αυτήν την άποψη, φρόντισε το πρώτο νομοθέτημα της
διακυβέρνησής του μέσα από τη Βουλή τον Μάρτιο 2010 να είναι η αλλαγή
του ισχύοντος νόμου περί ιθαγένειας (δίκαιον αίματος-jus saguinis) και η
εισαγωγή του δικαίου του εδάφους (jus solis). Με μια μονοκονδυλιά
άλλαξαν τον ορισμό του Έλληνα, ο οποίος δεν είναι πλέον ο γόνος Ελλήνων,
αλλά οποιοσδήποτε γεννάται στον γεωγραφικό χώρο Ελλάς. Χαρακτηριστική,
εν προκειμένω, είναι η περιφρόνηση της πολιτικής εξουσίας για την κοινή
λογική, η οποία καθαρά λέει ότι ιθα-γένεια ούτε μπορεί να αποδοθεί ούτε
να αφαιρεθεί, διότι περιέχει το συνδετικό γεννώ και γένος, δηλαδή το
σημαινόμενο είναι ένα φυσικό δεδομένο (από ποιους γεννήθηκα) το οποίον
δεν αλλάζει με διατάγματα. Αυτό που μπορεί να δοθεί ή αφαιρεθεί είναι
λογικά η υπηκοότητα• ποτέ η ιθαγένεια. Η αλλαγή του νόμου περί
ιθαγένειας είναι ένα από τα πολλά μέτρα εγκαθίδρυσης «πολυπολιτισμικού»,
δηλαδή πολυεθνοτικού κράτους, το οποίο διασπά την ομοιογένεια, το
«όμαιμον, ομόγλωσσον, ομότροπον» του Ηροδότου, που συγκροτεί το έθνος.
Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται η αντίληψη ότι η κοινή καταγωγή, γλώσσα,
θρησκεία που αποτελούν τα συστατικά του έθνους, χαρακτηρίζουν μια
«κλειστή» κοινωνία η οποία αποκλείει τον ξένο, τον «διαφορετικό», επειδή
ακριβώς ως κλειστή κοινωνία είναι από την φύση της αντιδημοκρατική. Άρα
πρέπει να αλλάξει, η ομοιογένειά της να καταλυθεί de facto διά του
πολυπολιτισμού, αλλά και δι’ ενός αποδομητικού διαφωτισμού, ο οποίος θα
καταδείξει ότι η ομοιογένεια του έθνους είναι μύθος, ότι το έθνος στην
πραγματικότητα βρίσκεται μόνο στη φαντασία των εθνικοφρόνων, ότι δεν
είναι όπως νομίζεται αρχαίο, αλλά δημιούργημα του κράτους των νεωτέρων
χρόνων, ότι πέραν αυτών το έθνος είναι ηθικά επιλήψιμο, επειδή από τη
φύση του είναι επεκτατικό και επιθετικό και πολεμόχαρο και, τέλος, ότι η
εμμονή στην εθνική ταυτότητα, όπως σε κάθε παραδεδομένη ταυτότητα,
προσβάλλει την ελευθερία και αυτοδιάθεση του ατόμου.
(Ειρήσθω εν παρόδω, το τελευταίο
αποτελεί και το απαύγασμα των οδηγιών του Συμβουλίου της Ευρώπης για την
διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας στα ευρωπαϊκά κράτη. Η πρώτη
διακήρυξη του εν λόγω κειμένου έχει καταστατική αξία: «Κάθε ανθρώπινο
υποκείμενο έχει το δικαίωμα να γνωρίσει το παρελθόν του, καθώς και το
δικαίωμα να απαρνηθεί το παρελθόν που του επιβάλλεται» . – Κατά την
περί παιδείας, επομένως, αντίληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ιστορική
παράδοση και ταυτότητα, δηλαδή η ίδια η προϋπόθεση της ιστορικής
συνέχειας ενός πολιτισμού, αποτελεί, εν δυνάμει, βιασμό της υπόστασης
των ατόμων. Αυτό, διότι η ιστορική συλλογικότητα, η οποία κατασκευάζει
και επιβάλλει παραδόσεις, δεν έχει πραγματική, παρά μόνο φαντασιακή
υπόσταση. Πραγματική υπόσταση έχουν μόνο τα άτομα•(πώς αυτό;) άρα μόνο
αυτά έχουν δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή το δικαίωμα να
κατασκευάζουν δική τους ταυτότητα – ακόμα και απολύτως φαντασιακή – κατά
το πρόταγμα της ελευθερίας. Για την περίπτωση πάλι που οι ιστορικές
συλλογικότητες από κάποιους θα θεωρηθούν πραγματικές, εξακολουθεί παρά
ταύτα να ισχύει ότι το άτομο που υφίσταται την ταυτοποίησή του από τις
εν λόγω συλλογικότητες ετεροπροσδιορίζεται από αυτές και, επομένως, έχει
δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του, κατασκευάζοντας
μια δικής του προτιμήσεως ταυτότητα! Βεβαίως, παραμένει ανοιχτό το
ερώτημα κατά πόσον ένα άτομο με περιορισμένο χρόνο ζωής και περιορισμένη
εποπτεία είναι εις θέσιν να επιτελέσει ένα έργο, για το οποίο ένας
ολόκληρος πολιτισμός χρειάσθηκε χιλιετίες. Πέραν αυτού, αν θα υπάρξει
πολιτισμός, όταν τα άτομα αρνηθούν συστηματικά να ενταχθούν σε αυτόν.
Προφανώς, ούτε για την καλλιέργεια κάποιας ευρωπαϊκής φύσεως ταυτότητα
ενδιαφέρεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού πέραν της δημοκρατικής λειτουργίας
ουδείς ιστορικός προσδιορισμός της «ευρωπαϊκότητας» (ελληνορωμαϊκός –
χριστιανικός πολιτισμός) εγγράφεται στο σύνταγμά της ή προτείνεται για
την διδασκαλία της Ιστορίας, όπως δείχνει η περί ου ο λόγος οδηγία της. –
Όντως και εδώ, όπως και αλλού, διαφαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν
είναι παρά προπομπός της παγκοσμιοποίησης).
ε) Η σημασία του εδάφους και της ιστορικής συνέχειας
Ας σημειώσουμε, βέβαια, ότι δεν
είναι δυνατόν στα πλαίσια ενός δοκιμίου να εξετασθούν όλες οι θεωρίες
και δοξασίες που συνθέτουν το θεωρητικό και προπαγανδιστικό οπλοστάσιο
της «Νέας Τάξης» που έχει τα τελευταία χρόνια προωθηθεί στην δυτική
επικράτεια, και μάλιστα με απροσδόκητα μεγάλη ένταση στην μικρή
επαρχιακή Ελλάδα (έχουμε αλλού δημοσιεύσει τις σκέψεις μας σχετικά με το
σημείο αυτό). Θα περιορισθούμε μόνο να σημειώσουμε εδώ λίγες σκέψεις
που θεωρούμε ότι στη σημερινή συγκυρία είναι χρήσιμες για εκείνους τους
Έλληνες παιδαγωγούς που επιθυμούν πραγματικά να παρέμβουν διορθωτικά
στον χώρο της σύγχρονης παγκοσμιοκρατούμενης παιδείας.
Το πρώτο σημείο αφορά στην
αναγκαιότητα του τοπικού και ιστορικού προσδιορισμού της δημοκρατίας,
ήδη από την γένεσή της στην Αθήνα. Έτσι ο Christian Meier, ο μεγαλύτερος
εν ζωή ελληνιστής της Γερμανίας, θεωρεί σημαντική την επισήμανση ότι ο
Κλεισθένης, δηλαδή ο άνθρωπος-κλειδί για την απαρχή της αθηναϊκής
δημοκρατίας, φρόντισε να διαιρέσει την Αττική σε 170 δήμους και δέκα
φυλές, όπως μαθαίνουμε από τον Ηρόδοτο. Μια φυλή, εξηγεί άλλος
σύγχρονος γερμανός ελληνιστής, ο Wilfried Nippel (αναφερθήκαμε και
προηγούμενα σε αυτόν) ικανοποιεί την ανάγκη του συνανήκειν σε μια ένωση
ανθρώπων με κοινή καταγωγή και μάλιστα από έναν γενάρχη ήρωα–ιδρυτή της
φυλής. Η βουλή των πεντακοσίων αποτελείτο από πενήντα βουλευτές ανά
φυλή. Κατά τον νόμο περί πολιτικών δικαιωμάτων του 451 π.Χ. Αθηναίος
πολίτης μπορούσε να είναι μόνο όποιος είχε δύο γονείς Αθηναίους. Τον 4ο
αιώνα ίσχυε δε γενική απαγόρευση μεικτών γάμων. Όποιος έχανε τα πολιτικά
του δικαιώματα, δεν μπορούσε να κληρονομήσει ή αγοράσει ακίνητη
περιουσία στην Αττική. – Δήμος και φυλή = τόπος και εξ αίματος
καταγωγή, με αυτά τα χαρακτηριστικά, που ίσχυαν άλλωστε στις ανθρώπινες
κοινωνίες από την απαρχή του χρόνου, εισήλθε και το δημοκρατικό
πολίτευμα στο προσκήνιο της Ιστορίας. Ούτε και ενοχλήθηκε, απ’ όσο
γνωρίζουμε, κανένας για το γεγονός αυτό στην αρχαία Ελλάδα, όπου κάθε
άλλο παρά απουσίαζαν οι κριτικές κατά της δημοκρατίας. Αντιθέτως,
κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν διανοήθηκε ότι άνθρωποι ξένοι μεταξύ
τους, χωρίς κοινή καταγωγή και ιστορική διαδρομή, χωρίς κοινό ζωτικό
χώρο, όπου «φύτρωσαν» αυτοί και οι πρόγονοί τους, θα μπορούσε να υπάρξει
δημοκρατική κοινότητα / πολιτική κοινότητα.
Την καθοριστική σημασία της
ομογένειας και του γεωγραφικού χώρου στην αθηναϊκή δημοκρατία
καταδεικνύουν περισσότερο από κάθε τι οι νόμοι για τους μετοίκους. Οι
τελευταίοι δεν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στους πολίτες, παρά μόνο μετά
από λαϊκή ψηφοφορία, ενώ, για να γραφτούν ως δημότες σ’ έναν δήμο,
επεβάλετο να υπάρχει ως εγγυητής ένας Αθηναίος πολίτης. Ήταν πολύ
δύσκολο να γίνει μέτοικος Αθηναίος πολίτης, με εξαιρέσεις που αφορούσαν
σε εξαιρετικές υπηρεσίες του μετοίκου στην πολιτεία, όπως π.χ. πλούσιες
χορηγίες. Οι μέτοικοι πλήρωναν κεφαλικό φόρο και, όπως είδαμε, δεν
μπορούσαν να γίνουν ιδιοκτήτες γης, ενώ επετρέπετo να πλουτίσουν με την
άσκηση ποικίλων επαγγελμάτων. Είχαμε πει προηγούμενα ότι κατά τους
Nippel και Langewiesche η δημοκρατία οφείλει να διατηρεί τον έλεγχο των
μελών της, προκειμένου να προβαίνει σε δίκαια κατανομή των δημοσίων
αγαθών στους πολίτες. Όμως το κριτήριο αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει σε
όλες τις περιπτώσεις τους περιορισμούς στην απόδοση πολιτικών
δικαιωμάτων, αφού, σύμφωνα με αυτό, τουλάχιστον οι εύποροι μέτοικοι θα
ήταν συμφέρον να συμπεριληφθούν στο σώμα των πολιτών, εφόσον η
συνεισφορά τους στα δημόσια έσοδα θα απέβαινε εις όφελος της επικαρπίας
των πτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Άρα τους λόγους για την αυστηρή
εφαρμογή του κριτηρίου της καταγωγής δεν θα πρέπει να τους αναζητήσουμε
αποκλειστικά στην σφαίρα της οικονομίας.
Η διερεύνηση της λογικής του
δημοκρατικού νόμου για τα πολιτικά δικαιώματα δεν επιτρέπεται, θεωρούμε,
να παρακάμψει τον Ισοκράτη. Λέει στον Περί Ειρήνης λόγο του, ο
υπέρμαχος αυτός της πανελλήνιας ένωσης, τα εξής: «Ωστόσο δεν πρέπει να
μακαρίζουμε την πόλη που μαζεύει απερίσκεπτα πολλούς ανθρώπους και τους
πολιτογραφεί αδιάκριτα, αλλά εκείνη που συνεχίζει να σώζει τη γενιά των
ανθρώπων που την κατοικούσαν από τα χρόνια της ίδρυσής της». Στον
Πανηγυρικό του, περαιτέρω, ο Ισοκράτης, αναφερόμενος στους λόγους για
τους οποίους η Αθήνα δικαιούται την αρχηγία σε μια πανελλήνια εκστρατεία
κατά των Περσών, εξαίρει την αυτοχθονία των Αθηναίων έναντι εκείνων
(υπαινισσόμενος τους Σπαρτιάτες), που πολύ αργότερα απέκτησαν τη γη
τους, αρπάζοντάς την από τους παλαιότερους κατοίκους της. Αυτός είναι ο
Ισοκράτης και όχι εκείνος για τον οποίο τα εντόπια παπαγαλάκια του
«πολυπολιτισμού» πληροφορήθηκαν ότι μας διαβεβαίωσε πως Έλληνες είναι
αδιακρίτως όσοι μετέχουν της Ελληνικής Παιδείας: πρώτα απ’ όλα, όποιος
διαβάσει το σχετικό απόσπασμα στον Πανηγυρικό θα διαπιστώσει ότι δεν
λέει ότι είναι (εἰσίν) οι προαναφερθέντες Έλληνες αλλά δοκεῖν εἶναι, που
σημαίνει «νομίζονται» ή «θεωρούνται»• σημαντική διαφορά, όχι; Δεύτερον,
από μια προσπάθεια ερμηνείας του συνολικού χωρίου διαφαίνεται ότι ο
Ισοκράτης, εξαίροντας την συμβολή και ακτινοβολία της αθηναϊκής παιδείας
ως κορυφαίας ανάμεσα στα πολυάριθμα κέντρα του Ελληνισμού,
«καθ΄υπερβολήν» διατείνεται ότι αυτή κάνει ως και το αδύνατο δυνατό,
δηλαδή τους ανθρώπους να θεωρούν Έλληνες όσους έχουν αθηναϊκή παιδεία
και μόνον, ξεχνώντας ακόμα και αυτό το κεφαλαιώδες, ότι δεν έχουν
ελληνική καταγωγή! Πρόκειται, δηλαδή, για ένα πολύ γνωστό σχήμα λόγου,
προκειμένου να δηλώσω ότι συμπαρίσταμαι, στηρίζω ή θαυμάζω απεριόριστα
κάποιον, όπως έκανε στην νεώτερη ιστορία ο Kennedy στο Βερολίνο (που
είχε αντισταθεί στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα») λέγοντας το περίφημο «Ich
bin ein Berliner» (Είμαι Βερολινέζος)• ή, τελευταία, οι διαδηλωτές κατά
των «μέτρων λιτότητας» εν όψει της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, οι
οποίοι, προκειμένου να στηρίξουν την πενόμενη Ελλάδα, διεκήρυξαν
«είμαστε όλοι Έλληνες!» Τέλος, παράδειγμα τέτοιας καθ’ υπερβολήν
ταύτισης με έναν λαό, που προκάλεσε για τον αγώνα του κατά τον Β΄
Παγκόσμιο Πόλεμο τον θαυμασμό, ήταν και η γνωστή ρήση του Churchill:
«Από εδώ και πέρα δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολέμησαν σαν ήρωες, αλλά
ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες!»
Βεβαίως ούτε ο Kennedy, ούτε οι
προαναφερθέντες Ευρωπαίοι διαδηλωτές, ούτε οι ήρωες του Churchill
διανοήθηκαν να πολιτογραφηθούν από τους λαούς με τους οποίους
ιδεαλιστικά ταυτίσθηκαν. Ούτε ο Ισοκράτης απαίτησε οι μέτοχοι Αθηναϊκής
Παιδείας να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα, πράγμα που ούτως ή άλλως
απέκλειε ο αθηναϊκός νόμος. Αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, πρώτοι οι
μέτοικοι θα είχαν τέτοια δικαιώματα, εφόσον, διαβιώνοντας μέσα στην
Αθήνα επί μακρόν, λογικά είχαν τη μεγαλύτερη απ’ όλους δυνατότητα ν’
αποκτήσουν αθηναϊκή παιδεία.
O Christian Meier, εξετάζοντας την
αθηναϊκή «πάτριον πολιτείαν», επισημαίνει ότι η αθηναϊκή δημοκρατία
εβασίζετο σε μια ιδιαίτερη κουλτούρα του συνανήκειν. Οι κοινωνίες,
εξηγεί ο Meier, έχουν όπως τα άτομα μια ιδιαίτερη ταυτότητα, έναν
πυρήνα, στον οποίο μια κοινωνία μένει πάντα κατά βάσιν πιστή. Πρόκειται
για στάσεις ζωής, προσδοκίες, αξίες. Ταυτότητα έχουμε όταν τα μέλη
καλλιεργούν ζωντανούς δεσμούς μεταξύ των, όταν ενεργοποιούνται για την
επίτευξη κοινών στόχων, όταν αλληλοστηρίζονται. Ο κ. πάλι, Τραϊανός
Παναγιώτης, (σε κείμενό του στο διαδίκτυο), επισημαίνει ότι οι λαοί δεν
θέλουν να κατοικούν σε χώρους που δεν λειτουργούν με βάση την
«ιδιοσυχνότητά» τους, με την ίδια λογική που δεν θέλει ο άνθρωπος να
κατοικεί σε δημόσιους χώρους. Η κοινωνία χάνει την «ιδιοσυχνότητά» της
από τη μετανάστευση. Η διαφορετικότητα απρόβλεπτων αντιδράσεων
δημιουργεί φόβο. Οι δήθεν σύγχρονες πολυφυλετικές κοινωνίες είναι
αντιπαθείς, προκαλούν φόβο και ανασφάλεια, διότι είναι «δημόσιες» και
όχι «ιδιωτικές». Είναι κοινωνίες ξενοδοχειακού τύπου, κρύες ως
ξενοδοχεία, «χλιαρές ως πόρνες, όχι ζεστές ως ερωμένες». Οι
«κοσμοπολίτες» βολεύονται σε πολυπολιτισμικές κοινωνίες που θέλουν να
τις χρησιμοποιούν, ως ξένοι ανάμεσα σε ξένους. Παινεύουμε τον
κοσμοπολίτη γείτονά μας, γιατί μας συμφέρει το σπίτι του να είναι
ξέφραγο αμπέλι.
Τα τελευταία μας βοηθούν να
καταλάβουμε καλύτερα πώς η κοσμοπολίτικη τροπή της ελληνικής παιδείας
επέφερε την αποξένωση των νέων από την «πάτριον πολιτεία» και τους
προετοίμασε κατά τον καλύτερο τρόπο για την νυν μαζική μετανάστευση προς
την εύπορη Δύση, με αφορμή την οικονομική κρίση. Απάτριδες και
ριψάσπιδες, ιδού τα προϊόντα της «ελληνικής παιδείας» με την θεωρία της
«ετερότητας» και «διαφορετικότητας». Ιδού που οδηγούν τα κηρύγματα της
«ξενοφοβίας»: στην Οικειοφοβία, τον Μισελληνισμό και την Φυγή. Ιδού πως
θα γίνει αντικατάσταση του πληθυσμού της Ελλάδος σε λίγες δεκαετίες.
Αλλά δεν είναι του παρόντος να επεκταθούμε στο ζήτημα αυτό.
Στο πολύ γνωστό βιβλίο του Democracy
and Education ο Dewey φωτίζει με έναν ιδιότυπο, αλλά συγκλίνοντας με
τις προηγούμενες αναλύσεις τρόπο, το ερώτημα του ρόλου της κοινής
ιστορίας και γεωγραφίας στην δημοκρατία. Οι κοινωνίες, λέει, λειτουργούν
πάνω στον άξονα κοινών ενδιαφερόντων και οι δημοκρατικές κοινωνίες πάνω
σε μια ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία κοινών ενδιαφερόντων που τις διακρίνει
από κοινωνίες, ο στόχος των οποίων δεν είναι άλλος από την διατήρηση
καθιερωμένων εθίμων. – Προφανές είναι εδώ ότι κοινά ενδιαφέροντα έχουν
σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μεταξύ τους άνθρωποι με κοινή καταγωγή,
πατρίδα, ήθη και έθιμα, κ.λ.π. παρά ξένοι από διαφορετικούς πολιτισμούς
που τυχαία βρέθηκαν στο ίδιο γεωγραφικό σημείο. Μια κοινωνία
ενδιαφέρεται π.χ. να εκπληρώσει υποχρεώσεις που ανέλαβε σε διεθνές
επίπεδο στο παρελθόν: παραδείγματος χάριν, να ξεπληρώσει ένα χρέος, να
επιστρέψει μια αποικία (όπως η Αγγλία μετά 150 χρόνια το Hong Kong). Οι
πρόγονοι ανέλαβαν την υποχρέωση, οι απόγονοι τιμούν την υποχρέωση.
Γιατί; Μα διότι έχουν συνείδηση της ενότητας της ιστορικής τους
ταυτότητας. Πώς ένας ξένος με άλλους, δικούς του προγόνους, θα αισθανθεί
υποχρεωμένος απέναντι στους δικούς μου προγόνους και το αντίστροφο;
Χωρίς κοινά ενδιαφέροντα δεν υπάρχει κατά τον Dewey κοινωνία, πόσο
μάλλον δημοκρατική κοινωνία. Ο πολυπολιτισμός δεν μπορεί να συγκροτήσει
κοινωνία, πόσο μάλλον δημοκρατική κοινωνία.
Οι σημερινές δημοκρατίες δεν
διαφέρουν από τις παλαιές ως προς την αναγνώριση της σημασίας μιας
κοινής εθνοτικής βάσης. Είπαμε ότι τα δημοκρατικά συντάγματα συνόδευσαν
τα νεώτερα έθνη–κράτη από την στιγμή της ίδρυσής τους πάνω στα
συντρίμμια των αυτοκρατοριών. «Καμία δύναμη δεν αιχμαλώτισε το
συναίσθημα των ανθρώπων τα τελευταία διακόσια χρόνια όσο το έθνος», θα
πει ο ιστορικός Langewiesche. Με ποια άλλη δύναμη θα είχε κατορθώσει να
υπερνικήσει η δημοκρατία τις αντιστάσεις, εξόν με την δύναμη του
έθνους; Ας ακούσουμε επ΄ αυτού και τις απόψεις του Jerry Muller, στο
έγκριτο αμερικανικό περιοδικό εξωτερικής πολιτικής Foreign Affairs. «Οι
Αμερικανοί εν γένει υποτιμούν τον ρόλο του εθνοτικού εθνικισμού (ethnic
nationalism). Η φιλελεύθερη πίστη στον πολιτειακό εθνικισμό (civil
nationalism) με την οποία αισθάνονται άνετα οι Αμερικανοί, συχνά
ηττήθηκε από τον εθνοτικό εθνικισμό!
(Αναφέρεται στον «συνταγματικό
πατριωτισμό» ως συνδετικό μιας πολυεθνικής κοινωνίας, χωρίς άλλα σημεία
αναφοράς από το σύνταγμα. Αυτός προτάθηκε και για την υπό κατασκευήν
πολυεθνική Ελλάδα από Έλληνες επιστήμονες. Παλαιότερα είχε προταθεί για
την Γερμανία από τον Habermas, ο οποίος όμως αναθεώρησε τις απόψεις του
μετά το 2000). Η ουσία του εθνικισμού είναι ότι οι άνθρωποι
ταυτοποιούνται από μια κοινή ιστορική κληρονομιά και εθνοτική καταγωγή.
Αυτό επιστεύετο και στις ΗΠΑ παλαιότερα, ότι δηλαδή μόνο άνθρωποι
αγγλικής καταγωγής ή προτεστάντες ήταν αληθινοί Αμερικανοί, έως ότου το
1965 με την μεταρρύθμιση του μεταναστευτικού νόμου καταργήθηκε το ισχύον
σύστημα ποσόστωσης στους εισερχόμενους μετανάστες ανά εθνότητα (το
σύστημα αυτό προέβλεπε πολύ μεγαλύτερα ποσοστά μεταναστών από χώρες της
Βόρειας Ευρώπης). Παρακάτω ο Muller διαλύει τον μύθο πολλών ιστορικών
του 20ου αιώνα, ότι τα έθνη φθίνουν από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν,
υπενθυμίζοντάς μας, πολύ ορθά, το γεγονός ότι ενώ το 1900 υπήρχαν ακόμα
πολλά κράτη χωρίς εθνοτική ομοιογένεια, (η Αγγλική, η Αυστροουγγρική, η
Οθωμανική αυτοκρατορία) σήμερα υπάρχουν μόνο δύο και εξ αυτών το Βέλγιο
είναι στα πρόθυρα της διχοτόμησης. Η εθνογένεσις πάνω σε εθνοτική βάση
συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Ο Ernest Gellner μας διαβεβαιώνει ότι ο
εθνοτικός εθνικισμός προωθήθηκε από τα βαθύτερα ρεύματα του
μοντερνισμού.
Περαιτέρω, ο Muller αντιτίθεται σε
απόψεις που θέλουν το έθνος ασύμβατο με τη δημοκρατία και την ειρήνη. «Η
φιλελεύθερη δημοκρατία και η εθνοτική ομοιογένεια είναι απολύτως
συμβατές» κρίνει ο Muller «και μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά!»
(Αυτό φάνηκε ήδη από τη γένεση της δημοκρατίας). «Ο εθνοτικός
εθνικισμός» συνεχίζει «μπορεί μεν να οδήγησε συχνά σε ένταση και
συγκρούσεις, αλλά από την άλλη μεριά η οριστικοποίηση των συνόρων πάνω
σε εθνοτική βάση προκαλεί λιγότερες συγκρούσεις για θέματα που έχουν να
κάνουν με τα εκάστοτε σύνορα.» Μάλιστα προσθέτει ο Muller, ότι και αυτή η
ευρωπαϊκή ειρήνη, κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, εν μέρει
οφείλεται στην εκπλήρωση του εθνο-εθνικιστικού προγράμματος (για τον
καθορισμό των συνόρων των κρατών).
Αναφερόμενος στον ρόλο της Αριστεράς
ο Muller βρίσκει, πολύ ορθά, ότι έχει την τάση να αγκαλιάζει την
υπόθεση της αλλαγής της εθνοτικής σύνθεσης της Ευρώπης, διά της
μεταναστεύσεως από την Αφρική, Ασία και Μέση Ανατολή, εις το όνομα της
ισότητας και του πολυπολιτισμού. Όμως ο πληθυσμός δεν δέχεται την
ανακατανομή των εισοδημάτων, παρά μόνο όσο υπάρχει εθνοτική ομοιογένεια.
Επομένως, η εμμονή της αριστεράς στην κοινωνία της ετερότητας μπορεί
τελικά να υπονομεύσει το πολιτικό της πρόγραμμα. Πέραν αυτού ορισμένες
ευρωπαϊκές φιλελεύθερες παραδόσεις ήδη συγκρούσθηκαν με την πολιτιστική
έλλειψη φιλελευθερισμού ορισμένων μεταναστευτικών εθνοτικών κοινοτήτων.
Αυτό πάλι μπορεί να προκαλέσει μια εξέγερση των εθνο-εθνικιστών
ταυτοτήτων σε μερικές χώρες. (Όλα αυτά έχουν επαληθευθεί πλήρως εκτός
από ένα: στην Ελλάδα κανένα από τα προαναφερθέντα προβλήματα δεν θα
προκαλέσει αναστοχασμό της αριστεράς, η οποία στο μεταναστευτικό είναι
μπετόν). Ο Muller κλείνει την πραγματεία του με την ακόλουθη διαπίστωση:
Πολλοί σύγχρονοι κοινωνικοί επιστήμονες πιστεύουν ότι αν αποδείξουν πως
ο εθνικισμός είναι πολιτική κατασκευή, η έννοια αυτή θα χάσει τη δύναμή
της. ΄Ομως είναι λάθος ότι ο εθνικισμός είναι εύθραυστος ή απεριόριστα
ελαστικός. Αντιθέτως, ανταποκρίνεται ο εθνοτικός εθνικισμός σε κάποιες
σταθερές τάσεις του ανθρώπινου πνεύματος και θα ζήσει για πολλές
επερχόμενες γενεές.
Το προηγούμενο διετύπωσε με
εκφραστικό τρόπο ένας Έλλην διανοούμενος του αριστερού χώρου, που προ
πολλού έκλεισε την ειρήνη του με την ιδέα του έθνους και της πατρίδος, ο
Γιώργος Καραμπελιάς: «Οι άνθρωποι υπάρχουν με χώρα, έχουν σώμα και
ταυτότητα. Έφτασε ο καιρός να βγάλουμε τα ρούχα ενός ουτοπικού
παραδείσου που οδηγεί στον ολοκληρωτισμό» (από τον συλλογικό τόμο των
εκδόσεων του οίκου Γ. Καραμπελιά Ανάμεσα σε δύο κόσμους.) – Ποιά άραγε
είναι η τελευταία έκδοση ουτοπικού παραδείσου που έχει την σήμερον
μεγάλη κυκλοφορία; Όχι, πάντως, πλέον η κοινωνία χωρίς ταξικές διαφορές,
που καθόλου δεν ταιριάζει στην καπιταλιστική «παγκοσμιοποίηση». Η νέα
κοινωνία, που ταιριάζει στην λογική αυτοκρατορίας, είναι η «ειρηνευμένη
κοινωνία» σ’ έναν πλανήτη-κράτος χωρίς κράτη. Προϋποτίθεται ότι, όταν θα
έχουν εκλείψει ως εστίες συγκρούσεων τα έθνη-κράτη, μια παγκόσμια
κυβέρνηση θα επιβάλει την ειρήνη. Όμως είναι έτσι τα πράγματα; Είναι οι
μόνες συγκρούσεις που γνώρισε η ανθρώπινη κοινωνία αυτές μεταξύ
διαφορετικών κρατών; Όχι βέβαια. Γνωρίσαμε και εμφυλίους πολέμους μέσα
στο ίδιο κράτος και μάλιστα αυτοί (η Ελλάδα έχει πείραν πικράν) μπορεί
να είναι καταστρεπτικότεροι για την κοινωνία από τις διακρατικές
συγκρούσεις. Έτσι ούτε ένα παγκόσμιο κράτος μπορεί να εγγυηθεί την
παγκόσμια ειρήνη. Ακόμη και αν είναι παντοδύναμο; θα αναρωτηθεί κανείς;
Μα τότε σίγουρα δεν θα είναι δημοκρατία• θα είναι παγκόσμια δικτατορία,
όπως πολύ νωρίς διείδε ο Kant.
στ) Πολιτισμός και πολιτισμοί
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε εδώ
ότι η έννοια «πολιτισμός» είναι μια αφαίρεση. Δεν υπάρχει πολιτισμός•
υπάρχουν πολιτισμοί: ο Αιγυπτιακός, ο Ελληνικός, ο Ινδικός, ο Κινεζικός,
κλπ. πολιτισμός. Οι πολιτισμοί έχουν ο καθένας ιδιοπροσωπία,
διαφορετική γλώσσα, αρχιτεκτονική, αίσθηση του χώρου και του χρόνου,
διαφορετική σύλληψη του Κόσμου και του Θείου. Οι πολιτισμοί είναι
τοπικοί: ο Ελληνικός στην νοτιοανατολική Ευρώπη και Μικρά Ασία, ο
Αιγυπτιακός στην κοιλάδα του Νείλου, ο Μεσοποτάμιος ανάμεσα στον Τίγρη
και τον Ευφράτη, κλπ. Επίσης είναι οι πολιτισμοί φυλετικοί• δηλαδή
δημιουργούνται από ανθρώπινες κοινότητες με κοινές ιστορικές ρίζες,
γλώσσα, θρησκεία, ήθη και έθιμα κλπ. Περαιτέρω και αυτή η ιδέα
«άνθρωπος» είναι επίσης μια αφαίρεση. Ο Άνθρωπος διαφοροποιείται από το
Ζώο και υπερυψώνεται στο επίπεδο εκείνο που δυνάμει είναι ικανός να
προσεγγίσει, στην τελεολογία του κατ’ Αριστοτέλην, μέσω της παιδείας που
του προσφέρει ο πολιτισμός, δηλαδή οι πολιτισμοί. Η αδιάκοπη
διαφοροποίηση του ανθρώπου μέσα σε πολιτισμικά ολοκληρώματα (που
αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, χωρίς εντούτοις να χάνουν την ιδιοπροσωπία
τους), οι διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, ιδεολογίες, είναι η
προϋπόθεση της ενανθρωπίσεως. Η γάτα δεν μιλάει γερμανικά στο Βερολίνο
και ελληνικά στην Αθήνα• έχει παντού την ίδια σήμανση, νιάου! Ούτε είναι
η γάτα χριστιανός ή μουσουλμάνος, κομμουνιστής ή φιλελεύθερος, κλπ.
Κάθε ζωικό είδος έχει μια ταυτότητα. Μόνο ο άνθρωπος έχει πολλαπλές
ταυτότητες, παρά τα κοινά, ενοποιητικά εκείνα χαρακτηριστικά που
ευθύνονται για την ενότητα του είδους. Για τους φιλοσόφους το πλέον
σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων, ανεξαρτήτως πολιτισμικών
διαφορών, είναι ο Λόγος, και αυτό διότι αφενός αποτελεί σε σχέση με το
ζώο την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου αφετέρου διότι εξυψώνει τον
άνθρωπο προς το θείο, σύμφωνα τουλάχιστον με την αντίληψη που έχουν οι
άνθρωποι περί αυτού. Όμως και ο Λόγος δεν μπορεί να φθάσει στην πλήρη
του ανάπτυξη χωρίς παιδεία• και παιδεία παρέχεται μόνο στους επιμέρους
πολιτισμούς. Κατά το παρελθόν απασχόλησε ιδιαίτερα τους ανθρώπους το
ερώτημα κατά πόσον ένας άνθρωπος αφημένος χωρίς επίδραση παιδείας μέσα
στην φύση θα ήταν εις θέσιν διά του λόγου να δημιουργήσει για τον εαυτό
του ανθρώπινες συνθήκες ζωής και να γνωρίσει το περιβάλλον του, ζώα,
φυτά και ορυκτά, ναι, ακόμη και να επικοινωνήσει με τον Θεό. Ενωρίς
γράφτηκαν μάλιστα και φιλοσοφικά αφηγήματα με πρωταγωνιστές νήπια που
τάχα αφέθηκαν μόνα σε έρημα νησιά, όπου ανδρώθηκαν, φανέρωσαν όλες τις
ανθρώπινες ικανότητές τους και απέκτησαν, μέσω του λόγου, μόνα μέσα στη
φύση, εν πολλοίς, ανώτερη κριτική εποπτεία από αυτήν που παρέχει σε
όλους μας η παιδεία της διεφθαρμένης, δήθεν πολιτισμένης κοινωνίας μας.
Βεβαίως τα αφηγήματα αυτά είναι ουτοπίες, διότι αφημένος χωρίς παιδεία
στην φύση ο άνθρωπος, και αν επιβιώσει, γίνεται ζώο. Το λάθος προέρχεται
από άγνοια της στωικής διδασκαλίας περί «σπερματικού λόγου», ο οποίος
ωριμάζει μόνο μέσα από μια εξελικτική διαδικασία κατά το δέκατο τέταρτο
έτος της ηλικίας του ανθρώπου. Η βασική προϋπόθεσις της ωρίμανσης του
Λόγου (δηλ. για τους Στωικούς το δεσπόζον, «ηγεμονικόν» μέρος της ψυχής)
είναι βεβαίως η παιδεία, η οποία όπως είδαμε παρέχεται από έναν τοπικό
πολιτισμό. Χωρίς παιδεία ο Λόγος παραμένει σε σπερματική κατάσταση,
δηλαδή δεν δίνει καρπούς. Στο ίδιο λάθος υπέπεσαν εκόντες–άκοντες
διάφοροι φιλόσοφοι του διαφωτισμού των νεώτερων χρόνων και αργότερα οι
ρομαντικοί (π.χ. ο Chateaubriand) με την αντίληψη περί «ευγενούς αγρίου»
(noble savage).
ζ) Ελληνική κοσμόπολις και βαρβαρότητα
Ας δούμε, μετά από αυτά, άλλη μια φορά το πραγματικό πρόσωπο της παγκοσμιοποιητικής ουτοπίας:
Δεν υπάρχουν έθνη και τοπικοί
πολιτισμοί• υπάρχουν μόνο άτομα-καταναλωτές, ευέλικτοι και κινητικοί εις
αναζήτησιν εργασίας. Δεν υπάρχουν σταθερές ατομικές ταυτότητες• είναι
εμπόδια στην επιβίωση. Δεν υπάρχει ατομική ζωή• όλοι και όλα
παρακολουθούνται. Η κοινωνία μοιάζει με ένα μείγμα Orwell και Huxley,
όπου η σκέψη κινείται με «πολιτική ορθότητα» στα όρια που θέτει η
εξουσία και το σώμα γαλουχείται με συνθετικές ηδονές. Δεν υπάρχει λευκή
φυλή, έχει γίνει μιγαδική. Οι θρησκείες έχουν συγχωνευτεί σε μια
Πανθρησκεία. Ιδανικό είναι οι μεταλλαγμένοι άνθρωποι και η φύση που
βελτιώνεται τεχνολογικά. Τα ομοιώματα (simulacra) έχουν
πολλαπλασιασθεί, η πραγματικότητα έχει ρευστοποιηθεί και σε μεγάλο
βαθμό εξομοιωθεί με την εικονικότητα. Προπαντός έχει αλλάξει η αίσθηση
του χρόνου. Η Ιστορία έχει σχετικοποιηθεί και υπόκειται σε συνεχή
αναθεώρηση, ανάλογα με τις τρέχουσες πολιτικές σκοπιμότητες. Φύση και
Ιστορία έχουν απωλέσει την κανονιστική τους ισχύ και δεν αποτελούν πλέον
σημεία αναφοράς για την κριτική του τεχνητού και επίπλαστου, του άδικου
και ανήθικου (όπως αυτό γίνεται, επί παραδείγματι, με την διάκριση:
φυσικό και θετικό δίκαιο).
Το είπαμε ήδη: όταν ο άνθρωπος
παύσει να υπάρχει στους πολιτισμούς, θα παύσει να υπάρχει σε πολιτισμό.
Όταν παύσει να υπάρχει σε πολιτισμό, θα παύσει να είναι άνθρωπος. Αν
παύσει να είναι άνθρωπος, τι θα είναι τότε; Πώς να χαρακτηρίσουμε τους
ανθρώπους του τεχνολογικού μεσαίωνα της παγκοσμιοποιητικής ουτοπίας; Όχι
πλέον ως ζώα, εφόσον το ζώο είναι φυσικό, ενώ εδώ ομιλούμε για
τεχνολογικές μεταλλάξεις του φυσικού. Πολλοί ομιλούν για «μετάνθρωπο»,
ένα όν που το βλέπουν θετικά ή αρνητικά ανάλογα με την πολιτική τους
τοποθέτηση. Για εμάς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ον αυτό δεν μπορεί
παρά να είναι, ουσιαστικά, άλλο από υπάνθρωπος. Υπάνθρωπος παραγόμενος
σε έναν υποπολιτισμό, που κι αυτός είναι τόσο βάρβαρος, όσο η θέληση για
απόλυτη εξουσία των δημιουργών του.
Είδαμε ότι ο δρόμος μέσα στις
συνειδήσεις προς τον ένα και μοναδικό πολιτισμό της παγκοσμιοποιητικής
ουτοπίας περνάει στην ελληνική παιδεία μέσα από τα συνθήματα του
«πολυπολιτισμού» (που τελικά οδηγεί στον ένα και μοναδικό πολιτισμό),
συνακόλουθα με τον «σεβασμό της διαφορετικότητας» (που και αυτός οδηγεί
στην γενική ομοιογένεια μέσω της μείξεως των διαφορετικοτήτων στο ίδιο
καζάνι – melting pot) και βέβαια τον «κοσμοπολιτισμό». Στον τελευταίο θα
σταθούμε εδώ για μερικές διευκρινίσεις. Κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε
ότι δεν είμαστε πολέμιοι του κοσμοπολιτισμού, νοούμενου ως ανθρωπισμού,
ως ενδιαφέρον για τους απανταχού ανθρώπους και την μοίρα τους, που
συναρτάται με την θέληση να ταξιδέψεις και να διευρύνεις την πάτρια
αίσθηση του οικείου. Είμαστε όμως πολέμιοι του απάτριδος
κοσμοπολιτισμού, της θεωρίας ότι, για να είσαι κοσμοπολίτης, οφείλεις να
απαρνηθείς την πατρίδα σου. (Βεβαίως υπάρχουν περιστάσεις όπου οι
άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη και να
αναζητήσουν νέες πατρίδες, να γίνουν, τρόπον τινά, απάτριδες
κοσμοπολίτες, λόγω μιας κακής μοίρας – τους ανθρώπους αυτούς τους
λυπούμεθα, αλλά δεν τους στερούμε τον σεβασμό μας). Υπέρμαχος της άποψης
του απάτριδος κοσμπολιτισμού, στις μέρες μας είναι και η αμερικανίδα
φιλόσοφος Martha Nussbaum, η οποία όμως δεν στερείται το επιστημονικό
ήθος που επιβάλλει τον διάλογο με την αντίθετη άποψη, όπως φαίνεται από
τον συλλογικό τόμο τον οποίο εξέδωσε, με τίτλο Πατριωτισμός ή
Κοσμοπολιτισμός; Στον τόμο αυτόν γράφουν και άνθρωποι οι οποίοι βλέπουν
τον πατριωτισμό και τον κοσμοπολιτισμό ως συμπληρωματικές έννοιες.
Δυστυχώς στην Ελλάδα ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων ενδιαφέρονται
αποκλειστικά για στρατηγικές επιβολής του απάτριδος κοσμοπολιτισμού στην
παιδεία, αποφεύγοντας επιμελώς τον δημόσιο διάλογο με την αντίθετη
άποψη, ο οποίος θα βοηθούσε τους πολίτες, αλλά και την επιστημονική
κοινότητα εν γένει, να προσεγγίσει ψύχραιμα και στοχαστικά το ζήτημα.
Επειδή στην Ελλάδα το ίδιο το κράτος φέρεται ως εντολοδόχος των εν λόγω
επιστημόνων (προκειμένου να δρομολογήσει την αλλαγή της παιδείας), δεν
μπορούμε πλέον να ομιλούμε περί επιστήμης, αλλά περί προπαγάνδας, για
την οποία επιστρατεύονται οι οργανικοί διανοούμενοι του συστήματος.
Αυτούς ακολουθούν και οι δημοσιογράφοι των ΜΜΕ, οι οποίοι λειτουργούν ως
πολλαπλασιαστές.
Στη μονοπωλιακή αυτή εκδοχή της
ιδέας του κοσμοπολιτισμού, η ελληνικότητα παρουσιάζεται ως στενός
επαρχιωτισμός, πλήρως ξεπερασμένος, δήθεν, από την επιστήμη και την
πρόοδο της παγκοσμιοποίησης. Η βαρβαρότητα του εν λόγω εγχειρήματος
αφορά σε ανθρώπους τόσο ριζικά αποξενωμένους από την οικεία παράδοση,
αλλά και την επιστημονική αλήθεια γενικότερα, ώστε να μην είναι καν εις
θέσιν να αναρωτηθούν γιατί οι λέξεις κοσμοπολιτισμός και οικουμένη είναι
ελληνικές και χρησιμοποιούνται ως έχουν, αμετάφραστες, σε όλες τις
δυτικές γλώσσες: cosmopolitanism,
kosmopolitismus, ecumenical,
ökumenisch, κλπ. Είναι άραγε δυνατόν οι Έλληνες να επινόησαν την λέξη,
το σημαίνον, αλλά να είχαν άγνοια του σημαινόμενου, δηλαδή του
αντικειμένου στο οποίον αναφέρεται; Όχι βέβαια. Μια μικρή αναδρομή στους
Στωικούς θα έδειχνε στους ανελλήνιστους αυτούς ανθέλληνες (με ελληνική
παρακαλώ καταγωγή), ότι η Στοά είχε μια πλήρως ανεπτυγμένη θεωρία περί
πολίτου του κόσμου, κοσμοπόλεως και οικουμένης (κατοικημένης γης). Θα
τους έδειχνε πώς ο στωικός Ιεροκλής καθόρισε τους δεσμούς που συνέχουν
το άτομο με την ανθρωπότητα ως ένα συνεχές που περιγράφει ένα σχήμα
ομόκεντρων κύκλων, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το άτομο, έπονται οι
κύκλοι των γονέων, των συγγενών, των γειτόνων, των συμπολιτών του
κράτους και τέλος της ανθρωπότητας. Υπάρχει ένα συνεχές, όπου από την
φυσική αυτεπιβεβαίωση ο άνθρωπος φθάνει σταδιακά ν’ αγαπήσει όλο το
ανθρώπινο γένος.
Το γεγονός ότι η Στοά προσπάθησε να
συλλάβει την σχέση μεταξύ όλων των μελών του ανθρωπίνου γένους, σύμφωνα
με το μοντέλο συγγενών εξ αίματος μελών μιας οικογένειας, θα μπορούσε,
ίσως, να είναι κάτι περισσότερο από μια παρομοίωση. Αν όλοι οι ζώντες
σήμερα άνθρωποι κατάγονταν από κοινούς προγόνους, τότε είναι συγγενείς
εξ αίματος και ο λόγος ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι μια μεγάλη
οικογένεια θα είχε, λοιπόν, μια συγκεκριμένη βιολογική βάση. Η βιολογία
θα συνέπιπτε με την θεολογική άποψη ότι είμαστε όλοι αδέλφια, γιατί
είμαστε παιδιά του ιδίου πατρός. Όπως και να έχει, η σχέση πατριωτισμού
αφενός, κοσμοπολιτισμού – οικουμενικότητας αφετέρου, είναι σύμφωνα με τα
προηγούμενα πολύ στενή. Ο πατριωτισμός είναι σκαλοπάτι μιας κλίμακας,
το οποίο αν παραληφθεί, ο άνθρωπος δεν θα φθάσει στην οικουμενικότητα.
Αν ο άνθρωπος δεν έχει μάθει να αγαπάει πρώτα το πλησιέστερο, μετά το
περισσότερο απόμακρο οικείον, πρώτα την οικογένεια, μετά την πατρίδα,
δεν θα καταλήξει ποτέ να αγαπήσει την ανθρωπότητα.
Την αλήθεια αυτήν διετύπωσε στην
εποχή του, με χυμώδη τρόπο, ο Νίκος Καζαντζάκης: Οι κοσμοπολίτες που δεν
αγαπούν την δική τους πατρίδα, επειδή δήθεν αγαπούν τις άλλες πατρίδες,
στην πραγματικότητα δεν αγαπούν απολύτως τίποτα.
Αν στις καρδιές των Ελλήνων πεθάνει η
Ελλάδα, θα πεθάνει και η οικουμένη. Σίγουρα θα πεθάνει και η
δημοκρατία, που είναι και αυτή ελληνική λέξη.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΑΝΤΙΒΑΡΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου