(Ἐξεφωνήθη ἀντίπερα τοῦ Πόρου, τὴν 24ην Ἀπριλίου 1827)
«Ὄρη τὰ ἐν Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ’ ὑμᾶς καὶ ἀγροί ἀπαρχῶν» (Βασ. Δευτ. κεφ. Α’)
Αὐτὰ ὀδυρόμενος ἔλεγεν ὁ Δαυΐδ, ὅταν ἦλθεν εἰς αὐτόν, καθήμενον εἰς Σικελάγ, μετὰ τὴν φθοράν τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἄνθρωπος Ἀμαληκίτης ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Σαούλ, ὅλος καταξεσχισμένος καὶ χῶμα ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του, καὶ ἀνάγγειλε τὸν θάνατον τοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ Ἰωνάθαν.
Δροσιά, λέγω καὶ ἐγώ, δροσιὰ καὶ βροχὴ νὰ μὴ πέσουν πλέον παρὰ τὸ Φάληρον καὶ ἀπαρχάς νὰ μὴ δώσῃ ἡ γῆ ἐκείνη.
Εἰς τὴν γῆν ἐκείνην ἔπεσεν ὁ δυνατός, ὁ κοῦφος ὑπὲρ ἀετούς καὶ ὑπὲρ λέοντας κραταιός. Ὁ δυνατός, τοῦ ὁποίου ἡ ρομφαία δὲν ἐστρέφετο εἰς τὴν θήκην της πρὶν βαφῆ μὲ τὸ αἷμα τῶν πληγωμένων ἤ πρὶν ἀλειφθῆ μὲ τῶν δυνατῶν τὰ παχέα σπλάγχνα.
Κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον τοῦ Καραϊσκάκη• κλαύσατε, θυγατέρες τῆς Ρούμελης, τὸν θάνατον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος, καταταχθείς ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἀδελφῶν σας, ἐλάμπρυνε τὸ αὐχμηρόν πρόσωπόν σας, σᾶς ἔβγαλε τὰ πένθιμα φορέματα, σᾶς ἔνδυσε λαμπρὰ καὶ ἔτρεχεν ἀκάματος τὴν τωρινὴν ἄνοιξιν εἰς τάς κορυφάς τοῦ Ὑμηττοῦ, διὰ νὰ κόψῃ εὔοσμα ἄνθη καὶ νὰ στεφανώσῃ τάς παρθενικάς κεφαλάς σας.
Ἀλλά τί προσκαλῶ μόνον τάς Θυγατέρας τῆς Ρούμελης εἰς κλαυθμούς; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι ; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς ;
Μεταφέρω τὸν νοῦν μου εἰς τὴν πρὸ ἑνὸς χρόνου ἀξιοθρήνητον καὶ τρομεράν τῆς πατρίδος κατάστασιν. Τὸ νέφος βλέπω τοῦ δουλικοῦ σκότους ξαπλωμένον ὑπὸ τάς λαμπράς καὶ τότε ζοφωμένας κορυφάς τοῦ Μακρυνόρους καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἕως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς.
Τὸ νέφος τοῦτο ἐσκεπαζεν ὡς μαῦρος μανδύας τὸ νεκρικὸν κρεββάτι τῆς Ρούμελης• μακρὺ καὶ βαθὺ σκότος ἐσύρετο κατόπιν τοῦ νεκρικοῦ αὐτοῦ μανδύου καταπυκνωμένον καὶ ἐφοβέριζε νὰ πέσῃ ὅλον καὶ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Πελοποννήσου, τὴν ὁποίαν, καὶ αὐτήν, εἶχεν ἀποσβολομένην ἡ Αἰγυπτιακὴ ὁμίχλη.
Πάντη ἐναντίαν τῆς νεκρικῆς ἐκείνης σκηνῆς ἔχω σκηνὴν σήμερον πρὸ ὀφθαλμῶν μου. Φῶς ἐλευθερίας, φῶς δόξης βλέπω σήμερον χυμένον ἀπὸ τάς κορυφάς τοῦ Μακρυνόρους καὶ τὰ παράλια τῆς Ἀκαρνανίας ἒως τὰ πέριξ τῆς Ἀττικῆς.
Τὸ φῶς τοῦτο τῆς ἐλευθερίας καὶ δόξης ἐνυπῆρχεν εἰς τάς ψυχάς τῶν Ρουμελιωτῶν, ἀλλά δὲν ἐχύθη εἰς τὴν σκοτισμένην ἐκείνην γῆν παρὰ διὰ τῆς ἰσχυρᾶς δεξιᾶς τοῦ Καραϊσκάκη.
Αὐτός, διασκορπισμένα τὰ παλληκάρια τῆς Ρούμελης τῆδε κακεῖσε, ἐκδικησιν πνέοντα καὶ αἷμα ἐχθρικόν διψῶντα, διότι μολυσμὸς δουλείας δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ αἷμα, τὰ ἐσύναξε καὶ τὰ ὡδήγησε πάλιν εἰς τὸ στάδιον τῆς πολεμικῆς καρτερίας, γινόμενος ὁ ἴδιος αὐτὸς τὸ παράδειγμα εἰς δεκάμηνον διάστημα τῆς πολεμικῆς αὐτῆς καρτερίας.
Παντοδαπάς ἐλλείψεις ἔπασχε τὸ ὑπὸ τὴν ὁδηγίαν του στρατόπεδον τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά ποτὲ εἰς διάλυσίν του δὲν τάς ἐπρότεινε, ποτὲ δὲν ἐγόγγυσε διὰ τάς πολυειδεῖς του κακουχίας καὶ ταλαιπωρίας, ποτὲ δὲν ἐνέδοσεν εἰς ὅσους πειρασμοὺς διὰ τὴν θέσιν εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ὑπέπεσε• σεμνυνόμενος δικαίως εἰς τὸ ὑψηλόν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, μὲ τὸ ὅποιον ἡ Κυβέρνησίς του τὸν ἐτίμησε, ποτὲ δὲν ἐνόμισεν ὅτι αὐτὸ μόνον ἠμποροῦσε νὰ τὸν λαμπρύνῃ.
Ἤξευρεν ὅτι τὰ ἔργα μόνα εἶναι ἡ λαμπρότης.
Ὅθεν ἄξιος τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἀξιώματος ἐφαίνετο διὰ τῶν ἔργων του- ἄτρομος πάντοτε εἰς τοὺς πολέμους, ἀτρομώτερος πολὺ ἐφάνη καθ’ ὅ διάστημα ἦτον ἀρχηγὸς τῶν κατὰ τὴν στερεὰν Ἑλλάδα στρατευμάτων.
Τότε εἶχε ψωμὶ καὶ αὐτὸς ὅταν εἶχαν καὶ οἱ ἀγαπητοί του Ἕλληνες• ἡ κλίνη του ἦτον κλίνη ἁπλοῦ στρατιώτου- πρωταγωνιστής ἐπαρουσιάζετο καὶ τὴν τιμὴν τοῦ ἀγῶνος ὅλην τὴν ἀπέδιδεν εἰς ἄλλους, ἐνθουσιασμένος διὰ τὴν παλληκαριάν ὡς πολληκάρι καὶ ὁ ἴδιος, τὴν ἐτιμοῦσεν ὅπου τὴν ἔβλεπε καὶ τὴν ἀντάμειβε πλουσιοπάροχα.
Τοὺς γνωστοὺς διὰ τὴν ἀνδρείαν τους ἔκραζε κατ’ ὄνομα, ὅταν ἐξεσπάθωνεν ἐν καιρῷ μάχης, διά νά τὸν ἀκολουθήσουν. Ἔβγανε τὰ πιστόλια του ἀπὸ τήν μέσην του καὶ μ’ αὐτά, εἰς ἀνταμοιβὴν παλληκαριᾶς, ἐστόλιζε τοῦ παλληκαριοῦ τὴν μέσην. Ἔλυε τὴν ζώνην του καὶ ἔδιδεν εἰς τάς ἀνάγκας τοῦ πολέμου καὶ τὸ ὕστερον νόμισμά του.
Ἰδού, Ἕλληνες, ὅσα χαρακτηρίζουν τὸν ἄξιον ὁδηγόν στρατευμάτων, ἰδοὺ ὅσα λαμπρύνουν τὸ ὑψηλόν ἀξίωμα τῆς ἀρχηγίας, ἰδοὺ ὅσα ἀποθανατίζουν τὸν πολεμικὸν καὶ ἀποκατασταίνουν τὸν στρατηγὸν ποθητὸν εἰς τὸν στρατιώτην, σεβαστὸν εἰς ὅλον τὸ ἔθνος του καὶ φημισμένον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ εἰς ὅλους τούς αἰῶνας.
Πῶς λοιπὸν νὰ μὴ κλαύσωμεν ; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον τοιούτου ἀνδρὸς ;
Τοιαύτη ἐστάθη ἡ διαγωγὴ τοῦ πατριώτου Καραϊσκάκη εἰς τὸ διάστημα τῆς δεκαμήνου ἀρχηγίας του. Ἀλλ’ ἡ τελευταία ὥρα τῆς ζωῆς του, ἡ ὥρα ἡ ὁποία ἀνακαλύπτει ὅλον τὸν ἄνθρωπον κρυπτόμενον πολλάκις ἐν ὅσῳ ζῆ, τοῦ ἐπισφραγίζει τὴν ἀληθινὴν δόξαν καὶ τοῦ στένει τρόπαιον ἀκόμη μονιμώτερον ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἡ ἀξιότης του ἔστησεν εἰς Ἀράχωβαν. Ἀκούσατε, στρατιωτικοί, ἀκούσατε, πολῖται τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε, φιλέλληνες καὶ φιλάρετοι Εὐρωπαῖοι, τὰ τῆς τελευταίας ὥρας του.
Θανατηφόρα πληγωμένος ἐφέρθη εἰς τὸ πλοῖον (1) τοῦ μεγάλου στολάρχου τῆς Ἑλλάδος, διὰ νὰ λάβη τὴν δυνατὴν ἰατρικὴν περιποίησιν. Γυμνασμένος ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων εἰς τὸ σπαθὶ καὶ εἰς τὸ τουφέκι, εἰδήμων τῆς φύσεως τῶν πληγῶν, ἐγνώρισε μόνος του ὅτι ἡ βοήθεια τῆς ἰατρικῆς δὲν θὰ ἴσχυεν, ὅτι ἡ μεγάλη περιποίησις τοῦ στολάρχου δὲν θὰ ἐχρησίμευεν καὶ ὅτι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἦτον ἐγγύς.
Μὲ πνεῦμα τότε ἀτάραχον, μὲ πρόσωπον γαληνὸν καὶ μὲ φωνὴν κατανυκτικὴν ὡμίλησε πρὸς τοὺς περιεστῶτας ὁπλαρχηγούς, παρόντων καὶ τοῦ μεγάλου στολάρχου καὶ τοῦ ἀρχιστρατήγου τῆς Ἑλλάδος, κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον :
« Μέγα βάρος μὲ ἐπεφόρτισεν ἡ πατρίς μου. Μὲ δέκα μηνῶν δεινοὺς ἀγῶνας ἐπλήρωσα τὸ χρέος μου. Δὲν μὲ ἔμενε παρὰ ἡ ζωή. Ἰδοὺ θυσία τῆς πατρίδος καὶ ἡ ζωὴ μου.
Εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἐχρεωστοῦσα, εἰς τὴν πατρίδα μου τὴν ἀποδίδω. Ἀποθνήσκω. Οἱ στρατιῶται μου ἂς τελειώσουν τὸ ἔργον μου, ἂς μοῦ ἐλευθερώσουν τάς Ἀθήνας »
Αὐτά εἶπε καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα εἰς χεῖρας τοῦ πλάστου του. Τίνος καρδιὰ δὲν κατανύγεται εἰς τοιοῦτον ἄκουσμα ; πῶς νὰ μὴ κλαύσωμεν ὅλοι ; πῶς νὰ παρηγορηθῶμεν διὰ τὸν θάνατον ἀνδρός, ὁ ὁποῖος ἀποθνήσκει καὶ τὸ ὄνομα τῆς γλυκυτάτης πατρίδος ἀκόμη τὸ τραυλίζουν τὰ νεκρωμένα χείλη του;
Ἀλλά εἰς ἄνδρας ἀποθνήσκοντας διὰ τὴν πατρίδα εἶναι πολὺ δεκτότεραι ἀπό τούς κλαυθμούς αἱ πράξεις ὑπὲρ πατρίδος, διὰ τὴν ὁποίαν καὶ ἐθυσιάσθησαν καὶ τῆς ὁποίας καὶ ξεψυχοῦντες εἶχαν εἰς τὸ στόμα τὸ ἅγιον ὄνομα.
Ναί, αἱ πράξεις, αἱ ὁποῖαι τοὺς ἐδόξασαν ζῶντας, αὐταί καὶ μετὰ θάνατον τοὺς εὐχαριστοῦν πραττόμεναι κατὰ μίμησίν των. Αὐταί ἀναβαίνουν ὡς θυμίαμα εἰς τὰ ὕψη τῶν οὐρανῶν, ὅπου, φοροῦντες οἱ ἀοίδιμοι αὐτοὶ ἄνδρες τῆς ἀρετῆς τοὺς στεφάνους, κάθονται ἀκτινοβολοῦντες πλησίον τοῦ θρόνου τῆς θείας μεγαλειότητος.
Στρατιῶται τῆς πατρίδος, οἱ κατὰ τὸ στρατόπεδον τῆς Ἀττικῆς εὑρισκόμενοι, στρατιῶται, τοὺς ὁποίους ὁ Καραϊσκάκης ὡδήγησε τόσες καὶ τόσες φορὲς εἰς τὴν δόξαν.
Ἐνθυμηθῆτε ὅτι δὲν ἐτρέχατε δι’ ἄλλο μαζί του τόσον ἄφοβοι εἰς τοὺς κινδύνους, δὲν ἐχορτάσατε τὰ σπαθιά σας μὲ τάς σάρκας τῶν ἐχθρῶν εἰς Ἀράχωβαν καὶ εἰς Βελίτζαν, δέν τους ἀποδιώξατε αἰσχρῶς ἀπὸ Δίστομον καὶ Σάλωνα, παρὰ διὰ νὰ ἐλευθερώσετε τὴν ὑποδουλωμένην γῆν σας ἀπό τους τυράννους σας.
Κάθε κίνημά σας εἰς ἐλευθέρωσιν τῆς Ρούμελης, ἐλέγετε μόνοι σας, εἶναι ὀλισθηρόν, κάθε νίκη ἀκαρποφόρητος, ἂν δὲν ἁρπάσετε ἀπὸ τάς χεῖρας τῶν ἀπίστων τὴν ἱεράν τῶν Ἀθηνῶν πόλιν.
Αὐτό φωνάζοντες οἱ ἴδιοι ἐπαρουσιάσατε τὰ στήθη σας ἔμπροσθεν αὐτῆς τῆς πόλεως, προωρισμένης ἴσως ἀπὸ τὴν θείαν Πρόνοιαν διὰ νὰ γενῆ ἡ πρωτεύουσα τῆς ἀναγεννωμένης Ἑλλάδος.
Εἰς πολλάς καὶ δεινὰς περιπλοκὰς μὲ τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς ἐμπλέχθητε. Πεῖναν, γύμνωσιν, παγετοὺς ἐκαταφρονήσατε. Πληγή ἀπὸ τὴν κακοπάθειαν ἔγινε τὸ σῶμα σας, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ στεφανώσετε τά ὑπέρλαμπρα ἔργα σας μὲ τῶν Ἀθηνῶν τὴν διάσωσιν.
Ὁ ἀτρόμητος ἀρχηγός σας ὑπὲρ αὐτῆς τῆς πόλεως μαχόμενος ἀπέθανε καὶ εἰς τὰ χώματα τῆς ἰδίας αὐτῆς πόλεως ἔχυσε τὸ αἷμά του. Στρατιῶται παρόντες καὶ ἀπόντες ! ἀκόμη τὸ αἷμα του ἀχνίζει.
Χθὲς ἡ γῆ ἐπαράλαβε τὸ σῶμα του, σήμερον περιμένει ἀπό σᾶς τάς ἐπιταφίους τιμάς του. Ἀπό σᾶς τάς περιμένει, πλὴν τάς περιμένει ὡς στρατιώτης ἀπὸ στρατιώτας, ὡς ἀποθανών ὑπέρ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ μαχομένους ἀποφασιστικῶς ὑπὲρ Ἀθηνῶν.
Στρατιῶται! ἡ ἠχὼ τῶν ὑστερινῶν λόγων τοῦ ἀρχηγοῦ Καραϊσκάκη περιφέρεται ἀκόμη εἰς τάς ἀκοάς μας. Τελειώσατε, Συστρατιῶται, λέγει ὁ ἀρχηγός σας, τὸ ἔργον μου. Ἐλευθερώσατέ μου τάς Ἀθήνας, τάς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου».
Στρατιῶται! αὐτὴ εἶναι ἡ διαθήκη του. Σεῖς εἶσθε οἱ ἐκτελεσταί τῆς διαθήκης του. Αὐτὴ εἶναι γραμμένη μὲ τὸ χυθὲν ὑπὲρ πατρίδος αἷμα του καὶ τό αἷμὰ του ἀκόμη ἀχνίζει καὶ τὸ σῶμα του χθὲς ὁ τάφος τὸ ἐπαράλαβε.
Στρατιῶται! Τιμήσατε καθ’ ὅν τρόπον ὁ ἴδιος σᾶς ἐπαράγγειλε τὴν μνήμην του. Αὐτὸς ἀπέθανεν, ἀλλά τὸ παράδειγμά του ζῆ. Ἀλλά τί λέγω τὸ παράδειγμά του ζῆ ; Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἀοράτως μαζί σας, ἀλλά ὄχι πλέον πενιχρά, καταξεσχισμένα καὶ δυσώδη ἐνδεδυμένος,
Ὄχι πλέον αὐχμηρὸς ὡς ἐζοῦσε μαζί σας. Αὐτός σᾶς παρουσιάζεται ἐνδεδυμένος τὸ χρυσούφαντον φόρεμα τῆς δόξης, τὸ φόρεμα τὸ ὁποῖον ἐνδύει τὸν στρατιώτην εἰς τὸ στάδιον τῆς μάχης ὁ ὑπὲρ πατρίδος θάνατος.
Αὐτός, Στρατιῶται! αὐτός, καθ’ ἥν στιγμὴν ξεσπαθωμένοι κτυπήσετε τὰ τείχη τῶν Ἀθηνῶν, θὰ σᾶς παρουσιασθῆ ὡς ὁ ἰσχυρὸς ἄγγελος τῆς Ἀποκαλύψεως, καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένοςνεφέλην καὶ ἶρις ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός.
Ναί, τοιοῦτος θὰ σᾶς παρουσιασθῆ, διότι τόση λαμπρότης περιχύνεται μετά θάνατον εἰς ὅποιον ἀποθάνει ὑπὲρ πατρίδος. Αὐτὸν θ’ ἀκούσετε ἐκείνην τὴν ὥραν ἐπαναλαμβάνοντα μεγάλῃ φωνῆ ὅ,τι καὶ ἐν ὧ ἀνέβαινεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε.
Συστρατιῶται ! τελειώσατε τὸ ἔργον μου, ἐλευθερώσατέ μου τάς Ἀθήνας, τάς Ἀθήνας ἐλευθερώσατέ μου ….
(1).Τοιαῦται εἰδήσεις ἦσαν καθ’ ἥν ὥραν ἐξεφωνήθη ὁ λόγος.
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΑΒΕΡΩΦ
Αγία Ζώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου