Τα πολεμικά μας Καρτερία και Ελλάς. |
H νίκη στη ναυμαχία του Γέροντα δεν οφείλεται μόνο στον ηρωισμό των ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι δεν πτοήθηκαν από τα γιγάντια θαλάσσια τέρατα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και από την τρομερή υπεροπλία του, αλλά κυρίως στη στρατηγική ιδιοφυΐα του Μιαούλη, ο οποίος κατόρθωσε να κάνει τα λιγοστά και μικρού μεγέθους πλοία που είχε υπό τις διαταγές του να ελιχθούν ανάμεσα στα δυσκίνητα τουρκικά και αιγυπτιακά προκαλώντας πανικό στον εχθρό.
Εκτός από τη σωτηρία της Σάμου η ναυμαχία του Γέροντα καθυστέρησε σημαντικά και την απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Από την αρχή του Αγώνα ήταν προφανές ότι, παρά τις θυσίες των καραβοκύρηδων, οι οποίοι προσέφεραν όχι μόνο τα πλοία τους αλλά και τη ζωή τους, τα μικρά και ανεπαρκώς εξοπλισμένα ελληνικά πλοία – τα περισσότερα πρώην εμπορικά που είχαν μετατραπεί σε πολεμικά εκ των ενόντων – δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στόλο σε ανοιχτή σύγκρουση. Γι’ αυτό οι έλληνες ναυτικοί κατέφυγαν στα πυρπολικά, τα περίφημα «μπουρλότα». Τα πυρπολικά ήταν μικρά παλιά ξύλινα σκάφη, όχι πλέον αξιόμαχα, αλειμμένα με ένα μείγμα πίσσας και θειαφιού, γεμάτα με μπαρούτι και διάφορες άλλες εύφλεκτες ύλες, στις οποίες προσαρμοζόταν ένα φιτίλι. Μέσα στο πυρπολικό, το οποίο έσερνε πίσω του μια άδεια βάρκα με κουπιά, τη λεγόμενη «σκαμπαβία», υπήρχαν συνήθως γύρω στους 20 άνδρες οι οποίοι με επιδέξιους χειρισμούς οδηγούσαν το πυρπολικό όσο μπορούσαν πιο αθόρυβα κοντά στο εχθρικό σκάφος και το προσκολλούσαν πάνω του με γάντζους. Ύστερα έμπαιναν στη βάρκα. Ο καπετάνιος μπουρλοτιέρης άναβε το φιτίλι και πηδούσε τελευταίος στη βάρκα, η οποία απομακρυνόταν όσο γινόταν γρηγορότερα. Έτσι, με μεγάλο κίνδυνο της ζωής τους, οι μπουρλοτιέρηδες ανατίναζαν τα εχθρικά πλοία. Με τον τρόπο αυτόν στις 27 Μαΐου 1821 ο Δημήτριος Παπανικολής πυρπόλησε στην Ερεσό της Μυτιλήνης το περίφημο τουρκικό δίκροτο «Φερμάν Ντεϊνεμέζ» με πλήρωμα 1.000 ανδρών και στις 6 Ιουνίου 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης, σε αντίποινα για τη φοβερή καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους, πυρπόλησε τη ναυαρχίδα τους στα ανοιχτά του Τσεσμέ στέλνοντας στον βυθό 1.600 Τούρκους μαζί με τον καπουδάν πασά (αρχιναύαρχο) Καρά Αλή.
Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις τα ελληνικά πλοία αναγκάστηκαν να εμπλακούν σε ναυμαχίες με τον τουρκικό στόλο, τον οποίο και κατατρόπωσαν.
Επίδειξη δυνάμεως
H εντολή που είχε πάρει ο Μεχμέτ πασάς από τον σουλτάνο ήταν πρωτίστως η παραδειγματική τιμωρία της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, δηλαδή των ναυτικών νησιών τα οποία με τα πλοία τους παρεμπόδιζαν τις μεταφορές των τουρκικών στρατευμάτων και εφοδίων από τη Μικρά Ασία στην επαναστατημένη Ελλάδα και προξενούσαν φθορές στα τουρκικά πλοία. Ύστερα ο τουρκικός στόλος θα φρόντιζε να διαλύσει τον από θαλάσσης αποκλεισμό των φρουρίων της Πελοποννήσου τα οποία οι Έλληνες προσπαθούσαν να καταλάβουν και τέλος ο στόλος υπό τον Μεχμέτ πασά είχε την αποστολή να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια στους Τούρκους που ήδη μάχονταν με τους επαναστατημένους Έλληνες στη Ρούμελη και στην Πελοπόννησο.
Με τις εντολές αυτές λοιπόν και με όλη την αλαζονεία που του ενέπνεε η μεγάλη δύναμή του ο Μεχμέτ πασάς διέπλευσε με τον στόλο του το Αιγαίο, μπήκε στο Ιόνιο, ανεφοδίασε πλουσιοπάροχα το φρούριο της Πάτρας, το οποίο πολιορκούσαν από την ξηρά οι Έλληνες, και ξαναμπήκε στο Αιγαίο με πορεία προς τον Αργολικό Κόλπο και με σκοπό να «σωφρονίσει», όπως είχε κάνει με τη Χίο ο Καρά Αλής, είτε τις Σπέτσες είτε την Ύδρα, όποιο από τα δύο νησιά θα του ήταν βολικότερο.
Οι Σπετσιώτες όμως είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια του τουρκικού στόλου και εγκαίρως έλαβαν τα μέτρα τους. Από φόβο μήπως πάθουν τα ίδια με τους Χιώτες, με απόφαση της δημογεροντίας τους και σε συνεννόηση με τους Υδραίους, οι Σπετσιώτες μετέφεραν στην Ύδρα όλα τα γυναικόπαιδα. Επίσης ζήτησαν ενισχύσεις από τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και κατασκεύασαν «ντάπιες» (κανονιοστάσια) σε στρατηγικά σημεία της ανατολικής ακτής του νησιού. H ισχυρότερη ντάπια τοποθετήθηκε μεταξύ του σημερινού Φάρου και της μεταγενέστερης εκκλησίας της Παναγίας Αρμάτας και επανδρώθηκε με 60 πολεμιστές, των οποίων αρχηγός ήταν ο γεροπρόκριτος Χατζηγιάννης Μέξης.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1822 ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης κάλεσε σε συμβούλιο στη ναυαρχίδα του τους πλοιάρχους των σπετσιώτικων και των υδραίικων πλοίων που θα αντιμετώπιζαν τον τουρκικό στόλο. Ο ελληνικός στόλος απετελείτο από 57 πλοία (πάρωνες και μπρίκια) και 12 πυρπολικά. Το σχέδιο, το οποίο καταστρώθηκε από τον Μιαούλη και με το οποίο συμφώνησαν και οι άλλοι πλοίαρχοι, ήταν το εξής: μόλις θα εμφανιζόταν ο τουρκικός στόλος, τα ελληνικά πλοία θα χωρίζονταν σε δύο άνισα τμήματα. Το ισχυρότερο (36 πλοία και έξι πυρπολικά), με επικεφαλής τη ναυαρχίδα του Μιαούλη, θα έβαζε πλώρη βορειοανατολικά, προς τη νησίδα Δοκό, με την ελπίδα ότι ένα μέρος του τουρκικού στόλου θα το κατεδίωκε έτσι ώστε ο τουρκικός στόλος να διασπαστεί και να μπορέσουν οι ελληνικές δυνάμεις να τον αντιμετωπίσουν ευκολότερα. Το άλλο τμήμα (18 πάρωνες και έξι πυρπολικά) θα έπαιρνε θέση σε τρεις επάλληλες σειρές των έξι πλοίων στο δυτικό στόμιο του βορείου στενού ανάμεσα στις Σπέτσες και στην Πελοπόννησο με σκοπό να εμποδίσει τη διέλευση των τουρκικών πλοίων.
Οι Τούρκοι αποχωρούν άπρακτοι
H ναυμαχία εξελισσόταν με τέτοια σφοδρότητα ώστε στην Ύδρα νόμιζαν ότι οι Σπέτσες καίγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Μάταια ο Μιαούλης ύψωνε στον ιστό της ναυαρχίδας του σήματα με τα οποία καλούσε τα πλοία να ξαναπάρουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους μέσα στα στενά. Άλλωστε και να ήθελαν οι σπετσιώτες πλοίαρχοι δεν μπορούσαν να δουν τον ιστό της ναυαρχίδας μέσα στο πυκνό σύννεφο από τους καπνούς των κανονιοβολισμών. Επιπλέον δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να σταματήσουν τη ναυμαχία με τα τουρκικά πλοία καθ’ όσον ήξεραν ότι από τις ντάπιες του νησιού οι συμπατριώτες τους τούς παρακολουθούσαν.
Έτσι ο Μιαούλης αναγκάστηκε να λάβει μόνος του την απόφαση πότε να επέμβει. Διατάζει το δικό του τμήμα του στόλου να κάνει αναστροφή και με μια ανοιχτή καμπύλη που έφθανε ως το Τρίκερι επιτίθεται και αυτός εναντίον του εχθρικού στόλου. H ναυμαχία γενικεύθηκε και συνεχίστηκε πολλές ώρες. Μέσα σε όλη τούτη την αντάρα, γύρω στο απόγευμα, ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος κολλάει το πυρπολικό του στην πρύμνη μιας τουρκικής κορβέτας αλλά το πλήρωμα του πλοίου κατορθώνει να διώξει τον κίνδυνο μακριά του. Λίγο αργότερα ο Σπετσιώτης Κοσμάς Μπαρμπάτσης προσκόλλησε το δικό του πυρπολικό στη ναυαρχίδα του Μεχμέτ πασά, αλλά και εδώ το πλήρωμα κατάφερε να απαλλαγεί από το μπουρλότο αλλά όχι χωρίς σοβαρές απώλειες.
Έντρομος ο Μεχμέτ πασάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του και διέταξε υποχώρηση. Τα τουρκικά πλοία ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Δύο ημέρες αργότερα ο Μεχμέτ πασάς προσπάθησε να πλησιάσει το Παλαμήδι αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον και έτσι ο τούρκος ναύαρχος έφυγε άπρακτος και μαζί με τον στόλο του επέστρεψε στα Δαρδανέλια, όπου ο σουλτάνος δυσαρεστημένος του αφαίρεσε τον τίτλο του καπουδάν πασά. Δυόμισι μήνες αργότερα το Ναύπλιο έπεφτε στα χέρια των Ελλήνων.
Το σχέδιο του Ιμπραήμ προέβλεπε τη συνδυασμένη επίθεση του τουρκικού και του αιγυπτιακού στόλου κατά των επαναστατημένων νησιών του Αιγαίου ως απαραίτητη προϋπόθεση για την απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων στην Πελοπόννησο. Έτσι στις 6 Ιουνίου του 1824 ο στόλος των Αιγυπτίων κατέστρεψε ολοσχερώς την Κάσο και ο τουρκικός στόλος με ναύαρχο τον Χοσρέφ πασά στις 21 του ίδιου μήνα τα Ψαρά. Σύμφωνα με το τουρκοαιγυπτιακό σχέδιο σειρά είχε η Σάμος.
Ο Χοσρέφ πασάς, με περισσότερες από 40 φρεγάτες και κορβέτες, εμφανίστηκε ανοιχτά της Σάμου στις 17 Ιουλίου. Ο ελληνικός στόλος, με 21 πλοία και τέσσερα πυρπολικά, εμπόδισε τον στόλο του Χοσρέφ να πλησιάσει το νησί με μια σειρά συγκρούσεων που κράτησαν περίπου μία εβδομάδα. Ο Χοσρέφ δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει με τον στόλο του ανάμεσα στην Κω και στην Αλικαρνασσό και να περιμένει ενισχύσεις από τον στόλο του Ιμπραήμ.
Πράγματι στις 19 Αυγούστου κατέπλευσε ο αιγυπτιακός στόλος με επικεφαλής όχι μόνο τον ναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ αλλά και τον ίδιο τον Ιμπραήμ. Ετσι ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, συμποσούμενος σε ένα τεράστιο δίκροτο, 25 φρεγάτες, 25 κορβέτες, 50 μπρίκια και γολέτες και 300 μεταγωγικά, διέθετε συνολικά 2.500 πυροβόλα.
Ο ελληνικός στόλος συγκεντρώθηκε γύρω από τα νησιά Λέρο, Λειψώ και Πάτμο, και στις 22 Αυγούστου κατέφθασε και ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Ο ελληνικός στόλος αποτελούνταν από 70 σκάφη όλα κι όλα, που διέθεταν 800 πυροβόλα. Τα ελληνικά πλοία ήταν υδραίικα, σπετσιώτικα και λίγα ψαριανά, όσα είχαν γλιτώσει από την καταστροφή των Ψαρών.
H πρώτη μεγάλη σύγκρουση των δύο αντίπαλων στόλων έγινε στις 24 Αυγούστου στα στενά μεταξύ Κω και Αλικαρνασσού αλλά χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά. Την επομένη, εξαιτίας μεγάλης κακοκαιρίας, ο ελληνικός στόλος κατέφυγε στον κόλπο του Γέροντα, στη μικρασιατική ακτή απέναντι από τη Λέρο, έχοντας παράλληλα τον στόχο να εμποδίσει το πέρασμα του εχθρικού στόλου προς τη Σάμο.
Την αριστερή πτέρυγα των επιχειρήσεων είχε αναλάβει με τα πλοία του ο Χοσρέφ, ο οποίος προσπαθούσε να εμποδίσει να ενωθούν τα δύο τμήματα του ελληνικού στόλου, αλλά δεν το κατόρθωσε. Οι διαχωρισμένες ελληνικές μοίρες τελικά ενώθηκαν και τότε άρχισε η μεγάλη ναυμαχία.
Από τον Μιαούλη ως τον τελευταίο ναύτη τα πληρώματα του ελληνικού στόλου πολεμούσαν αψηφώντας τα γιγάντια πλοία του εχθρού. Ο Ιμπραήμ επεμβαίνοντας διέταξε τα αιγυπτιακά πλοία να προχωρήσουν ανάμεσα από τα ελληνικά. Τότε ο Χοσρέφ, για να δείξει ότι οι Τούρκοι δεν είναι λιγότερο θαρραλέοι από τους Αιγυπτίους, διέταξε και αυτός τα πλοία του να προσπαθήσουν να κυκλώσουν τα ελληνικά. Ο στρατηγικός αυτός ελιγμός ωστόσο ήταν μάταιος. Ο Μιαούλης ξαναχώρισε τα πλοία του και τα μισά πολεμούσαν τους Αιγυπτίους και τα άλλα μισά τους Τούρκους. Τα ελληνικά πλοία διείσδυσαν ανάμεσα στα εχθρικά, με αποτέλεσμα να μην πρόκειται πλέον για ναυμαχία εκ παρατάξεως αλλά για μια σύγκρουση όπου όλα μαζί τα πλοία μάχονταν ανακατεμένα.
Ο πανικός γενικεύτηκε τόσο στα τουρκικά όσο και στα αιγυπτιακά πληρώματα. Ο Χοσρέφ πασάς προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να συγκρατήσει τους αξιωματικούς του, οι οποίοι τον πίεζαν να διατάξει υποχώρηση. Ταλαντεύτηκε ακόμη λίγο αναλογιζόμενος τι τον περίμενε όταν θα αντίκριζε τον Σουλτάνο. Αλλά μόλις άρχισε να πέφτει το σούρουπο έδωσε διαταγή στα πλοία του να υποχωρήσουν προς τα φρούρια της Κω και της Αλικαρνασσού.
Τις επόμενες ημέρες ο Χοσρέφ επιχείρησε μία-δύο φορές να πλεύσει προς τη Σάμο αλλά ο Μιαούλης με τον στόλο του τού έκοψε τη φόρα και έτσι αναγκάστηκε να μαζέψει τα πλοία του και να γυρίσει προς τα Δαρδανέλια. Το ίδιο έκανε και ο Ιμπραήμ με τον ναύαρχό του, τον Ισμαήλ Γιβραλτάρ. Αυτοί κίνησαν προς την Κάσο και την Κρήτη.
Έτσι σώθηκε η Σάμος. H ναυμαχία του Γέροντα είναι μία από τις λαμπρότερες σελίδες της Επανάστασης του ‘21. Οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν τόσο πολύ άνισες που η θετική έκβαση της ναυμαχίας για τους Έλληνες κίνησε τον θαυμασμό και των ξένων.