Σύζυγος του πλουσιότερου Έλληνα της Αίνου, στην Αν. Θράκη, με την κήρυξη της Επανάστασης, μαζί με τα 5 παιδιά τους εγκατέλειψαν το σπιτικό τους και από εκείνη τη στιγμή έγινε για πάντα σπίτι τους το πλοίο «Καλομοίρα», που πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες. Σε μία από τις επιχειρήσεις όπου συμμετείχε, κατά την πολιορκία του Ευρίπου, ο Χατζηαντώνης τραυματίστηκε θανάσιμα. Η Δόμνα ανέλαβε αμέσως τη θέση του ως καπετάνισσα και συνέχισε τον αγώνα στις ελληνικές θάλασσες. Είχε ήδη αποκτήσει την κατάλληλη εμπειρία και κυβέρνησε το πλοίο συνεχίζοντας αποτελεσματικά την πολιορκία.
Προς τα τέλη του 1823 αναγκάζεται να πληρώσει με δικά της χρήματα το πλήρωμα του πλοίου, αφού η ελληνική διοίκηση του Αγώνα δεν ανταποκρίθηκε στο σχετικό αίτημά της και δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της. Γράφει χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων:
«Στενοχωρηθείσα δ᾽ από τους ναύτας, και φοβουμένη μήπως ήθελον αναχωρήση, ενώ άνευ τούτων, ήτο αδύνατον το να κρατηθή η πολιορκία, επλήρωσα εξ ιδίων τα μηνιαία των, εξοδεύσασα δε προς τούτοις εις αυτό το διάστημα, τόσον εις τας των ναυτών τροφάς όσον και εις πολεμοφόδια, ποσότητα όχι ευκαταφρόνητον, καθώς καλώτατα γινώσκει το έξοχον υπουργείον, με πόσην ποσότητα χρημάτων δύναται να εξοικονομηθή εν πολεμικόν πλοίον από εβδομήκοντα πέντε ναύτας κυβερνούμενον, με την πρόβλεψιν των τροφών, πολεμοφοδίων και μηνιαίων».
Τον Σεπτέμβριο του 1824, η «Καλομοίρα» περνά στα χέρια του κράτους, αφού η Δόμνα Βισβίζη αναγκάζεται να την παραχωρήσει λόγω αδυναμίας συντηρήσεώς της από πλευράς της, αλλά και λόγω φθορών που είχε υποστεί. Την παραχωρεί λοιπόν στον υδραίικο στόλο για να χρησιμοποιηθεί ως πυρπολικό «μ’ όλα τ᾽ αναγκαία εξοπλισμένον», ενώ τα άλλα πλοία που προσφέρονταν για τον σκοπό αυτόν ήταν «γυμνά τε και πάντων υστερημένα». Με την «Καλομοίρα», ο Πιπίνος έκαψε την τουρκική φρεγάτα του Χαζνέ Γκεμνισί, το 1824.
Το τέλος του 1824 τη βρίσκει πάμπτωχη, χωρίς το καράβι και τα χρήματά της, με τα πέντε ορφανά της «υστερούμενα και αυτού του επιουσίου […] μη έχουσα ούτε οίκον ούτε μίαν πατρίδα ούτε τα λοιπά αναγκαία», όπως γράφει στο υπουργείο. Έζησε για λίγο στην Υδρα και τη Σύρο, και μετά στο Ναύπλιο. Εκεί αναγκάζεται να ζητήσει και πάλι βοήθεια από τη διοίκηση, με την ελπίδα ότι «δεν θέλει αφήσει εγκαταλελειμμένα και απροστάτευτα τα υπέρ της πατρίδος αποθανόντος πατρός τέκνα, και εξοδεύσασα και όλην του την περιουσία, αλλά θέλει χορηγήσει εις αυτά τα προς το ζην αναγκαία από την πικράν ορφανίαν των και σκληράν δυστυχίαν, διά να παρακινώνται και οι λοιποί ομογενείς εις τον ιερόν τούτον αγώναν αλύπως, βλέποντες την διοίκησιν προστάτην των ορφανών και χηρών». Αλλά η διοίκηση για άλλη μια φορά δεν ανταποκρίνεται…
Ο χειμώνας του 1826 τη βρίσκει σε δραματική κατάσταση, έχοντας μάλιστα χάσει το ένα από τα πέντε παιδιά της από τον λιμό που είχε προηγηθεί. Απευθύνεται και πάλι, μάταια, στη διοίκηση: «Κλαίω, ευσπλαχνίαν δεν ευρίσκω ουδεμίαν. Αχρι και των ουρανών κραυγάζω. Ωτα ανεωγμένα δεν βλέπω! Πώς άλλως να εκφράσω τον πόνο μου; Ή με οποίον άλλον τρόπο να κινήσω ανθρώπων σπλάγχνα εις συμπάθειαν;»
Παρά ταύτα, η Δόμνα έμεινε πιστή στην ιδέα της πατρίδας και του Αγώνα. Είναι συγκλονιστικά τα λόγια που έγραψε στον γιο της Θεμιστοκλή, που υιοθετήθηκε από Γάλλους φιλέλληνες, φεύγοντας για το Παρίσι:
«Παιδί μου, θα υιοθετηθής και θα οφείλης την ανάπτυξίν σου εις την γαλλικήν γενναιοδωρίαν. Ίσως δεν θα ζω, όταν επιστρέψης. Σκέψου, όμως, παιδί μου, ότι πρέπει να μιμηθής και να εκδικήσης τον πατέρα σου».
Αξιώθηκε να δει ξανά τον γιο της το 1832, όταν διορίστηκε ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ από το 1845 έως το 1876 ήταν διοικητής Νάξου. Έκλεισε τα μάτια της το 1850 στον Πειραιά, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της, δίπλα στην αδελφική της φίλη, τη σύζυγο του Νικηταρά.
https://www.newsbreak.gr/apopseis/205047/timi-stin-iroida-domna-visvizi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου