Του Αγίου Ανδρέα τον εκτύπησε πόνος στην ωμοπλάτην του, μετά τρεις ημέρας ελιποθύμησε, και όταν συνήλθε: «Τι μου συνέβη; τόσων ετών δεν λιποθύμησα! Δε βλέπετε ότι είναι προοίμια του θανάτου μου;» Και επειδή ημείς κλαίγαμε, μας παρηγορούσε και μας έλεγε: «Τώρα
που θα φύγω εγώ έχω καλούς φίλους και με αγαπούν, και θα με
ενθυμούνται, και τα βιβλία μου θα τυπώσουν, και λεπτά θα σας δώσουν».
Εγνώριζε ότι μόνον αυτόν είχαμε εις τον κόσμον στήριγμα.
Ήλθεν ο ιατρός: «Μπα, τι θέλεις συ εδώ; Θα κάμω πρώτον τα χριστιανικά, αύριον να έλθεις». Την Παρασκευή ήλθε και ο ιατρός, αλλά είχε προχωρήσει πλέον ο πόνος, είχαν απεράσει πέντε ημέρες.
Μας έλεγε: «Βάλτε τώρα τα ποτήρια, κάμετε και γιατρικά. Θαρρούσα να κάμω το παλληκάρι σαν άλλες φορές αλλά την έπαθα».
Είχε δύσπνοιαν, είχε συγκοπάς, τριάντα πέντε ημέρας δεν έπεσε να
κοιμηθή ήσυχα, όλον ακουμπισμένος στα μαξιλάρια. Τρεις φορές εκοινώνησε,
τρεις του διάβασαν την μεγάλην ευχήν εν είδει εξομολογήσεως, του
έψαλλαν αγιασμόν και ευχέλαιον.
Προσέτι δε έστειλε την μικροτέραν αδελφήν μας εις το
εικονοστάσιον μας να επικαλεσθή εξ ιδίων του την βοήθειαν του Αγίου
Ταξιάρχου, αρχαίον εικόνισμα του από πατρός παππού μας.
Εις τας 2 Ιανουαρίου, Κυριακή, ήλθαν και του είπαν δια τον σταυρόν, και μετά 9 ώρας , μία το μεσονύχτιον εσηκώθη και είπε «να πάγω μιά εις του Ζιμπλού», γειτονικό παντοπωλείον, και επειδή εκλονίζετο, τον καθίσαμε εις την καρέκλαν και ήρχισεν να κλαίη σαν μικρό παιδί.
Τον βάλαμε δίπλα και μετά πέντε λεπτά εξέπνευσε.
Έκλεισε μόνος του τα μάτια, χωρίς να τα πιάση άλλος.
Την Δευτέρα τον θάψαμε και χάσαμε την τελευταία ελπίδα μας. 3 Ιανουαρίου 1911…»
Απόσπασμα από αλληλογραφία Σοφίας, Κυρατσούλας και Χαρίκλειας Παπαδιαμάντη.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
“Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν
Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον
Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς
Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ
Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα
ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ
Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα
κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ
ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να
συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879
ἐδημοσιεύθη “ἡ Μετανάστις” ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν “Σωτήρα”. Τῷ 1882
ἐδημοσιεύθη “Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν” εἰς τὸ “Μὴ χάνεσαι”. Ἀργότερα ἔγραψα
περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί
ἐφημερίδας.”
Ρήσεις
Τὸ
ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως
δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, να ὕμνῳ μετὰ λατρείας τὸν
Χριστόν μου, να περιγράφω μετ΄ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ
στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ,
ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή
σου μνησθῶ.
Ἄγγλος
ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται να εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ
ὄ,τιδηποτε . Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα.
Τώρα εἶναι ἐλεύθερος να ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν
καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει να κάμῃ
δημοσία τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’
ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον να φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας.
Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει
καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
Ἡ
γλῶσσα αὔτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τὸ τὲ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ
ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον να ἐξακολουθὴ καὶ
μετὰ εἴκοσι αἰῶνας να εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴ τουλάχιστον. Ἂς
δοκιμάσῃ τις να μεταφράση ἐν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ
ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ
λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. “Ἀνοίξω τὸ
στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…” Θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ
γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα)° καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς
ἄλλως θ’ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). “Ἄξιόν ἐστιν
ὣς ἀληθῶς ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…” Ἀξίζει ἀληθινὰ να σὲ
καλοτυχίζουμε σένα τῇ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη,
καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.
Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνὰ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
Ἐγὼ
εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν
ἐπισκόπων τῆς. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία να
κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς
πρέπει να ἐπικαλώμεθα.
Ἡ
μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης
ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ
πράγματα.
Ὁ
Χριστὸς εἶπεν “Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω” καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ
τελειότερος βίος δεν εἶναι δι’ ὅλους, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους “οἷς δέδοται”,
ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς
μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τὶ
δεν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ
ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.
Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω
ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ
ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς
πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ
πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς
ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη
φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Τίς
ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν
ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ
κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Ἄλλως,
διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα
θρησκεία… Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ
κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ
καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου