Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Ἡ καταγωγή καί ἡ μορφή του
Πατέρας τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ἦταν ὁ Θεόφιλος Κουρκούας πού γεννήθηκε στήν Δόκια (Εὐδοκιάδα) τοῦ Πόντου ἡ ὁποία ἱδρύθηκε ἀπό κατοίκους τῶν Ποντιακῶν Κομάνων ἐπί Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου καί ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τήν ἀδελφή του, Εὐδοκία. (Σήμερα ἀποκαλεῖται Τοκάτ). Ἡ οἰκογένεια Κουρκούα ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀλλά μετά τήν μετοίκισί της στόν Πόντο ἐξελληνίσθηκε ἀπό τό κυρίαρχο ἑλληνικό στοιχεῖο τῆς περιοχῆς. Ὁ πρῶτος γνωστός πρόγονος εἶναι ὁ “δομέστικος τῶν Ἰκανάτων” πού συνωμότησε κατά τοῦ Αὐτοκράτορος Βασιλείου Α’. Θεῖος τοῦ Τσιμισκῆ (ἀδελφός τοῦ πατρός του) ἦταν ὁ θρυλικός στρατηγός Ἰωάννης Κουρκούας πού ἔδρασε ἐπί Ρωμανοῦ Α’ Λεκαπηνοῦ. Ἡ μητέρα του καταγόταν ἀπό τόν οἶκο τῶν Φωκάδων, ἦταν δηλαδή ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ἀδελφή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, πού ἦταν θεῖος του.
Γιά τό προσωνύμιο «Τσιμισκῆς» ὑπάρχουν διάφορες ἐκδοχές.[1] Ἡ πιό ἀληθοφανής εἶναι ὅτι γεννήθηκε στήν κωμόπολι Τσίμισκα ἤ Κίμισκα τοῦ Πόντου.[2] Γι’ αὐτό καί οἱ Πόντιοι τόν ἀποκαλοῦσαν καί «Κιμισκῆ». Ὁ Λέων ὁ Διάκονος ἀναφέρει ὅτι «τό πρόσωπό του ἦταν λευκό καί ἐκφραστικό, μέ μαλλιά ξανθά πού ἀραίωναν ψηλά στό μέτωπο. Τά μάτια του ἦταν ἀνδροπρεπῆ καί χαρωπά, ἡ μύτη του διαγραφόταν λεπτή καί συμμετρική. Τό γένι του ἦταν κοκκινωπό… Ὡς πρός τό ἀνάστημα ἦταν κοντός ἄν καί εἶχε εὐρύ στέρνο καί πλάτες…». Συνεπῶς φαίνεται πώς τά ἑλληνικά χαρακτηριστικά του, ὑπερτεροῦσαν τῶν ἀρμενικῶν.
Ἐν κατακλείδι, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἦταν: ἐξελληνισμένος Ἀρμένιος ἀπό πατρός καί Ἕλληνας ἀπό μητρός.
Ἐλκυστικός, γενναῖος, κοντός ἀλλά ἐπιβλητικός, ἐξαίρετος ἱππέας, ἀκοντιστής καί τοξότης, μεγαλόψυχος, τοῦ ἄρεσαν τά γλέντια καί οἱ γυναῖκες. Διακρινόταν δέ γιά «τήν ἀνδρείαν, τήν γενναιότητα, τήν ἀγαθότητα, τήν πραότητα, τήν εὐθύτητα… τήν ἔξοχον πολεμικήν αὐτοῦ ἀρετήν καί τό ἀπαράμιλλον σθένος».[3]
Ἡ πορεία πρός τόν Θρόνο καί τό μελανό της σημεῖο (ὁ φόνος τοῦ Φωκᾶ)
Ἡ διακεκριμένη πολεμική δράσις τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ξεκινᾶ ἐπί Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου ὅταν τό 958 - ἤδη στρατηγός- λεηλάτησε τήν Μεσοποταμία καί κατέλαβε τά Σαμόσατα.
Στίς 24 Δεκεμβρίου 962 - ἐπί Ρωμανού Β’- πρωτοστάτησε στήν κατάληψι τοῦ Χαλεπίου[4] στό πλευρό τοῦ θείου του, στρατηγοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ τρέποντας σέ φυγή τούς Ἄραβες κατόπιν μάχης ἔξω ἀπό τά τείχη του.
Και στίς 3 Ἰουλίου 963 ὑπῆρξε ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς στρατιωτικῆς ἐπαναστάσεως πού ξέσπασε στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἀνεκήρυξε Αὐτοκράτορα τόν Νικηφόρο Φωκᾶ.
Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Φωκᾶ στήν ἐξουσία, ὁ ἀνεψιός του, Ἰωάννης Τσιμισκῆς, ἀνέλαβε “δομέστικος τῶν σχολῶν” (ἀρχιστράτηγος) καί ἀρχές τοῦ 964 ἀπέκρουσε μέ ἐπιτυχία τίς συνασπισμένες ἀραβικές δυνάμεις στήν Κιλικία, ὑπό τούς ἐμίρηδες Saif ad-Dawla (Χαλεπίου), Rashiq al-Nasimi (Ταρσοῦ) καί Nassir ad-Dawla (Δαμασκοῦ).
Κατόπιν, στήν μάχη τῶν Ἀδάνων συνέτριψε τούς Ἄραβες καί ἀφάνισε 5.000 πολεμιστές τους. Ἔκτοτε οἱ Ἄραβες ὀνόμασαν ἐκεῖνο τό ὕψωμα «βουνό τοῦ αἵματος». Κατόπιν πολιόρκησε τήν Μοψουεστία.
Ἄκολούθησε τόν Αὐτοκράτορα – θείο του, σέ ὅλες τίς ἐκστρατείες καί διακρίθηκε γιά τίς ἐξαίρετες στρατιωτικές ἱκανότητές του. Καί ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τοῦ εἶχε τυφλή ἐμπιστοσύνη…
Παρά ταύτα, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἐνεπλάκη στά δίχτυα τῆς λακώνισσας Αὐτοκράτειρας: Ἡ Θεοφανῶ εἶχε πανδρευθῆ ἐξ’ ἀνάγκης τόν Νικηφόρο Φωκᾶ καί εἶχε ἀναπτύξει ἐρωτικό δεσμό μέ τόν Τσιμισκῆ. Παρασυρμένη ἀπό αὐλικούς πού τόνιζαν ὅτι τά μέτρα τοῦ Φωκᾶ συγκρούονται μέ τά δυναστικά συμφέροντα, συνωμότησε μέ τόν ἐραστή της, ὁ ὁποῖος παρασύρθηκε καί συνήργησε στήν δολοφονία τοὐ ἐξαιρέτου ἐκείνου Αυτοκράτορος καί θείου του στις 11 Δεκεμβρίου τοῦ 969.
Ἡ λακώνισσα Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ
Ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος διαμαρτυρήθηκε γιά τήν ἀποτρόπαια δολοφονία τοῦ Φωκᾶ καί ἀρχικά ἀπαγόρευσε τήν εἴσοδο τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ στήν Ἁγία Σοφία. Ἔγινε ἀποδεκτός μόνο ἀφοῦ ἀπεδέχθη τούς ὅρους τοῦ Πατριάρχου πού ἦσαν: ἡ τιμωρία τῶν συνεργῶν του Λέοντα Βαλάντη καί Ἰωάννη Ἀτζυποθεοδώρου καί τῆς Θεοφανούς[5], ἡ ἀναγνώρισις τῆς αὐτονομίας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ κατάργησις τῶν διατάξεων πού ἔθιγαν τήν περιουσία της.
Κατόπιν αὐτῶν, στίς 25 Δεκεμβρίου 969 ὁ Πατριάρχης ἔστεψε τόν Ἰωάννη Α’ Τσιμισκή, Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τήν θεία τῶν νομίμων ἀνηλίκων βασιλέων, Θεοδώρα.[6] Μέ τόν γάμο αὐτόν ἐξασφάλισε τήν ἐπίφασι δυναστικῆς νομιμότητος πού χρειαζόταν. Ἐξ’ ἄλλου γιά νά κερδίση τήν ὑποστήριξι τῆς συγκλήτου, ἐπανέφερε τούς μισθούς πού εἶχε μειώσει ὁ Φωκᾶς.
Ὁ νέος Αὐτοκράτωρ φρόντισε νά ἐξορισθοῦν οἱ συγγενεῖς τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Ὅμως τό 970 ἀντιμετώπισε ἐξέγερσι τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ τελευταίου, Βάρδα Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος δραπέτευσε ἀπό τήν Ἀμάσεια καί μέ ἕδρα τήν Καισάρεια ἐπαναστάτησε. Τήν ἐξέγερσί του, κατέστειλε ὁ στρατηγός Βάρδας Σκληρός. Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ἔδειξε τήν μεγαλοψυχία του, ἀφοῦ δέν ἐπεκύρωσε θανατική ποινή του καί τόν ἀμνήστευσε. Ὅταν καί πάλι ξεσηκώθηκε, τόν ἐξόρισε ὡς μοναχό στήν Χίο. Ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης μάλιστα λέει ὅτι ὅταν ἐπεβλήθη στόν Βάρδα Φωκᾶ ποινή τυφλώσεως, ὁ Τσιμισκῆς τήν ἐκτέλεσε εἰκονικά.
Ἡ συντριβή τῶν Ρώσων: προσάρτησις τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας
Τό 969 ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας Σβιατοσλάβος κατέλαβε τήν ἀνατολική Βουλγαρία γιά λογαριασμό του, παραβιάζοντας τήν συμφωνία μέ τόν Νικηφόρο Φωκά. Μάλιστα ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ 970 ἄρχισαν νά διεισδύουν στήν Ἀνατολική Θράκη καί λεηλάτησαν σκληρά τήν Φιλιππούπολι, σφαγιάζοντας χιλιάδες. Ὅπως γράφει ὁ Alphonse Couret, ὁ Σβιατοσλάβος «δέν φοβόταν οὔτε τήν βυζαντινή τακτική, οὔτε τό φοβερό πῦρ τῶν Ἑλλήνων».[7] Ὅμως κατά τόν Alfred Nicolaw Rambaud: «Εὐτυχῶς γιά τήν Ἑλληνική Αὐτοκρατορία (Empire Grec) ὑπῆρχαν γενναῖοι Κατεπάνω καί ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς».[8] Πράγματι, ὁ Τσιμισκῆς ἀντέδρασε ἄμεσα:
Τό θέρος τοῦ 970 στρατεύματα ὑπό τόν στρατηγό Βάρδα Σκληρό καί τόν πατρίκιο Πέτρο Φωκᾶ βάδισαν ἐναντίον τῶν Ρώσων μέ δύναμι περίπου 12.000 ἀνδρῶν. Τά ἀντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν καί ἀκολούθησε ἡ μάχη τῆς Ἀρκαδιουπόλεως. Ὁ στρατηγός Σκληρός ἐφήρμοσε στρατηγικό τέχνασμα. Ἡγούμενος τοῦ ἑνός τρίτου τῆς δυνάμεώς του, διέταξε τακτική ὑποχώρησι. Οἱ Ρῶσοι καί οἱ Πετσενέγκοι σύμμαχοί τους, ἄρχισαν ἄτακτη καταδίωξι. Τότε ἐφόρμησε ἡ καλά κρυμμένη ὑπόλοιπη βυζαντινή δύναμις ἀπό δύο σημεῖα. Τούς περικύκλωσε καί τούς ἔτρεψε σέ φυγή μέ πολύ μεγάλες ἀπώλειες.
Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 971 ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ἀποφασίζει νά τούς καταφέρη τό τελειωτικό κτύπημα. Ἔχοντας ἱδρύσει καί τό νέο ἐπίλεκτο ἱππικό σῶμα τῶν Ἀθανάτων, συγκεντρώνει δυνάμεις περίπου 40.000 ἀνδρῶν καί διατάσσει τόν στόλο νά ἀποπλεύση γιά τόν ἀποκλεισμό τοῦ Δουνάβεως. Τίθεται ὁ ἴδιος ἐπικεφαλής καί εἰσβάλει στήν Βουλγαρία.
Στίς 3 Ἀπριλίου 971 καταφθάνει στήν βουλγαρική πρωτεύουσα Μεγάλη Πρεσλάβα (Preslav), τήν ὁποία ἐκπορθεῖ τήν ἑπομένη, μετά ἀπό σκληρές τειχομαχίες. Ὁ στρατιώτης Θεοδόσιος Μεσονύκτης ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναρριχήθηκε στό τοῖχος καί ὅπως γράφει ὁ G. Schlumberger σχεδόν ὅλοι οἱ βάρβαροι φονεύθηκαν «ὑπό τῶν Ἑλλήνων φαλαγγιτῶν, οἵτινες ὤρμων πανταχόθεν, διασκελίζοντες τά καπνίζοντα ἐρείπια».[9]
Ἐκεῖ ὁ Τσιμισκῆς συνέλαβε καί ἔστειλε στήν Βασιλεύουσα τόν βασιλέα τῆς Βουλγαρίας Βόγορι Β’ μαζί μέ τά σύμβολα τῆς βουλγαρικῆς ἐξουσίας! Μετονόμασε δέ, τήν ἕδρα τῶν βουλγάρων τσάρων μέ τό ὄνομά του: «Ἰωαννούπολις»! Ὁ Αὐτοκράτορας ἐμφανιζόταν στόν ἐντόπιο πληθυσμό ὡς ἀπελευθερωτής ἀπό τούς Ρώσους, μία ἔξυπνη πολιτική γιά νά ἔχη τήν ὑποστήριξι τῆς ὑπαίθρου. Παράλληλα, ξεκίνησε γιά τήν ἕδρα στήν ὁποία εἶχε ὀχυρωθεῖ ὁ Σβιατοσλάβος.
Ἔτσι ἄρχισε ἡ μάχη τοῦ Δορυστόλου.[10] Ὁ αὐτοκρατορικός στρατός νίκησε τούς Ρώσους, οἱ ὁποῖοι ὀχυρώθηκαν πίσω ἀπό τά τείχη. Ἡ πολιορκία εἶχε διάρκεια τρεῖς μῆνες. Κατ’ αὐτήν ἔλαβαν χώρα τουλάχιστον 5 φονικές μάχες ἔξω ἀπό τά τείχη, μέ ἐπίδειξι ἡρωϊσμοῦ καί ἀπό τίς δύο πλευρές.
Στίς 24 Ιουλίου 971 διεξάγεται ἡ τελευταία καί πιό λυσσώδης μάχη. Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς προκαλεῖ προσωπικά τόν Σβιατοσλάβο σέ μονομαχία. Ὁ τελευταῖος ἀρνεῖται. Τελικά, οἱ Ρῶσοι καταρρέουν καί ὁ Σβιατοσλάβος μόλις πού διαφεύγει τήν σύλληψι. Ἀπό τούς 60.000 ἄνδρες του, ἐπέζησαν 22.000 καί αὐτοί πληγωμένοι! Ὁ Αὐτοκράτωρ μετονόμασε τήν πόλι Θεοδωρόπολι, ἀπό τόν στρατιωτικό ἅγιο, Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη.
Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος ὑπέγραψε συνθήκη μέ τήν ὁποία: ἀποχωροῦσε ὁριστικά ἀπό τήν Βουλγαρία, δεσμευόταν νά μήν ἐπιτεθῆ ξανά κατά βυζαντινῆς ἐπικρατείας καί νά παρέχη στρατιωτικές ὑπηρεσίες ὅποτε τοῦ ζητηθοῦν. Μέ αὐτήν ὁ Τσιμισκῆς ἐπέδειξε καί πάλι τήν μεγαλοψυχία του: Ἀπελευθέρωσε τούς αἰχμαλώτους δίνοντάς τους καί σίτο, ἐνῶ διατήρησε τά ἐμπορικά προνόμια πού εἶχαν οἱ Ρῶσοι ἀπό τίς προηγούμενες συνθῆκες. Τό τέλος τοῦ Σβιατοσλάβου ἐπῆλθε λίγο μετά -κατά τήν ἐπιστροφή του στό Κίεβο- ὅπου οἱ ἴδιοι οἱ σύμμαχοί του, Πετσενέγκοι τόν φόνευσαν στόν Δνείπερο.
Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος μπροστά στον Ἰωάννη Α’ Τσιμισκῆ (πίνακας του Lebedev)
Μετά τήν συντριβή τῶν Ρώσων ἀκολούθησε ἡ προσάρτησις τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας στήν Αὐτοκρατορία. Στήν Κωνσταντινούπολι, σέ τελετή στόν “Φόρο τοῦ Κωνσταντίνου”, ἀφαιρέθηκαν ἀπό τόν Βόγορι Β’ τά αὐτοκρατορικά ἐνδύματα καί τό στέμμα του ἀφιερώθηκε στήν Ἁγία Σοφία. Τοῦ ἀπεδόθη ἁπλά ὁ τίτλος τοῦ “μαγίστρου”. Καταργήθηκε τό βουλγαρικό Πατριαρχεῖο καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἐτέθη ξανά ὑπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ἡ στρατηγική ἰδιοφυία καί ἡ πολιτική εὐστροφία τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ» ἀποδείχθηκαν σέ αὐτήν τήν ἐκστρατεία».[11] Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «Ὁ νικηφόρος ἑλληνισμός ἔφερνε στόν Δούναβη τά ὅρια τῆς μοναρχίας».[12]
Ἡ συντριβή τῶν Ἀράβων: ἀνάκτησις Συρίας καί Παλαιστίνης
Οἱ νίκες τοῦ Νικηφόρου Β’ Φωκᾶ ὁδήγησαν στήν συνθηκολόγησι τῶν Ἀράβων τά τέλη τοῦ 969 μέ ἀρχές τοῦ 970, πού ἀποτελοῦσε δικαίωσι τῶν ἀγώνων τοῦ ἀδικοχαμένου Αὐτοκράτορος.[13] Ὅμως ἡ συνθήκη δέν ἔμελλε νά ἰσχύση ἐπί πολύ.
Οἱ Φατιμίδες Ἄραβες τῆς βορείου Ἀφρικῆς μετοίκισαν τό 969 στήν Αἴγυπτο καί ἵδρυσαν τό Κάϊρο. Ἀπό τήν Αἴγυπτο τό 971 προωθήθηκαν στήν Συρία καί ἄρχισαν νά πολιορκοῦν τήν Ἀντιόχεια. Ἀποσχολημένος ἀκόμη μέ τήν ἐκστρατεία κατά τῶν Ρώσων, ὁ Τσιμισκῆς ἀπέστειλε τόν στρατηγό Θέματος Μεσοποταμίας Νικόλαο, ὁ ὁποῖος προέλασε μέχρι τήν Βαγδάτη. Tό 973 θά ἀκολουθήση νέα ἐκστρατεία ὑπό τόν “δομέστικο τῶν σχολῶν” Μελία ὁ ὁποῖος προέλασε μέχρι τήν Ἄμιδα. Κατά τήν πολιορκία της ὅμως ἡττήθηκε, συνελήφθη αἰχμάλωτος, μεταφέρθηκε στήν Βαγδάτη καί ἐκτελέσθηκε.
Ἦταν ἡ ὥρα γιά τόν βασιλέα νά δράση προσωπικά:
Ἡ πρώτη ἐκστρατεία του ξεκίνησε τήν ἄνοιξι τοῦ 974. Ἀρχικά ἐξασφάλισε τήν συμμαχία τοῦ βασιλείου τῆς Ἀρμενίας καί κατόπιν εἰσέβαλε στήν Μεσοποταμία, ὅπου ἐπανακατέλαβε πολλές πόλεις καί φρούρια μέ κυριότερες τήν Ἄμιδα, τήν Μαρτυρόπολι καί τήν Νίσιβι. Ἀπό ἐκεῖ μποροῦσε νά στραφῆ κατά τῆς Βαγδάτης, ἀλλά μᾶλλον ἡ ξηρασία πού προέκυψε καί ἡ ἔλλειψις ἀνεφοδιασμοῦ, τόν ἀνάγκασαν νά ἐπιστρέψη νικητής στήν Κωνσταντινούπολι μέ ἀτελείωτα λάφυρα καί αἰχμαλώτους.
Ἡ δεύτερη ἐκστρατεία του ἦταν καί ἡ κυριότερη. Ὁ στρατιώτης - αὐτοκράτωρ ξεκίνησε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 975. Ἀρχικά εἰσέβαλε στήν Συρία: Ἀπολύτρωσε τήν Ἀντιόχεια ἀπό τόν κίνδυνο καί συνέχισε καταλαμβάνοντας τήν Ἀπάμεια, τήν Ἔμεσα καί τήν Ἡλιούπολι. Προήλασε στήν Δαμασκό ἡ ὁποία δήλωσε φόρου ὑποτελῆς στόν Αὐτοκράτορα. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ ἄραβας συγγραφέας τοῦ «Χρονικοῦ τῆς Δαμασκοῦ», Ibn al-Qalanisi, ἀποκαλεῖ τόν Τσιμισκῆ «Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων».[14]
Κατόπιν στράφηκε πρός στήν Παλαιστίνη: Κατέλαβε διαδοχικά τήν Τιβεριάδα, τό ὄρος Θαβώρ[15], τήν Ναζαρέτ[16] καί τήν Βηθσᾶν! Τά Ἱεροσόλυμα ἦταν πλέον μία ἀνάσα ἀπό τό στράτευμα τοῦ Τσιμισκῆ. Ἀλλά ἐκεῖνος βιαζόταν νά συντρίψη τούς Φατιμίδες τῆς Φοινίκης: Ἀστραπιαία κινεῖται καί καταλαμβάνει τήν Παράλιο Καισάρεια[17] καί κατόπιν τήν Σιδώνα, τήν Βυρυττό, τήν Ἄκρα, τήν Βύβλο καί τά Γάβαλα. Φτάνει ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Τριπόλεως ἡ ὁποία ὅμως ἀντιστέκεται σθεναρά, ἀποφασίζει νά τήν ἀφήση καί τόν Σεπτέμβριο τοῦ 975 ἐπιστρέφει στήν Ἀντιόχεια.
Ὁ θρίαμβος ἦταν ἀπερίγραπτος. Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Νικόλαος Οἰκονομίδης «Ἡ ἐκστρατεία τοῦ 975 ἀποτελεῖ ὑπέρτατο τόλμημα τῆς βυζαντινῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς ἐναντίον τῶν Αράβων».[18] Καί ὁ Robert Browning συμπληρώνει ὅτι ἐπρόκειτο γιά «ἐκπληκτική ἐπίδειξη ἰσχύος καί στρατιωτικῆς ἐπιδεξιότητας».[19]
Ἡ Αὐτοκρατορία ἀνακτοῦσε τήν Συρία καί τήν Παλαιστίνη μετά ἀπό σχεδόν 340 χρόνια ἀραβικῆς κατακτήσεως! Σύμφωνα μέ τά σύγχρονα γεωγραφικά δεδομένα εἶχαν κατακτηθεῖ ἡ Συρία, ὁ Λίβανος, ἡ Ἰορδανία, ἡ Παλαιστίνη καί τμῆμα τοῦ Ἰράκ!
Τό τέλος ἑνός ἐνδόξου βασιλέως
Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἀπό τούς κορυφαίους Αὐτοκράτορες τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας τῆς “Ρωμανίας”.
Ὡς ἔνδοξος στρατηλάτης εἶχε συντρίψει τούς Ρώσους, εἶχε καταλύσει τό κράτος τῶν Βουλγάρων καί εἶχε κατάτροπώσει τους Ἄραβες ἀνακτώντας τήν ἑλληνιστική Ἀνατολή (Συρία Παλαιστίνη, Μεσοποταμία) μετά ἀπό 340 χρόνια.
Θεωρεῖται βέβαιο ὅτι ἑπόμενος στόχος τοῦ Τσιμισκῆ, ἦταν νά ἐπαναλάβη τό κατόρθωμα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου, κατακτώντας τά Ἱεροσόλυμα.
Ὅμως δέν πρόλαβε…
Ἐπιστρέφωντας ἀπό τήν τελευταία καί πιό ἔνδοξη ἐκστρατεία του, ἔνοιωσε ἀδιαθεσία. Ὅταν κατέφθασε στήν Βασιλεύουσα ἡ κατάστασίς του εἶχε ἤδη ἐπιδεινωθῆ. Λέγεται ὅτι αἰσθανόμενος τό τέλος του, διέταξε μέρος τῶν ἀποκτηθέντων ἀπό τίς ἐκστρατεῖες νά μοιρασθῆ σέ πτωχούς, ἐνῶ πρόλαβε καί ἔλαβε τήν θεία μετάληψι.
Πέθανε στίς 10 Ἰανουαρίου 976, χωρίς νά ἀφήση ἀπογόνους. Οἱ Λέων ὁ Διάκονος καί Ἰωάννης Σκυλίτζης ἄφησαν ὑπόνοιες γιά πιθανή δηλητηρίασί του ἀπό τόν “παρακοιμώμενο” Βασίλειο, ἀλλά στήν πραγματικότητα «ἡ πορεία τῆς ἀρρώστιας προσιδιάζει περισσότερο σέ τύφο (χρονική διάρκεια καί κακή φυσική κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς)».[20]
Σέ ἔμμετρο ὕφος, ἔγραψε γι’ αὐτόν ὁ Κ. Μανασσῆς «καί μαχητής ἀπρόσμαχος καί βουλευτής ὀξύνους, ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων, ἀνδρεῖος, πράος καί δόρυ δολιχόσκιον κραδαίνειν ἠσκημένος καί τόξον ἔλκειν τήν νευρᾶν ἐπί βελῶν γλυφίσιν, ἀνήρ ἐλευθερόψυχος οὐκ ὑποτρέφων κότον».[21]
Κατά τόν G. Ostrogorsky «Ὅπως ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τό ἴδιο καί ὁ Ἰωάννης Τζιμισκῆς ἦταν στρατηγός μέ ἀσύγκριτη μεγαλοφυία, ἐνῶ σάν πολιτικός ξεπερνοῦσε τόν ὑπερβολικά αὐθόρμητο προκάτοχό του».[22]
Ὅπως γράφει ὁ Gustave Schlumberger ὑπῆρξε «μικρός μέν τό δέμας, ἀλλ’ ἡρωϊκός τήν ρώμην, ὁ τολμητίας, ὁ ἀνίκητος, ὁ εἰς τούς κινδύνους ἀπτόητος καί τήν ἀνδρείαν ἔξοχος… ἄριστος κυβερνήτης καί κράτιστος στρατηγός, μεγάθυμος, γενναῖος, ἱπποτικός».[23]
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)
ΥΠΟΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Μία ἐκδοχή ἀναφέρει ὅτι προέρχεται ἀπό τό ἀρμενικό «tshemischgaizag», πού σημαίνει γυναικεῖο σανδάλι. Ἐκδοχή ἐντελῶς ἀπίθανη, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει περίπτωσις νά τοῦ προσεδώθη τέτοιο παρεπώνυμο. Ἀκόμη μία εἶναι πώς πρόκειται γιά ἑλληνική παράφρασι ἀρμενικῆς ἐκφράσεως γιά τό χαληλό του ἀνάστημα (ἀκόμη καί σήμερα λέμε «τσίμα - τσίμα» γιά κάτι μικρόσωμο ἤ στενό).
[2] «Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ», Τόμος 10 σελ. 433. Ὁ γεωγράφος τοῦ 7ου αἰῶνος Γεώργιος ὁ Κύπριος τήν ἀπεκάλεσε καί «Χοσόμιχον».
[3] Gustave Schlumberger «Ἡ βυζαντινή ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς» σελ. 10
[4] Πρόκειται γιά τήν ἑλληνιστική Βέρροια τῆς Συρίας. Ἡ πόλις ἦταν ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 944 ἡ ἕδρα ξεχωριστοῦ Ἐμιράτου ὑπό τόν Saif ad Dawla.
[5] Ἡ Θεοφανῶ ἐξορίσθηκε στά Πριγκιπόννησα. Τό 970 κατάφερε νά δραπετεύση καί ἀποπειράθηκε νά στραφῆ κατά τοῦ Τσιμισκῆ ἀλλά συνελήφθη καί ἐστάλη σέ μοναστηρι τῆς Ἀρμενίας. Θά ἐπανέλθη στήν Πόλι ἐπί βασιλείας τοῦ υἱοῦ της Βασιλείου Β' ἀλλά χωρίς νά ἀναμειχθῆ ξανά στίς κρατικές ὑποθέσεις.
[6] Θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου καί ἀδελφή τοῦ Ρωμανοῦ Β’.
[7] «La Russie contre l’Empire Grec» (μτφ: «Ἡ Ρωσία ἐνάντια στήν Ἑλληνική Αὐτoκρατορία»)
[8] «Histoire de la Russie», 1878.
[9] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς» σελ. 127.
[10] Πρόκειται γιά τήν σημερινή πόλι Σιλίστρα τῆς Βουλγαρίας καί εἶναι κτισμένη στά νότια του Δουνάβεως.
[11] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 140.
[12] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 53.
[13] Μέ αὐτήν, τό Ἐμιράτο τοῦ Χαλεπίου ἐτίθετο φόρου ὑποτελές καί ἀναγνωριζόταν ἡ κυριαρχία τῆς Αὐτοκρατορίας στήν περιοχή τοῦ Εὐφράτου καί στήν Συρία ἕως τήν Ἔμεσα, δυτικά τοῦ ποταμοῦ Ὀρόντη.
[14] Ὁ Ἄραβας γεωγράφος Al-Maqdisi τοῦ 10ου αἰῶνος («The Best of Classification for the Knowledge of Regions») καί οἱ Ἄραβες ἱστορικοί τοῦ 12ου αἰῶνος Ali ibn al-Athir («The Complete History») καί τοῦ 13ου αἰῶνος AbulFeda («History of Humanity»), πού ἀναφέρονται στά γεγονότα, ἀποκαλοῦν τούς βυζαντινούς ξεκάθαρα «Ἕλληνες».
[15] Ὄρος τῆς Γαλιλαίας κατά τό ὁποῖο ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τήν παράδοσι.
[16] Εἶναι ἡ πόλις πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου καί ὅπου μεγάλωσε ὁ Χριστός.
[17] Πόλις τῆς Παλαιστίνης πού ἵδρυσε ὁ Ἡρώδης καί δέν πρέπει νά σύγχέεται μέ τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
[18] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 112 - 113.
[19] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 142.
[20] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 143.
[21] «Σύνοψις Ἱστοριῶν», στίχοι 5703 - 5709.
[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 176.
[23] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκής» σελ. 353
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου