Ήταν παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης.
Βιογραφία
Πατέρας του Δημήτρη ήταν ο Γρηγόριος Τσάκωνας που διατέλεσε Νομάρχης στο μεσοπόλεμο. Ο Δημήτριος Τσάκωνας ως μαθητής ήταν εκδότης και διευθυντής στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Μαθητικό Ξεκίνημα» [3], που εκδόθηκε στην Αθήνα την περίοδο 1937-1938, είχε γραφεία στην οδό Χαριλάου Τρικούπη 44 και κυκλοφορούσε σε 1.000 αντίτυπα. Η ομάδα που ήταν υπεύθυνη για την έκδοσή του περιοδικού στεγάστηκε στα γραφεία του «Εθνικού Παμφοιτητικού Συλλόγου» και για οικονομικούς λόγους χρησιμοποίησε τον τίτλο εφημερίδας που εξέδωσε το 1935 ο «Εθνικός Παμφοιτητικός Σύλλογος». Ο Τσάκωνας άρχισε σπουδές Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών στη Νομική Σχολή Αθηνών το 1940, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην εθνικιστική αντιστασιακή οργάνωση «Ιερά Ταξιαρχία», που βρίσκονταν στην επιρροή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Το 1941 γνωρίστηκε με τον μεσοπολεμικό κοινωνιολόγο Αβροτέλη Ελευθερόπουλο ή Τσαβδάρογλου, ο οποίος εξέδωσε τον Ιανουάριο του 1944 το «Αρχείον Κοινωνιολογίας και Ηθικής», με κατεύθυνση ιδεαλιστική, αντιμαρξιστική και Πλατωνική. Μετά την έκδοση του πρώτου τεύχους επήλθε ρήξη στις σχέσεις του εκδότη Γεωργίου Πρεδάρη και του Ελευθερόπουλου, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του. Εκείνη την περίοδο ο Τσάκωνας πρότεινε στον Κορνήλιο Καστοριάδη να μοιραστούν τη διεύθυνση του Αρχείου, την οποία αποδέχθηκε ο Καστοριάδης και στην ομάδα τους προστέθηκε η Μιμίκα Κρανάκη. Ο Τσάκωνας εξασφάλισε τα χρήματα για τη συνέχιση της εκδόσεως ενώ μέσα από τον κύκλο των γνωριμιών του κατάφερε να εξασφαλίσει και τα χρήματα που απαιτούνταν για τη συνέχιση της λειτουργίας του Αρχείου [4]. Μετά την αποφοίτηση στου από τη Νομική Αθηνών και την απελευθέρωση της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα, πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια της Ζυρίχης και της Λοζάνης στην Ελβετία και στο Πανεπιστήμιο του Ίνσμπουργκ στην Αυστρία, όπου το 1948 αναγορεύθηκε Διδάκτορας και στη συνέχεια λέκτορας του πανεπιστημίου. Διετέλεσε καθηγητής του Ορθόδοξου Θεολογικού Ινστιτούτου Παρισίων από το 1952 έως το 1954, φιλοξενούμενος Λέκτορας και καθηγητής της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Βόννης από το 1955 έως το 1967, ενώ το 1968 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής Κοινωνιολογίας της Παντείου Σχολής Πολιτικών Επιστημών.
Ο Τσάκωνας δίδαξε ως καθηγητής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων καθώς και στη Σχολή Ικάρων και ήταν μέλος στην «Ελληνική Επιμορφωτική Εταιρεία» [5], που είχε ως έργο της «...την διεξαγωγήν εθνικής διαφωτίσεως» και μέλη της ήταν ο Γεώργιος Γεωργαλάς, ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, οι φιλόλογοι Τάσος Λιγνάδης και Μιχάλης Περάνθης, και ο Μένιος Κουτσόγιωργας, γνωστός από τη συμμετοχή του σε κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. επί Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Τσάκωνας υπήρξε στενός συνεργάτης του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, κι έχει εκδώσει βιβλίο με τίτλο «Αθηναγόρας Α'. Ο Οικουμενικός των Νέων Ιδεών», το 1952, είχε δημοσιεύσει άρθρο στο δεκαπενθήμερο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» του Σπύρου Μελά, για τον Ίωνα Δραγούμη. Το άρθρο του αναφέρονταν στην προοπτική μιας ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας, συγκεκριμένα στο συμφωνητικό περί Ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας που είχαν υπογράψει στην Κωνσταντινούπολη ο Ίων Δραγούμης και ο πρίγκιπας Σαμπαχεντίν, το οποίο είχε μεταφέρει στην Ελλάδα η Σοφία Σπανούδη, κρυμμένο μέσα στον στηθόδεσμο της. Ο Τσάκωνας που ήταν επηρεασμένος και από τις ιδέες τού Πατριάρχου Αθηναγόρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σε μια μικρή πόλη πολίχνη κοντά στη Γερμανική πόλη του Άαχεν είχε συμμετάσχει σε συνάντηση Ελλήνων και Τούρκων φοιτητών της Γερμανίας, όπου μίλησε σχετικά με την προοπτική μιας Ελληνοτουρκικής ομοσπονδίας, ενώ σχετικό άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» των Αθηνών [6].
Σε ερώτηση δημοσιογράφου προς τον Τσάκωνα μήπως «Στην αποτυχία της 21ης Απριλίου έπαιξε ρόλο το ότι ο Παπαδόπουλος ήταν υπερβολικά χριστιανός;», απήντησε πως «..Βεβαιότατα και έπαιξε ρόλο. Ό Παπαδόπουλος ήταν χριστιανός, δεν υποκρινόταν. Είχε έναν έντονο χριστιανικό φορμαλισμό, συνδεδεμένο με τις πιο συντηρητικές τάσεις της Ελληνικής ορθοδοξίας. Ασφαλώς και η χριστιανική πίστη δυσκολεύει κάποιον να πετύχη ως δικτάτωρ.» [7].
Πολιτική δράση
Την περίοδο του καθεστώτος της 21ης Απριλίου ο Τσάκωνας διετέλεσε, αρχικά,
- διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Γεώργιου Παπαδόπουλου,
και στη συνέχεια
- Υφυπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως [8], από τις 30 Μαρτίου 1970 έως τις 25 Αυγούστου 1971, στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Με την ιδιότητα του παρέστη και μίλησε στα εγκαίνια [9] του κτιρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, τα οποία πραγματοποίησαν από κοινού με τον Υπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών Λουκά Πάτρα.
Διατέλεσε επίσης
- Υφυπουργός Εξωτερικών, από τις 26 Αυγούστου 1971 έως τις 31 Ιουλίου 1972[10] ,
- Υφυπουργός Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων, από τις 31 Ιουλίου 1972 έως τις 30 Αυγούστου 1972 [11].
Ως υφυπουργός χειρίστηκε με απόλυτη επιτυχία υποθέσεις τεράστιας Εθνικής σημασίας, όπως η διαδοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, η απόπειρα διασπάσεως της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, καθώς και τις Ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Καθεστώς Ιωαννίδη
Το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 1973 όταν ο Δημήτριος Ιωαννίδης ανέτρεψε το Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο Δημήτριος Τσάκωνας υποπτεύθηκε ότι θα τον συνελάμβαναν και δεν απαντούσε στα τηλέφωνα, όμως του διεμήνυσαν μέσω του Πέτρου Αραπάκη, τότε Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, ότι δεν θα ορκιζόταν χωρίς αυτόν η νέα κυβέρνηση [12].
Διετέλεσε
- Υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών, υπουργείο που ιδρύθηκε [13] το 1971, από τις 25 Νοεμβρίου 1973 έως τις 24 Ιουνίου 1974, στην κυβέρνηση του Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου [14] [15], που ανέλαβε καθήκοντα μετά την ανατροπή του Γεωργίου Παπαδόπουλου από το Δημήτριο Ιωαννίδη.
Στο τέλος του Δεκεμβρίου 1973, εκπροσώπησε την Ελληνική κυβέρνηση στην κηδεία του Ισμέτ Ινονού και στις δύο ημέρες της παραμονής του στην Τουρκία συναντήθηκε και συνομίλησε με τους 4 σημαντικότερους αρχηγούς πολιτικών σχηματισμών της χώρας, μεταξύ τους ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, που την επομένη ημέρα ορκίστηκε πρωθυπουργός, καθώς και ο Ερμπακάν, αντιπρόεδρος της Τουρκικής κυβερνήσεως. Την Άνοιξη του 1974 τον επισκέφθηκε στο υπουργείο ο Δημήτριος Ιωαννίδης, ο οποίος του ανακοίνωσε την πρόθεση του να του αναθέσει καθήκοντα πρωθυπουργού, αν συμφωνήσουν σε μία κοινή αντιτουρκική πολιτική, που περιλάμβανε την προοπτική ελληνοτουρκικής συγκρούσεως. Η πρόταση του Ιωαννίδη συνάντησε την αντίδραση του Τσάκωνα [16] που υπέβαλλε την παραίτηση του, η οποία δεν έγινε αποδεκτή.
Συμμετείχε στο τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της κυβερνήσεως Ανδρουτσόπουλου, και αφού έγινε δεκτή η πρόταση του για υποβολή παραιτήσεων από τους υπουργούς, πέρασε από το υπουργείο του όπου ενημερώθηκε για τις εξελίξεις, επέστρεψε το σπίτι του, όπου δέχθηκε τηλεφώνημα του Κωνσταντίνου Τσάτσου, που είχε ορκισθεί υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητος υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή Ο Τσάτσος του ζήτησε να του παραδώσει επισήμως το υπουργείο και η τελετή παραδόσεως-παραλαβής πραγματοποιήθηκε στις τρεις το μεσημέρι της ίδιας ημέρας. Ο Τσάκωνας πήγε στο υπουργείο και απευθυνόμενος στο νέο υπουργό είπε, «....η μόνη ουσιαστική εξουσία που είχα εδώ ήταν τα μυστικά κονδύλια ύψους 12.000.000 δραχμών. 12 εκατομμύρια παρέλαβα, 12 εκατομμύρια σας παραδίδω....» [17].
Απόλυση από το Πανεπιστήμιο
Μετά την πτώση του καθεστώτος του Δημητρίου Ιωαννίδη και την πολιτική μεταπολίτευση, απολύθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο. Στη γραπτή απολογία του υποστήριξε, ότι «...εισήλθεν εις τας Κυβερνήσεις Παπαδοπούλου εν πνεύματι αυταπαρνήσεως υπό συνειδησιακών ορμώμενος λόγων...» επειδή «...πιεστικοί εθνικοί λόγοι, αποδεικνυόμενοι δι' απορρήτων στοιχείων, ους όμως δεν δύναται να αναπτύξη εις το Συμβούλιον, εβάρυνον αποφασιστικώς προς τούτο...». Οι ισχυρισμοί του, καθώς και η επίκληση των καλών σχέσεων του με τους φοιτητές αλλά και η ενέργεια του να απομακρύνει το γενικό επιθεωρητή Αρχαιοτήτων Σπύρο Μαρινάτο, καθώς και οι καταθέσεις μαρτύρων του ότι έγινε υπουργός μετά από υπόδειξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν απέτρεψαν την οριστική απόλυση του. Η απομάκρυνση του από το Πανεπιστήμιο τον ανάγκασε να αυτοεξοριστεί στην Ελβετία όπου έζησε για πολλά χρόνια σε διαμέρισμα μιας εργατικής πολυκατοικίας στη Γενεύη, διδάσκοντας σε διάφορα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, καθώς απώλεσε το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως του.
Εκκλησιαστικό ζήτημα
Το 1954 ο Δημήτριος Βεζανής, σε άρθρο του με τίτλο «Ανάγκη ενοποιήσεως της Ελληνικής Εκκλησίας» [18] υπεστήριξε ότι πρέπει να περιορισθούν οι διοικητικές εξουσίες του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στις λεγόμενες «Νέες Χώρες», τη Δωδεκάνησο και την Κρήτη, ώστε να υπάρξει μία Εκκλησία που θα διευθύνεται ενιαία, ώστε η Ελλαδική Εκκλησία να αποκτήσει στενότερες σχέσεις με την Ελληνική Πολιτεία. Τις απόψεις του Βεζανή αντέκρουσε ο Δημήτριος Τσάκωνας με τα άρθρα του «Η παράδοσις της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο Φαρμακίδης» και «Από του Φαρμακίδου εις την Δωδεκάνησον», τα οποία προκάλεσαν την ανταπάντηση του Βεζανή, που δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Οικουμενικόν Πατριαρχείον και Ελληνική Εκκλησία. (Μία απάντησις εις τον κ. Δ. Τσάκωνα)» [19]. Το 1972 απονεμήθηκε στον Τσάκωνα το οφφίκιο του Λαμπαδάριου της Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Πολιτικές απόψεις
Ο Τσάκωνας πίστευε ότι «...Το Ελλαδικόν Κράτος των Κοτζαμπάσηδων διεδέχθη το τιμαριωτικόν της Οθωμανικής αυτοκρατορίας...» και γι' αυτό το λόγο ήταν οπαδός της πεφωτισμένης δεσποτείας ως συστήματος διακυβερνήσεως με κοινωνικό περιεχόμενο στην ουσία του χριστιανοσοσιαλιστικό και αντικομμουνιστής που θεωρούσε ότι ο «Ελληνο-χριστιανικός πολιτισμός ήταν η απάντησις της εθνικοφρόνος παρατάξεως εις την Λαϊκήν Δημοκρατίαν του ΕΑΜ» [20]. Η αναγέννηση που θα είχε χαρακτήρα λαϊκό, παρεμβατικό, κοινοβιακό και προνοιακό, θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι αποτέλεσμα επαναστατικής διαδικασίας στην οποία βασικό ρόλο θα είχαν οι Διανοούμενοι, ο Στρατός και η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, ενώ το κράτος που θα προέκυπτε θα ήταν παρεμβατικό-πατερναλιστικό. Ο πολιτικός του λόγος είχε στοιχεία σοσιαλισμού και κατ' ουσίαν προ-βιομηχανικός. Αντιτάχθηκε στην ξενομανία και τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, και πίστευε ότι ούτε ο καπιταλισμός αλλά ούτε και ο κομμουνισμός ταιριάζουν στον ψυχισμό του Έλληνος.
Στο Διεθνές Συνέδριο Κοινωνιολογίας της Σόφιας το 1970, είχε δηλώσει ότι στην Ελλάδα υπήρχαν δύο αντισυστημικές ομάδες, η ομάδα του Ανδρέα Παπανδρέου στο κόμμα «Ένωσις Κέντρου» και οι Έλληνες αξιωματικοί, ομάδες που επηρεαζόταν από τον κοινοτισμό ή τον ορθόδοξο ελληνικό σοσιαλισμό και την εθνική σοσιαλδημοκρατία. Αρνήθηκε να συνταχθεί με το πολιτικό σύστημα πριν την 21η Απριλίου 1967, το οποίο κατήγγειλε με σταθερότητα και συνέπεια, ενώ είχε ζητήσει από τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, με τον οποίο μοιραζόταν τις ίδιες απόψεις, «...να φύγουμε εμείς από την εξουσία. Θα αποκλείσουμε τον παλαιοκομματισμό. Για να έρθει να κυβερνήσει η νέα γενιά, ώστε να δικαιωθεί η Επανάσταση...». Ο καθηγητής Τσάκωνας διατηρούσε στενή φιλική και οικογενειακή σχέση με τον Υποπτέραρχο Αντώνιο Σκαρμαλιωράκη, έναν από τους πρωταγωνιστές της επικρατήσεως της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου 1967 και στενό φίλο του Γεωργίου Παπαδόπουλου. Ο Τσάκωνας δεν απαρνήθηκε τις επιλογές του, μετά το 1974 και τη μεταπολίτευση, παρά τους πολιτικούς διωγμούς και τις προσωπικές επιθέσεις σε βάρος του που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την Ελλάδα και να ζήσει αυτοεξόριστος στη Γενεύη της Ελβετίας για πολλά χρόνια.
Το αρχείο του
Μέρος του αρχείου του Δημητρίου Τσάκωνα που περιλαμβάνει υλικό από την περίοδο 1968-72, που ήταν υφυπουργός Προεδρίας και Εξωτερικών, τη δημοσίευση άρθρων του, αποφάσεις που αφορούν υποψηφιότητες καθηγητών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, έντυπα μαθημάτων του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και τη Σχολή Ικάρων, αντίγραφα από διάφορες πηγές που αφορούν τη συγγραφή του έργου του «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής Κοινωνίας (1204-1990)», σχέδιο του Συντάγματος του 1968 με χειρόγραφες σημειώσεις και διορθώσεις του, σημειώματα και αλληλογραφία σχετικά με τον πολιτισμό, όπως αιτήματα του Εθνικού Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, της Πανελλήνιας Ενώσεως Ελευθέρου Θεάτρου, του Οργανισμού Κρατικών Θεάτρων, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, μισθολογικά Ο.Λ.Μ.Ε., καθώς και κείμενα διαλέξεων και συνεντεύξεων του ως υφυπουργού Προεδρίας και Εξωτερικών (1970-1971), φυλάσσονται από το 2004 στο Ε.Λ.Ι.Α. [21], που τα απέκτησε με αγορά.
Εργογραφία
Ο Τσάκωνας υπήρξε ανιδιοτελής και ακέραιος άνθρωπος, Χριστιανός, πλατωνιστής, ιδεαλιστής και αντικομμουνιστής, κατ' εξοχή πνευματικός εκπρόσωπος της αντισυστημικής Δεξιάς και του ελληνικού κοινοτισμού [22], ήταν συνεπής μαθητής, φίλος και ιδεολογικός διάδοχος του Κωνσταντίνου Καραβίδα, αλλά και του Δημοσθένη Δανιηλίδη, εμπνευστής και θιασώτης του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, ενώ έγραψε έργα που προσέφεραν μια επαναστατική ανάγνωση του νεοελληνικού πνευματικού βίου.
Έγραψε και δημοσίευσε περισσότερες από εκατό εργασίες στα Ελληνικά, τα Γαλλικά και τα Γερμανικά, πάρα πολλά άρθρα, αλλά και βιβλία, από τα οποία ξεχωρίζουν:
- «Φιλολογικές σχολές και ηγέτες», το οποίο τύπωσε ως έφηβος με τη συνεργασία και τη βοήθεια του Αβροτέλη Ελευθερόπουλου,
- «Αρχείον Κοινωνιολογίας και Ηθικής», το 1941,
- «Platon und der Sozialismus. Beitrag zur Geschichte der sozialen Theorien mit Bezug auf die Gegenwart», εκδόθηκε στη Βόννη,
- «Das problem der Gemeinschaft nach Bierkandt»,
- «Εισαγωγή εις την Κοινωνιολογίαν»,
- «Ανθολογία κοινωνιολογικών κειμένων»,
- «Χριστιανική κοινωνιολογία και ελληνικότης», το 1954,
- «Εισαγωγή εις τον Νέον Ελληνισμόν», το 1958,
- «Εισαγωγή εις την Φιλοσοφίαν»,
- «Κοινωνιολογική ερμηνεία του νεοελληνικού βίου (Εισαγωγή στην νεοελληνική κοινωνία)»,
- «Δοκίμια Επανάστασης», εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», το 1961. Το βιβλίο, σύμφωνα με τον παραδοσιοκράτη, εθνικιστή και βασιλόφρονα δημοσιογράφο Γιώργο Πισσαλίδη στον οποίο ο Τσάκωνας έδωσε την τελευταία συνέντευξη της ζωής του τον Δεκέμβριο του 2003, αποτελεί «....μανιφέστο του κοινωνικά προσανατολισμένου εθνικισμού, που εξέφραζε το ριζοσπαστικό αίτημα της εθνικής γενιάς της Αντίστασης και του Ανταρτοπολέμου. Μιας γενιάς που η άκαπνη μεταπολεμική Δεξιά φοβήθηκε και προσπάθησε να απομονώσει...» [23].
- «Κοινωνιολογία του ελληνικού πνεύματος», το 1968, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»,
- «Προβλήματα Ελληνικότητος-Κοινωνιολογία και φιλοσοφία του νέου Ελληνισμού», το 1970,
- «Το πολιτικόν δέον του Νέου Ελληνισμού. Εισαγωγή εις τον Νέον Ελληνισμόν», το 1971,
- «Αθηναγόρας ο Οικουμενικός, των Νέων Ιδεών», το 1976,
- «Επίτομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας»,
- «Ιδεαλισμὸς και Μαρξισμὸς στην Ἑλλάδα», το 1988, εκδόσεις «Κάκτος»,
- «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής Κοινωνίας (1204-1990)», το 1981, έργο σε εννέα τόμους. Το βιβλίο καλύπτει το χρονικό διάστημα από τον ακριτικό κύκλο και την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα και απασχόλησε το συγγραφέα για περισσότερα από σαράντα χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου