Του Ιωάννη Κουργιαννίδη
Διευθυντή περιοδικού «Ενδοχώρα»
Το νέο κρούσμα επίθεσης σε βάρος εκπαιδευτικού λειτουργού μέσα στον πανεπιστημιακό χώρο έφερε και πάλι στην επιφάνεια το θέμα της αναγκαιότητας ύπαρξης του περίφημου «πανεπιστημιακού ασύλου».
Οταν τραμπούκοι της εξω(;)κοινοβουλευτικής Αριστεράς στέλνουν στο νοσοκομείο έναν καθηγητή με το διεθνές κύρος του Αγγελου Συρίγου ή βανδαλίζουν το αυτοκίνητο ενός καθηγητή με τη δεδηλωμένη ποικιλοτρόπως εκτίμηση προς το πρόσωπό του, όπως ο Γιώργος Παύλος, τότε αβίαστα μπορούμε να πούμε ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει. Και, όταν αυτά συμβαίνουν από το Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα έως το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο στην Ξάνθη, τότε -επίσης αβίαστα- μπορούμε να μιλήσουμε για μια ανομία που έχει κατακλύσει τον πανεπιστημιακό χώρο όλης της Ελλάδας.
Τα επιχειρήματα όσων αντιμάχονται τη διατήρηση του πανεπιστημιακού ασύλου είναι γνωστά, με πρωτεύον τη μη αναγκαιότητα πλέον ύπαρξής του σε μια κοινωνία δημοκρατική, όπου η ελευθερία γνώμης είναι δεδομένη. Είναι, όμως, έτσι;
Οταν βρέθηκαν κυβερνήσεις να νομοθετήσουν ουσιαστικά ενάντια στην ελευθερία διατύπωσης κάποιων απόψεων, εισάγοντας και στη χώρα μας αυταρχικά πρότυπα ενάντια στην ελεύθερη έκφραση, πρότυπα που προσιδιάζουν στη νοοτροπία άλλων λαών, αλλά όχι στη χώρα που γέννησε την έννοια της ελευθερίας και την ανέδειξε ως βιωματική αξία σε πόλεμο και ειρήνη, τότε μπορούμε ακόμη να θεωρούμε δεδομένη την ελευθερία αυτήν;
Το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και δεν αφορά απλώς το πανεπιστημιακό άσυλο. Η νομοθέτηση βαρύτατων ποινών ουσιαστικά για εγκλήματα σκέψης και έκφρασης -υποτίθεται για την προστασία των δικαιωμάτων κοινωνικών, θρησκευτικών κ.ά. ομάδων- ήταν αυτή που κατοχύρωσε νομικά την έννοια της πολιτικής ορθότητας.
Ενώ τα κίνητρα για την ισχύ της δείχνουν ευγενικά, στην ουσία η νομοθετική επιβολή της την εξέτρεψε σε ατραπούς οι οποίες οδηγούν στον έλεγχο και τον περιορισμό της σκέψης και της έκφρασης. Οπως χαρακτηριστικά έχει γράψει ο Ουμπέρτο Εκο (στο έργο του «Η μισαλλοδοξία»), «η πολιτική ορθότητα τείνει να εξελιχθεί σε νέας μορφής φονταμενταλισμό».
Στα πανεπιστήμια θα μπορούσαμε να πούμε ότι βιώνεται πρακτικά ένα φαινόμενο αυτοδικίας από μέλη εγκληματικών οργανώσεων, που βρίσκουν άσυλο στους χώρους τους. Η αυτοδικία, από νομικής πλευράς, αποτελεί πταίσμα και την επιτελεί κάποιος που θεωρεί ότι έχει κάποιο δικαίωμα, λ.χ. να πετάξει έξω από το σπίτι του χωρίς αγωγή εξώσεως έναν κακοπληρωτή ενοικιαστή.
Ο νόμος προβλέπει ότι μπορεί να τον πετάξει έξω, αλλά μέσω συγκεκριμένης νομικής διαδικασίας. Επειδή όμως κάποιος δεν θέλει να μετέλθει αυτής της διαδικασίας, αυτοδικεί.
Εν προκειμένω, οι δύο πανεπιστημιακοί καθηγητές κατήγγειλαν φαινόμενα βανδαλισμών και τραμπουκισμών, που υπέπεσαν στην αντίληψή τους και συνέβησαν εντός του πανεπιστημιακού χώρου. Επειδή κάποιοι θεώρησαν ως μη πολιτικώς ορθή την καταγγελία τους αυτή, αφού, κατά τη γνώμη τους, έθετε σε κίνδυνο το κεκτημένο του πανεπιστημιακού ασύλου, έκριναν ότι έπρεπε να αυτοδικήσουν. Φυσικά, δεν είναι το ίδιο. Εδώ δεν μιλάμε για αυτοδικία, αλλά για εγκληματική πράξη ποινικώς κολάσιμη.
Ο προβληματισμός, όμως, που τίθεται είναι ο εξής: Κατά πόσον ένας νόμος, που ουσιαστικά θέτει φραγμούς και όρια στη διατύπωση απόψεων και την ελευθερία της σκέψης, ενθαρρύνει τα εγκληματικά αυτά στοιχεία να προβαίνουν σ’ αυτές τις πράξεις υπό το πρόσχημα της κατ’ αυτούς νοούμενης πολιτικής ορθότητας;
Μήπως αυτό το νομοθέτημα ουσιαστικά χαλαρώνει τις δομές διαφύλαξης της ελευθερίας γνώμης και έκφρασης, παρέχοντας παράλληλα δικαιολόγηση σε εγκληματικές δράσεις, με την άμεση ή έμμεση επίκλησή του;
Εχει, άραγε, ανάγκη μια δημοκρατία τέτοια νομοθετήματα για τη διαφύλαξή της ή μήπως τελικά αυτά θα αποτελέσουν τη θρυαλλίδα για τη διάλυσή της;
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου