Σαν ηβγήκαμε στη Μυτιλήνη, μας ηδιώξανε από το λιμάνι γιατί αμποδίζαμε, αλλά και πού να πάμε; Πααίνετε, λέει, στην πλατεία. Ηκάτσαμε σε μια πλατεία ούλοι μαζί και περιμέναμε, μα κανένας δεν ήξερε τι. Μας είπαν στη μέση της πλατείας να καθίσομε, γιατί γύρω είχενε μαγαζιά και σπίτια κι αμποδίζαμε τσι δουλειές ντως, μα το βράδυ ήπιασε μια βροχή! Ήρθενε κείνη η ταλαιπωρία μας ούλη να την πληρώσουν οι Μυτιληνιοί.
– Σηκωθείτε, μωρ’ σεις, να πάμε κάτω από κείνο το μαγαζί που ’ναι ’πό πάνω σκεπαστό κι όποιος μπορεί ας μας διώξει, είπε η μάνα μου κι ας κοντάγαμε να αντιμιλήσουμε!
Η μάνα μου και πέντε εμείς τα παιδιά και οι τέσσερις αδελφές της, οι δυο γιαγιάδες μας, μια η ξαδελφούλα μας και ένα το ψιμάκι, σύνολο δεκατέσσερις, και ένας ο παππούς δεκαπέντε. Ο παππούς ο δόλιος με τη μαγκούρα κούτσα-κούτσα είχε αντέξει, γιατί ήταν ο μοναδικός άντρας κι ηθάρρειε πως μας προστάτευε. Ηπήαμε απέναντι στο μαγαζί κι η μάνα μάς στρίμωξε ούλους κοντά στον τοίχο να μη βρεχούμαστε. Ε, να δεις χαρά που ’καμε ο μαγαζάτορας, μόλις μας είδ’ απ’ όξω!
– Δε σας είπαν στη πλατεία; Τι μου ’ρθατε δω πέρα και μου κλείσατε το μαγαζί και τη βιτρίνα;
Είχενε κι άλλα να μας πει, μα βούτηξε η μάνα μας τη μαγκούρα του παππού και δεν ηπρόλαβε.
– Με βλέπεις πώς σε κοιτώ; Πάαινε μέσα, μη σου κατεβάσω τα τζάμια και δεν έχεις καθόλου βιτρίνα, του ’κανε η αθεόφοβη!
Δυο ή τρεις μέρες ’κειδανάς τη βγάλαμε, μέχρι που ’φεραν τσι σκηνές του στρατού και τσι στήσανε στην πλατεία. Εμείς επειδή ήμαστε και πολλοί, μας ηδώκανε μια πελώρια. Εκειδά μέσα δεν θυμάμαι πόσο καιρό ηκάτσαμε, πάντως είχε χειμωνιάσει. Κάθε βράδυ που μας ηβάζανε για ύπνο, εγώ κρυφοκοιτούσα τσι μεγάλοι είντά ’καμαν. Ησκαλίζανε κείνο τον τενεκέ με τ’ αλεύρι κι ηβγάζανε από μέσα λιρίτσες για να ψωνίσουν να φάμε την άλλη μέρα. Στη μαύρη αγορά ακόμα και το ψωμί μάς το ηπουλούσανε οι Μυτιληνιοί, χώρια που ημαζεύγανε τα παιδιά τους να μην παίξουνε μαζί μας!...
Ένα βράδυ ’κειδά που ηκοιμούμαστε μέσα στη σκηνή, ήκουσα φωνές κι ηξύπνησα. Είχανε ξυπνήσει ούλοι, μικροί και μεγάλοι μέσα στη σκηνή, μα κείνη που φώναζε μέσ’ στη νύχτα ήτονε όξω απ’ τη σκηνή, η γιαγιά μου, η μάνα τση μάνας μου. Σήκωσα κείνον τον μπερντέ τση σκηνής πίσω από το κεφάλι μου και την είδα τη γιαγιά μου με τα χέρια της σα χωνί στο στόμα της να φωνάζει στο βρόντο μέσα στη νύχτα.
– Καλέ, ένας χριστιανός καλέ, η κόρη μου αιμορραεί, καλέεεε!
Η πλατεία ένα γύρο είχενε μαγαζιά και σπίτια δίπατα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Ούτε ένα παράθυρο δεν ήνοιξε! Η μάνα μας τ’ ανάσκελα ήκλαιγε, κι η άλλη μου η γιαγιά, η κωφάλαλη, μούγκριζε. Μήδε πανιά δεν είχαμε πια να τση βάλουνε! Ούλα μας τα μισοφόρια τα είχαμε σκίσει από κάτω, να τα βάζουμε στο εψιμάκι, που με τη σούρντιση που το ’χε πιάσει, δεν το προλαβαίναμε. Η θεια μου η λεχώνα μάς ηκαθησύχαζε εμάς τα μικρά να κοιμηθούμε. Μα πού να κοιμηθούμε μ’ εκείνη τη φασαρία! Ήρθανε απ’ τσι διπλανές σκηνές μια Κουρούπαινα, μια Λαθουρίτσα και μιαν άλλη. Τότε ήκουσα πως η μάνα μας, που ήταν έγκυος, ήχασε το παιδί. Από κείνη τη νύχτα αρχινήσαμε να μετρούμε τσι πεθαμένοι μας στην Ελλάδα, γιατί οι άλλοι ήταν αιχμάλωτοι. Εκείνους δεν τους κλαίγαμε, γιατί νομίζαμε πως θα γυρίσουν. Τρεις άντρες και δεν ηγύρισε κανένας, ο πατέρας μας, ένας αδελφός της μάνας μας και ο άντρας της θειας μου της λεχώνας. Στη Θεσσαλονίκη μετά που μας ηπήγανε, ηβράχηκε το Γιωργάκι μας και το χάσαμε από πνευμονία.
PONTOS NEWS
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου