Ο Αλέξανδρος ανέλαβε το δεξί κέρας της παράταξης και ο Παρμενίων το αριστερό. Μπροστά από τον Αλέξανδρο παρατάχθηκε ο Φιλώτας του Παρμενίωνα με τους εταίρους, το μακεδονικό ιππικό, τους τοξότες και τους Αγριάνες ακοντιστές, δίπλα στον Φιλώτα παρατάχθηκε ο Αμύντας του Αρραβαίου με τους σαρισσοφόρους ιππείς, τους Παίονες και την ίλη του Σωκράτη. Δίπλα τους τάχθηκαν οι υπασπιστές των εταίρων υπό τον Νικάνορα του Παρμενίωνα, και πίσω του κατά σειρά οι τάξεις του Περδίκκα του Ορόντη, του Κοίνου του Πολεμοκράτη, του Κρατερού του Αλεξάνδρου, του Αμύντα του Ανδρομένη και τέλος του Φίλιππου του Αμύντα. Στο αριστερό κέρας πρώτοι ήταν οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Κάλα του Άρπαλου, δίπλα τους το συμμαχικό ιππικό υπό τον Φίλιππο του Μενέλαου και μετά οι Θράκες του Αγάθωνα. Πίσω από το ιππικό του αριστερού κέρατος τάχθηκαν τρεις τάξεις πεζών, του Κρατερού, του Μελέαγρου και του Φιλίππου. Ο Αρριανός κάνει λόγο για ψιλούς,
τους οποίους δεν τοποθέτησε στην αρχική παράταξη ούτε διασαφηνίζει
την ειδικότητά τους. Επίσης μας δίνει τη διάταξη όλου του ιππικού
όχι όμως και όλων των πεζών του Αλεξάνδρου.
Οι δυνάμεις τις οποίες δεν απαριθμεί, δεν έπαιξαν (τουλάχιστον
κατά τη γνώμη του) κάποιον αξιόλογο ρόλο στη μάχη. Οι πεζές αυτές
δυνάμεις είναι οι 7.000 σύμμαχοι, οι 5.000 μισθοφόροι, οι 7.000
Οδρύσες, Τριβαλλοί και Ιλλυριοί. Θεωρούμε πως οι τοξότες, που αναφέρει
είναι οι 1.000 Αγριάνες, του Διόδωρου.
Οι Πέρσες κατά τον Αρριανό διέθεταν
20.000 ιππείς και λιγότερους από 20.000 πεζούς μισθοφόρους, ο
Διόδωρος δίνει 10.000 Πέρσες ιππείς και πάνω από 100.000 πεζούς, ενώ ο
Ιουστίνος
ανεβάζει το σύνολο των περσικών δυνάμεων σε 600.000. Ήταν λοιπόν
τουλάχιστον ισάριθμοι με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, πλεονεκτούσαν
λόγω του εδάφους και δεν είχαν λόγο να κινηθούν πρώτοι. Είχαν
παρατάξει πάνω στην όχθη το ιππικό και πιο πίσω τους πεζούς ως
εξής: στο αριστερό κέρας βρίσκονταν ο Μέμνων, ο Αρσάμης με τους
ιππείς του, μετά ο Αρσίτης με τους Παφλαγόνες ιππείς και μετά ο
Σπιθριδάτης, ο σατράπης της Ιωνίας, επικεφαλής των Υρκανών ιππέων.
Στο δεξί κέρας παρατάχθηκαν 1.000 Μήδοι, 2.000 ιππείς του Ρεομίθρη και
2.000 Βάκτριοι ιππείς και στο κέντρο οι ιππείς των άλλων εθνών. Δεν
αναφέρονται καθόλου ψιλοί στην πλευρά των Περσών, ωστόσο είναι
γνωστό πως γενικά οι Πέρσες όχι μόνο είχαν ψιλούς (και κυρίως
τοξότες), αλλά τους διέθεταν και σε μεγάλο αριθμό. Οι πεζοί πίσω από
τους ιππείς παρέμεναν αδρανείς. Στο σημείο, που οι Πέρσες εντόπισαν
τον Αλέξανδρο, είχαν πυκνώσει πολύ τις ίλες τους. Τα δύο
στρατεύματα έμειναν παρατεταγμένα στις όχθες τους αρκετή ώρα
αγωνιώντας για την έκβαση της μάχης. Με τη διαταγή της εφόδου, υπό
τον ήχο των σαλπίγγων και με ιαχές προς τον Ενυάλιο Άρη πρώτοι μπήκαν στο ποτάμι η ίλη του Σωκράτη υπό τον Πτολεμαίο του Φιλίππου, η οποία συμπτωματικά εκείνη την ημέρα ήταν επί κεφαλής όλου του ιππικού, οι πρόδρομοι
και οι Παίονες ιππείς υπό τον Αμύντα του Αρραβαίου και μία τάξη
πεζών. Προχωρούσαν λοξά μέσα στο ποτάμι όπως τους τραβούσε το ρεύμα,
για να μην διασπάσουν τις γραμμές τους και τους πλευροκοπήσουν
παρατεταγμένοι οι Πέρσες.
Οι Πέρσες, που κυρίως έφεραν ακόντια,
έβαλλαν κατά των Μακεδόνων από όλα τα σημεία της παράταξής τους.
Φαίνεται ότι θεώρησαν αυτήν την πρώτη και μικρή δύναμη ως
ανιχνευτική των προθέσεών τους και γι’ αυτό θέλησαν να τους
αποθαρρύνουν με τον καταιγισμό των ακοντίων. Όμως στην
πραγματικότητα ο Αλέξανδρος έστειλε αυτούς τους ιππείς στους Πέρσες
ως δόλωμα, το οποίο τσίμπησαν, σπατάλησαν τα σαυνία τους και οι
κυρίως δυνάμεις κρούσης του μπόρεσαν να πλησιάσουν με λιγότερες
απώλειες και χωρίς να διασπασθούν οι γραμμές τους. Πράγματι οι
ιππείς του Αμύντα και του Σωκράτη πλησίασαν την απέναντι όχθη, αλλά
υπό τα πλήγματα των Περσών άρχισαν να υποχωρούν. Τότε έφτασε ο
Αλέξανδρος σχεδόν ανενόχλητος και συγκρούστηκε πρώτος με το Περσικό
ιππικό στο σημείο, όπου βρισκόταν η πυκνότερη παράταξή του και οι
ανώτατοι διοικητές του. Η συμπλοκή γύρω του ήταν σφοδρότατη. Το
ιππικό και των δύο στρατευμάτων είχε συνωστισθεί τόσο πολύ, ώστε δεν
διεξαγόταν τακτική ιππομαχία, αλλά οι ιππείς συμπλέκονταν σώμα με
σώμα. Σύντομα οι Μακεδόνες πήραν το πλεονέκτημα, διότι ήταν πιο
γεροδεμένοι και οπλισμένοι με δόρατα,
ενώ οι Πέρσες με ακόντια. Αλλά κι οι φάλαγγες των πεζών περνούσαν
πλέον με λιγότερη δυσκολία. Το υπόλοιπο ελληνικό ιππικό συνέχιζε να
βγαίνει από το ποτάμι και να ενώνεται με τους πρώτους. Οι Πέρσες
ιππείς και οι ίπποι τους βρίσκονταν πλέον σε δυσχερή θέση, καθώς
τους χτυπούσαν οι πεζοί, οι ιππείς και οι ψιλοί, που ήταν
ανακατεμένοι με το ιππικό.
Κάποια στιγμή έσπασε το δόρυ του Αλεξάνδρου (μάλλον συνέχισε να μάχεται χρησιμοποιώντας τον σαυρωτήρα αντί αιχμής) και
ο Δημάρατος ο Κορίνθιος του έδωσε το δικό του. Βλέποντας τον
γαμπρό του Δαρείου, τον Μιθριδάτη, να ορμά επικεφαλής ενός τμήματος
ιππικού με σκοπό να διεμβολίσει τις Μακεδονικές γραμμές, ο
Αλέξανδρος έτρεξε μπροστά από τους άλλους και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο
Ροισάκης πρόλαβε και χτύπησε τον Αλέξανδρο με την κοπίδα στο κεφάλι. Το πλήγμα ήταν τόσο ισχυρό, ώστε έσπασε το κράνος
του. Ο Αλέξανδρος γύρισε και με το δόρυ του διατρύπησε το θώρακα
και το στέρνο του Ροισάκη. Εν τω μεταξύ, εναντίον του Αλεξάνδρου
έσπευδε κι ο Σπιθριδάτης με υψωμένη την κοπίδα, αλλά τον πρόλαβε ο
Κλείτος ο μέλας, ο γιος του Δρωπίδη,
που τον χτύπησε στον ώμο και του απέκοψε τον βραχίονα. Το
περιστατικό αυτό έχει κι άλλες παραλλαγές εκτός από αυτήν του
Αρριανού. Κατά τον Πλούταρχο,
ο Αλέξανδρος χτύπησε τον Ροισάκη με το δόρυ του, που έσπασε, και
έβγαλε το ξίφος του. Ο Σπιθριδάτης του κατάφερε στον Αλέξανδρο ένα
ισχυρό πλήγμα με την κοπίδα, έκοψε το λοφίο του κράνους, το
ένα φτερό, και έσπασε το κράνος, γδέρνοντας το τριχωτό της κεφαλής. Ο
Σπιθριδάτης ετοιμαζόταν να του καταφέρει και δεύτερο πλήγμα με την
κοπίδα του, όταν ο Κλείτος ο μέλας πρόλαβε και τον κάρφωσε
με το δόρυ του. Ο Ροισάκης σκοτώθηκε από το ξίφος του Αλεξάνδρου.
Κατά τον Διόδωρο η πίεση, που ασκούσε ο Σπιθριδάτης με τους ιππείς
του ήταν αφόρητη, έτσι ο Αλέξανδρος στράφηκε ο ίδιος εναντίον του. Ο
Πέρσης έρριξε το σαυνίον του εναντίον του Αλεξάνδρου, αστόχησε και
όρμησε με το δόρυ (ο Πέρσης εμφανίζεται να φέρει σαυνίον και δόρυ,
αντί για δύο σαυνία ή ακόντια), το οποίο διαπέρασε την ασπίδα, τη
δεξιά επωμίδα
και καρφώθηκε στο θώρακα του Αλεξάνδρου. Εκείνος τον χτύπησε με το
δικό του δόρυ, το οποίο έσπασε στο θώρακα του Πέρση, και τελικά
του επέφερε το μοιραίο πλήγμα καρφώνοντας το σπασμένο ξυστόν
στο πρόσωπό του. Ο Ροισάκης, ο αδελφός του Σπιθριδάτη χτύπησε τον
Αλέξανδρο στο κεφάλι με την κοπίδα, αλλά τον σκότωσε ο Κλείτος
ο μέλας, αποκόπτοντας το χέρι του. Ο όρος μέλας
χρησιμοποιείται αντί του πατρωνύμου, για να τον διαχωρίσει από τον άλλο Κλείτο, που ηγείται τάξης πεζών, και μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο ίππαρχος Κλείτος του Δρωπίδη ήταν μελαψός.
Εκείνο ακριβώς το τμήμα του
Περσικού ιππικού, που είχε τη μεγαλύτερη πυκνότητα για να αποκρούσει τον
Αλέξανδρο, καταπονήθηκε περισσότερο και διασπάσθηκε, όταν είχαν
πέσει πια νεκροί ο σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, Σπιθριδάτης, ο
ύπαρχος
της Καππαδοκίας, Μιθροβουζάνης, ο γαμπρός του Δαρείου, Μιθριδάτης,
ο γιος του Δαρείου του Αρταξέρξη, Αρβουπάλης, ο αδελφός της
γυναίκας του Δαρείου, Φαρνάκης, και ο αρχηγός των μισθοφόρων,
Ωμάρης. Μόλις έγινε αυτό, κατέρρευσαν και οι άλλες δύο πτέρυγες και
τράπηκαν σε φυγή. Τότε ο Αλέξανδρος έστρεψε κατά των Ελλήνων μισθοφόρων
των Περσών τη φάλαγγα, ενώ τους περικύκλωνε με το ιππικό.
Κυριολεκτικά τους δεκάτισε και από τις αρχικές 20.000 μόνο
2.000 (το 1/10) επέζησαν, για να αιχμαλωτισθούν. Οι υπόλοιποι 18.000
εξοντώθηκαν, «εκτός από ελάχιστους, που ίσως κρύφτηκαν ανάμεσα
στους νεκρούς».
Η εξόντωση των Περσών αξιωματούχων
από τον Αλέξανδρο και τους περί αυτόν ήταν ο καταλυτικός παράγων,
που οδήγησε σε κατάρρευση την περσική παράταξη. Όμως από μόνη της
δεν θα ήταν αρκετή, όπως παρ’ ολίγον να φανεί στη μάχη των Γαυγαμήλων.
Εκτός από τη μακεδονική αριστοκρατία, δηλαδή τους εταίρους ιππείς,
καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και όλοι οι υπόλοιποι ιππείς, ενώ σχεδόν
αποσιωπάται ο ρόλος των πεζών, τους οποίους βλέπουμε μόνο στη
θλιβερή σφαγή των Ελλήνων μισθοφόρων. Σύμφωνα με τον Αρριανό, οι
Πέρσες έχασαν 1.000 ιππείς, τους Έλληνες μισθοφόρους και σχεδόν
όλους τους επιφανείς άνδρες τους, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά.
Ο Αρσίτης,
που είχε απορρίψει την τακτική του Μέμνονα, θεώρησε τον εαυτό του
υπαίτιο της καταστροφής και αυτοκτόνησε στη Φρυγία, όπου κατέφυγε
μετά τη μάχη. Οι Έλληνες είχαν μόνο 115 νεκρούς (90 Μακεδόνες και
25 συμμάχους). Συνολικά οι υπάρχουσες πηγές δίνουν τις ακόλουθες
απώλειες:
| Αρριανός Α.16. | Διόδωρος ΙΖ.20.6 | Πλούταρχος Αλέξ.16.15 | Ιουστίνος 11.6.12 |
Ιππείς | 1.000 | 2.000 | 2.500 | |
Πεζοί | 18.000 | 10.000 | 20.000 | |
Σύνολο Περσών | 19.000 | 12.000 | 22.500 | |
Αιχμάλωτοι | | 20.000 | | |
| | | | |
Ιππείς | | | 25 | 120 |
Πεζοί | | | 9 | 9 |
Σύνολο Ελλήνων | 115 | | 34 | 129 |