Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2025

ΣΤΙΣ 3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1911 ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΨΑΛΛΟΝΤΑΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

(Απόσπ. επιστολής Γ.Ρήγα στον εκδότη Δικαίο)
Αλ. Παπαδ. ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ, σελ. 218-9,  “Δόμος)                                                               
..αναπαύσου, κυρ-Αλέξανδρε, από τους κόπους της σκληρής, αλλά γεμάτης προσφορά ζωής σου. Το έργο σου μας στηρίζει και μας εμπνέει για τα ωραία και τα υψηλά, όσα δεν “μαυρίζουν” από τις δυσκολίες του κόσμου αυτού.Παντοτινά ευγνώμονες σε εσένα που εν ζωή δεν ευτύχησες να δεις ούτε ένα έργο σου τυπωμένο σε βιβλίο. “ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού…”“Άμα λείψω απ’ αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χρήσιμος είμαι”, έλεγες…
Αν για κάποιον συγγραφέα τα έργα του καθορίζουν την θέση του στην αιωνιότητα, νομίζω πως η δική σου συνεχώς θα βελτιώνεται… 
 Σε ευχαριστούμε, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή σου.
 
Ο δε θάνατός του συνέβη ως εξής: Ησθένησε την 29ην Νοεμβρίου του 1910. Την τρίτην ημέραν της ασθενείας του ελιποθύμισε. Όταν δε συνήλθε, “Τι μου συνέβη;” είπε, “Δεν είναι τίποτε/ μια λιποθυμία μικρά” του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του. “Τόσα έτη”, λέγει ο Αλέξανδρος, “εγώ δεν ελιποθύμισα/ δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου; Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε”.
Εθρήνουν τότε αι αδελφαί του, ο δε Παπαδιαμάντης βλέπων αυτάς και συλλογιζόμενος ότι εάν αποθάνη δεν έχουσιν άλλον βοηθόν και συντηρητήν, ταις απέτεινε τους εξής παρηγόρους λόγους: “Έχω καλούς φίλους, οι οποίοι θα εκδώσουν τα έργα μου/ ησυχάσατε φιλόστόργές μου αδελφές”.
Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς  και ο ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο χριστιανός και χριστιανός ευσεβής, Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν/ “Τι θέλεις εσύ εδώ;” “Ήρθα να σε ιδώ” του λέγει ο ιατρός. “Να ησυχάσης” του λέγει ο ασθενής “εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ”.
– “Ήθελα να κάμω το παλληκάρι” έλεγε κατά το διάστημα της ασθενείας του “αλλά την έπαθα”. – “Άμα λείψω απ’ αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χρήσιμος είμαι”, έλεγε κατά τας προ του θανάτου του ημέρας. Είχε σώας τα φρένας του μέχρι τέλους και επεθύμει να συγγράψη διήγημά τι.
Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνοής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθή ο ιερεύς δια να κοινωνήση. “Ξεύρεις! μήπως αργότερα δεν καταπίνω!” έλεγε.
Ήτο παραμονή του θανάτου του και ως τις ειρωνεία του ανηγγέλη η απονομή της παρασημοφορίας του δια του Σταυρού του Σωτήρος.
– Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παραμονήν του θανάτου του, “Ανάψτε ένα κηρί”, είπε, “φέρτε μου ένα βιβλίο” (Σημ. δηλ. εκκλησιαστικόν βιβλίον). Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε/ “Αφήστε το βιβλίο/ απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω”. Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά “Την χείρα σου την αψαμένην” (Σημ. Είναι τούτον τροπάριον εκ των Ωρών της παραμονής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα κατά  την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.
 
Του Αγίου Ανδρέα τον εκτύπησε πόνος στην ωμοπλάτην του, μετά τρεις ημέρας ελιποθύμησε, και όταν συνήλθε: «Τι μου συνέβη; τόσων ετών δεν λιποθύμησα! Δε βλέπετε ότι είναι προοίμια του θανάτου μου;» Και επειδή ημείς κλαίγαμε, μας παρηγορούσε και μας έλεγε: «Τώρα που θα φύγω εγώ έχω καλούς φίλους και με αγαπούν, και θα με ενθυμούνται, και τα βιβλία μου θα τυπώσουν, και λεπτά θα σας δώσουν».
Εγνώριζε ότι μόνον αυτόν είχαμε εις τον κόσμον στήριγμα.
Ήλθεν ο ιατρός: «Μπα, τι θέλεις συ εδώ; Θα κάμω πρώτον τα χριστιανικά, αύριον να έλθεις». Την Παρασκευή ήλθε και ο ιατρός, αλλά είχε προχωρήσει πλέον ο πόνος, είχαν απεράσει πέντε ημέρες.
Μας έλεγε: «Βάλτε τώρα τα ποτήρια, κάμετε και γιατρικά. Θαρρούσα να κάμω το παλληκάρι σαν άλλες φορές αλλά την έπαθα».
Είχε δύσπνοιαν, είχε συγκοπάς, τριάντα πέντε ημέρας δεν έπεσε να κοιμηθή ήσυχα, όλον ακουμπισμένος στα μαξιλάρια. Τρεις φορές εκοινώνησε, τρεις του διάβασαν την μεγάλην ευχήν εν είδει εξομολογήσεως, του έψαλλαν αγιασμόν και ευχέλαιον.
Προσέτι δε έστειλε την μικροτέραν αδελφήν μας εις το εικονοστάσιον μας να επικαλεσθή εξ ιδίων του την βοήθειαν του Αγίου Ταξιάρχου, αρχαίον εικόνισμα του από πατρός παππού μας.
Εις τας 2 Ιανουαρίου, Κυριακή, ήλθαν και του είπαν δια τον σταυρόν, και μετά 9 ώρας , μία το μεσονύχτιον εσηκώθη και είπε «να πάγω μιά εις του Ζιμπλού», γειτονικό παντοπωλείον, και επειδή εκλονίζετο, τον καθίσαμε εις την καρέκλαν και ήρχισεν να κλαίη σαν μικρό παιδί.
Τον βάλαμε δίπλα και μετά πέντε λεπτά εξέπνευσε.
Έκλεισε μόνος του τα μάτια, χωρίς να τα πιάση άλλος.
Την Δευτέρα τον θάψαμε και χάσαμε την τελευταία ελπίδα μας. 3 Ιανουαρίου 1911…»

Απόσπασμα από αλληλογραφία Σοφίας, Κυρατσούλας και Χαρίκλειας Παπαδιαμάντη.

Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:

“Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.

Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη “ἡ Μετανάστις” ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν “Σωτήρα”. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη “Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν” εἰς τὸ “Μὴ χάνεσαι”. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.”

Ρήσεις
Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, να ὕμνῳ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, να περιγράφω μετ΄ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ.
Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται να εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὄ,τιδηποτε . Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος να ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει να κάμῃ δημοσία τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον να φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
Ἡ γλῶσσα αὔτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τὸ τὲ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον να ἐξακολουθὴ καὶ μετὰ εἴκοσι αἰῶνας να εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴ τουλάχιστον. Ἂς δοκιμάσῃ τις να μεταφράση ἐν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. “Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…” Θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα)° καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς ἄλλως θ’ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). “Ἄξιόν ἐστιν ὣς ἀληθῶς ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…” Ἀξίζει ἀληθινὰ να σὲ καλοτυχίζουμε σένα τῇ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη, καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.
Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνὰ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία να κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς πρέπει να ἐπικαλώμεθα.
Ἡ μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ πράγματα.
Ὁ Χριστὸς εἶπεν “Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω” καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ τελειότερος βίος δεν εἶναι δι’ ὅλους, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους “οἷς δέδοται”, ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τὶ δεν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.
Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Ἄλλως, διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα θρησκεία… Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.


ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ

ΙΩΑΝΝΗΣ Α’ ΤΣΙΜΙΣΚΗΣ: Ο ΛΑΜΠΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ - ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ 1048 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 976 π.χ.

Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ

Ἡ καταγωγή καί ἡ μορφή του

Πατέρας τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ἦταν ὁ Θεόφιλος Κουρκούας πού γεννήθηκε στήν Δόκια (Εὐδοκιάδα) τοῦ Πόντου ἡ ὁποία ἱδρύθηκε ἀπό κατοίκους τῶν Ποντιακῶν Κο­μά­νων ἐπί Αὐ­τοκράτορος Ἡρακλείου καί ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τήν ἀδε­λφή του, Εὐ­δοκία. (Σήμερα ἀποκαλεῖται Τοκάτ). Ἡ οἰκογέ­νει­α Κουρκούα ἦταν ἀρμενικῆς καταγωγῆς. Ἀλλά μετά τήν με­­­­τοίκισί της στόν Πόντο ἐξελληνίσθηκε ἀπό τό κυρία­ρχο ἑλλη­νι­κό στοιχεῖο τῆς περιοχῆς. Ὁ πρῶ­τος γνωστός πρόγονος εἶναι ὁ “δομέστικος τῶν Ἰκανάτων” πού συνωμότησε κατά τοῦ Αὐτοκράτορος Βασι­λείου Α’. Θεῖος τοῦ Τσιμι­σκῆ (ἀδελφός τοῦ πατρός του) ἦταν ὁ θρυλικός στρατηγός Ἰω­­άν­­­νης Κουρ­κού­­ας πού ἔδρασε ἐπί Ρωμανοῦ Α’ Λεκα­πηνοῦ. Ἡ μητέρα του κατα­γό­ταν ἀπό τόν οἶκο τῶν Φωκάδων, ἦταν δηλαδή ἑλληνικῆς κα­τα­γω­γῆς, ἀδελ­φή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, πού ἦταν θεῖος του.

Γιά τό προσωνύμιο «Τσιμισκῆς» ὑπάρχουν διά­φορες ἐκδοχές.[1] Ἡ πιό ἀληθοφανής εἶναι ὅτι γεν­νή­θηκε στήν κωμό­πολι ΤσίμισκαΚίμισκα τοῦ Πόντου.[2] Γι’ αὐτό καί οἱ Πό­ντι­οι τόν ἀποκα­λοῦ­σαν καί «Κιμισκῆ». Ὁ Λέ­ων ὁ Διάκονος ἀναφέρει ὅτι «τό πρόσωπό του ἦταν λευ­­κό καί ἐκφραστικό, μέ μαλ­λιά ξανθά πού ἀραίωναν ψη­λά στό μέ­τω­­πο. Τά μάτια του ἦταν ἀνδρο­πρε­πῆ καί χαρωπά, ἡ μύτη του δια­­γρα­­φό­ταν λεπτή καί συμ­με­­τρι­κή. Τό γένι του ἦταν κοκ­κινωπό… Ὡς πρός τό ἀνάστημα ἦταν κοντός ἄν καί εἶχε εὐρύ στέ­ρνο καί πλάτες…». Συνεπῶς φαίνεται πώς τά ἑλληνικά χαρακτηριστικά του, ὑπερ­τε­­ροῦσαν τῶν ἀρμενικῶν.

Ἐν κατακλείδι, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἦταν: ξελ­ληνι­σμέ­νος Ἀρ­­­­μένιος ἀπό πατρός καί Ἕλληνας ἀπό μητρός.

Ἐλκυστικός, γενναῖος, κοντός ἀλλά ἐπιβλητικός, ἐξαίρετος ἱππέας, ἀκοντιστής καί τοξό­της, μεγαλόψυχος, τοῦ ἄρεσαν τά γλέντια καί οἱ γυναῖκες. Διακρινόταν δέ γιά «τήν ἀνδρείαν, τήν γενναιότητα, τήν ἀγαθότητα, τήν πραότητα, τήν εὐθύτητα… τήν ἔξοχον πολεμικήν αὐτοῦ ἀρετήν καί τό ἀπαράμιλλον σθένος».[3]

Ἡ πορεία πρός τόν Θρόνο καί τό μελανό της σημεῖο (ὁ φόνος τοῦ Φωκ)

Ἡ διακεκριμένη πολεμική δράσις τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ ξεκινᾶ ἐπί Κων­­σταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου ὅταν τό 958 - ἤδη στρα­τη­γός- λεηλά­τη­σε τήν Μεσοποταμία καί κατέλαβε τά Σαμόσατα.

Στίς 24 Δεκεμβρίου 962 - ἐπί Ρωμανού Β’- πρωτο­στά­­τησε στήν κατάληψι τοῦ Χαλεπίου[4] στό πλευρό τοῦ θείου του, στρατηγοῦ Νικηφό­ρου Φωκᾶ τρέ­ποντας σέ φυγή τούς Ἄραβες κατόπιν μάχης ἔξω ἀπό τά τείχη του.

Και στίς 3 Ἰουλίου 963 ὑπῆρξε ἀπό τούς πρωτεργάτες τῆς στρατιωτικῆς ἐπαναστάσεως πού ξέσπασε στήν Και­σά­ρεια τῆς Καππαδοκίας καί ἀνεκή­ρυξε Αὐτοκράτορα τόν Νικηφόρο Φωκᾶ.

Μέ τήν ἄνοδο τοῦ Φωκᾶ στήν ἐξουσία, ὁ ἀνεψιός του, Ἰωάννης Τσι­μι­σκῆς, ἀνέλαβε “δομέστικος τῶν σχολῶν” (ἀρχιστράτηγος) καί ἀρχές τοῦ 964 ἀπέ­κρουσε μέ ἐπιτυχία τίς συνασπισμένες ἀραβικές δυνάμεις στήν Κιλι­κία, ὑπό τούς ἐμίρηδες Saif ad-Dawla (Χαλεπίου), Rashiq al-Nasimi (Τα­ρ­σοῦ) καί Nassir ad-Dawla (Δαμασκοῦ).

Κατόπιν, στήν μάχη τῶν Ἀδά­νων συνέτριψε τούς Ἄραβες καί ἀφάνισε 5.000 πολεμιστές τους. Ἔκ­το­τε οἱ Ἄραβες ὀνόμασαν ἐκεῖνο τό ὕψωμα «βουνό τοῦ αἵματος». Κατόπιν πολιόρκησε τήν Μο­­ψου­εστία.

Ἄκολούθησε τόν Αὐτοκράτορα – θείο του, σέ ὅλες τίς ἐκστρατείες καί διακρίθηκε γιά τίς ἐξαίρετες στρατιωτικές ἱκανότητές του. Καί ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τοῦ εἶχε τυφλή ἐμπιστοσύνη…

Παρά ταύτα, ὁ Ἰωάννης Τσιμισκῆς ἐνεπλάκη στά δίχτυα τῆς λακώ­νισ­σας Αὐτοκράτειρας: Ἡ Θεοφανῶ εἶχε πανδρευθῆ ἐξ’ ἀνάγκης τόν Νικη­φόρο Φωκᾶ καί εἶχε ἀναπτύξει ἐρωτικό δεσμό μέ τόν Τσιμισκῆ. Πα­ρα­συ­ρμέ­νη ἀπό αὐλικούς πού τόνιζαν ὅτι τά μέτρα τοῦ Φωκᾶ συγκρού­ονται μέ τά δυναστικά συμ­φέροντα, συνωμότησε μέ τόν ἐρα­­στή της, ὁ ὁποῖος πα­ρασύρθηκε καί συνήργησε στήν δολοφονία τοὐ ἐξαιρέτου ἐκείνου Αυτοκράτορος καί θείου του στις 11 Δεκεμβρίου τοῦ 969.

Ἡ λακώ­νισ­σα Αὐτοκράτειρα Θεοφανῶ

Ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος διαμαρτυρήθηκε γιά τήν ἀπο­τρό­παι­α δο­λο­φονία τοῦ Φωκᾶ καί ἀρχικά ἀπαγόρευσε τήν εἴσοδο τοῦ Ἰωάννου Τσιμισκῆ στήν Ἁγία Σοφία. Ἔγινε ἀποδεκτός μόνο ἀφοῦ ἀπε­δέχθη τούς ὅρους τοῦ Πατριάρχου πού ἦσαν: ἡ τιμωρία τῶν συ­νεργῶν του Λέοντα Βα­λάντη καί Ἰωάννη Ἀτζυποθεοδώρου καί τῆς Θεοφα­νούς[5], ἡ ἀναγνώρισις τῆς αὐτονομί­ας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ κατά­ργη­σις τῶν διατάξεων πού ἔθι­γαν τήν πε­ριουσία της.

Κατόπιν αὐτῶν, στίς 25 Δεκεμβρίου 969 ὁ Πατριάρχης ἔστεψε τόν Ἰωάννη Α’ Τσιμισκή, Αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τήν θεία τῶν νομίμων ἀνηλίκων βασιλέων, Θεοδώρα.[6] Μέ τόν γάμο αὐ­τόν ἐξασφάλισε τήν ἐπίφασι δυναστικῆς νο­μι­μότητος πού χρει­α­ζόταν. Ἐξ’ ἄλλου γιά νά κερδίση τήν ὑποστήριξι τῆς συγκλήτου, ἐπανέφερε τούς μισθούς πού εἶχε μειώσει ὁ Φω­κᾶς.

Ὁ νέος Αὐτοκράτωρ φρόντισε νά ἐξορισθοῦν οἱ συγγενεῖς τοῦ Νι­κη­φό­ρου Φωκᾶ. Ὅμως τό 970 ἀντιμετώπισε ἐξέγερσι τοῦ ἀνεψι­οῦ τοῦ τελευ­ταίου, Βάρδα Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος δραπέτευσε ἀπό τήν Ἀμά­­σεια καί μέ ἕδρα τήν Καισάρεια ἐπαναστάτησε. Τήν ἐξέγερσί του, κατέστειλε ὁ στρατηγός Βάρδας Σκ­λη­­­ρός. Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσι­μι­σκῆς ἔδειξε τήν μεγαλοψυχία του, ἀ­φοῦ δέν ἐπεκύρωσε θανατι­κή ποινή του καί τόν ἀμνή­στευ­σε. Ὅταν καί πάλι ξεσηκώθηκε, τόν ἐξόρισε ὡς μοναχό στήν Χίο. Ὁ Ἰωάννης Σκυλίτζης μάλιστα λέει ὅτι ὅταν ἐπεβλήθη στόν Βάρδα Φωκᾶ ποινή τυφλώσεως, ὁ Τσιμισκῆς τήν ἐκτέλεσε εἰκονικά.

Ἡ συντριβή τῶν Ρώσων: προσάρτησις τῆς ἀνατολικῆς Βουλγαρίας

Τό 969 ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας Σβιατοσλάβος κατέλαβε τήν ἀνατολική Βουλγαρία γιά λογαριασμό του, παρα­βιά­ζοντας τήν συμφωνία μέ τόν Νικηφόρο Φωκά. Μάλιστα ἀπό τήν ἄνοιξι τοῦ 970 ἄρχισαν νά διεισδύουν στήν Ἀνατολική Θράκη καί λεηλά­τη­σαν σκληρά τήν Φιλιππούπολι, σφαγιάζοντας χιλιά­δες. Ὅπως γράφει ὁ Alphonse Couret, ὁ Σβιατοσλάβος «δέν φοβό­ταν οὔ­τε τήν βυζαντινή τακτική, οὔτε τό φοβερό πῦρ τῶν Ἑλλή­νων».[7] Ὅμως κατά τόν Alfred Nicolaw Rambaud: «Εὐτυχῶς γιά τήν Ἑλλη­νι­κή Αὐτοκρατορία (Empire Grec) ὑπῆρχαν γενναῖοι Κατε­πάνω καί ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς».[8] Πράγματι, ὁ Τσιμισκῆς ἀντέ­δρα­σε ἄμε­σα:

Τό θέρος τοῦ 970 στρατεύματα ὑπό τόν στρατηγό Βάρδα Σκ­λη­­ρό καί τόν πατρίκιο Πέτρο Φωκᾶ βάδισαν ἐναντίον τῶν Ρώ­σων μέ δύναμι περίπου 12.000 ἀνδρῶν. Τά ἀντίπαλα στρατεύματα συναντήθηκαν καί ἀκο­λούθησε ἡ μάχη τῆς Ἀρκαδιουπόλεως. Ὁ στρατηγός Σκληρός ἐφήρμοσε στρατηγικό τέχνα­­σμα. Ἡγού­­μενος τοῦ ἑνός τρίτου τῆς δυνά­με­ώς του, διέταξε τακτική ὑποχώ­ρη­σι. Οἱ Ρῶσοι καί οἱ Πε­τσενέγκοι σύμ­μαχοί τους, ἄρχισαν ἄτα­κτη καταδίωξι. Τότε ἐφόρμησε ἡ καλά κρυμμένη ὑπόλοιπη βυζαντινή δύ­ναμις ἀπό δύο σημεῖα. Τούς περικύκλωσε καί τούς ἔτρεψε σέ φυ­­­γή μέ πολύ μεγάλες ἀπώλειες.

Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 971 ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ἀποφασίζει νά τούς κα­ταφέρη τό τελειωτικό κτύπημα. Ἔχοντας ἱδρύσει καί τό νέο ἐπίλεκτο ἱππικό σῶμα τῶν Ἀθανάτων, συγκεντρώνει δυνά­μεις πε­ρίπου 40.000 ἀνδρῶν καί δια­τάσσει τόν στόλο νά ἀπο­πλεύ­ση γιά τόν ἀποκλεισμό τοῦ Δουνά­βεως. Τίθεται ὁ ἴδιος ἐπικε­φα­λής καί εἰσβάλει στήν Βουλγαρία.

Στίς 3 Ἀπριλίου 971 κατα­φθά­νει στήν βουλγαρική πρωτεύ­ου­σα Με­γά­λη Πρεσλάβα (Preslav), τήν ὁποία ἐκπορθεῖ τήν ἑπομέ­νη, μετά ἀπό σκληρές τειχομαχίες. Ὁ στρατιώτης Θεοδόσιος Με­σο­νύ­κτης ἦταν ὁ πρῶτος πού ἀναρριχήθηκε στό τοῖχος καί ὅπως γράφει ὁ G. Schlumberger σχεδόν ὅλοι οἱ βάρβαροι φονεύ­θη­καν «ὑπό τῶν Ἑλλήνων φαλαγγιτῶν, οἵτινες ὤρμων πανταχόθεν, δια­σκελίζοντες τά καπνίζοντα ἐρείπια».[9]

Ἐκεῖ ὁ Τσι­μισκῆς συ­νέλαβε καί ἔστειλε στήν Βασιλεύουσα τόν βασιλέα τῆς Βου­λγα­ρί­ας Βό­γο­ρι Β’ μαζί μέ τά σύμβολα τῆς βουλγα­ρι­κῆς ἐξου­σί­ας! Μετο­­νόμασε δέ, τήν ἕδρα τῶν βουλγάρων τσάρων μέ τό ὄνο­μά του: «Ἰω­αν­νού­πο­λις»! Ὁ Αὐτοκράτορας ἐμφανιζόταν στόν ἐντόπιο πληθυσμό ὡς ἀπε­λευθερωτής ἀπό τούς Ρώσους, μία ἔξυπνη πολιτική γιά νά ἔχη τήν ὑποστήριξι τῆς ὑπαίθρου. Παράλληλα, ξεκίνησε γιά τήν ἕδρα στήν ὁποία εἶχε ὀχυρωθεῖ ὁ Σβιατοσλάβος.

Ἔτσι ἄρχισε ἡ μάχη τοῦ Δορυστόλου.[10] Ὁ αὐτοκρατορικός στρατός νί­κησε τούς Ρώσους, οἱ ὁποῖοι ὀχυρώ­θη­­­­καν πίσω ἀπό τά τείχη. Ἡ πολιορκία εἶχε διάρκεια τρεῖς μῆ­νες. Κατ’ αὐτήν ἔλαβαν χώρα τουλάχιστον 5 φονικές μάχες ἔξω ἀπό τά τείχη, μέ ἐπίδειξι ἡρωϊσμοῦ καί ἀπό τίς δύο πλευρές.

Στίς 24 Ι­ου­λίου 971 διεξάγεται ἡ τελευταία καί πιό λυσ­σώ­δης μάχη. Ὁ Ἰωάν­νης Α’ Τσιμισκῆς προ­καλεῖ προσω­πι­κά τόν Σβια­το­σλάβο σέ μονο­μα­χία. Ὁ τελευ­ταῖος ἀρνεῖται. Τε­­λι­κά, οἱ Ρῶσοι καταρ­ρέ­ουν καί ὁ Σβια­το­σλά­βος μό­λις πού δια­φεύ­γει τήν σύλληψι. Ἀπό τούς 60.000 ἄνδρες του, ἐπέζησαν 22.000 καί αὐτοί πληγωμένοι! Ὁ Αὐτοκράτωρ μετονόμασε τήν πόλι Θεοδω­ρό­πολι, ἀπό τόν στρα­τιω­τικό ἅγιο, Θεόδωρο τόν Στρατηλάτη.

Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος ὑπέγραψε συνθήκη μέ τήν ὁποία: ἀπο­χωροῦσε ὁριστικά ἀπό τήν Βουλγαρία, δεσμευόταν νά μήν ἐ­πι­­τε­θῆ ξανά κατά βυζαντι­νῆς ἐπικρατείας καί νά παρέχη στρα­τιω­­τι­κές ὑπηρεσίες ὅποτε τοῦ ζητηθοῦν. Μέ αὐτήν ὁ Τσιμισκῆς ἐ­πέ­­­δει­ξε καί πάλι τήν με­γα­λοψυχία του: Ἀπελευθέρωσε τούς αἰχ­μα­­­­λώ­τους δίνοντάς τους καί σίτο, ἐνῶ διατή­ρη­σε τά ἐμπορικά προ­­­­­νό­μια πού εἶχαν οἱ Ρῶσοι ἀπό τίς προηγούμενες συν­θῆκες. Τό τέλος τοῦ Σβιατοσλάβου ἐπῆλθε λίγο μετά -κατά τήν ἐπι­στρ­οφή του στό Κίεβο- ὅπου οἱ ἴδιοι οἱ σύμμαχοί του, Πετσενέγκοι τόν φό­νευ­σαν στόν Δνείπερο.

Ὁ ἡττημένος Σβιατοσλάβος μπροστά στον Ἰωάννη Α’ Τσιμισκῆ (πίνακας του Lebedev)

Μετά τήν συντριβή τῶν Ρώσων ἀκολούθησε ἡ προσάρτησις τῆς ἀνα­τολικῆς Βουλγαρίας στήν Αὐτοκρατορία. Στήν Κωνστα­ντινού­πολι, σέ τε­λετή στόν “Φόρο τοῦ Κωνσταντίνου”, ἀφαιρέθη­καν ἀπό τόν Βό­­­γορι Β’ τά αὐ­τοκρατο­ρι­κά ἐνδύματα καί τό στέμ­­μα του ἀφιε­ρώ­­θη­κε στήν Ἁγία Σοφία. Τοῦ ἀπεδόθη ἁπλά ὁ τίτ­λος τοῦ “μαγίστ­­ρου”. Καταργήθηκε τό βου­λγαρικό Πατρια­ρχεῖο καί ἡ Ἐκκλη­σία τῆς Βουλγαρίας ἐτέθη ξα­νά ὑπό τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινου­πόλεως.

Κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Ἡ στρα­τη­γική ἰδιοφυία καί ἡ πο­λι­τι­κή εὐστροφία τοῦ Ἰωάννου Τζιμισκῆ» ἀποδείχθηκαν σέ αὐτήν τήν ἐκ­στρα­τεία».[11] Ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl «Ὁ νικηφό­ρος ἑλληνι­σμός ἔφε­ρνε στόν Δούναβη τά ὅρια τῆς μοναρχίας».[12]

Ἡ συντριβή τῶν Ἀράβων: ἀνάκτησις Συρίας καί Παλαιστίνης

Οἱ νίκες τοῦ Νικηφόρου Β’ Φωκᾶ ὁδήγησαν στήν συνθηκο­λό­γη­σι τῶν Ἀράβων τά τέλη τοῦ 969 μέ ἀρχές τοῦ 970, πού ἀπο­τε­λοῦσε δικαίωσι τῶν ἀγώνων τοῦ ἀδικοχαμένου Αὐτο­κρά­­τορος.[13] Ὅμως ἡ συνθήκη δέν ἔμελλε νά ἰσχύση ἐπί πολύ.

Οἱ Φατιμίδες Ἄραβες τῆς βορείου Ἀφρικῆς μετοίκισαν τό 969 στήν Αἴ­γυπτο καί ἵδρυσαν τό Κάϊρο. Ἀπό τήν Αἴγυπτο τό 971 προ­ω­θήθηκαν στήν Συρία καί ἄρχισαν νά πολιορκοῦν τήν Ἀντιόχεια. Ἀποσχολημένος ἀκόμη μέ τήν ἐκσ­τρα­­τεία κα­τά τῶν Ρώσων, ὁ Τσιμισκῆς ἀπέστειλε τόν στρα­τηγό Θέματος Μεσοποταμίας Νικό­λαο, ὁ ὁποῖος προέλασε μέχρι τήν Βαγδάτη. Tό 973 θά ἀκολου­θή­ση νέα ἐκστρατεία ὑπό τόν “δομέστικο τῶν σχολῶν” Μελία ὁ ὁποῖ­ος προέλασε μέχρι τήν Ἄμι­δα. Κατά τήν πολιορκία της ὅμως ἡτ­τή­­θηκε, συνελήφθη αἰχμάλω­τος, μεταφέρθηκε στήν Βαγδάτη καί ἐκ­τε­λέ­σθηκε.

­Ἦταν ἡ ὥρα γιά τόν βασιλέα νά δράση προσωπικά:

πρώτη ἐκστρατεία του ξεκίνησε τήν ἄνοιξι τοῦ 974. Ἀρχικά ἐξα­σφά­λισε τήν συμμαχία τοῦ βασιλείου τῆς Ἀρμενίας καί κατό­πιν εἰσέβαλε στήν Μεσοποταμία, ὅπου ἐπανακατέλαβε πολλές πό­­λεις καί φρούρια μέ κυριό­τερες τήν Ἄμιδα, τήν Μαρτυρόπολι καί τήν Νίσιβι. Ἀπό ἐκεῖ μποροῦσε νά στραφῆ κατά τῆς Βαγδάτης, ἀλλά μᾶλλον ἡ ξηρασία πού προέκυψε καί ἡ ἔλλειψις ἀνεφο­δια­σμοῦ, τόν ἀνάγκασαν νά ἐπιστρέψη νικητής στήν Κων­στα­ντινού­πο­λι μέ ἀτελείωτα λάφυρα καί αἰχμαλώτους.

δεύτερη ἐκστρατεία του ἦταν καί ἡ κυριότερη. Ὁ στρα­τιώ­της - αὐτο­κράτωρ ξεκίνησε τόν Ἀπρίλιο τοῦ 975. Ἀρχικά εἰσέβαλε στήν Συρία: Ἀπο­λύτρωσε τήν Ἀντιόχεια ἀπό τόν κίνδυνο καί συ­νέ­­χισε καταλαμβάνοντας τήν Ἀπάμεια, τήν Ἔμεσα καί τήν Ἡλι­ού­­πολι. Προήλασε στήν Δα­μα­σκό ἡ ὁποία δήλωσε φόρου ὑπο­τε­λῆς στόν Αὐτοκρά­το­ρα. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁ ἄραβας συγ­γρα­φέας τοῦ «Χρονικοῦ τῆς Δαμασκοῦ», Ibn al-Qalanisi, ἀπο­καλεῖ τόν Τσιμισκῆ «Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων».[14]

Κατόπιν στράφηκε πρός στήν Παλαιστίνη: Κα­τέ­λαβε διαδο­χι­κά τήν Τιβεριάδα, τό ὄρος Θαβώρ[15], τήν Να­ζα­ρέτ[16] καί τήν Βη­­θ­­σᾶν! Τά Ἱεροσό­λυ­μα ἦταν πλέον μία ἀνάσα ἀπό τό στράτευ­μα τοῦ Τσι­μι­σκῆ. Ἀλλά ἐκεῖνος βιαζόταν νά συντρίψη τούς Φατι­μί­δες τῆς Φοινίκης: Ἀστραπιαία κινεῖται καί καταλαμβάνει τήν Πα­ρά­λιο Και­σάρεια[17] καί κατόπιν τήν Σιδώνα, τήν Βυρυττό, τήν Ἄκ­ρα, τήν Βύβλο καί τά Γάβαλα. Φτάνει ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς Τρι­πό­­λε­ως ἡ ὁποία ὅμως ἀντιστέκεται σθεναρά, ἀποφασίζει νά τήν ἀφήση καί τόν Σεπτέμβριο τοῦ 975 ἐπιστρέφει στήν Ἀντιό­χεια.

Ὁ θρίαμβος ἦταν ἀπερίγραπτος. Ὅπως γράφει ὁ καθηγητής Νικόλαος Οἰκονομίδης «Ἡ ἐκστρατεία τοῦ 975 ἀποτελεῖ ὑπέρτατο τό­λμημα τῆς βυ­ζα­ντινῆς ἐπεκτατικῆς πολιτικῆς ἐναντίον τῶν Α­ρά­βων».[18] Καί ὁ Robert Brow­ning συμπληρώνει ὅτι ἐπρόκειτο γιά «ἐκπληκτική ἐπίδειξη ἰσχύος καί στρα­τιω­τικῆς ἐπιδεξιό­τη­τας».[19]

Ἡ Αὐτοκρατορία ἀνακτοῦσε τήν Συρία καί τήν Πα­λαι­­στίνη μετά ἀ­πό σχεδόν 340 χρόνια ἀραβικῆς κατακτήσεως! Σύμφωνα μέ τά σύγχρο­να γεωγραφικά δεδομένα εἶχαν κατακτηθεῖ ἡ Συρία, Λίβανος, Ἰορδα­νία, Παλαιστίνη καί τμῆμα τοῦ Ἰ­ράκ!

Τό τέλος ἑνός ἐνδόξου βασιλέως

Ὁ Ἰωάννης Α’ Τσιμισκῆς ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἀπό τούς κο­ρυφαίους Αὐτοκράτορες τῆς Ἑλληνο-Χριστιανικῆς Αὐτοκρατο­ρί­ας τῆς “Ρωμανίας”.

Ὡς ἔνδοξος στρατηλάτης εἶχε συντρίψει τούς Ρώ­σους, εἶχε καταλύσει τό κράτος τῶν Βουλγάρων καί εἶχε κατά­τρο­­­πώσει τους Ἄραβες ἀνα­κτώ­ντας τήν ἑλληνιστική Ἀνα­το­λή (Συ­­ρία Παλαιστίνη, Μεσοποταμία) μετά ἀπό 340 χρόνια.

Θεω­ρεῖται βέβαιο ὅτι ἑπόμενος στόχος τοῦ Τσι­­μισκῆ, ἦταν νά ἐπα­ναλάβη τό κα­­τό­­ρ­θω­μα τοῦ Αὐτοκρά­το­ρος Ἡρακ­λείου, κατακτώντας τά Ἱερο­σό­λυμα.

Ὅμως δέν πρό­λα­βε…

Ἐπιστρέφωντας ἀπό τήν τελευ­ταί­α καί πιό ἔνδοξη ἐκστρατεία του, ἔνοιωσε ἀδιαθεσία. Ὅταν κατέφθασε στήν Βασιλεύουσα ἡ κα­τά­στασίς του εἶχε ἤδη ἐπιδεινωθῆ. Λέγεται ὅτι αἰσθανόμενος τό τέ­λος του, διέταξε μέρος τῶν ἀποκτηθέντων ἀπό τίς ἐκστρατεῖες νά μοι­ρασθῆ σέ πτωχούς, ἐνῶ πρόλαβε καί ἔλαβε τήν θεία μετά­λη­ψι.

Πέθανε στίς 10 Ἰανουαρίου 976, χωρίς νά ἀφήση ἀπογό­νους. Οἱ Λέων ὁ Διάκο­νος καί Ἰωάννης Σκυλίτζης ἄφη­σαν ὑπό­νοι­ες γιά πι­θανή δηλητη­ρί­ασί του ἀπό τόν “παρακοιμώ­με­νο” Βασίλει­ο, ἀλ­λά στήν πραγματικότητα «ἡ πορεία τῆς ἀρρώστιας προ­σιδιά­ζει πε­ρισ­σότερο σέ τύφο (χρονική διάρκεια καί κακή φυσι­κή κατάστα­ση τοῦ ἀσθενοῦς)».[20]

Σέ ἔμμετρο ὕφος, ἔγραψε γι’ αὐτόν ὁ Κ. Μανασσῆς «καί μαχητής ἀπρόσμαχος καί βουλευτής ὀξύνους, ἄνθρωπος μεγαλόψυχος, σώφρων, ἀνδρεῖος, πράος καί δόρυ δολιχόσκιον κραδαίνειν ἠσκημένος καί τόξον ἔλκειν τήν νευρᾶν ἐπί βελῶν γλυφίσιν, ἀνήρ ἐλευθερόψυχος οὐκ ὑποτρέφων κότον».[21]

Κατά τόν G. Ostrogorsky «Ὅπως ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς τό ἴδι­ο καί ὁ Ἰωάν­νης Τζιμισκῆς ἦταν στρατηγός μέ ἀσύγκριτη με­γα­λο­­φυία, ἐνῶ σάν πολι­τι­κός ξεπερνοῦσε τόν ὑπερβολικά αὐθόρ­μη­το προ­­κάτοχό του».[22]

Ὅπως γράφει ὁ Gustave Schlumberger ὑπῆρξε «μικρός μέν τό δέμας, ἀλ­λ’ ἡρωϊκός τήν ρώμην, ὁ τολμητίας, ὁ ἀνίκητος, ὁ εἰς τούς κινδύνους ἀπτόητος καί τήν ἀνδρείαν ἔξοχος… ἄριστος κυβερνήτης καί κράτιστος στρατηγός, μεγάθυμος, γενναῖος, ἱπποτικός».[23]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

ΥΠΟΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Μία ἐκδοχή ἀναφέρει ὅτι προέρχεται ἀπό τό ἀρμενικό «tshemi­sch­gai­zag», πού σημαίνει γυναικεῖο σανδάλι. Ἐκδοχή ἐντελῶς ἀπίθανη, ἀ­φοῦ δέν ὑπάρχει περίπτωσις νά τοῦ προ­σεδώθη τέτοιο πα­ρε­πώ­νυμο. Ἀ­κό­μη μία εἶναι πώς πρόκειται γιά ἑλληνική πα­ράφρασι ἀρμε­νικῆς ἐκφ­ρά­σεως γιά τό χαληλό του ἀνάστημα (ἀκόμη καί σή­μερα λέ­με «τσίμα - τσίμα» γιά κάτι μικρόσωμο ἤ στενό).

[2] «Ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ», Τόμος 10 σελ. 433. Ὁ γεωγράφος τοῦ 7ου αἰῶνος Γεώργιος ὁ Κύπριος τήν ἀπεκάλεσε καί «Χοσό­μιχον».

[3] Gustave Schlumberger «Ἡ βυζαντινή ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς» σελ. 10

[4] Πρόκειται γιά τήν ἑλληνιστική Βέρροια τῆς Συρίας. Ἡ πόλις ἦταν ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 944 ἡ ἕδρα ξεχωριστοῦ Ἐμιράτου ὑπό τόν Saif ad Da­w­la.

[5] Ἡ Θεοφανῶ ἐξορίσθηκε στά Πριγκιπόν­νησα. Τό 970 κατάφερε νά δραπετεύση καί ἀποπειράθηκε νά στραφῆ κατά τοῦ Τσιμισκῆ ἀλλά συ­νε­λήφθη καί ἐστάλη σέ μονα­στη­ρι τῆς Ἀρμενίας. Θά ἐπανέλθη στήν Πόλι ἐπί βασιλείας τοῦ υἱοῦ της Βα­σι­λείου Β' ἀλλά χωρίς νά ἀναμειχθῆ ξανά στίς κρατικές ὑποθέσεις.

[6] Θυγατέρα τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου καί ἀδελφή τοῦ Ρω­­μα­νοῦ Β’.

[7] «La Russie contre l’Empire Grec» (μτφ: «Ἡ Ρωσία ἐνάντια στήν Ἑλληνική Αὐτoκρα­τορία»)

[8] «Histoire de la Russie», 1878.

[9] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς» σελ. 127.

[10] Πρόκειται γιά τήν σημερινή πόλι Σιλίστρα τῆς Βουλγαρίας καί εἶναι κτισμένη στά νότια του Δουνάβεως.

[11] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 140.

[12] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 53.

[13] Μέ αὐτήν, τό Ἐμιράτο τοῦ Χαλεπίου ἐτίθετο φόρου ὑποτελές καί ἀνα­γνω­ριζόταν ἡ κυριαρχία τῆς Αὐτοκρατορίας στήν περιοχή τοῦ Εὐφράτου καί στήν Συρία ἕως τήν Ἔμεσα, δυτικά τοῦ ποταμοῦ Ὀρόντη.

[14] Ὁ Ἄραβας γεωγράφος Al-Maqdisi τοῦ 10ου αἰῶνος («The Best of Clas­­si­fication for the Knowledge of Regions») καί οἱ Ἄραβες ἱστορικοί τοῦ 12ου αἰ­ῶνος Ali ibn al-Athir («The Complete History») καί τοῦ 13ου αἰῶνος A­bul­Fe­da («History of Humanity»), πού ἀνα­φέρονται στά γεγονότα, ἀποκα­λοῦν τούς βυζαντινούς ξε­κά­θα­ρα «Ἕλληνες».

[15] Ὄρος τῆς Γαλιλαίας κατά τό ὁποῖο ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Χρι­σ­τοῦ, σύμφωνα μέ τήν παράδοσι.

[16] Εἶναι ἡ πόλις πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου καί ὅπου μεγά­λωσε ὁ Χριστός.

[17] Πόλις τῆς Παλαιστίνης πού ἵδρυσε ὁ Ἡρώδης καί δέν πρέπει νά σύγχέ­εται μέ τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.

[18] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Η’ σελ. 112 - 113.

[19] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 142.

[20] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 143.

[21] «Σύνοψις Ἱστοριῶν», στίχοι 5703 - 5709.

[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος Δεύτερος σελ. 176.

[23] «Ἡ Βυζαντινή Ἐποποιία: Ἰωάννης ὁ Τσιμισκής» σελ. 353


Ε.ΠΟ.Κ.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΦΤΕΡΗΣ ΣΤΙΣ 3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1944

Αφήγηση Σταμοκώστας Δ.Βασίλειος

Όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν 8/9/43 τα κενά κατέλαβαν οι Γερμανοί, ιδιαίτερα στα κυρίως αστικά κέντρα. Προσπαθούσαν να ελέγχουν την κατάσταση με προγραμματισμένες εξόδους προς την ύπαιθρο, εκτός των τριών μεγάλων εκκαθαρίσεων. Σε μια απ’ αυτές ο Στρατιωτικός Διοικητής Λαμίας είχε προγραμματίσει να κάνει αναγνώριση εδάφους στον άξονα Λαμίας – Γαρδικίου. Οι έξοδοι - εξορμήσεις γίνονταν μεθοδικά και σταδιακά. Πρώτα μέχρι Μακρακώμη, μετά Σπερχειάδα, μετά Παλαιοβράχα κλπ.
Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ είχε εγκαταστήσει καραούλια κατά μήκος του δρόμου και παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού:
«Την προηγούμενη ημέρα της μάχης 2/1/44, μια γερμανική φάλαγγα έφθασε ανενόχλητη στη Σπερχειάδα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας δύο καμιόνια της φάλαγγας αυτής ήρθαν επίσης ανενόχλητα στην Παλαιοβράχα. Εγώ τη χρονιά αυτή σπούδαζα στο Ιεροδιδασκαλείο της Λαμίας (ετών 21), αλλά λόγω των εορτών των Χριστουγέννων, ευρισκόμουν στο χωριό. Βρεθήκαμε μερικά παιδιά πάνω στα Τσιρικέϊκα και όταν είδαμε τα γερμανικά καμιόνια ν’ ανεβαίνουν στην Παλαιοβράχα η απερισκεψία μας, μας έσπρωξε να πάμε να δούμε από κοντά τους Γερμανούς.
Με τον Κωστάκη Χ. Νταλιάνη και ένα τρίτο που δεν θυμάμαι, πήγαμε δειλά δειλά στην Πλατεία. Βρήκαμε παρκαρισμένα τα καμιόνια στην ανατολική πλευρά της Πλατείας. Μια ομάδα αξιωματικών και υπαξιωματικών κάνανε καταγραφή των γύρω από την Πλατεία κτηρίων, ένας ήταν σκοπός στον πάτο της Πλατείας και κάποιοι άλλοι παίζανε χαρτιά μέσα στις καρότσες των αυτοκινήτων. Εμείς κάναμε βόλτες μπροστά στο σκοπό. Άλλοι νέοι δεν υπήρχαν. Κάποια στιγμή μας πλησιάζει η Μαρίκα Ραμαντάνη η γυναίκα του Πάνου Τσιλιμάγκου και μας είπε: Παιδιά φύγετε γιατί αυτός ο σκοπός σας παρακολουθεί συνέχεια. Με τρόπο σιγά σιγά γλιστρήσαμε και ήρθαμε στη Φτέρη και ενημερώσαμε γι’ αυτά που είδαμε. Πολλοί δεν μας πιστέψανε.
Το πρωί της 3 Ιανουαρίου, ημέρα της μάχης με ειδοποίησαν από την οργάνωση να κατεβώ στην Πλατεία. Εκεί μου λέει ο Ηλίας ο Κύρκος, πάρε αυτό το όπλο και πηγαίνετε με το Χρήστο τον Αργύρη στην άκρη της ράχης της Παλαιοβράχας ν’ αντικαταστήσετε τους άλλους που είναι εκεί όλη νύχτα και αν δείτε καμία φάλαγγα να μας ειδοποιήσετε. Τα δυο καμιόνια της Παλαιοβράχας είχαν επιστρέψει και διανυκτέρευσαν στη Σπερχειάδα.
Κάποια στιγμή βλέπουμε από την κατεύθυνση της Φτέρης να έρχονται μερικά ζώα με αντάρτες φορτωμένα πυρομαχικά προς την τοποθεσία «Μάχος». Την ίδια στιγμή στο «Σπαρτιά εμφανίζεται η γερμανική φάλαγγα από 5 – 6 οχήματα. Στη θέα της φάλαγγας οι αντάρτες με τα ζώα τράβηξαν προς τα πάνω και εξαφανίστηκαν. Το ίδιο και ο Χρήστος Αργύρης φοβήθηκε και έφυγε.
Εγώ το «παλικάρι» παρέμεινα να δω προς τα που θα κατευθυνθεί η φάλαγγα. Λούφαξα στο αυλάκι ενός σπαρμένου χωραφιού παρατηρώντας. Η φάλαγγα σταμάτησε στο σταυροδρόμι, στο εικόνισμα, ενώ τα δύο τελευταία συνέχισαν και ανέβηκαν στην Παλαιοβράχα. Στο σταυροδρόμι κατέβηκαν όλοι κάτω και παρατηρούσαν τη γύρω περιοχή. Άρχισα να φοβάμαι με τη σκέψη, μήπως τα δύο που ανέβηκαν επάνω έρθουν ως πλαγιοφυλακή από τον επάνω δρόμο. Πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω καλύπτοντας το όπλο με το σώμα μου, ώσπου κρύφτηκα στη στροφή. Έφθασα στο σπίτι του Καλαντζή και τότε είδα τα δύο αυτοκίνητα της Παλαιοβράχας επιστρέψανε κάτω και όλα μαζί κίνησαν προς τα δυτικά. Όταν έφθασαν στη θέση «Βρύσες» άρχισαν οι αντάρτες από τα Καμπιά να τους ρίχνουν. Οι Γερμανοί που ήταν λίγοι φοβήθηκαν για μεγάλη ενέδρα και γύρισαν πίσω. Σ’ αυτή την προσπάθεια κάποιου αυτοκίνητου χτυπήθηκε ο οδηγός και έπεσε στην κοίτη του «Καβουρορέματος». Την ώρα εκείνη συναντήθηκα και ’γω με την ομάδα των εφεδροελασιτών στο σημερινό υδραγωγείο με επικεφαλής το δάσκαλο Κώστα Σταμοκώστα. Στην ομάδα θυμάμαι ήταν μεταξύ των άλλων ο Πάνος Ευσταθίου με το πολυβόλο και ο Κώστας Ζαχαρής του Θανάση. Δεν μπορώ να θυμηθώ τους άλλους.
Τα αυτοκίνητα που επέστρεφαν εγκλωβίστηκαν μεταξύ Βρύσες και «Καρδαρόρεμα». Κάποια αντάρτικη ομάδα που βρισκόταν στον Πύργο – Βίτωλη ειδοποιήθηκε και έσπευσε για ενίσχυση, καταλαμβάνοντας τον «Πουρναριά» Παλαιοβράχας και τη Μαυρόρραχη. Ένα άλλο πολυβόλο είχε στηθεί στου παπά τη «Γούρνα», πιο κάτω από κει που ήμουνα εγώ το πρωί. Άλλοι αντάρτες είχαν στήσει τα πολυβόλα τους και σφυροκοπούσαν από τα υψώματα της νότιας πλευράς του δρόμου.
Με τη δική μας ομάδα κατεβήκαμε και πιάσαμε την «Καστανιά» του Λάμπου στο «Μάχο» και από κει χτυπούσαμε συνεχώς, μέχρι που το πολυβόλο έπαθε εμπλοκή. Αναγκασθήκαμε ν’ αποσυρθούμε κάτω από τις ριπές των αυτόματων των Γερμανών.
Σε καμιά ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος, έφθασαν ενισχύσεις με τεθωρακισμένα απ’ τη Λαμία και από τη διασταύρωση της Παλαιοβράχας άρχισαν να κανονιοβολούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Κάποια μοτοσυκλέτα με δύο επιβάτες κατευθύνθηκε προς τα Κολοκυθέικα και δέχθηκε τα πυρά από την Πουρναρόρραχη. Και οι δύο επιβαίνοντες έπεσαν προς τη αριστερή πλευρά του δρόμου. Την επομένη βρέθηκαν ποσότητες πηγμένου αίματος στην παλάσκα του ενός, που του είχε πέσει». (Έγγραφη αφήγηση Γεωργίου Χρήστου Τσιούστα. 10 Μαΐου 2.000).
«Στο σπίτι Ιωάννη Μπακατσέλου φθάνει μια ομάδα 6 εφεδροελασιτών με έναν Ρώσο αυτόμολο των Γερμανών και με ένα αντιαρματικό πυροβόλο. Από τη Λαμία έχουν έρθει γερμανικές ενισχύσεις με ένα τανκ. Ο Μπαρμπαγιάννης οικοδεσπότης θα προσφέρει λίγο λουκάνικο στα παιδιά και πολύ κρασί. Ο Ρώσος θα πιει μονοκοπανιά ένα τσουκάλι (μετασκευασμένο από κάλυκα κανονιού) και από κατάλληλο εκεί σημείο θα χτυπήσουν το άρμα.
Ο Κωστάκης Μπακατσέλος, παρά τις συστάσεις του πατέρα του, θα φύγει για να πάει στη Μαυρόρραχη να παρακολουθήσει καλύτερα τη μάχη.
Η φάλαγγα μετακινήθηκε λίγο δυτικότερα προς την εσοχή πρώην σιδηρουργείου αδελφών Παπακώστα, για να προφυλαχθεί. Μόλις ο Κωστάκης έφθασε στην κορυφή της Μαυρόρραχης βλέπει δυο Γερμανούς ν’ ανηφορίζουν, κουβαλώντας βαρύ οπλισμό. Στο φευγιό του πέφτει επάνω σε 7 εφεδροελασίτες, που έφθασαν από τη Βίτωλη, οι οποίοι είχαν ακούσει τους πυροβολισμούς. Επικεφαλής τους ήταν ο Τσεργάς από την Παλαιοβράχα που είχε και αυτόματο. Ο Κωστάκης τους λέει φοβισμένος ότι ανεβαίνουν δυο Γερμανοί με βαρύ οπλισμό. Ο Τσεργάς ακροβόλισε τους άνδρες του και διέταξε να τους αφήσουν να πλησιάσουν πιο πολύ. Στη δεδομένη στιγμή τους θερίζει και αμέσως όρμησαν όλοι για το πλιατσικολόγημα. Πήγε και ο Κωστάκης αλλά εκεί που τον τραβάγανε τον ένα, τον έσυραν επάνω σε κάτι κόπρανα που κάποιος είχε αφήσει πρόσφατα. Δεν άργησαν να δεχθούν την απάντηση από τους Γερμανούς, αλλά είχαν προλάβει και φύγανε. Στη φυγή τους ο Κωστάκης μ’ ένα αντάρτη κατευθυνθήκανε Βόρεια προς το χωράφι Δημητρέσσα και στη μικρή ρεματιά, όπου ο στάβλος Ιωάν. Ν. Σπανού σήμερα, δέχονται τα πυρά των Γερμανών. Με το που πέφτει ο Μπακατσέλος να κρυφτεί, ακούει ένα γδούπο από πίσω του κι ένα ωχ! Είδε τον αντάρτη να σπαρταρά και σε λίγο να ακινητοποιείται. (Ήταν ο Γιώργος Γεωργιάδης ιδ. υπάλληλος ετών 26. Κηδεύτηκε την επομένη στη Φτέρη. Η σφαίρα είχε περάσει από το δεξί του χέρι και βγήκε από το αριστερό. Τα στοιχεία τα βρήκε ο γράφων από το διασωθέν βιβλίο θανάτων της εκκλησίας του Αγ. Δημητρίου). Ο Κωστάκης σώθηκε. Έφυγε από ’κει, πήγε στην Κοδετσόρραχη, στο μύλο της Μυλόρραχης, εκεί βρήκε και άλλους, και από ’κει στο κτήμα Καραγιάννη που είχε σπίτι και από ’κει τη νύχτα 12 η ώρα στην Άνω Φτέρη με ξαστεριά». (Ηχογραφημένη μαρτυρία Κ. Ι. Μπακατσέλου 2012).
«Η γερμανική φάλαγγα δεν το ’βαλε κάτω, είχε προορισμό να φθάσει μέχρι το Γαρδίκι και ο Διοικητής έδωσε εντολή να συνεχίσουν. Φθάνοντας στην εσοχή – σταυροδρόμι Φτέρης στη θέση «Βρύσσες» σταμάτησε, εξασφάλιζε καλύτερη ασφάλεια και άρχισε κατόπτευση του χώρου. Εκεί φιλοξενήθηκε με ομοβροντίες πυροβολισμών από παρατηρητήρια – θέσεις των Καμπιών και από τη Χιλιομοδόρραχη, από την οποία κακάριζε ένα πολυβόλο (τουρτούρα), που χειριζότανε ο Γιώργος Γεωργίου (Μπιζαρμάνης). Ήταν παλιός τσολιάς του Πλαστήρα. Το τανκ με τον οδηγό ήταν σταματημένο πάνω στη στροφή της Γέφυρας και κάποια στιγμή έκανε πίσω. Μόλις έφθασε στη διασταύρωση πάνω από τις «Βρύσες», άρχισε να γκρεμίζεται στη κοίτη του ρέματος. Πήρε φωτιά ή το πυρπολήσανε οι ίδιοι οι Γερμανοί, γιατί προφανώς ο οδηγός ή και ο Διοικητής χτυπηθήκανε. Ο πυκνός καπνός του συνεχιζόταν μέχρι τη νύχτα και τον παρακολουθούσανε κάποιοι ακόμη και από τα «Κατώγια» όπου η καλύβα αδελφών Κατσίκα, οι οποίοι χωρίς να ξέρουν τι συμβαίνει υποθέσανε ότι καίγεται η καλύβα Χαρ. Γ. Κωστούλα. Η μάχη συνεχίστηκε όλη τη μέρα, και τη νύχτα οι Γερμανοί ανέβηκαν στο χωριό με σβηστά τα φώτα των αυτοκινήτων τους, έκαναν ένα γύρο στην εκκλησία και αποχώρησαν για τη Λαμία, παραλαμβάνοντας και τη μικρή φρουρά που είχαν αφήσει στη Σπερχειάδα». (Άρθρο Νικ. Θεοδώρου: Εφημερίδα «Τόλμη» και ιστοσελίδα Σπερχειάδας 1-12-1985).
Στις 8 του μηνός στη Λαμία, όπως εγγράφως αφηγείται ο Γιώργος Τσιούστας και όπως τον πληροφόρησε ο θείος του Σούλας που κατοικούσε στο Κόμμα, οι πληροφορίες λέγανε ότι είδαν 4 φέρετρα των Γερμανών αξιωματικών ή στρατιωτών, να εξέρχονται από τον στρατώνα τους, με μεγάλη επισημότητα. Δεν υπήρξε κάποια άλλη πληροφορία για αριθμό νεκρών στρατιωτών ή τραυματιών. Οι αδελφοί Βασ. Νταλιάνη, σύμφωνα με πληροφορίες τους, μιλάνε στη δική τους συνέντευξη για αρχικό αριθμό Γερμανών στρατιωτών 17. Προφανώς, αν είναι έτσι, θα έρχονταν για απλή κατόπτευση χώρων.
Μια βελανιδιά που ακόμα είναι όρθια προς το δυτικό μέρος της γέφυρας 70 μέτρα περίπου από το γεφύρι και κάτω από το δρόμο, αποτέλεσε το ταμπούρι του Γερμανού μυδραλιοβολητή, απ’ όπου έβαζε προς κάθε κατεύθυνση.
«Εκτός από την απώλεια του αντάρτη Γεωργιάδη υπήρξε και ένας τραυματίας αντάρτης από την Πελασγία, ο Ευστάθιος Καρασλής, με διαμπερές τραύμα στον ώμο, ο οποίος νοσηλεύτηκε στη Φτέρη. Την επομένη τα ξαδέρφια Κώστας Χ. Νταλιάνης και Γιώργος Δ. Νταλιάνης πήγαν και βρήκαν ένα μικρό λόφο από κάλυκες και είδαν και το καμένο τανκ των Γερμανών, το οποίο έγινε λεία των διαφόρων εξαρτημάτων του από τους χωρικούς». (Μαρτυρία: Γ. Δ. Νταλιάνη).
«Την επιχείρηση του ΕΛΑΣ οργάνωσαν οι καπετάνιοι Χριστόφορος και Αίαντας με δύναμη 180 ανταρτών. Υπολογίζεται ότι οι απώλειες των Γερμανών σε νεκρούς και τραυματίες να ήταν πολύ μεγάλες. Εβάλλοντο από 7 σημεία εις τρόπον τέτοιο που να νομίζουν ότι οι αντάρτες είναι πολλαπλάσιοι». (Έγγραφη μαρτυρία Ιωάν. Κ. Κύρκου, οργανωτικού γραμματέα ΕΑΜ Φτέρης, 31/7/44).
Τη μάχη παρακολούθησαν πολλοί Φτεριώτες από διάφορα σημεία, όπως και Καμπιώτες και τη χαρακτήριζαν σαν ένα μεγαλείο. Πολλοί Φτεριώτες ήταν στη θέση «Πεζουλάκια» όπου το χωράφι Κωστούλα, μεταξύ των οποίων ο Κ. Μακρής, Γιάν. Κύρκος και άλλοι από διάφορα άλλα σημεία. (Μαρτυρίες έγγραφες: Γιώργος Χρ. Τσιούστας, Νικ. Θεοδώρου δάσκαλος από το Κλωνί και γαμπρός Φτεριώτης, Γιάννης Κ. Κύρκος, δάσκαλος. Ηχογραφημένες: Νικ. Βασ. Νταλιάνης, Κων. Ι. Μπακατσέλος. Προφορικές: Γεώρ.. Δ. Νταλιάνης, Δημ . Χρ. Κύρκος και οι Νικ. Χαμπίπης και Τάσος Θεριόπουλος από Καμπιά).
Τα παραλειπόμενα της μάχης. Προσωπικό βίωμα - οδοιπορικό του γράφοντος: «Ήμουνα τότε 7 χρονών και η μάνα έχει καλέσει τη μέρα αυτή τον πρακτικό οδοντίατρο του χωριού Γεώργιο Τσόγκα από τον κάτω Μαχαλά να βγάλει της 5χρονης αδερφής μου Αθανασίας μερικά δόντια – κουνιόταν τότε, τα άλλαζε. Ο Γιώργος δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Κατά τη διαδικασία, εμένα μου έδιναν ένα – ένα τα βγαλμένα και πήγαινα και τα πετούσα πάνω στα κεραμίδια, λέγοντας: «Πάρε κρανοκόκαλο και δώσ’ μου σιδερένιο». Πάνω εκεί στο 4ο ή 5ο ακούγονται ποδοβολητά, φασαρία, φωνές κι η καμπάνα να χτυπά σύναξη - κίνδυνος: Οι Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί. Πανικός. Ο πατέρας απουσιάζει, ως συνήθως μεταγωγικός στον ΕΛΑΣ με τη φοράδα. Αποφασίζεται τα γυναικόπαιδα να φύγουν για την Άνω Φτέρη, σώζονταν εκεί μερικά σπιτάκια των προγόνων απ’ την Τουρκοκρατία ακόμη και πηγαίναμε το Καλοκαίρι και παραθερίζαμε. Ο θείος Νίκος με τη θεία Τασούλα, που μέναμε μαζί στο ίδιο σπίτι, παίρνουν την 4χρονη Αθανασία τους και φεύγουν. Ο Γιώργος - παρατσούκλι Γκρας σήμερα - ήταν στην κοιλιά της θείας Τασούλας. Θα ακολουθήσουμε εμείς, με τη μάνα ν’ αναλαμβάνει την Αθανασία και η θεία Ειρήνη ν’ αναλαμβάνει εμένα απ’ το χέρι και ο παππούς με τη γιαγιά θα παραμείνουν κρυπτόμενοι στο χωριό, αναλόγως, με τους τρεις φιλοξενούμενους Ιταλούς. Όπως - όπως θα πάρουμε τη γουμάρα με λίγα τροφοεφόδια προ παντός κλινοσκεπάσματα και λίγα χριστουγεννιάτικα μεζέδια, με πανωσάμαρα μια κόκκινη φλοκάτη.
Η επιλογή του δρομολογίου ήταν από τον άλλο δρόμο από τα «Τσιρικέικα» γιατί από το Κεφαλάρι ήμασταν πολύ εκτεθειμένοι, ακάλυπτοι και θα μας σκότωναν, δεδομένου ότι το τουφεκίδι, είχε ανάψει. Στο σπίτι του Σφυρή, που είναι στην κορυφή στο χωριό, κάναμε μια στάση να ζεσταθούμε λίγο και να ψήσουμε λίγο λουκάνικο να βάλουμε στο στόμα μας. Θυμάμαι εκεί ήταν και η Θυμία Καραγιάννη. Κόσμος, συρφετός, ανεβαίνει την πλαγιά του σημερινού υδραγωγείου και προς τα πάνω, από κοντά και μεις. Όταν περάσαμε το σημερινό υδραγωγείο, από ’κει πήγαινε ο δρόμος ίσια πάνω κατά μήκος της ρεματιάς, μας έβαλαν καταιγιστικά με μυδράλια από τις «Βρύσες». Πέστε κάτω φωνάζανε και πολλοί κουτρουβαλιστήκανε προς τη ρεματιά.
Θυμάμαι το Γεώρ. Θεοφ. Κυρίτση με την κόρη του Δήμητρα που ήταν πάνω σ’ ένα άλογο και πέσανε κάτω προς τη ρεματιά. Η θεία Ειρήνη με απιθώνει σε μια νεροφαγωμένη αυλακιά και με καπακώνει με το σώμα της. Θυμάμαι ακόμα τους δυνατούς και γρήγορους χτύπους της καρδιάς της. Οι σφαίρες βροχή πάνω στα κεφάλια μας και στα πόδια μας. Σκάβανε το χώμα και έπεφταν στα κεφάλια μας, σαπιολίθια ολόκληρα. Πάνω στη σαστιμάρα και την τρομάρα μου λέω: Ωχ! θεία με πέτυχε ένα σκάγ)ι στο σβέρκο! «Σκάσι βρε απ’ ού(εί)ναι σκά(γ)ι του γμαράγαθου»! Και έτρεμε ολάκερη. Η μάνα με την Αθανασία είχαν πέσει προς το κάτω μέρος και σβαρνώτας ξεφύγανε απ’ τον κίνδυνο προς τη ρεματιά. Η γουμάρα μεσ’ τις λάσπες ακούνητη με τη φλοκάτη να είναι το πραγματικό κόκκινο πανί των Γερμανών. Το τι σφαίρα έσβησε γύρω απ’ τα πόδια της μεσ’ τις λάσπες δε λέγεται. Αυτή ούτε χιλιοστό να κουνηθεί. Κάποια στιγμή, μετά από αρκετή ώρα, σταμάτησε το μυδράλιο. Φωνάζουν απ’ το ρέμα: Κουτρουβαλιαστείτε γρήγορα. Έτσι κι΄ έγινε. Στη ρεματιά βρήκαμε τη μάνα με την Αθανασία να μας περιμένουν και άλλους συγχωριανούς και σιγά – σιγά ανηφορίζοντας φθάσαμε στην πλατεία του Αι-Γιώργη με πασπαλισμένο χιόνι. Κάναμε το σταυρό μας και τον παρακαλέσαμε να μας βοηθήσει να γλιτώσουμε από τους εχθρούς.
Θυμάμαι στο Β.Δ άκρο της πλατείας μ’ ένα δίκαννο στον ώμο, δείγμα δυνατότητας άμυνας, τον μπάρμπα - Βάγια Καραγιάννη, να φοράει τα πολυπόθητα παχάκια (τσαρούχια παντοφλέ). Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι του θείου Νίκου, που διέθετε δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα. Τότε λέει η Αθανασία η αδελφή μου: «Αχ! Θείου μ’ Νίκου μ’ τι έπαθα μ’ ιμίς σήμερα, τι έπαθαμι»! Μέχρι τότε σε όλη τη διαδρομή του τρόμου δεν είχε βγάλει μιλιά, αφηγείται η μάνα. Φωτιές απαγορεύονται. Έπεσε το σούρουπο και σε λίγο η ξαστεριά. Παγετός. Στα στενά δρομάκια του πατρογονικού χωριού περπατούσαν όλοι σκυφτοί. Στη πλατεία όλο φθάνανε, τρομοκρατημένοι, για τυχόν αντίποινα, χωριανοί με τα τελευταία νέα. Ήταν σε διάφορα σημεία – παρατηρητήρια που παρακολουθούσαν τις κινήσεις του εχθρού. Επικρατούσε ησυχία. Κάποια στιγμή η μάνα με το θείο σκεφτήκανε ότι κάτι έπρεπε να γίνει με τη γουμάρα και τα πράγματα. Με κρύα καρδιά ο θείος τ’ αποφάσισε, παρά τις αποτροπές της θείας Τασούλας, να πάει να την πάρει, αν τη βρει. Αφού έφυγε, μετά από αρκετή ώρα ακούγεται στην αυλή σαλάγημα: Α χάα, σί ι ... Πεταχτήκαμε όλοι έξω. Όχι τόσο για τη γουμάρα όσο για την ακεραιότητα του θείου. Ανέπαφη η γουμάρα από τα συνεχόμενα πυρά των Ούννων, με όλα τα υπάρχοντα σώα, ιδρωμένη ολόκληρη μέχρι τ’ αυτιά. Ο δρόμος είχε πολύ λάσπη, το φορτίο ήταν βαρύ, βούλιαζε η δύστυχη και με πολύ κόπο μας έφερε τα σωτήρια αγαθά. Μια μεριά (σακί) αλεύρι, τσιγαρίθρες, προκοίλι, λουκάνικα, σκεύη, σκεπάσματα κλπ. Το πρώτο μέλημα όχι εμείς, αλλά η γουμάρα. «Κοίταξι Γιουργίτσα, λέει ο θείος, με τι θα την τ’ λίξ’, μην ψουφήσ’ (ει) μέχρι του προυί. Κάνει πουλύ κρύου κι είναι ιδρουμένη. Ακούς! Του πραματάκι μ’ απ’ θα τα’ αφήσου ιγώ»! Παίρνει μια παντανία, την τύλιξε και την έδεσε γύρω απ’ το κορμί της. Της έδωσε ένα καπάκι αλεύρι να φάει και την πήγε στο παλιό πλακοσκέπαστο πατρογονικό σπίτι λίγο πιο κάτω, μέσα, να ξενυχτίσει. Από την επομένη έδειχναν ήρεμα τα πράγματα, η επαγρύπνηση για αντίποινα συνεχίστηκε από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, εμείς επιστρέψαμε στις εστίες μας και η ζωή συνεχίστηκε στους ρυθμούς της Κατοχής».



Το εν λόγω ιστορικό αφιέρωμα παίρνει τη θέση του στην ιστορία όχι μόνο του χωριού μας και της Ελλάδας μας, αλλά και στα αντίστοιχα Αρχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντάσσεται σ' ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και χρηματοδοτείται απ' αυτή με την επωνυμία "70 ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ  ΕΙΡΗΝΗ" ("70 STEPS TOWARDS EUROPEAN PEACE"). Είναι τριημερίδα: 15 - 16 - 17/02/2016, η οποία θα συνεχισθεί στις: 09 - 10 - 11/3/2016, 07- 08- 09/4/2016 και 20 - 21 - 22/05/2016, στο Συνεδριακό Κέντρο πάντοτε της Σπερχειάδας, με συμμετοχή και ξένων προσκεκλήμένων από: Ιρλανδία, Βουλγαρία, Σλοβενία, Αλβανία, Κύπρο, Γαλλία, Γερμανία και Ουγγαρία.

ΦΤΕΡΗ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

ΤΙ ΕΣΤΙ ΕΘΝΟΣ

Το ΕΘΝΟΣ σχηματιζεται απο δυο βασικους παραγοντες,την ΦΥΛΗ και την ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ.Λεγοντας <φυλη>,εννοουμε την<καταγωγη>-οτι πρεπει δηλ.τα ατομα του Εθνους να εχουν κοινη καταγωγη.Δεν αρκει να εχουν αυτα<συνειδηση>
περι κοινης καταγωγης.Δεν αρκει δηλ.να πιστευουν στην κοινη τους καταγωγη,αλλα να εχουν πραγματι κοινη καταγωγη.Διοτι ΜΟΝΟΝ η κοινη καταγωγη-η κοινη<φυλετικη υπαγωγη>-συνεπαγεται ΚΟΙΝΟΥΣ κληρονομικους χαρακτηρες,αρα κοινα πνευματικα στοιχεια.Οταν υπαρχει κοινη καταγωγη,τοτε υπαρχουν κατα το μαλλον η ηττον κοινη γλωσσα,κοινος πολιτισμος,κοινη θρησκεια,κοινα ηθη,κοινη ιστορια.Αυτα τα δευτερογενη στοιχεια δεν αποτελουν,το καθενα ξεχωριστα,απαραιτητο στοιχειο συγκροτησεως Εθνους.Εν τουτοις ολα αυτα,οταν συνυπαρχουν,συντελουν στην συνοχη της κοινοτητος,στην δημιουργια δηλ.ΕΝΙΑΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΣ-του δευτερου παραγοντος συγκροτησεως του ΕΘΝΟΥΣ.ΕΘΝΟΣ ειναι επομενως ο ομοειδης φυλετικως λαος,που εχει συνειδηση της υπαρξεως του.
''Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ''

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ

Αυτή η σημαία στα μάτια τα δικά μας συμβολίζει τους Αγώνες όσων πολέμησαν, εργάστηκαν,θυσιάστηκαν, δολοφονήθηκαν, σκοτώθηκαν και έζησαν με πρώτιστες αξίες εκείνες της Ελευθερίας, της Δικαιοσύνης και της Πατρίδας. Αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στην αιώνιο πανύψηλο φρούριο του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν είναι ικανή καμία βουλή, κανένα κράτος και κανένας πολιτικός ή κεφάλαιο να την ξεφτιλίζει και να την ξεπουλάει καθημερινά. Οι δειλοί τη βλέπουν με φόβο. Οι προδότες σαν πανί. Οι αστοί σαν ύφασμα. Οι άνανδροι την καίνε. Μα εμείς τη βλέπουμε σαν τη Μάνα που καρτερεί να μας δεί να εκπληρώνουμε τα όνειρα μας. Τα δικά μας,τα δικά της, του Γένους.

ΛΟΓΙΑ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ




















"Από στενός πατριώτης, γίνομαι εθνικιστής, με τη συνείδηση του έθνους μου και όλων των άλλων εθνών, γιατί οι διαφορές των εθνών πάντα θα υπάρχουν, και έχω τη συνείδησή τους και χαίρομαι που υπάρχουν αυτές οι διαφορές, που με τις αντιθέσεις τους, με τις αντιλήψεις τους, υψώνουν την ανθρώπινη συνείδηση και ενέργεια. Από άτομο γίνομαι άνθρωπος." (ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 18-3-1919)

ΕΘΝΙΚΟ ΠΕΙΣΜΑ

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

''Δεν θελω να πεθανει το Εθνος μου,το Εθνος αυτο, που τοσα εκαμε στην ζωη του, το εξυπνο,το τοσο ανθρωπινο. Για να το φυλαξω απο τον θανατο πρεπει τωρα να το καμω πεισματαρικο στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ,στον ΕΘΝΙΣΜΟ, ας ειναι και υπερβολικο το αισθημα που θελω να δωσω στους Ελληνες. Μονον ετσι θα ζησει το ΕΘΝΟΣ.''

''Σε οποιους με κατηγορουν η με περιγελουν, γιατι τους κεντρω το Εθνικο τους αισθημα και τους μιλω αποκλειστικα,θα λεγω:Λοιπον θελετε να πεθανει το Εθνος σας;Αν το θελετε,πεστε το καθαρα,μην κρυβοσαστε''

ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ

Η ΡΗΣΗ ΠΟΥ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΝΑΜΕ



πισταμνους πρς εδτας τι δκαια μν ν τ
νθρωπείῳ λγ π τς σης νγκης κρνεται, δυνατ δ
ο
προχοντες πρσσουσι κα ο σθενες ξυγχωροσιν.

κατά την συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμίς του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του"

ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ Ε89

Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου


28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ Ι. ΜΕΤΑΞΑ

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi9AYAjQboFh1_5M3bFMvoiwdv6qY5bDyiuBuwvPV3Yjtp1ZG3BAXNnY5CWdpxeWu7FvNRIyWEpe_RHBqBZHx93XDCYKW4LJe3j_4jgmwduvaKGVqaTsCSNu7bWjJSewd6rxVoBPh5kloo/s400/%CE%99%CE%A9%CE%91%CE%9D%CE%9D%CE%97%CE%A3+%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%9E%CE%91%CE%A3.jpg

“Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της.
Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς να ζήσωμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν την παράδοσιν τμημάτων του Εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρεσβευτήν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Έλληνες
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος θα εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά μας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο αγών.


Η ΕΞΟΝΤΩΣΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ

Το πρώτο βήμα για να εξοντώσεις ένα έθνος
είναι να διαγράψεις τη μνήμη του.
Να καταστρέψεις τα βιβλία του,
την κουλτούρα του, την ιστορία του.
Μετά να βάλεις κάποιον να γράψει νέα βιβλία,
να κατασκευάσει μια νέα παιδεία,
να επινοήσει μια νέα ιστορία.
Δεν θα χρειαστεί πολύς καιρός
για να αρχίσει αυτό το έθνος
να ξεχνά ποιο είναι και ποιο ήταν.
Ο υπόλοιπος κόσμος γύρω του
θα το ξεχάσει ακόμα πιο γρήγορα.


Μ. Κούντερα

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΕ 10 ΛΕΠΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

free counters