Μετά από επτά χρόνια αιχμαλωσίας και καταναγκαστικών έργων στην Αλβανία οι Έλληνες φιλούν το χώμα της πατρίδας μετά την απελευθέρωση τους. Αυτή είναι η άγνωστη ιστορία τους |
Του Ιωάννου Μπουγά
Με την ευκαιρία της επανόδου των πρώτων αιχαμαλώτων απο την Αλβανία
την 24ην Αυγούστου 1956 (ίδε φωτογραφία στην προβλήτα του Πειραιά που
φιλούν τοχώμα της πατρίδος). Σχετικό κείμενο για αυτό το δραματικό
γεγονός στο τέλος της ανάρτησης.
Πρώτα παραθέτω μέρος της
Εισαγωγής του πρώτου βιβλίου μου –«Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ»- το οποίο όπως
περιγράφω προήλθε ακριβώς από την ανάδειξη εκ μέρους μου του θέματος των
αιχμαλώτων στρατιωτών του λεγόμενου ΔΣΕ το 2002 σε εφημερίδα του
Μόντρεαλ.
(«Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ, Η Ιστορία της Ειρήνης Δαμοπούλου από το Παιδομάζωμα»)
Εισαγωγή
Σε μια επιστολή μου που δημοσιεύθηκε στην ελληνόφωνη εφημερίδα «Ελληνοκαναδικό Βήμα» του Μόντρεαλ τον Μάιο του 2002 αναφέρθηκα μεταξύ άλλων και στους Έλληνες στρατιώτες που πιάστηκαν αιχμάλωτοι του αυτοαποκαλούμενου "Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας" (ΔΣΕ) στην διάρκεια της κομμουνιστικής εξέγερσης του 1946-49. Όπως περιγραφόταν στην επιστολή εκείνη, στους στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού που είχαν την ατυχία να πιαστούν αιχμάλωτοι από τον ΔΣΕ, δινόταν η ευκαιρία να αποκηρύξουν τον όρκο τους στη πατρίδα και τον Ελληνικό Στρατό και να προσχωρήσουν στις τάξεις των κομμουνιστών ανταρτών.
Ενας σημαντικός αριθμός από
εκείνους που αρνήθηκαν να αλλάξουν πλευρά και να πολεμήσουν στο πλευρό
των ανταρτών, μεταφέρθηκαν σε πρόχειρα στρατόπεδα, οι περισσότεροι στην
Αλβανία αλλά αρκετοί και στην Βουλγαρία, όπου κρατήθηκαν κάτω από
πραγματικά απάνθρωπες συνθήκες στερήσεων, καταναγκαστικών έργων και
βασανιστηρίων. Σημειωτέον ότι οι φύλακες των στρατοπέδων αυτών και οι
βασανιστές των Ελλήνων στρατιωτών δεν ήταν Αλβανοί ή Βούλγαροι αλλά
Έλληνες κομμουνιστές εξ Ελλάδος. Άλλοι από τους αιχμαλώτους, και κυρίως
οι αξιωματικοί, είχαν ακόμη πιό τραγική τύχη αφού είτε δολοφονήθηκαν
αμέσως μετά την σύλληψη τους ή αργότερα όταν ο Ελληνικός Στρατός
πλησίαζε τις θέσεις που κατείχε ο ΔΣΕ και οι κομμουνιστές αντάρτες
ήθελαν να αποτρέψουν την απελευθέρωσή τους. (Βλέπε: [1], [2], [3]).
Ένα παράδειγμα: απο το βιβλίο του Νικήτα Αγαπητίδη ([3]) όταν
περιγράφει την υποχώρηση των ανταρτών προς την Αλβανία τις τελευταίες
ημέρες του Αυγούστου 1949. “. …το απόγευμα συναντήσαμε τη φάλαγγα των
κρατουμένων και είδα τον νοσοκόμο της Πυρσόγιαννης Προκόπη Γκάγκαλη και
το φοιτητή της Ιατρικής Γιάννη Πολιά απο την Κώ. Δεν μπορέσαμε να
μιλήσουμε, αλλά οι ματιές μας έλεγαν πολλά. Ποιός να ήξερε, ότι θα ήταν η
τελευταία τους μέρα…. Και οι δυό την επομένη ή την βραδυά εκείνη της
27ης Αυγούστου τουφεκίσθηκαν απο τους αντάρτες γιατί πίστευαν στα
ιδανικά της Ελληνικής Πατρίδας. Το έμαθα αργότερα. Άς είναι αιωνία τους η
μνήμη. Ήταν πραγματικά παληκάρια”.
Αργότερα, μερικοί από τους
επιζώντες αιχμαλώτους στρατιώτες στην Αλβανία μεταφέρθηκαν σε άλλες
χώρες του κομμουνιστικού Παραπετάσματος (Ρουμανία, Ουγγαρία, Σοβιετική
Ένωση, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, κλπ). Η ζωή πού πέρασαν και η
μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε, εκεί όπως και στην Αλβανία, εξαρτάτο
από την προθυμία τους να δεχθούν, τουλάχιστον εξωτερικά και σε κάποιο
βαθμό, την κομμουνιστική διαπαιδαγώγιση και την "γενιτσαροποίησή" τους.
Σε όσους στρατιώτες έδειχναν «προσαρμογή» και υπακοή στο ΚΚΕ δινόταν
κάποια ελευθερία εργασίας, ακόμη και έξω απο τα στρατόπεδα, και η ζωή
τους στην πολύχρονη αιχμαλωσία γινόταν κάπως ανεκτή. Όσοι όμως επέμεναν
να αρνούνται να υποταχθούν στους δεσμώτες τους και τις επιθυμίες τους,
περιφέρονταν γιά πολλά χρόνια μεταξύ φυλακών και άθλιων στρατόπεδων
καταναγκαστικών έργων.
Σε πολλούς, που οι δεσμώτες τους είχαν
κατατάξει σαν ιδιαίτερα «αντιδραστικούς», προφανώς διότι δεν έδειχναν
σημάδια υποταγής, δεν επετράπει ποτέ ούτε να αλληλογραφήσουν με τις
οικογένειές τους μέσω του Ερυθρού Σταυρού, παραβαίνοντας έτσι κάθε
κανόνα εμπόλεμης αλλά και ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Από αυτούς που επέζησαν τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα, πολλοί επέστρεψαν στην Ελλάδα από την Αλβανία και τις άλλες Ανατολικές Χώρες προς το τέλος της δεκαετίας του 50. Για πολλούς είναι γνωστόν ότι πέθαναν εκεί, από τις μαρτυρίες συναδέλφων και φίλων τους που επέζησαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πολλών άλλων η τύχη αγνοείται παντελώς.
Από αυτούς που επέζησαν τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα, πολλοί επέστρεψαν στην Ελλάδα από την Αλβανία και τις άλλες Ανατολικές Χώρες προς το τέλος της δεκαετίας του 50. Για πολλούς είναι γνωστόν ότι πέθαναν εκεί, από τις μαρτυρίες συναδέλφων και φίλων τους που επέζησαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πολλών άλλων η τύχη αγνοείται παντελώς.
O Γιώργος Δ.
Γκαγκούλιας ([4]), δίνει μιά προσωπική μαρτυρία γιά το θέμα από την
περίοδο πού ο ίδιος, καίτοι πρώην αγωνιστής και στέλεχος του λεγομένου
ΔΣΕ, βρέθηκε κατάδικος στο νησί της Βουλγαρίας Μπέλενε στον Δούναβη. Το
νησί αυτό ήταν ένα απο τα χειρότερα κολαστήρια καταναγκαστικών έργων στο
κομμουνιστικό παραπέτασμα. Ιδού τί μας λέγει ο Γ. Γκαγκούλιας: “…Είχαν
περάσει μερικοί μήνες και στο στρατόπεδο μας ήρθαν άλλοι τρείς Έλληνες.
Ένας φαντάρος, ο Πάνος Μαστορακάκης, Κρητικός αιχμάλωτος του ΔΣΕ (η
υπογράμμιση δική μου), και δύο νεαροί από την Μάνθεια Έβρου,
ο
Άγγελος Χατζηγεωργιτίδης και ο Κώστας Κολομπρατσίδης. Τα παιδιά αυτά
(προφανώς εννοεί τα δύο τελευταία) είχαν βγεί με τα ζώα τους να κόψουν
ξύλα στο βουνό, έπεσαν σε μια ομάδα ανταρτών, κι αυτοί τους οδήγησαν
στην διοίκηση. Η διοίκηση δεν τους άφησε να πάνε στα σπίτια τους,
δεδομένου ότι ο ΔΣΕ βρισκόταν στο τέλος του, αλλά τους έστειλε στην
Βουλγαρία. Ύστερα από λίγο χρόνο στη φυλακή τους στείλανε στο Μπέλενε.
Ήρθαν σαν τρομαγμένα πουλιά. Το βασικό γι’αυτούς ήταν πως ήταν νέοι και μπορούσαν ν’αντιμετωπίσουν πιο εύκολα τις δυσκολίες. Κι αυτό το λέω γιατί δύο άλλοι, που ήταν κι’αυτοί Έλληνες αιχμάλωτοι, αλλά πιο ηλικιωμένοι, πέθαναν κι οι δύο. Κάποιος Λάζαρος απο την περιοχή Σερρών, ουσιαστικά είχε παγώσει σπό το κρύο και απο την πείνα και πέθανε. Ένας άλλος, κι αυτός από την περιοχή Σερρών, που έτρωγε νεροφίδια, αφού τα έψηνε, τελικά κι αυτός πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες. Οι άλλοι συνάδελφοι κρατούμενοι μας είχαν πει, πως εκτός από τους δύο, άλλοι έξι Έλληνες κρατούμενοι είχαν πεθάνει στο νησί. Από το νησί αυτό είχαν περάσει 80 περίπου Έλληνες αιχμάλωτοι. Τους οποίους όμως εμείς δεν προλάβαμε. Τελικά, οι επιζήσαντες, όταν το 1954 είχε έρθει στη Σόφια η Ελληνική Πρεσβεία, όλοι αυτοί φύγανε στην Ελλάδα, ύστερα από πολλές περιπέτειες…. (η υπογράμμιση δική μου)».
Ήρθαν σαν τρομαγμένα πουλιά. Το βασικό γι’αυτούς ήταν πως ήταν νέοι και μπορούσαν ν’αντιμετωπίσουν πιο εύκολα τις δυσκολίες. Κι αυτό το λέω γιατί δύο άλλοι, που ήταν κι’αυτοί Έλληνες αιχμάλωτοι, αλλά πιο ηλικιωμένοι, πέθαναν κι οι δύο. Κάποιος Λάζαρος απο την περιοχή Σερρών, ουσιαστικά είχε παγώσει σπό το κρύο και απο την πείνα και πέθανε. Ένας άλλος, κι αυτός από την περιοχή Σερρών, που έτρωγε νεροφίδια, αφού τα έψηνε, τελικά κι αυτός πέθανε από την πείνα και τις κακουχίες. Οι άλλοι συνάδελφοι κρατούμενοι μας είχαν πει, πως εκτός από τους δύο, άλλοι έξι Έλληνες κρατούμενοι είχαν πεθάνει στο νησί. Από το νησί αυτό είχαν περάσει 80 περίπου Έλληνες αιχμάλωτοι. Τους οποίους όμως εμείς δεν προλάβαμε. Τελικά, οι επιζήσαντες, όταν το 1954 είχε έρθει στη Σόφια η Ελληνική Πρεσβεία, όλοι αυτοί φύγανε στην Ελλάδα, ύστερα από πολλές περιπέτειες…. (η υπογράμμιση δική μου)».
Δεν μπορώ εδώ να μην
παρατηρήσω, γιατί ακόμη και σήμερα, το 2005, η παράταξη της Αριστεράς
και οι ηγέτες της που έπαιρναν δια της βίας αθώα χωριατόπουλα, και τα
έστελναν στα άθλια κάτεργα ξένων χωρών, δεν αντιλαμβάνονται ότι κάποτε
οφείλουν να δώσουν γι’αυτό μιά εξήγηση, και να ζητήσουν κάποια συγγνώμη!
Πέραν εκείνης πού επίσης οφείλουν στους παντελώς αθώους Έλληνες στρατιώτες αιχμαλώτους που μετέφεραν στο Παραπέτασμα, πού το μόνο τους αμάρτημα ήταν ότι υπηρετούσαν την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
Όταν μάλιστα συνεχίζουν να παραπονούνται γιά την δημιουργία απο τις ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής εκείνης των στρατοπέδων στη Μακρόνησο και αλλού στα οποία κρατούνταν μαχητές της Αριστεράς.
Πέραν εκείνης πού επίσης οφείλουν στους παντελώς αθώους Έλληνες στρατιώτες αιχμαλώτους που μετέφεραν στο Παραπέτασμα, πού το μόνο τους αμάρτημα ήταν ότι υπηρετούσαν την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία.
Όταν μάλιστα συνεχίζουν να παραπονούνται γιά την δημιουργία απο τις ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής εκείνης των στρατοπέδων στη Μακρόνησο και αλλού στα οποία κρατούνταν μαχητές της Αριστεράς.
Η πλευρά
αυτή της τρίχρονης αντιπαράθεσης 1946-49, τι τύχη είχαν και τι απέγιναν
οι στρατιώτες του Ελληνικού Στρατού που έπεσαν αιχμάλωτοι στα χέρια των
οπλοφόρων του ΚΚΕ, αποσιωπήθηκε από όλες τις πλευρές γιά μισό αιώνα. Στο
μεταξύ πολλή συζήτηση γινόταν, και γίνεται ακόμη και σήμερα, γιά τις
χιλιάδες αντάρτες του κομματικού στρατού του ΚΚΕ, που ψευδεπίγραφα τον
αποκαλούσαν Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδος και διέφυγαν στο Παραπέτασμα,
όπου σύμφωνα με τους ηγέτες τους παρέμεναν για δεκαετίες "με το όπλο
παρά πόδα". Αυτός ο «Στρατός της Ελλάδος» στα τέλη του 1946 είχε στις
τάξεις του έξι επίλεκτα τάγματα του ΝΟΦ, της οργάνωσης των
Σλαβομακεδόνων Αυτονομιστών Ελλάδος, που κατά τα υπουργεία εξωτερικών
της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας ήταν νωρίτερα εντεταγμένα στον
Γιουγκοσλαβικό Στρατό ([10], σελίς 37).
Εκτός όμως από τους
αιχμαλώτους στρατιώτες του Στρατού μας, το ΚΚΕ είχε επίσης μεταφέρει
παράνομα στις χώρες του κομμουνιστικού Παραπετάσματος και πολλές άλλες
χιλιάδες αθώους Έλληνες. Εκεί είχε προωθήσει τα 28,000 περίπου νεαρά
Ελληνόπουλα, μεταξύ 3-16 χρόνων, πού πήρε από τις οικογένειές τους το
1947-48 με την πολιτική του Παιδομαζώματος. Εκεί κρατούσε γιά πολλά
χρόνια παράνομα ως ομήρους και χιλιάδες άλλους Έλληνες όλων των ηλικιών,
κυρίως από τις ακριτικές περιοχές της Ελλάδος, την Ήπειρο, Μακεδονία,
και Θράκη, σάν τα δυό χωριατόπουλα του Έβρου τα οποία αναφέρει ο
Γιώργος Γκαγκούλιας στο βιβλίο του.
Ένας τέτοιος όμηρος του ΚΚΕ
υπήρξε και η Ειρήνη Δαμοπούλου πού τώρα ζεί στο Μόντρεαλ του Καναδά.
Διάβασε την επιστολή μου στην ελληνόφωνη εφημερίδα της πόλεως, και με
δική της πρωτοβουλία ζήτησε να με συναντήσει για να μου περιγράψει την
περιπέτειά της. Η αναφορά μου στα στρατόπεδα αιχμαλώτων της Αλβανίας
στην επιστολή μου ξύπνησε στο μυαλό της μνήμες τραγικές πού την έκαναν
να ξαναζήσει με κάθε λεπτομέρεια τα επτά (7) μαύρα χρόνια που πέρασε και
αυτή σαν μικρή κοπέλλα μαζί με τον αδελφό της, την χήρα μητέρα της, και
άλλα μέλη της οικογενείας της, όμηρη των κομμουνιστών.
Η ομηρία
της ίδιας και της οικογενείας της ξεκίνησε στα βουνά της Καστοριάς, και
συνεχίσθηκε σε τρισάθλια στρατόπεδα στην Αλβανία. Τελείωσε σε
στρατόπεδο της Ρουμανίας πού είχε οργανωθεί από το ΚΚΕ, και διευθυνόταν
από τον Λουλέ, μιά πολύ γνωστή προσωπικότητα του Κόμματος. Εκεί, όπως θα
διαπιστώσει ο αναγνώστης, η ομηρία πήρε ακόμη πιό απαίσια και πιό
απάνθρωπη μορφή. Τελικά, με την βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού της Ελλάδος
αλλά και του Ερυθρού Σταυρού της Ρουμανίας, και την επιμονή της
Ελληνικής Κυβέρνησης, μετά από απίστευτες περιπέτειες, η οικογένεια
επέστρεψε τμηματικά στην Ελλάδα.
Η ιστορία της Ειρήνης Δαμοπούλου
και των άλλων ομήρων του ΚΚΕ, είναι τόσο δραματικά αντίθετη απο τις
διηγήσεις των συγγραφέων της αριστεράς, που αποφάσισα ότι πρέπει να
γίνει γνωστή. Έχουν γραφεί πολλά βιβλία από συγγραφείς πού έλαβαν οι
ίδιοι μέρος σε ένα ή περισσότερους Γύρους της βιαίας απόπειρας κατάληψης
της εξουσίας από το ΚΚΕ. Πού ήταν αυτόπτες μάρτυρες, και πρωταγωνιστές
πράξεων και γεγονότων, σαν και αυτά που περιγράφει η ηρωίδα της ιστορίας
μας. Όμως, όλοι τους τα αποσιωπούν τελείως και μάλιστα πολλοί
παρουσιάζονται τιμητές των πάντων. Προσπαθούν να μας πείσουν –και
τουλάχιστον επί του παρόντος φαίνεται ότι εν πολλοίς το έχουν επιτύχει-
ότι οι κυβερνήσεις της Ελλάδος της εποχής, ο Ελληνικός Στρατός, η τότε
Χωροφυλακή, όλες οι κυβερνητικές υπηρεσίες, ήταν σκληρές και αδίκησαν
τους οπαδούς της Αριστεράς.
Πολλοί συγγραφείς της Αριστεράς
έζησαν σαν πολιτικοί πρόσφυγες στις Κοινότητες του ΚΚΕ στις χώρες του
Παραπετάσματος, εν τούτοις προκλητικά ποτέ δεν αναφέρονται στην
συμπεριφορά των ηγετών των Κοινοτήτων αυτών προς εκείνους τους άτυχους
που είχαν πάρει μαζί τους βιαίως. Οι περισσότεροι όμως απο αυτούς
αναφέρονται λεπτομερώς στις διαμάχες μεταξύ των ηγετών τους, και στις
μεταξύ τους ίντριγκες, που συχνά έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις. Αγνοούν
όμως επιδεικτικά τα βάσανα των αθώων θυμάτων τους, σαν τα παιδιά του
Παιδομαζώματος, τους αιχμαλώτους στρατιώτες, και τους ομήρους.
Προσωπικά έως τώρα ήμουν μόνον αναγνώστης της ιστορίας, ελληνικής αλλά
και παγκόσμιας. Απο την ελληνική ιστορία το ενδιαφέρον μου ήταν πάντα
επικεντρωμένο σε τρείς περιόδους, το Βυζάντιο, την Επανάσταση του 1821,
αλλά ιδιαίτερα στο διάστημα 1940-1950 με το Έπος του ’40, την Κατοχή,
και την εσωτερική διαμάχη του 1946-49. Είμαι πεπεισμένος ότι μεγάλο ρόλο
έπαιξαν σέ αυτό –στο ενδιαφέρον μου για την περίοδο της Κατοχής και
αυτών πού επηκολούθησαν την απελευθέρωση από τους Γερμανούς- οι
διηγήσεις της μητέρας μου Ελένης όταν μεγάλωνα στους Γαργαλιάνους
Μεσσηνίας.
Ένα χρόνο πρίν να γεννηθώ, η πόλη των Γαργαλιάνων,
όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένειά μου μετά απο μετακίνηση απο το
Καράτουλα της Μεγαλόπολης, είχε δοκιμάσει το μαχαίρι και την φωτιά του
Άρη Βελουχιώτη και των «παληκαριών» του ΕΛΑΣ. Τον μήνα Σεπτέμβριο του
1944, ενώ οι Γερμανοί απέσυραν σχεδόν ανενόχλητοι προς βορρά τις σχετικά
ισχυρές στρατιωτικές τους δυνάμεις από τις παράκτιες περιοχές της
Νότιας Πελοποννήσου, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Άρη
κατευθύνονταν προς νότο για να λύσουν τις διαφορές τους με τους
εσωτερικούς τους πολιτικούς αντιπάλους.
Στην πόλη των Γαργαλιάνων, ο Άρης, όταν την «κατέλαβε»μετά από μάχη με μονάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας, έδωσε στους αντάρτες του ΕΛΑΣ μιά απαίσια διαταγή:
Στην πόλη των Γαργαλιάνων, ο Άρης, όταν την «κατέλαβε»μετά από μάχη με μονάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας, έδωσε στους αντάρτες του ΕΛΑΣ μιά απαίσια διαταγή:
«Συναγωνιστές, οικονομία στις σφαίρες! Μαχαίρι!».
Το γεγονός ότι μιά τέτοια διαταγή δόθηκε από τον Άρη στους Γαργαλιάνους
το παραδέχεται και ένας εκ των πλέον πλησιεστέρων συνεργατών του, που
ήταν παρόν εκεί, ο «Πάτερ Ανυπόμονος», στο βιβλίο του ([5], σελίδα 278).
Βέβαια, ο Πάτερ Ανυπόμονος προσπαθεί να μετριάσει την σημασία της γιά
την μορφή και την φήμη του αρχηγού του, λέγοντας ότι η παραπάνω
δολοφονική διαταγή του Άρη δόθηκε στο πεδίο της μάχης που προηγήθηκε.
Δεν μπαίνει όμως καθόλου στον κόπο να εξηγήσει τον τρόπο που οι αντάρτες
του ΕΛΑΣ θα πλησίαζαν τους ταγματασφαλίτες στο πεδίο της μάχης, ώστε
να τους σφάξουν!
Οι διηγήσεις της μητέρας μου, πού έζησε την Κατοχή και την απελευθέρωση από τους Γερμανούς στους Γαργαλιάνους, και ήταν αυτόπτης μάρτυρας αυτών των γεγονότων, και όσων ακολούθησαν, μου έχουν αφήσει ανεξίτηλες εντυπώσεις.
Οι διηγήσεις της μητέρας μου, πού έζησε την Κατοχή και την απελευθέρωση από τους Γερμανούς στους Γαργαλιάνους, και ήταν αυτόπτης μάρτυρας αυτών των γεγονότων, και όσων ακολούθησαν, μου έχουν αφήσει ανεξίτηλες εντυπώσεις.
Το κείμενο πού ακολουθεί ανήκει
στην Ειρήνη Δαμοπούλου. Την ιστορία της την μαγνητοφώνησα από το στόμα
της σε μακρά συνάντηση πού είχαμε στο Μόντρεαλ την 23-ην Ιουνίου, 2002
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου