Του Ιωάννου Σ. Θεοδωράτου
Δημοσιογράφου-Αμυντικού αναλυτή
«Η Γεωπολιτική επέστρεψε και επέστρεψε εκδικητική (σ.σ. Διάθεση) μετά από διακοπές που πήραμε από την Ιστορία, στην αποκαλούμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο». Αντιστράτηγος H. R. McMaster, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (1).
Η 21η Δεκεμβρίου ορίζεται ως η ημέρα του Χειμερινού Ηλιοστασίου, η
μεγαλυτέρα νύκτα του έτους. Πράγματι σε επίπεδο συμβολισμού και με
αφορμή την ελληνική αλλά και την κυπριακή στάση κατά την ψηφοφορία που
διεξήχθη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, κατεγράφη σοβαρή διαφοροποίηση
Αθηνών και Λευκωσίας σε βάρος των δύο πλέον σημαντικών μας συμμάχων, των
ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Οι ΗΠΑ υπέστησαν δεινή διπλωματική ήττα, παρά τις άκομψες προειδοποιήσεις προς φίλους και συμμάχους, αναφορικώς με το ζήτημα της Ιερουσαλήμ. Η χώρα μας μαζί με την Κύπρο συγκατελέγησαν στις 128 θετικές ψήφους, έναντι εννέα αρνητικών και 35 αποχών.
Μεγάλος νικητής σε επίπεδο εντυπώσεων αλλά και στο πεδίο της
προσωπικής αντιπαραθέσεως με τον Αμερικανό πρόεδρο, ανεδείχθη ο
πρωτεργάτης της όλης σχεδιάσεως, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.
Η ελληνική κυβέρνησις σε πορεία ανεξήγητης αυτοφινλανδοποιήσεως επέλεξε να συνταχθεί με τα ευρύτερα ισλαμικά και νέο-οθωμανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα, σε μια επί της ουσίας κατευθυνομένη γεωπολιτική αντιπαράθεση κατά των ΗΠΑ και του μοναδικού ισχυρού περιφερειακού συμμάχου μας του Ισραήλ.
Η ιδανική επιλογή εκτιμάται ότι θα ήταν η αποχή, την οποία ωστόσο επέλεξαν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Λεττονία, ακόμη και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Αντί αυτής της καθόλα εντίμου στάσεως, η οποία θα μας διατηρούσε στον στενό κύκλο των στρατηγικών φίλων, συστρατευθήκαμε πίσω από τον Ερντογάν που διαλαλεί πως καθήκον κάθε μουσουλμάνου είναι να υπερασπιστεί την Ιερουσαλήμ όπως την Μέκκα και την Μεδίνα!
Αθήνα και Λευκωσία αφού υπολόγισαν τα υπέρ και τα κατά, στη συνέχεια αποφάσισαν να επιλέξουν την υπερψήφιση της προτάσεως που είχε υποβληθεί από την Τουρκία και την Τυνησία και να συμβάλλουν εμφανώς με αυτόν τον τρόπο στον θρίαμβο που έστησε ένας από τους «υποστηρικτές/χορηγούς του ριζοσπαστικού Ισλάμ» (2) [σ.σ. Υπακούοντας στην λογική του δικαιωματισμού σε βάρος των εθνικών συμφερόντων;].
Στην συγκεκριμένη απόφαση πρέπει ωστόσο να ασκηθεί σοβαρή κριτική, καθώς επιχειρώντας την αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν σε αυτή, οφείλουμε να εξακριβώσουμε εάν εκείνα συμπλέουν ή συγκρούονται με τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα.
Η τρέχουσα συγκυρία σαφώς δεν αφήνει περιθώρια για πειραματισμούς ή ακόμη χειρότερα για εμμονή σε μια παλαιότερη δικαιωματικής λογικής εξωτερική πολιτική, η οποία προέτασσε την υποστήριξη των αραβικών θέσεων αναφορικώς με την Παλαιστίνη.
Όμως πρέπει να επισημανθεί ότι χωρίς η χώρα μας να υπαναχωρήσει από πάγιες θέσεις της αναφορικώς με το ζήτημα των κατεχομένων εδαφών, απώλεσε μια θαυμάσια όσο και ιστορική ευκαιρία, να επαναπροσδιορίσει τη θέση της και με αφορμή το ζήτημα της Ιερουσαλήμ να λάβει εμμέσως θέση κατά της ηγεμονικής νέο-οθωμανικής πολιτικής και να σταθεί με επικαιροποιημένες γεωστρατηγικές αξιώσεις μαζί με εκείνες τις χώρες που απείχαν της ψηφοφορίας.
Αρκεί να συμβουλευθούμε τον χάρτη των Βαλκανίων όπου θα διαπιστώσουμε ότι τρεις (Κροατία, Ρουμανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη) από τις ένδεκα χώρες (σ.σ. οι υπόλοιπες είναι οι: Σλοβενία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Σκόπια, Ελλάς, Βουλγαρία, Αλβανία και Τουρκία) απείχαν βασιζόμενες στην στήριξη των δικών τους γεωστρατηγικών συμφερόντων και μόνον.
Η ερντογανική Τουρκία η οποία έχει αναγάγει σε τέχνη την εργαλειοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος κατόρθωσε να παρασύρει στην παγίδα της Ελλάδα και Κύπρο, καθώς οι ψήφοι όχι μόνο δεν προσμετρήθηκαν υπέρ του διεθνούς δικαίου αλλά αντιθέτως φάνηκαν να εργαλειοποιούνται υπέρ της νέο-οθωμανικής, νέο-χαλιφατικής γεωπολιτικής οπτικής, με έντονο αντιαμερικανικό και αντιεβραϊκό διπλωματικό χρώμα.
Σε μια περίοδο όπου οι γκρίζοι λύκοι εισήλθαν στην Αγία Σοφία για να προσευχηθούν ως αντιστάθμισμα (!) της ανακηρύξεως της Ιερουσαλήμ ως πρωτευούσης του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, όταν το όλο ζήτημα είχε εντέχνως περάσει προμελετημένως στην σφαίρα του θρησκευτικού φανατισμού, Αθήνα και Λευκωσία φάνηκαν ότι διέβησαν τον Ρουβίκωνα με την όπισθεν.
Εάν η Αθήνα επέλεγε την αποχή συνεπικουρούμενη από την Λευκωσία εκτιμάται πως δεν θα προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις καθώς:
α) Η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και οι λοιπές αραβικές χώρες γνωρίζουν την γεωστρατηγική αντιπαλότητα της χώρας μας με την Τουρκία και την ειδική σχέση που δομεί με το εβραϊκό κράτος, γεγονός που και αρκετές εξ αυτών εκμεταλλεύονται με διαφόρους τρόπους «ορθοδόξους» και μη,
β) οι χώρες της
ΕΕ οι οποίες έλαβαν σαφή θέση, αψηφώντας τις ΗΠΑ δεν αντιμετωπίζουν τα
ίδια προβλήματα ασφαλείας, ούτε επικρεμάται κάποιας μορφής casus belli,
όπως επίσης δεν προσδοκούν σημαντικά ενεργειακά οφέλη απόρροια λεπτών γεωστρατηγικών επιλογών και
γ) ουδείς μπορεί να κατηγορήσει την Ελλάδα και την Κύπρο ότι θέτουν εμπόδια στην επίλυση του προβλήματος της Μέσης Ανατολής, καθώς η ειρηνευτική διαδικασία συνεχίζεται, ενώ η ιρανοποίηση του παλαιστινιακού ζητήματος (σ.σ. Συμφώνως με την εύστοχη παρατήρηση του καθηγητού Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Ιωάννου Μάζη) έχει προκαλέσει πολύ σοβαρούς τριγμούς, πολύ πιο ισχυρούς και επικινδύνους από το προσφάτως τεθέν θέμα.
Ο J. J. Mearsheimer στο βιβλίο του «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2007), επισημαίνει – και κατά την άποψή μας ορθώς, καθώς επαληθεύεται από τις εξελίξεις – επικαιροποιώντας την θουκυδίδεια αρχή της ισχύος, ότι στις διεθνείς σχέσεις με δυσκολία εντοπίζουμε μεγάλες δυνάμεις που να είναι ικανοποιημένες με τι ισχύον status quo, καθώς το διεθνές σύστημα τείνει να προσφέρει ευκαιρίες αποκτήσεως επιπλέον ισχύος σε βάρος των παραδοσιακών ή μη αντιπάλων τους.
Η Ελλάδα απώλεσε μια σημαντική ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι πλέον σε θέση στρατηγικής αυτοπεποιθήσεως και διαθέτει το γεωστρατηγικό σθένος να μεταβεί από την θέση του αδυνάμου στην θέση του ισχυρού, συζητώντας επί νέας βάσεως τον ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Εν όψει της επικείμενης αφίξεως του τουρκικού γεωτρυπάνου, από την Νορβηγία και έχοντας καταγράψει σειρά φραστικών (από κυβερνητικά στελέχη και μέλη του τουρκικού κοινοβουλίου) και μη απειλών (σ.σ. βλ. τουρκικές ασκήσεις στην περιοχή με στόχο σαφή την απόκτηση επιχειρησιακής ικανότητας επεμβάσεως σε μη εγκριθέντες από την Άγκυρα γεωτρήσεις) επί πολλαπλών επιπέδων, αλήθεια ποιος στην Αθήνα ή στην Λευκωσία έχει την βεβαιότητα ότι με τέτοιου είδους «δικαιωματισμούς» υπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα;
Είναι δυνατόν να εκτιμάται ότι η στάση την οποίαν τηρήσαμε ήταν η ενδεδειγμένη, θέτοντας επίσης το ερώτημα, εάν είχε βολιδοσκοπηθεί η άλλη πλευρά; Για να μην τεθούμε στο στόχαστρο της εκδικητικής διαθέσεως της επανακάμπτουσας Γεωπολιτικής – την οποία συνεχώς επικαλούνται κυβερνητικά και μη στελέχη – μήπως έχει έλθει η ώρα λόγω ακριβούς της κρισίμου όσο και επικινδύνου συγκυρίας, να επανεξετασθεί σε εθνικό πλαίσιο η ριζική μεταβολή της εν γένει στάσεώς μας, προτού η αυτοφινλανδοποίηση στην οποίαν οδηγούμεθα είναι μη αναστρέψιμη;
Δεν πιστεύουμε ότι κινδυνεύουμε να υποστούμε κάποια μορφή τιμωρίας. Ούτε εκτιμάται ότι η στάση μας έχει καταγραφεί σε κάποια μαύρη βίβλο. Όμως μια χώρα με πολύ σοβαρά προβλήματα στον τομέα της οικονομίας αλλά και της ασφαλείας, η οποία προσπαθεί να αποφύγει το ισχυρό γεωστρατηγικό bullying που της ασκεί η Τουρκία, θα ήταν λάθος να επιλέγει κατευναστικού τύπου πολιτικές και πετώντας στα κύματα της Ανατολικής Μεσογείου ευκαιρίες που η ιστορική συγκυρία παρέχει μερικές φορές ως σωσίβια.
Καλές είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις, τα χαμόγελα, οι διαβεβαιώσεις. Όλα αυτά όμως πρέπει να βασίζονται στον ρεαλισμό υπέρ των εθνικών συμφερόντων και όχι στον δικαιωματισμό. Η Άγκυρα όφειλε να λάβει ένα σαφές μήνυμα και αντί αυτού την αναγορεύσαμε σε πρωταγωνιστή-κομιστή ενός άλλου μηνύματος, το οποίο «αφελώς» συνυπογράψαμε.
1. “Geopolitics are back, and back with a vengeance, after this holiday from history we took in the so-called post-Cold War period,” Δήλωση του McMaster στις 12 Δεκεμβρίου 2017.
2. While Gen McMaster made reference to Saudi Arabia’s support for some of these organisations decades ago, he singled out Qatar and Turkey as main supporters at present. “[It] is now done more by Qatar, and by Turkey,” he said. https://www.thenational.ae/world/the-americas/us-national-security-adviser-qatar-and-turkey-are-new-sponsors-of-radical-ideology-1.683989.
DEFENCE POINT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δημοσιογράφου-Αμυντικού αναλυτή
«Η Γεωπολιτική επέστρεψε και επέστρεψε εκδικητική (σ.σ. Διάθεση) μετά από διακοπές που πήραμε από την Ιστορία, στην αποκαλούμενη μεταψυχροπολεμική περίοδο». Αντιστράτηγος H. R. McMaster, Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (1).
Οι ΗΠΑ υπέστησαν δεινή διπλωματική ήττα, παρά τις άκομψες προειδοποιήσεις προς φίλους και συμμάχους, αναφορικώς με το ζήτημα της Ιερουσαλήμ. Η χώρα μας μαζί με την Κύπρο συγκατελέγησαν στις 128 θετικές ψήφους, έναντι εννέα αρνητικών και 35 αποχών.
Η ελληνική κυβέρνησις σε πορεία ανεξήγητης αυτοφινλανδοποιήσεως επέλεξε να συνταχθεί με τα ευρύτερα ισλαμικά και νέο-οθωμανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα, σε μια επί της ουσίας κατευθυνομένη γεωπολιτική αντιπαράθεση κατά των ΗΠΑ και του μοναδικού ισχυρού περιφερειακού συμμάχου μας του Ισραήλ.
Η ιδανική επιλογή εκτιμάται ότι θα ήταν η αποχή, την οποία ωστόσο επέλεξαν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Λεττονία, ακόμη και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Αντί αυτής της καθόλα εντίμου στάσεως, η οποία θα μας διατηρούσε στον στενό κύκλο των στρατηγικών φίλων, συστρατευθήκαμε πίσω από τον Ερντογάν που διαλαλεί πως καθήκον κάθε μουσουλμάνου είναι να υπερασπιστεί την Ιερουσαλήμ όπως την Μέκκα και την Μεδίνα!
Αθήνα και Λευκωσία αφού υπολόγισαν τα υπέρ και τα κατά, στη συνέχεια αποφάσισαν να επιλέξουν την υπερψήφιση της προτάσεως που είχε υποβληθεί από την Τουρκία και την Τυνησία και να συμβάλλουν εμφανώς με αυτόν τον τρόπο στον θρίαμβο που έστησε ένας από τους «υποστηρικτές/χορηγούς του ριζοσπαστικού Ισλάμ» (2) [σ.σ. Υπακούοντας στην λογική του δικαιωματισμού σε βάρος των εθνικών συμφερόντων;].
Στην συγκεκριμένη απόφαση πρέπει ωστόσο να ασκηθεί σοβαρή κριτική, καθώς επιχειρώντας την αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν σε αυτή, οφείλουμε να εξακριβώσουμε εάν εκείνα συμπλέουν ή συγκρούονται με τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα.
Η τρέχουσα συγκυρία σαφώς δεν αφήνει περιθώρια για πειραματισμούς ή ακόμη χειρότερα για εμμονή σε μια παλαιότερη δικαιωματικής λογικής εξωτερική πολιτική, η οποία προέτασσε την υποστήριξη των αραβικών θέσεων αναφορικώς με την Παλαιστίνη.
Όμως πρέπει να επισημανθεί ότι χωρίς η χώρα μας να υπαναχωρήσει από πάγιες θέσεις της αναφορικώς με το ζήτημα των κατεχομένων εδαφών, απώλεσε μια θαυμάσια όσο και ιστορική ευκαιρία, να επαναπροσδιορίσει τη θέση της και με αφορμή το ζήτημα της Ιερουσαλήμ να λάβει εμμέσως θέση κατά της ηγεμονικής νέο-οθωμανικής πολιτικής και να σταθεί με επικαιροποιημένες γεωστρατηγικές αξιώσεις μαζί με εκείνες τις χώρες που απείχαν της ψηφοφορίας.
Αρκεί να συμβουλευθούμε τον χάρτη των Βαλκανίων όπου θα διαπιστώσουμε ότι τρεις (Κροατία, Ρουμανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη) από τις ένδεκα χώρες (σ.σ. οι υπόλοιπες είναι οι: Σλοβενία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Σκόπια, Ελλάς, Βουλγαρία, Αλβανία και Τουρκία) απείχαν βασιζόμενες στην στήριξη των δικών τους γεωστρατηγικών συμφερόντων και μόνον.
Η ερντογανική Τουρκία η οποία έχει αναγάγει σε τέχνη την εργαλειοποίηση του θρησκευτικού αισθήματος κατόρθωσε να παρασύρει στην παγίδα της Ελλάδα και Κύπρο, καθώς οι ψήφοι όχι μόνο δεν προσμετρήθηκαν υπέρ του διεθνούς δικαίου αλλά αντιθέτως φάνηκαν να εργαλειοποιούνται υπέρ της νέο-οθωμανικής, νέο-χαλιφατικής γεωπολιτικής οπτικής, με έντονο αντιαμερικανικό και αντιεβραϊκό διπλωματικό χρώμα.
Σε μια περίοδο όπου οι γκρίζοι λύκοι εισήλθαν στην Αγία Σοφία για να προσευχηθούν ως αντιστάθμισμα (!) της ανακηρύξεως της Ιερουσαλήμ ως πρωτευούσης του Ισραήλ από τις ΗΠΑ, όταν το όλο ζήτημα είχε εντέχνως περάσει προμελετημένως στην σφαίρα του θρησκευτικού φανατισμού, Αθήνα και Λευκωσία φάνηκαν ότι διέβησαν τον Ρουβίκωνα με την όπισθεν.
Εάν η Αθήνα επέλεγε την αποχή συνεπικουρούμενη από την Λευκωσία εκτιμάται πως δεν θα προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις καθώς:
α) Η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και οι λοιπές αραβικές χώρες γνωρίζουν την γεωστρατηγική αντιπαλότητα της χώρας μας με την Τουρκία και την ειδική σχέση που δομεί με το εβραϊκό κράτος, γεγονός που και αρκετές εξ αυτών εκμεταλλεύονται με διαφόρους τρόπους «ορθοδόξους» και μη,
γ) ουδείς μπορεί να κατηγορήσει την Ελλάδα και την Κύπρο ότι θέτουν εμπόδια στην επίλυση του προβλήματος της Μέσης Ανατολής, καθώς η ειρηνευτική διαδικασία συνεχίζεται, ενώ η ιρανοποίηση του παλαιστινιακού ζητήματος (σ.σ. Συμφώνως με την εύστοχη παρατήρηση του καθηγητού Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Ιωάννου Μάζη) έχει προκαλέσει πολύ σοβαρούς τριγμούς, πολύ πιο ισχυρούς και επικινδύνους από το προσφάτως τεθέν θέμα.
Ο J. J. Mearsheimer στο βιβλίο του «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2007), επισημαίνει – και κατά την άποψή μας ορθώς, καθώς επαληθεύεται από τις εξελίξεις – επικαιροποιώντας την θουκυδίδεια αρχή της ισχύος, ότι στις διεθνείς σχέσεις με δυσκολία εντοπίζουμε μεγάλες δυνάμεις που να είναι ικανοποιημένες με τι ισχύον status quo, καθώς το διεθνές σύστημα τείνει να προσφέρει ευκαιρίες αποκτήσεως επιπλέον ισχύος σε βάρος των παραδοσιακών ή μη αντιπάλων τους.
Η Ελλάδα απώλεσε μια σημαντική ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι πλέον σε θέση στρατηγικής αυτοπεποιθήσεως και διαθέτει το γεωστρατηγικό σθένος να μεταβεί από την θέση του αδυνάμου στην θέση του ισχυρού, συζητώντας επί νέας βάσεως τον ρόλο της στην Ανατολική Μεσόγειο.
Εν όψει της επικείμενης αφίξεως του τουρκικού γεωτρυπάνου, από την Νορβηγία και έχοντας καταγράψει σειρά φραστικών (από κυβερνητικά στελέχη και μέλη του τουρκικού κοινοβουλίου) και μη απειλών (σ.σ. βλ. τουρκικές ασκήσεις στην περιοχή με στόχο σαφή την απόκτηση επιχειρησιακής ικανότητας επεμβάσεως σε μη εγκριθέντες από την Άγκυρα γεωτρήσεις) επί πολλαπλών επιπέδων, αλήθεια ποιος στην Αθήνα ή στην Λευκωσία έχει την βεβαιότητα ότι με τέτοιου είδους «δικαιωματισμούς» υπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα;
Είναι δυνατόν να εκτιμάται ότι η στάση την οποίαν τηρήσαμε ήταν η ενδεδειγμένη, θέτοντας επίσης το ερώτημα, εάν είχε βολιδοσκοπηθεί η άλλη πλευρά; Για να μην τεθούμε στο στόχαστρο της εκδικητικής διαθέσεως της επανακάμπτουσας Γεωπολιτικής – την οποία συνεχώς επικαλούνται κυβερνητικά και μη στελέχη – μήπως έχει έλθει η ώρα λόγω ακριβούς της κρισίμου όσο και επικινδύνου συγκυρίας, να επανεξετασθεί σε εθνικό πλαίσιο η ριζική μεταβολή της εν γένει στάσεώς μας, προτού η αυτοφινλανδοποίηση στην οποίαν οδηγούμεθα είναι μη αναστρέψιμη;
Δεν πιστεύουμε ότι κινδυνεύουμε να υποστούμε κάποια μορφή τιμωρίας. Ούτε εκτιμάται ότι η στάση μας έχει καταγραφεί σε κάποια μαύρη βίβλο. Όμως μια χώρα με πολύ σοβαρά προβλήματα στον τομέα της οικονομίας αλλά και της ασφαλείας, η οποία προσπαθεί να αποφύγει το ισχυρό γεωστρατηγικό bullying που της ασκεί η Τουρκία, θα ήταν λάθος να επιλέγει κατευναστικού τύπου πολιτικές και πετώντας στα κύματα της Ανατολικής Μεσογείου ευκαιρίες που η ιστορική συγκυρία παρέχει μερικές φορές ως σωσίβια.
Καλές είναι οι στρατιωτικές ασκήσεις, τα χαμόγελα, οι διαβεβαιώσεις. Όλα αυτά όμως πρέπει να βασίζονται στον ρεαλισμό υπέρ των εθνικών συμφερόντων και όχι στον δικαιωματισμό. Η Άγκυρα όφειλε να λάβει ένα σαφές μήνυμα και αντί αυτού την αναγορεύσαμε σε πρωταγωνιστή-κομιστή ενός άλλου μηνύματος, το οποίο «αφελώς» συνυπογράψαμε.
1. “Geopolitics are back, and back with a vengeance, after this holiday from history we took in the so-called post-Cold War period,” Δήλωση του McMaster στις 12 Δεκεμβρίου 2017.
2. While Gen McMaster made reference to Saudi Arabia’s support for some of these organisations decades ago, he singled out Qatar and Turkey as main supporters at present. “[It] is now done more by Qatar, and by Turkey,” he said. https://www.thenational.ae/world/the-americas/us-national-security-adviser-qatar-and-turkey-are-new-sponsors-of-radical-ideology-1.683989.
DEFENCE POINT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου