Tου Σαράντου Ι. Καργάκου
Ιστορικού -συγγραφέως
Ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἕνα ἔθνος, ἕνας λαός δέν πλάθεται σύμφωνα μέ τίς καλύτερες ἰδέες πού ἔχει γιά τόν ἑαυτό του, πλάθεται ἀπό δυνάμεις πού ἔχει καί τίς ὁποῖες συχνά ἀγνοεῖ. Καμμιά φορά, χωρίς νά τό ἐννοεῖ. Καί τὸ πλάσιμο αὐτό γίνεται ὅχι σύμφωνα μέ τήν καλύτερη ἰδέα πού εἶχε ὁ συγκεκριμένος αὐτός λαός για τόν ἑαυτό του ἀλλά «κατά τὸ γράμμα» ἄλλων δυνάμεων πού δρώντας κι αὐτές σέ μιά εὑρύτερη ἱστορική περιοχή, λειτουργοῦν σάν «χέρι τῆς μοίρας», χωρίς συχνά οἱ φορεῖς τῶν δυνάμεων αὐτῶν νά ἐννοοῦν, τί ἀκριβῶς δημιουργοῦν. Συγκεκριμενοποιῶ: ὁ ἑλληνικός κόσμος τῆς ἀρχαιότητας εἶχε συνείδηση ἔθνους ἀλλά δὲν ἀπέκτησε ποτέ συνείδηση ἐνιαίου ἔθνους ὑπό τή μορφή ἑθνοκράτους. Ἡ δημοκρατία, πού τόσο συνέβαλε στήν ἀνάδειξη τῆς πολιτικής ζωῆς, συνέβαλε ἀφάνταστα στήν προαγωγή τῆς πόλης ἀλλ᾽ ἐμπόδισε τή δημιουργία ἑνιαίου ἐθνικοῦ σχήματος, Οἱ Ἕλληνες ποτέ στήν ἀρχαιότητα δέν ἀπέκτησαν ἐθνική ἰδεολογία. Τό κήρυγμα τοῦ πανελληνισμοῦ ἔμεινε στή σκέψη κάποιων στοχαστῶν ἀλλά δέν πήρε ποτέ ἔμπρακτο χαρακτῆρα. Κι ὁσάκις εἴχαμε εὐρύτερες συσσωματώσεις (π.χ. Πελοποννησιακή συμμαχία, Ἀθηναϊκή συμμαχία, Θηβαϊκή ἡγεμονία), αὐτές λειτουργοῦσαν στό ὄνομα τῆς πόλης καί ὄχι στό ὄνομα τῆς Ἑλλάδος.
Ὅταν, τέλος, ἦλθε ὁ καιρός τῶν Μακεδόνων βασιλέων, πού ἔνωσαν ὑπό το σκῆπτρο τους τούς Ἕλληνες, οὔτε καί αὐτοί μπόρεσαν νά δώσουν ἕνα εὐρύτερο ἰδεολογικό σχῆμα στήν ἀρχή τους. Ἡ διάχυσή τους μάλιστα στὀν ἀπέραντο χῶρο τῆς ᾿Ανατολῆς καί τῆς Αἰγύπτου ἐμπόδισε τήν ἐντός τοῦ περιορισμένου ἑλληνικοῦ χώρου ἰσχυροποίησή τους. Ἔτσι ἐξάντλησαν καί οἱ Μακεδόνες τή δύναμή τους περισσότερο σέ πολέμους κατά τῶν ἄλλων Ἑλλήνων καί ὀλιγώτερο κατά τῶν μετέπειτα ἐλθόντων Ρωμαίων. Τό τοπικιστικό ἔνστικτο ὑπερίσχυσε τοῦ ἐθνικοῦ σέ ὅλη τή μακρά περίοδο τῆς ἀρχαιότητας. Λύση στό πολιτικό πρόβλημα, ἀφοῦ ἀπέτυχαν οἱ παλαιότερες ἀμφικτυονίες, θά μποροῦσαν νά δώσουν τά «Κοινά», οἱ λεγόμενες «Συμπολιτεῖες». Ἀλλά τόσο ἡ Ἀχαϊκή, ὅσο καί ἡ Αἰτωλική λειτούργησαν ὡς τοπικές ἑνώσεις καί ὄχι ὡς ἐθνικές. Καμμιά ἀρχαία ἑλληνική κοινωνία δέν ἀνέλαβε τήν εὐθύνη γιά τή δημιουργία Ἑλληνικῆς Συμπολιτείας. Ἔτσι καί τά «Κοινά» ἐξαντλήθηκαν στούς μεταξύ τους πολέμους, ἑνῶ στήν τελευταία φάση οἱ ἐσωτερικοί κοινωνικοί ἀγῶνες ὑπέσκαψαν παντελῶς τήν ἰσχύ τῶν ἑλληνικῶν πόλεων. Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι στήν τελευταία μάχη γιά τήν προάσπιση τῆς ἑλληνικὴς ἐλευθερίας, στή Λευκόπετρα τοῦ Ἰσθμοῦ, παρετάχθησαν μόνο 14.500 πεζοί καί 600 ἱππεῖς. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἀπό τούς πεζούς, οἱ 12.000 ἦσαν δοῦλοι. Δηλαδή οἱ δοῦλοι τῶν Ἑλλήνων ἐκλήθησαν νά πολεμήσουν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῶν ᾿Ελλήνων!
Αὐτό ὅμως πού δέν ἔγινε στήν Ἑλλάδα διά τῶν Ἑλλήνων ἔγινε διά τῶν Ρωμαίων. Μέσα σέ συνθήκες ὑποταγῆς ὁ ἑλληνικός κόσμος ἔπαυσε πιά νά λειτουργεῖ κατά πόλεις, χωρίς αὐτό νά σημαίνει πώς ἔπαυσε ἡ ἐσωτερική πολιτική λειτουργία τῶν πόλεων ὑπό ρωμαϊκή ἐποπτεία, καί σιγά - σιγά ἄρχισε νά ὡριμάζει ἡ ἰδέα τοῦ Ἕλληνα πολύ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι στό παρελθόν. ᾿Ασφαλῶς ὑπῆρχαν πάντα οἱ ὅροι Σπαρτιάτης, Ἀθηναῖος, Θηβαῖος, ἀλλά μόνο πρός δήλωση καταγωγῆς κατά τή σημερινή ἔννοια. Οἱ λέξεις εἶχαν πιά ἀποφορτισθεῖ πολιτικά. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔλειψε ὁ τοπικιστικός ἀνταγωνισμός, ἄρχισε νά σφυρηλατεῖται ἡ ἔννοια τοῦ Ἕλληνα ὡς μία εὐρύτερη ἐθνική καί πνευματική ἑνότητα πού ἁπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ἀγκάλιασε τή μεγίστη ἔκταση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, καί μάλιστα σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε μετά τήν μεταφορά τῆς κρατικῆς πρωτεύουσας ἀπό τή Δύση στήν Ἀνατολή καί παρά τήν ἐπιβολή μιᾶς θρησκείας μή ἑλληνικῆς -στούς πρώτους αἰῶνες μάλιστα ἀνθελληνικῆς-, ὁ ἑλληνικός κόσμος ὑποκατέστησε τόν ρωμαϊκό στή διεύθυνση τῆς αὐτοκρατορίας. Ὀπότε ἡ αὐτοκρατορία, ὑπό ρωμαϊκό ἔνδυμα, ἔνινε σταδιακά ἑλληνική. Καί ἡ ἑλληνικότητα αὐτή, χωρίς νά δηλώνεται ρητά, γινόταν πιό ἔντονη, ὅσο σταδιακά προχωροῦσε ὁ ἐξελληνισμός τῆς θρησκείας, ἀφοῦ φυσικά εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐκχριστανισμός τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου.
Συνεπῶς, εἶναι σφάλμα νά κάνουμε ὡς ἱστορικοί μιά μεγάλη χρονολογική τομή ἐκεῖ γύρω στό 146 π.Χ. καί νά νομίζουμε πώς τήν ἐπαύριο τῆς μάχης τοῦ Ἰσθμοῦ καί τῆς καταστροφῆς τῆς Κορίνθου ἔχουμε μιά ἄλλη Ἱστορία. Ἔχουμε ἁπλῶς ἀλλαγή σελίδας καί συγγραφή ἑνός νέου κεφαλαίου ἤ μᾶλλον συγγραφή κεφαλαίων πού περιγράφουν τή μεταπήδηση ἀπό τό κράτος τῆς πόλης στό πολιτικό κράτος καί πού ὁ ρόλος τῆς πρωτεύουσας εἶναι πάλι καθοριστικός ὄχι ἀφ᾽ ἑαυτοῦ ἀλλά ὡς ἕδρας τοῦ αὑτοκράτορα. Ἡ αὐτοκρατορική ἰδεολογία ὑπερίσχυσε τῆς πολιτικῆς. Καί γιά νά γίνω πιό σαφής: ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία θά ἐξακολουθοῦσε νά ὑπάρχει, ἔστω καί ἄν ἔπεφτε ἡ Κωνσιαντινούπολη, ἀρκεῖ ὁ Κωνσταντῖνος νά σωζόταν, μεταφέροντας σέ ἄλλη περιοχή τήν ἕδρα του καί τήν αὐτοκρατορική του ἰδιότητα. Αὐτό συνέβη κατά τήν ἅλωση τοῦ 1204, ὅπου ἡ Αὐτοκρατορία ὑφίστατο ὡς πολιτική ἔννοια, ἀφοῦ ὁ Κωνσταντῖνος Λάσκαρις μετέφερε τήν ἕδρα στή Νίκαια. Συνεπῶς, ἡ Αὐτοκρατορία τῶν Κωνσταντίνων ἔπεσε ὄχι γιατί ἔπεσε ἡ Πόλη ἀλλά γιατί ἔπεσε ὁ Κωνσταντῖνος καί κανείς μετά δέν μπόρεσε ἀλλοῦ νά ὑψώσει τήν αὐτοκρατορική σημαία. Ἔτσι μετά τή ρωμαϊκή ὑποταγή και μειά τή χιλιόχρονη ὑπό «ξένη σημαία» κυριαρχία (πολιτική, πνευματική, γλωσσική καί οἰκονομική) τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου[1], φθάνουμε στήν τουρκική ἐπικράτηση. Ὑπό συνθῆκες δουλείας ὁ ἑλληνικός κόσμος ἀναχωνεύεται, ἀποκτᾶ ὑπόσταση Γένους, ὅπου βαραίνει περισσότερο τό θρησκευτικό στοιχείο, καί ἁκολούθως ἔθνους, ὅπου βαραίνει περισσότερο μιά συνείδηση κοινῶν ἰστορικῶν καταβολῶν κι ὄχι μόνο θρησκευτικῶν. Κι ἐφόσον ἡ ἔννοια τοῦ ἔθνους ἰσχυροποιεῖται στή συνείδηση τῶν ὑποδούλων καί πρωτίστως στή συνείδηση τῶν μή δούλων ἀλλά χωρίς πατρίδα Ἑλλήνων τοῦ ἐξωτερικοῦ, ὡριμάζουν οἱ πολιτικές συνθῆκες γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ καί γιά τό σχηματισμό -γιά πρώτη φορά στήν Ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου -ἑνιαίου ἑλληνικοῦ ἐθνικοῦ κράτους.
Τό λεγόμενο, λοιπόν, ὅτι τά ἔθνη εἶναι μιά ἀρτιγενής σύλληψη 200 περίπου ἐτῶν, εἶναι κάτι πού μπορεῖ νά ἰσχύει γιά τίς ΗΠΑ, τόν Καναδᾶ, τή Βραζιλία, τήν Αὐστραλία ἀλλ᾽ ὄχι γιά τούς ἱστορικούς λαούς τῆς Εὐρώπης καί πολύ περισσότερο γιά τόν κόσμο πού φέρει τή φωνή τῶν Ἑλλήνων, γιατί αὐτός μεταφέρει πάνω του μιά μοριακή σκόνη ἱστορίας τριῶν καί πλέον χιλιετιῶν.
Ἐπιλογικός «πρόλογος»: Ἄς ἐπανέλθουμε ὅμως στήν εἰσαγωγική μας σκέψη. Εἶναι γνωστή ἡ θέση τοῦ Ἐγέλου γιά τήν κύρια θέση τῆς ᾿Ιδέας στό χῶρο τῆς Ἱστορίας. Ὅλες οἱ δρῶσες στό προσκήνιο καί στό παρασκήνιο δυνάμεις τῆς Ἱστορίας, ἑνῶ ἀγωνίζονται γιά κάποιους δικούς τους διακηρυγμένους σκοπούς, στήν πραγματικότητα ἀγωνίζονται γιά τούς σκοπούς τῆς Ἱστορίας, πού εἶναι καθορισμένοι ἀπό τήν Ἰδέα. Αὐτή εἶναι ἡ «πονηρία τοῦ Νοῦ», κατά τή γνωστή ἐγελειανή ἔκφραση. Τοῦτο δένεται μέ τὰ παραπάνω, ἅν λάβουμε ὑπόψη τό σημεῖο «συμπλοκῆς» Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Οἱ Χριστιανοί, πού μετά τή δεύτερη ἑβραϊκή καταστροφή (2ος μ.Χ. αἰ.), εἶχαν ἔναντι τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ μιά αὐθυπαρξία ἔθνους, χωρίς ὡστόσο νά εἶναι, ὀνόμαζαν τούς εἰδωλολάτρες συλλήβδην «Ἕλληνες» καί « Ἐθνικούς»[2].
Ἔτσι σιγά - σιγά, καί παρά τόν ὀνειδιστικό χαρακτήρα πού εἶχαν ἀρχικά, οἱ λέξεις ταυτίστηκαν σημασιολογικά, ὑψώθηκαν ἐννοιολογικά σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε σήμερα, κατά μεγάλο βαθμό, τό χριστιανός νά εἶναι συστατικό τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας τοῦ Ἕλληνα.
[1] Ὁ Ἑλληνικός κόσμος στήν περίοδο τοῦ Βυζαντίου οὐσιαστικά ἦταν πλοῖο ἑλληνικό ὑπό ξένη σημαία.
[2] Τό ἐθνικός ἐδῶ εἶναι ἀπόδοση τοῦ ἑβραϊκοῦ «γκογίμ». Γκογίμ ὀμόμαζαν οἱ Ἑβραῖοι τούς ἀλλοεθνεῖς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου