τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ τοῦ ΕΠΟΚ
Κάθε 14 Σεπτεμβρίου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐορτάζει τήν διπλή ἀνύψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στήν πραγματικότητα τιμοῦμε δύο ξεχωριστά ἱστορικά γεγονότα πού τό ἔνα ἔλαβε χώρα τό 327 μ.Χ. μέ τήν εὔρεσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπό τήν Αγία Ἑλένη καί τό άλλο τό 630 μ.Χ. μέ τήν ἀναστήλωσί του ἐπί Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου. Ἁς τά δοῦμε:
Βρισκόμαστε δύο ἔτη ἀπό τήν κυριαρχία ως ἀποκλειστικοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Κωνσταντίνου Α’ του Μεγάλου[1] (324 μ.Χ.) μετά ἀπό μακρά περίοδο σκληρῶν καί πολυμέτωπων ἐμφυλίων συγκρούσεων. Καί μόλις ἔνα ἔτος ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας (325 μ.Χ.)[2] στην οποία συντάχθηκαν γιά πρώτη φορά τά 7 πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως
Ἡ μητέρα τοῦ Αὐτοκράτορος Ἑλένη -μία Ἑλληνίδα, κόρη πανδοχέως ἀπό τό Δρέπανο τῆς Βιθυνίας - το 326 μ.Χ. μετέβη γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους.
Ἐκεῖ πραγματοποίησε μεγάλες ἀνασκαφές καί βρῆκε τούς τόπους Γεννήσεως, Σταυρώσεως καί Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Σε αυτήν οφείλεται καί ἡ εὔρεσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί τῶν σταυρῶν τῶν δύο ληστῶν, στόν ὁποίο ὁδηγηθηκε κατόπιν επιπόνων ἀνασκαφῶν καί κατά τήν παράδοσι στό σημεῖο πού βρέθηκε, φύτρωνε ἔνα ἀρωματικό φυτό, ὁ γνωστός μας βασιλικός.
Ἡ Ἑλένη λοιπόν μέ αὐτοκρατορικές χορηγίες ἀνήγειρε τόν μεγαλοπρεπή Ναό τῆς Γεννήσεως στήν Βηθλεέμ καί τόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως στόν Γολγοθά. Ναοί πού ἀποτελοῦν ἔκτοτε τά σημαντικότερα μνημεῖα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Καί στίς 14 Σεπτεμβρίου 335 ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, ὁ Τίμιος Σταυρός παραδόθηκε στόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων πού τον τοποθέτησε στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως
Κατά τόν Εὐσέβιο[3] ἡ Ἑλένη ἐπεδόθη σέ πράξεις φιλανθρωπίας, συντηρώντας κοινότητες καί ἀνεγείροντας μονές καί ἱδρύματα κοινῆς ὠφελείας. Μετά τό ταξείδι της στούς Ἁγίους Τόπους, ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Νικομήδεια, ὅπου καί ἀπεβίωσε τό 329 σέ ἡλικία 80 ἐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία τήν ἀνακήρυξε Ἁγία καί Ἰσαπόστολο.
Ἡ Ἁγία Ελένη μέ τόν Τίμιο Σταυρό
Ἡράκλειος: Ὁ πρῶτος Σταυροφόρος
Μεταφερόμεθα σχεδόν τρείς αἰώνες μετά:
Ἁπό τό 610 Αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Έλλην τής Καππαδοκίας Ἡράκλειος.[4]
Τό 613 οἱ Πέρσες κατέλαβαν τήν Δαμασκό καί ὅλη τήν ὑπόλοιπη Συρία. Καί βοηθούμενοι ἀπό “μονοφυσίτες” καί Ἰουδαίους, εἰσέβαλαν στήν Παλαιστίνη, κατέλαβαν ἀρχικά τήν Γαλιλαία καί τήν ἄνοιξι τοῦ 614 ἅλωσαν τά Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἀγριότητα τῶν κατακτητῶν ἦταν ἀπίστευτη. Οἱ Πέρσες μέ τήν ἀρωγή τῶν Ἰουδαίων τῆς πόλεως ἔσφαξαν μέχρι 90.000 Χριστιανούς κατά μαρτυρία τοῦ Θεοφάνους! Συνέλαβαν 35.000 αἰχμαλώτους μαζί μέ τόν Πατριάρχη Ζαχαρία καί κατέστρεψαν περίπου 300 ἐκκλησίες. Ὁ Τίμιος Σταυρός μεταφέρθηκε ὡς λάφυρο στήν αὐλή τοῦ Πέρση βασιλέως Χοσρόη Β’!
Ἦταν Δευτέρα, 5 Ἀπριλίου τοῦ 622. Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος εἶχε ἤδη λάβει τήν θεία μετάληψι καί ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλούς στρατιώτης προσευχήθηκε στήν Ἁγία Σοφία. Κατόπιν ἐνώπιον λαού καί Στρατοῦ ὑψώνει τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ “ἀχειροποιήτου”. Ἡ τελετή ἔμοιαζε μέ «ἀληθινό σταυροφορικό ξεκίνημα».[5]
Ἀπό τό 622 μέχρι τό 628 ὁ Αὐτοκράτορας ἔκανε ἀλλεπάλληλες ἐκστρατείες κατά τῶν Περσῶν. Ἀπίστευτα ἀνδρεῖος, πάντοτε πολεμώντας στήν πρώτη γραμμή ἔδινε τό παράδειγμα καί ἐνέπνεε τήν ἀγάπη καί τόν ἐνθουσιασμό τῶν ἀνδρῶν του. Κατά τόν Κ. Ἄμαντο «ἀπεδείχθη ὁ τολμηρότερος ἀλλά καί ὁ περισσότερον μελετημένος στρατηγός τοῦ Βυζαντίου».[6] Ἐφήρμοσε τήν τακτική τοῦ κεραυνοβόλου πολέμου, τῶν αἰφνιδιαστικῶν ἑλιγμῶν, τῆς διεισδύσεως στά μετόπισθεν τοῦ ἐχθροῦ καί τῆς ἀποκοπῆς τῶν βάσεών του.
Στίς 12 Δεκεμβρίου 627, ἡ πολύωρη καί ἀπίστευτα σκληρή μάχη τῆς Νινευί ξεκινοῦσε. Ὁ Ἡράκλειος μονομάχησε προσωπικά μέ τόν στρατηγό Ραζάτη καί τόν σκότωσε! Σχεδόν ὅλοι οἱ Πέρσες ἀξιωματικοί ἔπεσαν νεκροί, ἐνῶ 4 ἕως 6.000 Πέρσες ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης, μέχρι πού ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή. Ἡ νίκη τοῦ Ἡρακλείου ἦταν συντριπτική.
Ὁ “βυζαντινός Ἀλέξανδρος”
Ὁ νικηφόρος πόλεμος τοῦ βασιλέως Ἡρακλείου κατά τῶν Περσῶν εἶχε τελειώσει. Ἡ ἑλληνοπερσική σύγκρουσις πού εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν 5ο αἰώνα π.Χ. καί διαρκέσει παραπάνω ἀπό χιλιετία ἔληγε ὁριστικά. Διότι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος συνέτριψε τό πρῶτο ὀργανωμένο Περσικό Κράτος τῶν Ἀχαιμενιδῶν, ἔτσι ὁ Ἡράκλειος συνέτριψε τό δεύτερο Περσικό Κράτος τῶν Σασσανιδῶν. Ὁ Ρῶσος ἱστορικός Θ. Οὐσπένσκι συνέκρινε τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Ἡρακλείου μέ ἐκεῖνες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.[7] Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ Πορφυρογέννητος τόν χαρακτήρισε «μέγα» καί ὁ Μιχαήλ Ψελλός «θαυμάσιον».
Τό “Κοράνιο” ἀναφερόμενο στίς νίκες τοῦ Ἡρακλείου κατά τῶν Περσῶν, γράφει: «Οἱ Ἕλληνες νικήθηκαν ἀπό τούς Πέρσες (ἐννοεῖ πρίν τόν Ἡράκλειο), ἀλλά σέ λίγα χρόνια θά νικήσουν καί αὐτοί, μέ τήν σειρά τους».[8]
Στίς 8 Ἀπριλίου ὁ Στρατιώτης - Αὐτοκράτωρ μέ τόν δαφνοστεφῆ Στρατό του ἀναχωροῦσε γιά τήν Κωνσταντινούπολι, ἀφήνοντας τόν ἀδελφό του Θεόδωρο νά μεριμνήση γιά τήν ἐκκένωσι τῶν περιοχῶν ἀπό τούς Πέρσες, βάσει τῆς συνθήκης. Ὅπως σημειώνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «Ἡ περσική νίκη τοῦ Ἡρακλείου φέρνει στήν Ἀνατολή τά σύνορα τοῦ Βυζαντίου, πέρα ἀκόμη καί ἀπό τά ὅρια τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, συνδέοντας τή βυζαντινή παράδοση μέ τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου».[9]
Ἡ ἀναστήλωσις: «Νίκας τοῖς βασιλεύσι κατά βαρβάρων…»
Στίς ἀρχές τοῦ 630, στήν Ἱεράπολι ὁ Τίμιος Σταυρός παραδόθηκε τελικά στόν Ἡράκλειο. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἔσπευσε στά ἀπελευθερωμένα Ἱεροσόλυμα μέσα σέ κῦμα ἐνθουσιασμοῦ.
Ἦταν 21 Μαρτίου 630. Ὁ Ἡράκλειος μπροστά στό κατασυγκινημένο πλῆθος καί φορώντας μόνο ἕνα λευκό χιτώνα μετέφερε πεζός στούς ὤμους του τόν Τίμιο Σταυρό καί ἀκολουθούμενος ἅ-πό τόν Πατριάρχη Μόδεστο καί τόν κλῆρο, τόν ἀποκατέστησε στήν θέσι του ἐπί τοῦ Γογλοθᾶ.
Ἐκεῖ εἶναι πού ὁ κλῆρος ἔψαλε τό ἀπολυτίκιο τοῦ Σταυροῦ:
«Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ Σου, πολίτευμα».
Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Ἡ πανηγυρική αὐτή πράξη συμβόλιζε τή νικηφόρα ἔκβαση τοῦ πρώτου μεγάλου θρησκευτικοῦ πολέμου τῆς χριστιανοσύνης».[10]
Ἡ ἀναστήλωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντυπωσίασε ὅλον τόν κόσμο καί «λόγω τοῦ ὀνόματός του ὁ πολύς λαός τόν θεωροῦσε ἀπόγονο τοῦ Ἡρακλῆ».[11] Ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δύσεως μέχρι τούς Ἰνδούς, κατέφθασαν δῶρα καί συγχαρητήρια. Ἀπετέλεσε γιά τήν Δύσι τό πρότυπο τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἱππότου. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ Ἀνδρέας Στράτος: «Ἡ ἐπική ποίηση τῶν Γάλλων θά ἀναπτύξει σέ φανταστικές διαστάσεις τόν ὡραῖο τύπο τοῦ ἱππότη, τοῦ δυνατοῦ, τοῦ χριστιανοῦ, τοῦ “Eracles”».[12]
Χάρτης μέ τίς ἐκστρατείες τοῦ Ἡρακλείου
“Τά δύο νέα ἰσχυρά στηρίγματα τοῦ Κράτους: ἑλληνισμός καί ὀρθοδοξία”
Ἀμέσως μετά τήν τελειωτική νίκη του κατά τῶν Περσῶν, ὁ Ηράκλειος προχώρησε σέ μεταρρυθμίσεις τοῦ ἀπέβλεπαν στήν ὁριστική καί πλήρη ἑλληνοποίησι τῆς Αὐτοκρατορίας.
Τό ἔτος 627 (ἤ 629) ἡ ἑλληνική ἔγινε ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κράτους. Σχολιάζοντας αὐτό τό γεγονός καί τήν ἀναγκαιότητά του, ὁ G. Ostrogorsky γράφει: «Ἡ γλῶσσα τοῦ λαοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε τώρα καί ἡ γλῶσσα τοῦ Κράτους.».[13]
Παράλληλα, τό 629 οἱ λατινικοί τίτλοι “Flavius”, “Imperator”, “Caesar” καί “Augustus” (Φλάβιος, Αὐτοκράτωρ, Καίσαρ καί Αὔγουστος), ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασιλεύς» μέ τήν προσθήκη «πιστός ἐν Χριστῷ». Ὅπως γράφει ὁ Vasiliev, ὁ τίτλος Βασιλεύς ἦταν «συνήθης στά μέρη ἐκεῖνα τῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου ὠμιλεῖτο ἡ Ἑλληνική».[14]
Χαρακτηριστική γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἡράκλειος ἔβλεπε τήν βασιλεία εἶναι φράσις του πρός τούς συμπολεμιστές του: «ἐμοὶ μὲν ὑμᾶς ὡς ἀδελφοὺς ἡ σχέσις καὶ τῆς βασιλείας ὁ τρόπος συνήρμοσεν· ἐξουσίαν γὰρ οὐ τοσοῦτον ἐν φόβῳ ὅσον προλάμπειν ἐν πόθῳ θεσπίζομεν».[15] Δηλαδή, δέν ἔβλεπε τήν βασιλεία ὅπως οἱ ἀνατολίτες Πέρσες, ἀλλά στηριζομένη στήν ἀγάπη τοῦ λαοῦ του. Παρατηρεῖ καί πάλι ὁ Charles Diehl: «Ἐνῶ ἡ αὐτοκρατορία ἐξελληνιζόταν, ὁ θρησκευτικός χαρακτήρας πού τήν χαρακτήριζε ἀνέκαθεν, γινόταν πιό βαθύς… Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ μοναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στηρίγματα πού ἐξασφάλισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδωσαν τόν χαρακτήρα της ἐπί αἰῶνες: τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδοξία».[16]
Κατά τήν ἐποχή του Ἡρακλείου, ὅπως παραδέχεται ὁ σοβιετικός Μ. Levtchenko: «τό Βυζάντιο ἔχασε τό χαρακτήρα τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας καί πῆρε τήν μορφή ἑνός Ἀνατολικοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους».[17]
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθ'ηνα. Τηλ. 2106440021
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Υἱός τοῦ στρατηγοῦ καί καίσαρος Κωνσταντίου Χλωροῦ μέ θρακική - δαρδανική καταγωγή. Ἡ Θράκη ἦταν ἐξελληνισμένη ἤδη ἀπό τόν 8ο π.Χ. αἰώνα. Οἱ Δάρδανες ἦταν πρωτοελληνικό ἤ θρακικό φύλο πού ἔποικοί του μετακόμισαν στήν Τρωάδα. Ἀπό αὐτούς ὁ Ἑλλήσποντος ἀπεκλήθη Δαρδανέλλια. Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡγέτιδα τάξις ἦταν κυρίως ἑλληνική καί οἱ Ρωμαίοι τούς θεωροῦσαν Ἕλληνες.
[2] Σέ αὐτήν συμμετεῖχαν 318 ἐπιφανεῖς κληρικοί -οἱ περισσότεροι Ἕλληνες- καί προήδρευσε ὁ ἴδιος ὁ Αὐτοκράτορας, παρότι ἀκόμη δέν εἶχε βαπτισθεῖ Χριστιανός. Μάλιστα δέν δίστασε νά ἐκφράση τίς ἀπόψεις του ὁμιλώντας τήν ἑλληνική γλῶσσα.
[3] VC, 3.42-47
[4] Ἡ θεωρία περί δήθεν ἀρμενικής καταγωγής του ἕχει ἐπιστημονικά καταρρεύσει. Ὁ ἀρμένιος τοῦ 7ου αἰῶνος Σεβεός, προσπάθησε νά ἀναγάγη τήν καταγωγή τοῦ Ἡρακλείου ἀπό τόν ἀρμενικό οἶκο τῶν Ἀρσακιδῶν, χωρίς κανένα στοιχεῖο. Συχνά επίσης παρερμηνεύεται μία ἐπιστολή τοῦ Φιλιππικοῦ πρός τόν πατέρα τοῦ Ἡρακλείου πού παραθέτει ὁ Θεοφύλακτος Σιμμοκάτης. Ὅμως ὁ Ἡράκλειος ἦταν τότε “στρατηγός τοῦ Ἀρμενιακοῦ”. Ὅταν λοιπόν ὁ Φιλιππικός τόν διατάσσει νά πάη «στήν πόλι του», ἐννοεῖ στήν στρατιωτική του ἕδρα, ὥστε νά παραδώση τό στράτευμα στόν Ναρσή καί ὄχι φυσικά τήν πόλι καταγωγῆς του! Τό ὄνομα Ἡράκλειος, εἶναι ξεκάθαρα ἑλληνικό ὄνομα καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἐμμανουήλ Καρακώστας: «…δέν τό συναντᾶμε τήν ἐποχή ἐκείνη στά μέρη τῆς ἀνατολῆς, οὔτε σέ λαούς γειτονικούς τῆς Ρωμανίας». («Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων», σελ. 43). Ἐπίσης κανένα ἀπό τά ὀνόματα τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἡρακλείου δέν ἔχει ἀρμενική ρίζα. Ὁ πατέρας του ἦταν νυμφευμένος μέ τήν Ἐπιφανεία. Τά ἀδέλφια του ἦσαν ὁ Θεόδωρος καί ἡ Μαρία. Ὁ ἐξάδελφός του λεγόταν Νικήτας. (Βλπ. καί C. Cawley «Byzantium 395 – 1057, Family of Emperor Heracleios 610 - 711» Medieval Lands Project. Foundation for Medieval Genealogy). Ἡ ἀρμενική καταγωγή ἀποκλείεται καί λόγω τοῦ ὅτι ὁ πρῶτος τό 529 πολέμησε τούς Ἀρμενίους καί κατέστειλε τήν ἐξέγερσί τους. (P. Charanis «Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23 – 44). Τό κυριότερο ὅμως γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν καταγωγή του εἶναι τά χαρακτηριστικά του. Κατά τόν χρονικογράφο Γεώργιο Κεδρηνό, ὁ Ἡράκλειος «…ἤν τήν ἡλικίαν μεσήλιξ, εὐσθενής, εὔστερνος, ἐκόφθαλμος, ὀλίγον ὑπόγλαυκος, ξανθός τήν τρίχα, λευκός τήν χροιάν, ἔχων τόν πώγωνα πλατύν καί πρός μῆκος ἐκκρεμῆ». (1.714). Τό ἄκρως ἀντίθετο τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν Ἀρμενίων, ὅπως ἐπιβεβαιώνουν τόσο ὁ Κωνσταντῖνος Ἄμαντος («Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» σελ. 275). ὅσο καί ὁ Vasiliev, («Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 248).
[5] Ι. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 128.
[6] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 289.
[7] Στό ἔργο του «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» (Τόμος Ι σελ. 684).
[8] Koran XXX, I, κεφάλαιο «Οἱ Ἕλληνες» σελ. 330 - 331. Σέ ὅλο τό Κοράνιο, οἱ βυζαντινοί ἀποκαλοῦνται ξεκάθαρα Ἕλληνες.
[9] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 26.
[10] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 170.
[11] Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 30.
[12] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 243.
[13] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 172.
[14] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 255.
[15] Γ. Πισίδη Exp. Pers. II 88-119.
[16] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 33.
[17] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 165 (Ἐκδόσεις Πολικός, 1955)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου