Η άλωση της Λατινοκρατούμενης (από το 1204) Κωνσταντινούπολης από το στρατό της λεγόμενης Αυτοκρατορίας της Νίκαιας το 1261 χαρακτηρίζεται γενικά στη βιβλιογραφία ως ανακατάληψη. Ο όρος προϋποθέτει την αποδοχή πως το κράτος της Νίκαιας αντιπροσωπεύει σε επαρκή βαθμό την πολιτική συνέχεια, στην εξορία, της προ του 1204 Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντίθετα από τη Λατινική «Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης». Η είσοδος του Βυζαντινού στρατού στην Πόλη έγινε από κάποιο σημείο των τειχών στην περιοχή της πύλης της Πηγής, τη νύχτα της 24ης προς την 25η Ιουλίου 1261 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Μετά την άλωσή της το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε σε ένα καθεστώς συγκυριαρχίας του Λατίνου (Γάλλου) Αυτοκράτορα και του Κοινού των Βενετών. Στις περιοχές που δεν καταλήφθηκαν από τους σταυροφόρους, τα μέλη της Βυζαντινής αριστοκρατίας και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας συσπειρώθηκαν γύρω από δύο ηγεμονικές αυλές, οι οποίες διεκδικούσαν το ρόλο του συνεχιστή της Αυτοκρατορίας: την αυλή των Δουκών Κομνηνών στη δυτική Ελλάδα και εκείνη των Λασκαριδών στη Μικρά Ασία...
Το δεύτερο κρατίδιο, γνωστό ως Αυτοκρατορία της Νίκαιας, κατόρθωσε μέσα σε τέσσερις δεκαετίες να επιβληθεί ως η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της παλιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με διαρκείς εκστρατείες κατά την περίοδο 1242 - 1260, οι Αυτοκράτορες Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1221 - 1254), Θεόδωρος Β' Λάσκαρις (1254 - 1258) και Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1259 - 1282) κατέλαβαν τη Μακεδονία και τη Θράκη, εκτοπίζοντας τους βασικούς τους αντιδιεκδικητές, δηλαδή τους Δούκες Κομνηνούς της Ηπείρου και τους ηγεμόνες της Βουλγαρίας. Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, στην οποία από το 1240 έως το 1261 βασίλευε ο Βαλδουίνος Β', απέμεινε απομονωμένη και χωρίς εδάφη.
Λόγω της έλλειψης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, η άμυνά της ήταν εξαρτημένη πλέον μόνο από το Βενετικό στόλο και ενδεχόμενες ενισχύσεις από την καθολική Δύση. Από την άλλη, τα ισχυρά χερσαία τείχη και η ανωτερότητα των Βενετών στη θάλασσα καθιστούσαν οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον της Κωνσταντινούπολης εξαιρετικά δύσκολη και εξηγούν την επιβίωση της Λατινικής κυριαρχίας επί τόσο μεγάλο διάστημα.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΟ 1204 ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΚΡΑΤΙΚΑ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ
Η Κωνσταντινούπολη, η πλουσιότερη και πολυπληθέστερη πόλη του τότε
Χριστιανικού κόσμου, υπέκυψε στην πολιορκία των σταυροφορικών
στρατευμάτων της Δύσης στις 13 Απριλίου το 1204. Ξημερώματα της Δευτέρας
12 Απριλίου προς Τρίτη 13 Απριλίου 1204, ο άστεπτος Αυτοκράτορας
Κωνσταντίνος Λάσκαρις εγκαταλείπει τη Βασιλεύουσα. Η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία αντικαταστάθηκε από το Λατινικό βασίλειο της
Κωνσταντινούπολης, ενώ τα άλλοτε Βυζαντινά εδάφη αντικαταστάθηκαν από
μικρά κρατικά μορφώματα σύμφωνα με την Partitiο Romaniae. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα περίπλοκο σύστημα τιμαρίων, παρόμοιο με
την φεουδαρχική οργάνωση της Μεσαιωνικής Δύσης.
Ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ο Βαλδουίνος της
Φλάνδρας και του Αινώ, ο οποίος στέφτηκε και χρίστηκε Αυτοκράτορας στον
ναό της Αγίας Σοφίας στις 9 Μαΐου 1204, έλαβε τα πέντε όγδοα της
πρωτεύουσας, τη Θράκη, το βορειοδυτικό τμήμα της Μ. Ασίας, την Λέσβο,
την Χίο και την Σάμο. Δηλαδή το ένα τέταρτο από το σύνολο της
Αυτοκρατορικής επικράτειας. Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός ύστερα από
διαμάχες ίδρυσε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το οποίο περιλάμβανε
περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι Βενετοί κατέλαβαν τα
σημαντικότερα λιμάνια της Ρωμαϊκής επικράτειας.
Όπως τη Ραγούσα, το Δυρράχιο στην Αδριατική, την Κορώνη και την Μεθώνη
στην Πελοπόννησο, την Καλλίπολη, την Ραιδεστό και την Ηράκλεια στη
θάλασσα του Μαρμαρά, τα νησιά του Ιονίου πελάγους, την Κρήτη και τέλος,
τα τρία όγδοα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος
Δάνδολος ονομάστηκε « κύριος του τετάρτου και του μισού (από το τέταρτο)
της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Στον νότιο Ελλαδικό χώρο δημιουργήθηκαν
αυτόνομα πριγκιπάτα όπως του Όθωνα de la Roche στην Αττικο-Βοιωτία, και
στην Πελοπόννησο το κρατίδιο του Γουλιέλμου Σαμπλίττη και του
Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ανιψιού του χρονικογράφου της τέταρτης
Σταυροφορίας Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου.
Στη Μ. Ασία ο αδελφός του Λατίνου Αυτοκράτορα Ερρίκος πήρε ως φέουδο
εδάφη προς το Αδραμμύτιο, ο Πέτρος ( Pierre de Bracieux) τις περιοχές
γύρω από το Ικόνιο, ο Λουδοβίκος ( Louis de Blois) το δουκάτο της
Νίκαιας, και ο Στέφανος ( Stephane de Perche) το δουκάτο της
Φιλαδέλφειας. Ο Βυζαντινός πληθυσμός, ο οποίος έβλεπε τους Λατίνους
κατακτητές με πολύ μεγάλη αντιπάθεια, συσπειρώθηκε γύρω από σημαντικές
προσωπικότητες παίρνοντας τον δρόμο της προσφυγιάς. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέα ανεξάρτητα Ελληνικά κράτη, αντίπαλα
μεταξύ τους, τα οποία έσωσαν το Βυζάντιο από τον πλήρη αφανισμό του.
Στην Δυτική Ελλάδα ο Μιχαήλ Δούκας (1204 - 1215), γιος του
σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα εξάδελφος των Αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β' και
Αλεξίου Γ', συγκρότησε την ηγεμονία της Ηπείρου. O Μιχαήλ Δούκας, ο
οποίος ήταν δούκας και αναγραφεύς του θέματος Μελανουδίου της Μ. Ασίας
(1190 - 1195), είχε ως έδρα του κράτους του την Άρτα ύστερα από πιθανό
γάμο του με την κόρη ή την χήρα του διοικητή του θέματος Νικοπόλεως. Στη
στενή λωρίδα των ακτών του Εύξεινου Πόντου της Μ. Ασίας είχε προηγηθεί η
ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος από τον Αλέξιο και Δαβίδ,
εγγονούς του Ανδρονίκου Α' Κομνηνού, τον Απρίλιο του 1204, όχι όμως ως
επακόλουθο της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους.
Η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας , η οποία δεν επηρέασε σχεδόν καθόλου
την εξέλιξη της πολιτικής ιστορίας του ύστερου Βυζαντινού κράτους, έπεσε
στους Οθωμανούς Τούρκους μόλις το 1461. Πριν από την άλωση της
Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, τρεις ανακηρυγμένοι
Βυζαντινοί αριστοκράτες αφού συγκέντρωσαν στρατεύματα, εγκαταστάθηκαν σε
περιοχές της Μ. Ασίας δημιουργώντας μικρές ηγεμονίες, Ο Θεόδωρος
Μαγκαφάς κατέλαβε την Φιλαδέλφεια, ο Μανουήλ Μαυροζώμης την κοιλάδα του
Μαιάνδρου, ενώ ο Σάββας Ασιδηνός εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ της
Μιλήτου και της Αμισού.
Στον Ελλαδικό χώρο, ο Λέων Σγουρός κατείχε το Ναύπλιο, το Άργος και την
Κόρινθο, ενώ ο Λέων Χαμάρετος δημιούργησε τη δική του ηγεμονία στη
Λακεδαίμονα.
Οι παραπάνω ηγεμονίες δεν είχαν μεγάλη χρονική διάρκεια. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις, γαμπρός του Αλεξίου Γ' Άγγελου, είχε καταφύγει στη Μ. Ασία κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί μετά τον Απρίλιο του 1204 κατάφερε να συγκεντρώσει Ελληνικά στρατεύματα και να συγκροτήσει στη δυτική Μ. Ασία το δικό του κράτος αρχικά με κέντρο την Προύσα και στη συνέχεια τη Νίκαια. Ο Θεόδωρος Α' κατέλυσε πολύ σύντομα (στο τέλος του 1205) το κρατίδιο του Μαυροζώμη, ενώ η ηγεμονία του Θεόδωρου Μαγκαφά κατέρρευσε επίσης το ίδιο έτος. Ίσως ο Θεόδωρος Μαγκαφάς να κατέφυγε στον σουλτάνο του Ικονίου Καϊχοσρόη (1192 - 1197 και 1204 / 1211).
Στα τέλη του 1206 καταλύεται και η αυτονομία του Σάββα Ασιδηνού στη Σαμψούντα, ο οποίος τελικά συμμαχεί με τον Θεόδωρο Α'. Ο τελευταίος του έδωσε το υψηλότατο αξίωμα του σεβαστοκράτορος. Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις, πριν καλά-καλά εδραιώσει την ηγεμονία στη Μ. Ασία βρέθηκε αντιμέτωπος με τα στρατεύματα των Λατίνων. Ο αδελφός του Λατίνου Αυτοκράτορα Βαλδουίνου, Ερρίκος της Φλάνδρας, και οι σύμμαχοι ιππότες του Λουδοβίκου de Blois, οι οποίοι έπρεπε να καταλάβουν σύμφωνα με την partitio Romaniae εδάφη της Μ. Ασίας, νίκησαν τον Θεόδωρο Α' κοντά στο Ποιμαμηνό τον Δεκέμβριο του 1204. Όμως ο Βαλδουίνος και ο Λουδοβίκος de Blois είχαν άδοξο τέλος.
Στη μάχη που έδωσαν με τον Βούλγαρο Καλογιάννη την άνοιξη του 1205, ο μεν Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε στην Αδριανούπολη και στη συνέχεια θανατώθηκε, ο δε Λουδοβίκος de Blois έπεσε στο πεδίο της μάχης μαζί με άλλους επιφανείς ιππότες. Στην Νίκαια λοιπόν χάρη στους γρήγορους και ευφυείς χειρισμούς του Θεόδωρου Λάσκαρι, ιδρύθηκε μία νέα Ελληνική Αυτοκρατορία, η οποία έμελλε να αντικαταστήσει εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α' διαδέχτηκε τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης και ο εκάστοτε μητροπολίτης της Νίκαιας ήταν και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο Θεόδωρος Α' δεν κατάφερε να φέρει στην επικράτειά του, παρά τις επίμονες προσπάθειες, τον νόμιμο πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Καματηρό (1198 - 1206), ο οποίος αρνήθηκε να έλθει στη Νίκαια. Μετά την άλωση του 1204 αποσύρθηκε στο Διδυμότειχο, όπου και κατέληξε δύο χρόνια μετά. Ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης, ο οποίος εξελέγη μετά την άλωση της Πόλης του 1204 ήταν ο Μιχαήλ Δ' Αυτωρειανός (1208 - 1214). Ο τελευταίος το Πάσχα του 1208, έστεψε και έχρισε με μύρο τον Θεόδωρο Α', ο οποίος το 1206 είχε αναγορευθεί Αυτοκράτορας. Έτσι ο Θεόδωρος Α' τιτλοφορούνταν ως « Θεόδωρος πιστός βασιλεύς και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων».
Εκείνη τη χρονική στιγμή η επικράτεια του Θεόδωρου Α' με κέντρο την πόλη της Νίκαιας περιλάμβανε την Προύσα, τη Σμύρνη τη Φιλαδέλφεια, την Έφεσο, τα Νεόκαστρα και το Κιλβιανό πεδίο. Περιλάμβανε όλη την επαρχία της Βιθυνίας, δυτικά περιλάμβανε την Καρία και την κοιλάδα του Μαιάνδρου, ενώ ανατολικά επεκτεινόταν μέχρι τη Γαλατία και τη Καππαδοκία. Ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις δεν είχε εχθρό μόνο τον Λατίνο Αυτοκράτορα, αλλά και τον Σουλτάνο του Ικονίου. Οι δύο αυτοί εχθροί είχαν συνάψει συμμαχία, γι’ αυτό και ο Θεόδωρος Α' ήλθε σε επαφή με τον βασιλιά της Μικράς Αρμενίας Λέοντα Β'. Τον Ιούνιο του 1211 κοντά στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου ο Θεόδωρος Α' νίκησε τον Σουλτάνο, ο οποίος έπεσε στο πεδίο της μάχης.
Οι συνέπειες της νίκης του Θεόδωρου ήταν αρκετά επωφελείς για το κράτος του, καθώς συνέλαβε αιχμάλωτο τον πεθερό του Αλέξιο Γ'. Επίσης, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε ολοένα και περισσότερο υπολογίσιμη δύναμη για τους γείτονές της. Οι Σελτζούκοι και οι Νικαείς έπαψαν να αψιμαχούν, ενώ οι Χριστιανικοί πληθυσμοί της Μ. Ασίας οργανώθηκαν και συσπειρώθηκαν. Όμως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο Αυτοκράτορας της Νίκαιας ηττήθηκε στον ποταμό Ρυνδακό από τον Ερρίκο. Ο τελευταίος, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον αδελφό του Βαλδουίνο στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης, προήλασε ως την Πέργαμο και το Νυμφαίο. Το 1214 οι δύο αντίπαλοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης καθορίζοντας τα σύνορά τους.
Οι Λατίνοι διατήρησαν τη βόρειο-δυτική γωνία της Μ. Ασίας ως το Αδραμμύτιο στα νότια, ενώ η υπόλοιπη περιοχή ως τα σύνορα του σουλτανάτου του Ικονίου έμεινε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Συγχρόνως ο Θεόδωρος Α' καταφέρνει ν’ αποσπάσει την περιοχή της Παφλαγονίας από την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, προσαρτώντας την τελευταία στο κράτος της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος Α' για να διατηρήσει την ειρήνη με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης νυμφεύτηκε το 1219 σε τρίτο γάμο την κόρη της αυτοκράτειρας Γιολάντας Κουρτεναί, Μαρία, η οποία ήταν ανιψιά των δύο πρώτων Λατίνων αυτοκρατόρων Βαλδουίνου και Ερρίκου.
Σημαντικό επακόλουθο της ειρήνης μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών ήταν η αποδυνάμωση του κράτους του Δαβίδ Κομνηνού στον Πόντο της Μ. Ασίας.. Ο Θεόδωρος Λάσκαρις κατάφερε να προσαρτήσει σταδιακά έως το 1214 τις γύρω περιοχές της Ηράκλειας και της Σινώπης, οι οποίες υπάγονταν πριν στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Επίσης το 1219 συμφώνησε με το Βενετό podesta της Κωνσταντινούπολης να έχουν πλήρη ελευθερία οικονομικών συναλλαγών οι Βενετοί έμποροι μέσα στην επικράτεια του κράτους της Νίκαιας. Σχετικά με την πολιτική των επιγαμιών που εφάρμοσε ο Θεόδωρος Α' θα πρέπει να αναφέρουμε πως αποτελούσαν διπλωματικές κινήσεις, παρόλο που στα μάτια των Βυζαντινών φαίνονταν ως κινήσεις προδοσίας.
Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο D. Nicol ''Έφερναν την ειρήνη στην εξόριστη Αυτοκρατορία, ενθάρρυναν την οικονομική βιωσιμότητα, της παρείχαν χρόνο για να ενδυναμώσει τις βάσεις μιας διοικήσεως που θα μπορούσε μία μέρα να κληθεί στην Κωνσταντινούπολη''. Μέρος της εκκλησιαστικής πολιτικής του πρώτου Αυτοκράτορα της Νίκαιας ήταν και η προσέγγιση με τον Πάπα για την επίτευξη της ένωσης της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία. Ο Θεόδωρος Α' προσπάθησε ανεπιτυχώς να συγκαλέσει σύνοδο στη Νίκαια, στην οποία θα συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τα πατριαρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων.
Καθώς και της ιεραρχίας του κράτους της Ηπείρου, με σκοπό να σταλεί αντιπροσωπεία στη Ρώμη για τη σύνοδο του Λατερανού. Ο Θεόδωρος Α' απεβίωσε τον Αύγουστο του 1222, όμως «οὐδὲ γὰρ εἶχεν ἄῤῥενα παῖδα εἰς ἥβην ἐλθόντα», γι’ αυτό και τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του από την θυγατέρα του Ειρήνη, Ιωάννης Γ' Βατάτζης, ένας από τους σημαντικότερους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Κατά τον G. Ostrogorsky o Ιωάννης Γ' Βατάτζης (1222 - 1254) ''Είναι χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος πολιτικός άνδρας της περιόδου της Νίκαιας''. Η περίοδος της βασιλείας του είναι γεμάτη από επιτυχίες και στην εξωτερική και στην εσωτερική πολιτική.
Το 1225 κοντά στο Ποιμανηνό, εκεί όπου πριν από είκοσι χρόνια ο Θεόδωρος Α' είχε γνωρίσει την ήττα από τους Λατίνους, ο Βατάτζης νίκησε τα Λατινικά στρατεύματα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ο Βατάτζης κατάφερε να προσαρτήσει στο κράτος του σχεδόν όλες τις Λατινικές κτήσεις στη Μ. Ασία με εξαίρεση τη Νικομήδεια. Παράλληλα, οι ναυτικές επιχειρήσεις της Νίκαιας στέφονταν η μία μετά την άλλη με επιτυχία, προσαρτώντας τα νησιά Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Ρόδο. Παράλληλα σε μεγάλη ακμή βρισκόταν και το κράτος της Ηπείρου, του οποίου ηγεμόνας ήταν ο Θεόδωρος Δούκας. Η εξουσία του τελευταίου εκτεινόταν από την Αδριατική έως το Αιγαίο Πέλαγος συμπεριλαμβάνοντας την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη.
Ήδη από το 1215 είχε προσαρτήσει στο κράτος του σημαντικά κέντρα όπως την Αχρίδα, τον Πρίλαπο, τα Σκόπια, τις Νέες Πάτρες, τη Λαμία, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τη Βέροια, τα Σέρβια, τις Σέρρες κ.ά. Στην Θεσσαλονίκη ο Θεόδωρος Άγγελος εισήλθε στα τέλη του 1224 ύστερα από δύσκολη πολιορκία, το 1225 / 1226 αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας, ενώ ένα χρόνο μετά έγινε η στέψη και η χρίση του από τον Δημήτριο Χωματηνό. Η ολοκληρωτική όμως καταστροφή για τον ηγεμόνα της Ηπείρου επήλθε το 1230 στη μεγάλη μάχη της Κλοκότνιτσας, κατά την οποία τα στρατεύματα του Θεόδωρου Δούκα κατατροπώθηκαν ολοκληρωτικά από τις δυνάμεις του Βούλγαρου Τσάρου Ιβάν Ασάν Β'.
Ο τελευταίος, ο οποίος αποσκοπούσε στην δημιουργία ενός Βουλγαρορρωμαϊκού κράτους με Αυτοκράτορα τον ίδιο και πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, συνέλαβε τον Θεόδωρο Άγγελο και στη συνέχεια τον τύφλωσε. Επακόλουθο της ήττας στην Κλοκότνιτσα ήταν η σημαντική εδαφική συρρίκνωση του κράτους της Ηπείρου, εφόσον τα εδάφη της Θράκης, της Μακεδονίας καθώς και ένα τμήμα της Βορείου Ηπείρου που είχε καταλάβει ο Θεόδωρος, περιήλθαν στο κράτος του Ιβάν Ασάν Β'. Μετά από αυτά η Αυτοκρατορία της Νίκαιας απαλλάχτηκε από τον αντίπαλό της για το θρόνο της Κωνσταντινούπολης, το κράτος της δυτικής Ελλάδος. Η μόνη εχθρική υπολογίσιμη δύναμη για την Νίκαια ήταν το Βουλγαρικό κράτος.
Γι’ αυτό και την άνοιξη του 1235 υπογράφηκε στην Καλλίπολη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ του Έλληνα Αυτοκράτορα και του Βούλγαρου Τσάρου, οι οποίοι για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο την φιλία τους πάντρεψαν τα παιδιά τους. Ο διάδοχος του Βατάτζη, Θεόδωρος Λάσκαρις, νυμφεύτηκε τη κόρη του Ιβάν Ασάν Β', Ελένη στην Λάμψακο. Οι δύο σύμμαχοι προχώρησαν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όμως εξαιτίας της διχόνοιας που προέκυψε στους δύο ηγεμόνες η πολιορκία λύθηκε. Ο Ιβάν Ασάν Β', ο οποίος είχε στρέψει τις δυνάμεις του εναντίον του Ιωάννη Βατάτζη αποχώρησε από το προσκήνιο υπογράφοντας συνθήκη ειρήνης στην Τζουρουλό στα τέλη του 1237 καθώς η επιδημία που είχε ξεσπάσει στο Τύρνοβο είχε προκαλέσει τον θάνατο της συζύγου του, και ενός από τους δύο γιους του.
Το 1246 ο Ιωάννης Γ' κατάφερε να καταλάβει όλα εκείνα τα εδάφη που είχε αποσπάσει ο Ιβάν Ασάν Β' (1218 - 1241). Ο ίδιος ο Ιβάν είχε πεθάνει ήδη από το 1241, και την διακυβέρνηση του Βουλγαρικού κράτους είχαν αναλάβει οι ανήλικοι γιοί του Καλομάν (1241 - 1246) και Μιχαήλ (1246 - 1256). Στη συνέχεια ο Βατάτζης στράφηκε κατά της Θεσσαλονίκης, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Άγγελος Δούκας, γιος του Θεόδωρου Άγγελου Δούκα της Ηπείρου. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Δούκας αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την τοπική αντιπολίτευση και δεν έφερε καμία σχεδόν αντίσταση στα Αυτοκρατορικά στρατεύματα της Νίκαιας. Σύντομα, αναγκάστηκε να παραδώσει τα Αυτοκρατορικά σύμβολα και ν’ αναγνωρίσει την Αυτοκρατορική εξουσία του Ιωάννη Βατάτζη.
Ο τελευταίος απένειμε στον Ιωάννη Δούκα τον τίτλο του Δεσπότη. Με τον θάνατο του τελευταίου, ο αδελφός του Δημήτριος ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση της πόλεως, ζητώντας από τον Βατάτζη να του αναγνωρίσει τον τίτλο του δεσπότη. Σύντομα όμως ο Ιωάννης Γ΄ διόρισε διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο, πατέρα του μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η'. Παράλληλα ο Ιωάννης Βατάτζης έδωσε τον τίτλο του δεσπότη στον Μιχαήλ Β' Δούκα και στον γιο του Νικηφόρο, ενώ κατέλαβε όλα τα εδάφη της Μακεδονίας που είχε αποσπάσει ο στρατός της Ηπείρου από τους Βούλγαρους.
Όπως ο Θεόδωρος Α' Λάσκαρις έτσι και ο Ιωάννης Γ' Βατάτζης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένωση των Εκκλησιών, εφόσον θεωρούσε πως ο Πάπας μπορούσε να επηρεάσει την πορεία της Λατινικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Σε περίπτωση που το Σχίσμα των εκκλησιών έπαυε να ισχύει, ο Βατάτζης ήταν πρόθυμος ν’ αναγνωρίσει το πρωτείο του Πάπα, ενώ ο τελευταίος θα αναγνώριζε τον Βυζαντινό βασιλέα ως τον νόμιμο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες συνεχίστηκαν για αρκετά χρόνια δεν είχαν αποτέλεσμα παρόλο που υπήρχε καλή πρόθεση και από τις δύο πλευρές. Ο Ιωάννης Γ' κατάφερε σπουδαία πράγματα και στον χώρο της εσωτερικής πολιτικής.
Την περίοδο της βασιλείας του δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην ανόρθωση της αγροτικής οικονομίας και κτηνοτροφίας. Η λειτουργία των Αυτοκρατορικών κτημάτων αποτέλεσε πρότυπο για όλες τις αγροτικές μονάδες καλλιέργειας. Παράλληλα απαγόρευσε στους υπηκόους του να αγοράζουν είδη πολυτελείας εκτός της Αυτοκρατορίας, με μοναδική εξαίρεση τα εισαγόμενα μέταλλα και τα πολυτελή υφάσματα που εισέρρεαν σε μεγάλες ποσότητες από το σουλτανάτο του Ικονίου. Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να απαλλάξει το κράτος του από το μονοπώλιο των Βενετών. Συνέπεια όλων αυτών ήταν να καταστήσει την Αυτοκρατορία του αυτάρκη, και οικονομικά ισχυρή παρόλο που η αυτοκρατορία βρισκόταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση.
Επιπλέον, με την πρόοδο της οικονομίας, ο Βατάτζης κατάφερε να ενισχύσει τους οικονομικά ασθενέστερους, προστατεύοντάς τους από τις αυθαιρεσίες των δυνατών, ίδρυσε νοσοκομεία και φιλανθρωπικά ιδρύματα, χρηματοδότησε την ανέγερση πολλών ναών, μερίμνησε για την φύλαξη και οχύρωση των πόλεων, και ακολούθησε την τακτική των Αυτοκρατόρων της Μέσης Βυζαντινής περιόδου κατά την οποία το κράτος παραχωρούσε κλήρους μικρής έκτασης σε γεωργούς - στρατιώτες. Βέβαια προσπάθησε να ενισχύσει την μεσαία στρατιωτική αριστοκρατία δημιουργώντας πολλά προνοιακά κτήματα μικρής εκτάσεως.
Παράλληλα εγκατέστησε στη Θράκη, στη Μακεδονία και στη Φρυγία Κουμάνους με τον όρο να καλλιεργούν εκτάσεις γης, αλλά σε περίπτωση πολέμου να μάχονται υπέρ του Αυτοκράτορα. Το γεγονός ότι υπήρχε εγχώριος στρατός, ο οποίος μαχόταν για την οικογένειά του αλλά και για την περιουσία του, δεν απέκλειε τον ύπαρξη του μισθοφορικού στρατού. Ο τελευταίος απαρτιζόταν κυρίως από τους Λατίνους μισθοφόρους, οι οποίοι ως επί το πλείστον είχαν εγκαταλείψει την Λατινική Αυτοκρατορία. O Ιωάννης Βατάτζης πέθανε το 1254 σε ηλικία 62 ετών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του κατάφερε να υπέρ διπλασιάσει το κράτος που είχε παραλάβει από τον προκάτοχό του Θεόδωρο Α' Λάσκαρι.
Δημιούργησε μία οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρή Αυτοκρατορία, την οποία οι γείτονές της λάμβαναν σοβαρά υπόψη. Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις γράφει για τον πατέρα του: ''Ένωσε τη χώρα που είχε τεμαχισθεί από τους Λατίνους, Πέρσες, Βούλγαρους, Σκύθες και άλλους ξένους τύραννους. Τιμώρησε τους αρπάζοντας και προστάτευσε την χώρα του. Έκανε την χώρα μας απρόσιτη εις τους εχθρούς''. Η εικόνα του Ελεήμονος Αυτοκράτορα ρίζωσε βαθιά στις καρδιές των υπηκόων της Νίκαιας γι’ αυτό και η εκκλησία, πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του τον ανακήρυξε άγιο, ενώ παράλληλα συντάχτηκε και ο ''Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος''.
Τον Ιωάννη Γ' Βατάτζη διαδέχτηκε στον θρόνο ο γιος του Θεόδωρος Β' ο οποίος προτίμησε το πατρικό επώνυμο της μητέρας του και όχι εκείνο του πατέρα του. Στη σύντομη σε χρονική διάρκεια βασιλεία του (1254 - 1258), ο Θεόδωρος Β' δεν έφερε αλλαγές στη εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας, ούτε όμως έφερε τους Βυζαντινούς πιο κοντά στην ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Παρόλα αυτά ο Θεόδωρος Β' κατάφερε να διατηρήσει τη δύναμη και ισχύ της Αυτοκρατορίας παρά τους συνεχείς πολέμους στην Ανατολή και στη Δύση. Ο Θεόδωρος Β' είχε να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι προκαλούσαν προβλήματα καθώς ξεσηκώνονταν συχνά.
Από την άλλη, στη Δύση ο Βούλγαρος Μιχαήλ Ασάν κατέκτησε τμήματα της Μακεδονίας και της Θράκης, περιοχές δηλαδή που είχε προσαρτήσει παλαιότερα στην επικράτεια της Νίκαιας ο Ιωάννης Βατάτζης. Το 1256 μετά από δύο επιτυχημένες εκστρατείες ο Βούλγαροι υποχώρησαν, η δύναμη των οποίων μειώθηκε ακόμη περισσότερο με την πτώση του Μιχαήλ Ασάν και την άνοδο στο θρόνο του Κωνσταντίνου Tich (1257 - 1277). Ο τελευταίος έλαβε για σύζυγό του την Ειρήνη, κόρη του Θεόδωρου Β'. Αναταραχές στη Βαλκανική προκάλεσε και ο Νικηφόρος της Ηπείρου, γιος του Μιχαήλ Β', ο οποίος κατέλαβε το κάστρο των Σερβίων.
Παράλληλα στο κράτος της Νίκαιας ξέσπασε μεγάλη διαμάχη μεταξύ του Αυτοκράτορα και των εκπροσώπων της αριστοκρατίας, οι οποίοι είχαν καταλάβει υψηλά κρατικά αξιώματα. Ο Θεόδωρος Β' καθώς πίστευε πως οι εκπρόσωποι της αριστοκρατίας ήταν υπεύθυνοι για δυσκολίες που είχαν προκύψει στους πολέμους, που είχαν διεξαγάγει με τους Βούλγαρους και τους Ηπειρώτες, προέβη σε συνεχείς δίκες , σε φοβερές τιμωρίες, προκαλώντας μεγάλο μίσος στην αριστοκρατία. Αντίθετα προωθήθηκαν πρόσωπα της μεσαίας αριστοκρατίας, αλλά και άτομα ταπεινής καταγωγής, τα οποία έδειξαν ιδιαίτερη αφοσίωση και πίστη στον Θεόδωρο Β'. Όσο αφορά την προσωπικότητα του Θεοδώρου Β' μπορούμε να αναφέρουμε πως επρόκειτο για άτομο αρκετά μορφωμένο.
Ήταν μάλλον διανοούμενος και θεολόγος, παρά πολιτικός άνδρας και κυβερνήτης. Πρώτα-πρώτα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μαθητές του Νικηφόρου Βλεμμύδη. Πριν ακόμη ανέβει στο θρόνο ο Θεόδωρος Β΄ ασχολήθηκε επισταμένως με τη φιλοσοφία και τη θεολογία. Κατά τη βραχύβια βασιλεία του άνθησαν τα γράμματα και οι τέχνες. Σύμφωνα με τον G. Ostrogorsky ''Μεγάλος αριθμός λογίων συγκεντρώθηκε γύρω από τον φιλομαθή Αυτοκράτορα και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας δοκίμασε τέτοια πολιτιστική άνθηση που θύμιζε την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου''. Ο Θεόδωρος Β', ο οποίος έπασχε από επιληψία πέθανε το 1258 σε ηλικία 36 ετών. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης ο Δ'.
Ο ίδιος Αυτοκράτορας με τη διαθήκη του διόρισε ως αντιβασιλέα τον Γεώργιο Μουζάλωνα. Ο τελευταίος δεν ανήκε στην παραδοσιακή αριστοκρατία, και οι οικονομικά ισχυροί της Αυτοκρατορίας δεν μπορούσαν να δεχτούν με τίποτε έναν νεόπλουτο να ασκεί την αντιβασιλεία και να παραβλέπει τα συμφέροντά τους. ¨Έτσι εννέα ημέρες μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα, Λατίνοι μισθοφόροι, των οποίων διοικητής ήταν ο Μέγας Κοντόσταβλος Μιχαήλ Παλαιολόγος, δολοφόνησαν τον Γεώργιο Μουζάλωνα και τους δύο αδελφούς του μπροστά στην αγία τράπεζα κατά την διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης του εκλιπόντος Θεόδωρου Β'. Νέος κηδεμόνας του οκτάχρονου Ιωάννη Δ' ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος.
Σύντομα ο Μιχαήλ πήρε το αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, και αμέσως μετά αναγορεύτηκε Αυτοκράτορας. Στις αρχές του 1259 ο πατριάρχης Αρσένιος τέλεσε τη διπλή στέψη του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου και του Ιωάννη Δ' Λάσκαρι. Αρκετά νωρίς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος απέκτησε το πρώτο του δημόσιο αξίωμα. Σε ηλικία είκοσι ενός ετών ο Μιχαήλ διορίστηκε διοικητής της Μακεδονίας το 1246 από τον Ιωάννη Βατάτζη. Το 1253 νυμφεύτηκε μία ανιψιά του Βατάτζη και διορίστηκε Μέγας Κοντόσταυλος. Σύντομα όμως κατέφυγε στο σουλτανάτο του Ικονίου φοβούμενος τη σύλληψή του για προδοσία από τον Θεόδωρο Β'.
Όμως ο Αυτοκράτορας αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές ικανότητες του Μιχαήλ, τον έστειλε στη Μακεδονία για να διεξαγάγει τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει με το κράτος της Ηπείρου. Όμως ο Θεόδωρος Β' δεν μπορούσε να καθησυχαστεί με την ιδέα ότι ο Μιχαήλ ήταν ελεύθερος. Έτσι λίγο πριν πεθάνει ο Αυτοκράτορας διέταξε τη σύλληψη και φυλάκισή του. Τις τελευταίες ώρες της ζωής του ο Θεόδωρος Β' τον αποφυλάκισε και τον υποχρέωσε να δώσει όρκο πίστης στο στέμμα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω το 1259 ο Μιχαήλ στέφτηκε Αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Αρσένιο. O Μιχαήλ ήταν από τους πιο διάσημους εκπροσώπους της αριστοκρατίας, ασκώντας με επιτυχία τη στρατιωτική διοίκηση.
Το ίδιο έτος που έγινε η στέψη του, οργάνωσε την εκστρατεία του κατά του κράτους της Ηπείρου. Ο Μιχαήλ της Ηπείρου που στόχευε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης είχε συμμαχήσει με τον Γουλιέλμο Β' της Αχαΐας και τον Μανφρέδο της Σικελίας. Το Μάρτιο του 1259 ο Μιχαήλ Η' συγκέντρωσε στη Θράκη στράτευμα, το οποίο ήταν μισθοφορικό και πολυεθνικό, καθώς περιλάμβανε Ούγγρους, Σέρβους, Βούλγαρους, Τούρκους και Κουμάνους. Αρχηγός ορίστηκε ο αδελφός του Μιχαήλ Παλαιολόγου Ιωάννης. Ο τελευταίος κατάφερε να διαλύσει τα στρατεύματα του Μιχαήλ της Ηπείρου έξω από την Καστοριά. Στη συνέχεια, οι σύμμαχοι της Ηπείρου συσπειρώθηκαν.
Ο Γουλιέλμος της Αχαΐας, ο Μανφρέδος της Σικελίας και ο Ιωάννης της Θεσσαλίας συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους έναντι των Αυτοκρατορικών στρατευμάτων της Νίκαιας. Τον Ιούλιο του 1259 οι δύο δυνάμεις συγκρούστηκαν στην περιοχή της Πελαγονίας. Ο στρατηγός Ιωάννης Παλαιολόγος συνέτριψε τον συνασπισμό του Μιχαήλ της Ηπείρου, του οποίο το κράτος αποδυναμώθηκε τελείως. Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος προχώρησε ως στη Θεσσαλία και στη συνέχεια στην Ήπειρο εισβάλλοντας στην πρωτεύουσα του κράτους του Μιχαήλ, την Άρτα. Ένα άλλο θετικό αποτέλεσμα για τη Νίκαια από την μάχη της Πελαγονίας ήταν ότι η Λατινική Αυτοκρατορία της Κων/πολης αποκόπηκε τελείως από τον Δυτικό κόσμο.
Δύο χρόνια μετά τη μάχη της Πελαγονίας, ο Μιχαήλ Η' κατέλυσε την Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος εισήλθε στην Βασιλίδα των πόλεων στις 25 Ιουλίου 1261. Στις 15 Αυγούστου εισήλθε πανηγυρικά και ο Μιχαήλ Η' χωρίς τον Ιωάννη Δ'. Μία νέα εποχή για τους Βυζαντινούς μόλις είχε ξεκινήσει.
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://ikee.lib.auth.gr/record/75144/files/gri-2007-546.pdf
(2) :
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10822
(3) :
https://averoph.wordpress.com/2016/02/27/%CE%B7-%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%B1%CF%82-1204-1261/
(4) :
http://dictyo.gr/index.php/component/k2/item/2435-nikaia-vithynias-mia-periigisi-stin-istoria-tis
(5) :
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/xartes/Nikaia.anim..htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου