Του Ιωάννη ΔασκαρόληΙστορικού – Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου
Οι αρνητικές εξελίξεις λόγω της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών
και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης αύξησαν την πίεση στην
Επαναστατική Επιτροπή που έψαχνε πλέον εξιλαστήρια θύματα (1). Ετσι,
παρά τις αρχικές περί του αντιθέτου δημόσιες διαβεβαιώσεις της τόσο στο
εσωτερικό όσο και προς τον άγγλο πρεσβευτή, η Επαναστατική Επιτροπή
παρέπεμψε στις 31 Οκτωβρίου / 13 Νοεμβρίου 1922 (παλαιό και νέο
ημερολόγιο) σε δίκη επί εσχάτη προδοσία, μέρος της πολιτικής ηγεσίας
μετά την εκλογική νίκη των αντιβενιζελικών τον Νοέμβριο του 1920.
Κατηγορούμενοι ήταν οι Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης,
Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Στράτος, ο τελευταίος
αρχιστράτηγος της Στρατιάς Μικράς Ασίας Γεώργιος Χατζανέστης, και οι
Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και
εκτελέστηκαν οι έξι πρώτοι, έτσι η Ιστορία απαθανάτισε την αιματοβαμμένη
αυτή δίκη με την εύγλωττη ονομασία «Δίκη των Εξι».
Η
τιμωρία των ηγετών είχε θεωρηθεί επιβεβλημένη εξαιτίας τόσο της πίεσης
πολλών ακραίων αξιωματικών με επικεφαλής τον Πάγκαλο, όσο και της οργής
τμήματος της κοινής γνώμης αλλά κυρίως των προσφύγων, οι οποίοι
θεωρούσαν τους αντιβενιζελικούς αποκλειστικούς υπεύθυνους για την
καταστροφή τους. Ο Γονατάς στα απομνημονεύματά του παραδέχθηκε ότι η
εκτέλεση έγινε για να πειθαρχήσει ο Στρατός και να αποφευχθούν
γενικότερα έκτροπα στα οποία απειλούσαν να προβούν αξιωματικοί που
επηρεάζονταν από τον Πάγκαλο. Επίσης μια πιθανή καταδίκη των
αντιβενιζελικών κυβερνήσεων στη λαϊκή συνείδηση μεταβίβαζε και τις
στρατιωτικές ευθύνες που είχαν πολλοί αξιωματικοί του Στρατού από αυτούς
που οργάνωσαν τη δίκη, ενώ διέσωζε και τη στρατιωτική τους σταδιοδρομία
στο μέλλον. Αλλά η δίκη είχε και σαφή πολιτική στόχευση: να
τρομοκρατήσει και να απενεργοποιήσει τον αντιβενιζελισμό μέσω του
αποκεφαλισμού της πολιτικής του ηγεσίας.
Η δίκη ήταν στην ουσία
της ένας ενδικοφανής φόνος (2), καθώς η διαδικασία της εξελίχθηκε σε
παρωδία. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων ήταν προφανής
καθώς δεν δικάστηκαν από τους φυσικούς τους δικαστές αλλά από Εκτακτο
Στρατοδικείο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 91 του τότε Συντάγματος που οι
διατάξεις του δεν είχαν ανασταλεί από την Επανάσταση, απαγορευόταν η
σύσταση και η λειτουργία Εκτακτων Στρατοδικείων (3). Οι κατηγορούμενοι
δεν είχαν πρόσβαση σε κρατικά έγγραφα ή ακόμη και στα προσωπικά τους
αρχεία και οι περισσότεροι συνέταξαν τις απολογίες τους από στήθους. Η
υπεράσπιση είχε δικαίωμα να καλέσει μόνο 13 μάρτυρες - όσοι και οι
μάρτυρες κατηγορίας (4) -, ενώ οι κατηγορούμενοι δεν θα είχαν δικαίωμα
έφεσης σε μια δίκη που προοιωνιζόταν - βλέπε δημοσιεύματα μίσους του
βενιζελικού Τύπου - την καταδίκη κάποιων εξ αυτών σε θάνατο.
Το
αποτέλεσμα ήταν φανερά προαποφασισμένο, κάτι που τεκμαίρεται εύκολα από
την καταστρατήγηση του νόμου στην κατάρτιση της σύνθεσης του
Στρατοδικείου. Ενώ αρχικώς η επιλογή της σύνθεσης είχε ανατεθεί στον
υπουργό Στρατιωτικών Χαραλάμπη, όταν οι επιλογές του θεωρήθηκαν
μετριοπαθείς και δεν τις τροποποίησε, η Επαναστατική Επιτροπή με νέα
απόφασή της ανέλαβε η ίδια την κατάρτιση του Στρατοδικείου, ορίζοντας
αξιωματικούς που υποστήριζαν τη θανάτωση των κατηγορουμένων (5).
Το κατηγορητήριοΤο
κατηγορητήριο, το οποίο αποτελούσαν 15 σημεία, συντάχθηκε από τον
πολιτικό αντίπαλο των κατηγορουμένων Γεώργιο Παπανδρέου, σε συνεργασία
με τον Πάγκαλο που το υπογράφει ως επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής.
Αυτό δεν θύμιζε σε τίποτε δικονομικό έγγραφο με τη συνηθισμένη τυπική
νομική ορολογία, αλλά υβρεολόγιο εναντίον πολιτικών αντιπάλων που
γράφτηκε εν θερμώ (6). Σύμφωνα με τον Ζαβιτσιάνο, ήταν ένα επιπόλαιο
έγγραφο που έβριθε αντιφάσεων (λ.χ. χαρακτήριζε τον Χατζανέστη
ανισόρροπο, αλλά του ζητούσε ευθύνες ως κατηγορουμένου), αλλά και
φανερών ανακριβειών όπως η κατηγορία για τη μη κατάληψη της Β. Ηπείρου
(7).
Πρωτοφανές νομικά ήταν το γεγονός ότι το κατηγορητήριο δεν
εξατομικεύτηκε ανά κατηγορούμενο για λόγους συντομίας(!) σύμφωνα με τον
Επαναστατικό Επίτροπο, με αποτέλεσμα κάποιοι να μη γνωρίζουν επακριβώς
τις κατηγορίες που τους αφορούσαν και μοιραία να μην ξέρουν σε ποια
ζητήματα να αναφερθούν στις απολογίες τους, ενώ ο Γούδας δεν απολογήθηκε
καν, θεωρώντας ότι κανένα σημείο του κατηγορητηρίου δεν τον αφορούσε.
Στο πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής που είδε το φως της δημοσιότητας
στις 24 Οκτωβρίου 1922, υπήρχαν εξειδικευμένες κατηγορίες μόνο για τους
Στράτο, Θεοτόκη, Στρατηγό και Χατζανέστη. Ειδικά για τον Στρατηγό
προκαλεί εντύπωση ότι υπήρχαν εις βάρος του οι ακόλουθες δύο έωλες
κατηγορίες: α) Ο Στρατηγός επειδή ήταν επίσημος στρατιωτικός σύμβουλος
της κυβέρνησης συνεκδοχικά ευθύνεται για τις λανθασμένες αποφάσεις της
και β) ότι αποπροσανατόλιζε την κοινή γνώμη αναγγέλλοντας νίκες του
ελληνικού στρατού που δεν είχαν γίνει (8)! Υποτίθεται ότι για τις δύο
αυτές κατηγορίες ο Ξενοφών Στρατηγός καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια
δεσμά.
Ενώ όμως το κατηγορητήριο αφορούσε υποτίθεται την περίοδο
διακυβέρνησης μετά τις εκλογές του 1920, στο εδώλιο βρέθηκαν μόνο οι
τρεις πρωθυπουργοί της εν λόγω περιόδου από τους συνολικά Εξι, ο ένας
Αρχιστράτηγος από τους δύο και τέσσερις υπουργοί από δεκάδες που είχαν
θέσεις στα υπουργικά συμβούλια της περιόδου. Ενδεικτικά υπουργοί
Οικονομικών είχαν διατελέσει διαδοχικά οι Νικόλαος Καλογερόπουλος
(Νοέμβριος 1920 - Ιανουάριος 1921), Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (Ιανουάριος
1921 - Μάρτιος 1921, Μάρτιος 1921 - Μάρτιος 1922), Εμμανουήλ Λαδόπουλος,
(Μάιος - Αύγουστος 1922), Αθανάσιος Ευταξίας (Αύγουστος - Σεπτέμβριος
1922). Από τους τέσσερις παραπέμφθηκε ο δεύτερος μόνο…(9).
Το
κατηγορητήριο προφανώς δεν ίσχυε ούτε τυπικά, καθώς η Μικρά Ασία δεν
αποτέλεσε ποτέ τμήμα της ελληνικής επικράτειας, σε αντίθεση με την
Ανατολική Θράκη της οποίας η απώλεια έγινε δεκτή από την Επανάσταση κατά
τη Διάσκεψη των Μουδανιών (10), αλλά δεν αναζητήθηκαν ποτέ ευθύνες. Το
κατηγορητήριο δεν ίσχυε ούτε ουσιαστικά γιατί οι κατηγορούμενοι δεν
είχαν διαπράξει εσκεμμένη προδοσία ούτε κανείς άλλωστε από τους μάρτυρες
κατηγορίας υποστήριξε κάτι τέτοιο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε ύστερο χρόνο
σε επιστολή του στον Τσαλδάρη ανέφερε: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον
πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της
Δημοκρατικής Παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ήτις
ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος ή ότι εν
γνώσει οδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν» (11).
Επίσης
οι κυβερνήσεις Γούναρη - Στράτου - Πρωτοπαπαδάκη είχαν συμμορφωθεί με
το ΟΧΙ στις ειρηνευτικές προτάσεις των Συμμάχων την άνοιξη του 1922, το
οποίο ήταν καθολική δημοκρατική απόφαση του συνόλου των Ελλήνων και των
πολιτικών δυνάμεων που τους εκπροσωπούσαν στο κοινοβούλιο. Αρα η τελική
Καταστροφή που συντελέστηκε δεν μπορεί να βαρύνει αποκλειστικά μόνο τις
τότε κυβερνήσεις, αφού ήταν συνολική λαϊκή απαίτηση η συνέχιση της
Εκστρατείας (12) .
Η δίκη
Σύμφωνα
με τις ισχύουσες τότε στρατιωτικές διατάξεις το Στρατοδικείο όφειλε να
είναι επταμελές, αλλά η Επανάσταση όρισε 11μελές, προβλέφθηκε συμμετοχή
Επαναστατικού Επιτρόπου αλλά και δύο αναπληρωτών του, ενώ τρία
αναπληρωματικά μέλη θα συμμετείχαν κανονικά στην ακροαματική διαδικασία,
αλλά και στη διάσκεψη λήψης αποφάσεως, ώστε να αναπληρωθεί άμεσα η
απουσία τακτικού μέλους που θα δήλωνε κώλυμα λόγω ανωτέρας βίας. Ολες
αυτές οι διατάξεις που επιβλήθηκαν ανέτρεπαν τις ως τότε καθιερωμένες
δικονομικές αρχές καθιστώντας το Εκτακτο Στρατοδικείο παράνομο (13). Ο
ίδιος ο Γονατάς από το βήμα της Δ' Εθνοσυνέλευσης το 1925 περιέγραψε με
λεπτομέρεια το σκεπτικό πίσω από τη συγκρότηση του Εκτακτου
Στρατοδικείου, που δεν είχε καμία νομική εγκυρότητα, αλλά στηρίχθηκε
αποκλειστικά στις εκδικητικές προθέσεις της Επανάστασης (14). Αλλωστε
και ο ίδιος ο Πάγκαλος που πρωταγωνίστησε στις εκτελέσεις, με επιστολή
του στον Βενιζέλο στις 17/30 Οκτωβρίου 1922, περιέγραφε το στημένο της
διαδικασίας προαναγγέλλοντας τη βέβαιη καταδίκη των κατηγορουμένων σε
θάνατο (15).Tο Ανεξάρτητο Τάγμα Λέσβου, μονάδα συγκροτημένη
βάσει (βενιζελικών) πολιτικών κριτηρίων και πρόδρομος των Δημοκρατικών
Ταγμάτων, είχε αναλάβει τη φρούρηση του κτιρίου της Βουλής όπου θα
γινόταν η δίκη αλλά και των γύρω χώρων (16). Ολες οι βάσιμες νομικές
ενστάσεις της υπεράσπισης που προτάθηκαν στην αρχή της διαδικασίας
απορρίφθηκαν παμψηφεί από την έδρα χωρίς δικονομικό αιτιολογικό σκεπτικό
(17). Κατά την πρόοδο της δίκης το κατηγορητήριο της εσκεμμένης
προδοσίας δεν αποδείχθηκε από την αλλόκοτη και παράνομη διαδικασία που
ακολουθήθηκε, η οποία ολοκληρώθηκε σε μόλις 15 συνεδριάσεις. Ο άγγλος
πρεσβευτής Lindley ανέφερε στον υπουργό Εξωτερικών Curzon ότι ελάχιστες
από τις ερωτήσεις που δέχονταν οι μάρτυρες ήταν σχετικές με το
κατηγορητήριο και ακόμη λιγότερες απαντήσεις μπορούσαν να γίνουν
αποδεκτές ως αποδείξεις ενοχής (18). Ο πρόεδρος της έδρας υποστράτηγος
Αλέξανδρος Οθωναίος, δηλωμένος οπαδός της εκτέλεσης, διεξήγαγε τη δίκη
με φανερή μεροληψία, ενώ ήταν σαφές ότι δεν είχε το απαραίτητο νομικό
υπόβαθρο (19). Αλλά και οι αγορεύσεις των Επαναστατικών Επιτρόπων δεν
προσπαθούσαν στο ελάχιστο να κρύψουν το μίσος και την εμπάθεια.
Ο αντιβενιζελισμός προσπαθεί να αποσοβήσει τις επικείμενες εκτελέσεις
Υπέρ
των εκτελέσεων, εκτός των περισσότερων βενιζελικών αξιωματούχων,
τάχθηκε και η δημοκρατική πτέρυγα των Φιλελευθέρων, με τον Αλέξανδρο
Παπαναστασίου να δηλώνει δημοσίως ότι υπήρχε ανάγκη εξαγνισμού. Εναντίον
των εκτελέσεων τάχθηκαν οι μετριοπαθείς Αλέξανδρος Ζαΐμης, Παναγιώτης
Δαγκλής και Γεώργιος Καφαντάρης. Σύμφωνα με τις προσωπικές μαρτυρίες των
Εμμανουήλ Ρέπουλη (20) και Νικόλαου Πολίτη (21), αλλά και του βρετανού
διπλωμάτη Harold Nicolson, ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το εξωτερικό όπου
βρισκόταν δεν έκανε καμία σοβαρή προσπάθεια για να ματαιώσει τις
εκτελέσεις (εσκεμμένα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, καθώς ήθελε να
πραγματοποιηθούν τουλάχιστον κάποιες από αυτές). Σε δεύτερο χρόνο, το
1928, ο Βενιζέλος σε ιδιωτική του συνομιλία υποστήριξε ότι όφειλαν να
γίνουν μόνο δύο εκτελέσεις (του Γούναρη και του Χατζανέστη) για
παραδειγματισμό, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις ήταν περιττές και εξέθεσαν
την Ελλάδα στο εξωτερικό (22).
|
Ο Ιωάννης Μεταξάς το 1922 |
Από την αντιβενιζελική πτέρυγα ο
Μεταξάς αρχικά δεν αντέδρασε στις συλλήψεις των ηγετών του αντιβενιζελισμού,
καθώς εμμέσως τους είχε υποδείξει μέσω του Τύπου ως υπεύθυνους της καταστροφής,
ενώ και ο ίδιος προσωπικά πίστευε ότι έπρεπε να τιμωρηθούν. Ο Γεώργιος Β΄ βρισκόταν
απολύτως απομονωμένος στο Τατόι περιστοιχισμένος από εχθρούς που είχαν ήδη
προτείνει την άμεση εκθρόνισή του στις πρώτες επαφές τους με τον Άγγλο πρέσβη.(23) Ο Γεώργιος
ουσιαστικά δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με κανέναν αντιβενιζελικό πολιτευτή,
καθώς οι επαφές του ελέγχονταν και ως ένα σημείο καθορίζονταν από την Επαναστατική
Επιτροπή. Ο Γούναρης προσπάθησε να του στείλει ένα μήνυμα μέσω του Θεόδωρου
Τουρκοβασίλη στο οποίο του ζητούσε αν οι κατηγορούμενοι καταδικάζονταν να τους
απονείμει χάρη και να επιμείνει μέχρι παραίτησης. Ο Τουρκοβασίλης προσπάθησε να
συναντήσει τον Γεώργιο είτε φανερά είτε μυστικά για να του επιδώσει το μήνυμα,
αλλά αυτό κατέστη αδύνατο. (24) Ο Ιωάννης Μεταξάς
είχε παραμείνει ο μοναδικός σύμβουλος του Γεώργιου με τακτικό σύνδεσμο για την
μυστική επικοινωνία τους τον απόστρατο συνταγματάρχη πυροβολικού Δημήτριο
Βούλτσο.(25) Άλλωστε ο
Μεταξάς συνδεόταν με παλαιά προσωπική φιλία με τον Γεώργιο ήδη από το 1907 όταν
είχε αναλάβει την στρατιωτική του εκπαίδευση. Μέσω του Βούλτσου, ο Μεταξάς
υπέδειξε στον Γεώργιο να μην παραιτηθεί λόγω των εκτελέσεων, καθώς και δεν θα
τις αποσοβούσε αλλά και θα άφηνε τη χώρα χωρίς Ανώτατο Άρχοντα σε μια κρίσιμη
συγκυρία.(26)
Καθώς όμως οι εκτελέσεις έμοιαζαν
επικείμενες, μετά από πολλούς προσωπικούς δισταγμούς λόγω των πολιτικών
αντιπαραθέσεων που είχαν προηγηθεί, ο Μεταξάς αποφάσισε να επέμβει πιθανά και
με την κρυφή παραίνεση του Γεώργιου. Έτσι, στις 3 Νοεμβρίου 1922 απέστειλε
επιστολή στον Κροκιδά στην οποία αναφερόταν στον έκνομο και άδικο χαρακτήρα της
δίκης, ζητώντας οι κατηγορούμενοι να έχουν τουλάχιστον δικαίωμα έφεσης και να
μην εκτελεστεί άμεσα η ποινή τους, αλλά να κριθούν από την Εθνοσυνέλευση που θα
πρόκυπτε μετά τις εκλογές. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι στην επιστολή του ο
Μεταξάς αναφερόταν λεπτομερώς στην αντίθεσή του στην ασκηθείσα πολιτική από της
μετανοεμβριανές κυβερνήσεις στην Μικρά Ασία, ανέφερε ότι δεν ήταν ομόφρων των
κατηγορουμένων και ότι επιβαλλόταν να αναζητηθούν ευθύνες για την Μικρασιατική
συμφορά. Επίσης είναι γεγονός ότι τόσο ο Γούναρης όσο και ο Πρωτοπαπαδάκης
θεωρούσαν υπεύθυνο τον Μεταξά για τη σύλληψή τους, ενώ ο Γούναρης στο κελί της
φυλακής τον χαρακτήρισε παλιάνθρωπο.(27)
Το παρασκήνιο της απόφασης
του δικαστηρίου και οι εκτελέσεις
Καθώς οι εξελίξεις έδειχναν ότι τελικά
θα γίνονταν οι εκτελέσεις, η κυβέρνηση Κροκιδά παραιτήθηκε για να μην αναλάβει
την ευθύνη τους.(28) Τελικά η
πίεση τμήματος της κοινής γνώμης, των προσφύγων, πολλών κατώτερων βενιζελικών
αξιωματικών και του Πάγκαλου οδήγησαν στις 15/28 Νοεμβρίου 1922 τους Έξι μπροστά σε εκτελεστικό απόσπασμα στο
Γουδή. Ένα δραματικό παρασκήνιο εξελίχθηκε πριν την έκδοση της τελικής
απόφασης, καθώς οι στρατοδίκες Ι. Γιαννικώστας, Γ. Σκανδάλης, Χ. Γραβάνης, Κ.
Μαμούρης και Μ. Κανάρης ήταν αντίθετοι στην εκτέλεση όλων των κατηγορουμένων
και ζητούσαν θανατική καταδίκη μόνο για τους τέσσερις (Γούναρης, Χατζηανέστης,
Θεοτόκης, Στράτος), ενώ οι Α. Οθωναίος, Θ. Χαβίνης και Β. Καραπαναγιώτης
ζητούσαν την εκτέλεση όλων των κατηγορούμενων.(29) Στις 2 τα ξημερώματα εισήλθε στην αίθουσα του στρατοδικείου ο Πάγκαλος ζητώντας
να εκδοθεί ομόφωνη απόφαση τις επόμενες ώρες καθώς ο Διεθνής παράγοντας είχε
ενεργοποιηθεί για να ματαιώσει τις εκτελέσεις, ενώ ενδιαφέρον για την τύχη των
κατηγορουμένων είχε δείξει και ο Πάπας Πιος ΙΑ΄.(30) Στις 5 τα ξημερώματα επήλθε ο συμβιβασμός με την πρόσθετη καταδίκη σε θάνατο των
Πρωτοπαπαδάκη και Μπαλτατζή, ενώ την απόφαση απήγγειλε με τρεμάμενη φωνή ο
Οθωναίος ξεχνώντας ακόμη και να λύσει τη συνεδρίαση.
Ο επαναστατικός επίτροπος
Γρηγοριάδης ανακοίνωσε την απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους στις 08.30,
δίνοντας προθεσμία μιας ώρας στους μελλοθάνατους να αποχαιρετίσουν συγγενείς
και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν όπου έγινε και η
καθαίρεση του Χατζανέστη από κατώτερους αξιωματικούς. Όλοι οι μελλοθάνατοι επέδειξαν
γενναιότητα ενώπιον του μοιραίου αποχαιρετώντας τις οικογένειες και συγγενείς
τους σε ένα δραματικό σκηνικό, ενώ κατάφεραν να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους
μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι Στράτος και Πρωτοπαπαδάκης υποβάσταζαν τον
Γούναρη που είχε γονατίσει λόγω της αδυναμίας του, ενώ κανένας δεν θέλησε να
του δέσουν τα μάτια. Οι καταδικασθέντες σε θάνατο εκτελέσθηκαν στις 11:27΄. Τα
πτώματά τους μεταφέρθηκαν με φορτηγό και υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στο Α΄
νεκροταφείο Αθηνών όπου στρατιώτες τα ξεφόρτωσαν προ ενός μικρού ναού και
ακολούθως ενταφιάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες.(31)
Ο απόηχος
Οι ωμές και υπό ένα πρίσμα
θεώρησης, ατιμωτικές λόγω του τρόπου, εκτελέσεις των αντιβενιζελικών ηγετών
προκάλεσαν κλονισμό και φρίκη στην παγκόσμια κοινή γνώμη αλλά και στην
ελληνική, ακόμη και σε αυτούς που υποστήριζαν φανατικά τις εκτελέσεις. Ως την
τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι θα γίνονταν, ενώ ομοίως οι πρέσβεις των
Μεγάλων Δυνάμεων ήταν βέβαιοι ότι θα ματαιώνονταν. Σύμφωνα με τον βενιζελικό
Αλέξανδρο Διομήδη « Ο αριθμός των εκτελέσεων υπήρξεν υπερβολικός και άδικος
άνευ σταθμίσεως ακριβούς των ευθυνών, και της σημασίας των αιτίων. Εξ ου
συναίσθημα αδικίας εις πολλήν κοινήν γνώμην και η αντίληψις ότι δεσπόζει εν
πολλοίς αίσθημα τυφλής εκδικήσεως».(32)
Αναμφίβολα η εκτέλεση των Έξι βοήθησε
την επαναστατική κυβέρνηση να επιβληθεί, καθώς σε πολύ κρίσιμες στιγμές
τόσο οι γηγενείς όσο και οι πρόσφυγες πειθάρχησαν στις κυβερνητικές αποφάσεις,
ενώ εξασφαλίστηκε και η ενότητα των αξιωματικών. Η εκτέλεση των Έξι
χωρίς καμία αμφιβολία αποτέλεσε μια δολοφονία με δικαστικό περιτύλιγμα και το
τελευταίο πειστήριο για αυτό, αποτελεί το γεγονός ότι όλοι οι βασικοί
συντελεστές της εκτέλεσης (Γονατάς, Πλαστήρας, Πάγκαλος, Βενιζέλος) σε ανύποπτο
χρόνο παραδέχθηκαν με δημόσιες τοποθετήσεις τους ότι οι Έξι δεν ήταν
ένοχοι εσκεμμένης προδοσίας, αλλά θυσιάστηκαν για το καλό της πατρίδας. Ο
Βενιζέλος ως πρωθυπουργός το 1932 πρότεινε στο ΛΚ μέσω του Δ. Μάξιμου να
τελεστεί μνημόσυνο για τους Έξι στο οποίο θα προσερχόταν η ηγεσία των
Φιλελευθέρων σε ένδειξη τιμής της μνήμης τους. Η πρόταση δεν απαντήθηκε ποτέ
από την ηγεσία του ΛΚ.
Η εκτέλεση των Έξι αμαύρωσε
την εικόνα της Χώρας, καθώς ο διεθνής Τύπος φιλοξένησε πολλά αρνητικά
δημοσιεύματα όχι μόνο για τη δίκη, αλλά κυρίως για το σκηνικό της ατιμωτικής
εκτέλεσης με χτυπητές λεπτομέρειες. Ομοίως επιδεινώθηκε η Διεθνής θέση της
Χώρας σε μια εποχή που χρειαζόταν στενή συνεργασία με τις Μ. Δυνάμεις, λόγω των
εκκρεμών διαπραγματεύσεων της Λοζάνης.(33) Η Αγγλία διέκοψε τις διπλωματικές της
σχέσεις με την Ελλάδα και ο Άγγλος πρέσβης έφυγε από την Αθήνα την επομένη της
εκτέλεσης. Η κυβέρνηση Γονατά είχε λάβει πολλές έγγραφες προειδοποιήσεις από
τους Έλληνες πρέσβεις στην Αγγλία και στην Γαλλία για τις επιπτώσεις που θα
είχαν οι εκτελέσεις στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδας με τις δύο Μεγάλες
Δυνάμεις, αλλά δεν κάμφθηκε στην απόφασή της να προχωρήσει σε αυτές.(34)
Η αντιβενιζελική
μεσοπολεμική κληρονομιά της εκτέλεσης των Έξι
Η εκτέλεση των Έξι εν
πολλοίς μετέτρεψε τους αντιβενιζελικούς θύτες σε θύματα και
αποτέλεσε μια συμβολική κληρονομιά για τον αντιβενιζελισμό που έριχνε βαριά την
σκιά της κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην πολιτική ζωή της Χώρας.(35) Όταν ήρθη
η λογοκρισία στον Τύπο τον Οκτώβριο του 1923 σχεδόν όλες οι αντιβενιζελικές
εφημερίδες δημοσίευσαν λεπτομερή δραματικά χρονικά των εκτελέσεων, ενώ
επέμειναν ακόμη και σε φρικιαστικές λεπτομέρειες για τα πνιγμένα εις το αίμα
άψυχα κορμιά των εκτελεσθέντων.(36) Η δικαίωση της μνήμης των Έξι αποτέλεσε ένα σύνθημα υψηλού συμβολισμού
που στοίχειωνε το μεγαλύτερο τμήμα της αντιβενιζελικής παράταξης, ενώ
αποτελούσε βαριά παρακαταθήκη ακόμη και για όσους αντιβενιζελικούς προωθούσαν
τον συμβιβασμό και την συνεννόηση. Ο Γεώργιος Βλάχος οκτώ χρόνια μετά την
εκτέλεση έγραφε: «Η ανάμνησίς των θα κυβερνά κατ΄ ανάγκην τη σκέψη μας, και
ο τρόμος της θα κυβερνά τον νουν τον κρατούντων. Οι τάφοι, εξ πλάκες, εξ
άνθρωποι, εξ μέτρα μαρμάρου, έχουν εξαπλωθή πάνω εις την χώραν ολόκληρον, και
δεν επιτρέπουν να σπαρούν και να βλαστήσουν εις το χώμα της τα καλά αγαθά της
ειρήνης».(37) Ουσιαστικά οι εκτελέσεις λειτούργησαν και ως καθαρμός της συνείδησης των
αντιβενιζελικών από τις τύψεις τους για τη Μικρασιατική Καταστροφή που έγινε
επί των ημερών διακυβέρνησής τους και οδήγησε σε μια βολική αυτοθυματοποίησή
τους.
Αναμφίβολα η εκτέλεση των Έξι
αναζωπύρωσε τα πάθη του Εθνικού Διχασμού και πρόσθεσε άλλον ένα κρίκο στην
αλυσίδα του μίσους και των παθών μεταξύ των δύο παρατάξεων. Η ηγετική ομάδα που
ανέλαβε το ΛΚ δεν κατάφερε ποτέ να συνέλθει από τον αποτροπιασμό της για τις
εκτελέσεις και για τον λόγο αυτό αδυνατούσε να λειτουργήσει ενωτικά και να
συμφιλιωθεί με τον αντίπαλο πολιτικό κόσμο για τις επόμενες δύο δεκαετίες.(38) Συγγενείς
των Έξι που πολιτεύτηκαν, όπως ο Ιωάννης (Τζων) Θεοτόκης, θα
πλειοδοτήσουν στα επόμενα έτη σε αδιαλλαξία, αποκλείοντας κάθε συνεννόηση με
τους δολοφόνους. Έγραφε ο Γ. Βλάχος στην Καθημερινή: « Τάφοι
πελώριοι, παμμέγιστοι, νομίζει κανείς ότι ήνοιγαν την κατηραμένην εκείνην αυγήν
δια να περιλάβουν όχι τα ανθρώπινα σφάγια τα οποία έστελλε μια στάσις αμαρτωλή,
αλλά δια να περιλάβουν την Ελλάδα ολόκληρον, την γαλήνην της και το μέλλον
της».(39) Αλλά
ακόμη και αυτός ο μετριοπαθής αντιβενιζελικός Θεολόγος Νικολούδης έγραψε στην Πολιτεία:
«Με τον θάνατον των Εξ εθανατώθη η πολιτική ζωή της Ελλάδος».(40) Οι τάφοι
των Έξι μεταβλήθηκαν σε τόπους καθημερινού προσκυνήματος προκαλώντας την
απορία των βενιζελικών πως οι υπαίτιοι μεταβλήθηκαν σε ήρωες.(41) Τα
μνημόσυνα των εκτελεσθέντων τα επόμενα έτη θα αποτελέσουν πρώτης τάξεως αφορμές
για αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και ευκαιρίες κομματικής εκμετάλλευσης από το
ΛΚ και τους αδιάλλακτους. Στο πρώτο μνημόσυνο που έγινε στις 4 Ιανουαρίου 1923
πλήθος κόσμου μετέβη στο σημείο των εκτελέσεων ως απλός προσκυνητής
αδιαφορώντας για τις απαγορεύσεις και τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Η
ηρωοποίηση των Έξι βοήθησε στην επανασυσπείρωση των δυνάμεων του
αντιβενιζελισμού και αποτέλεσε ισχυρό μοχλό κινητοποίησης των οπαδών του σε όλη
την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Σημειώσεις
1 Σωτήρης Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, Καστανιώτη, Αθήνα 2015, σ.337.
2
Νίκος Βασιλάτος, «Η δίκη που συντάραξε την Ελλάδα», στο συλλογικό Η
δίκη των οκτώ και η εκτέλεση των Εξι, Ιδρυμα Ιστορίας του Ελευθέριου
Βενιζέλου, Αθήνα 2010, σ. 61.
3 Στο ίδιο.
4 Γεράσιμος
Βασιλάτος, Η δίκη και η εκτέλεση των Εξ, Αθήνα 1980, σ. 149. Ο Βασιλάτος
συμμετείχε στη δίκη ως ασκούμενος δικηγόρος και πρακτικογράφος στην
υπεράσπιση του Ν. Στράτου.
5 Αναστάσιος Χαραλάμπης, Αναμνήσεις, Αθήνα 1947, σ. 106-110· Γρηγόρης Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, τόμος α', Κάκτος, Αθήνα 1997, σ. 18-19.
6
«Τα έκφυλα μορμολύκεια, άτινα περιστοιχούσι συνήθως τους Θρόνους», «μη
δυνάμενοι να αντιμετωπίσουν τον γίγαντα αντίπαλο αυτών», «του
αντιστρατήγου Γ. Χατζηανέστη ως Αρχιστρατήγου, γνωστού εις πάντας και
εις υμάς ως ανισορρόπου διαλυτικού στοιχείου», βλ. Παύλος Πετρίδης, Οι
αντιμοναρχικοί αγώνες του Γεωργίου Παπανδρέου στον Μεσοπόλεμο, (πρόλογος
Ανδρέα Γ. Παπανδρέου), Γκοβόστης, Αθήνα 1993, σ. 107-117.
7 Κωνσταντίνος Γ. Ζαβιτσιάνος, Αι αναμνήσεις εκ της Ιστορικής διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθέριου Βενιζέλου όπως τις έζησε (1914-1922), τόμος Β', Αθήνα 1946, σ. 168-171.
8 Τιμολέων Κουτσουράδης, Το χρονικό της δίκης και εκτέλεσης των Εξι, Συλλογές, Αθήνα 2020, σ. 73.
9
Χαρίκλεια Δημακοπούλου, «Το έκτακτον στρατοδικείον προς εκδίκασιν των
"κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών"» (1922), στο
συλλογικό Η δίκη των οκτώ και η εκτέλεση των Εξι, Ιδρυμα Ιστορίας του
Ελευθέριου Βενιζέλου, Αθήνα 2010, σ. 99.
10 Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Η ιδεολογία του προσφυγισμού» στο: 1922 - Η μικρασιατική καταστροφή, «ΤΑ ΝΕΑ», Αθήνα 2022, σ. 178.
11
Ιδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή, Αρχείο Παναγή Τσαλδάρη, φάκ. 1 Α,
(έγγραφο 7/3), επιστολή Βενιζέλου προς Τσαλδάρη, 3 Φεβρουαρίου 1929.
12 Σπυρίδων Γ. Πλουμίδης, Τα μυστήρια της Αιγηίδος (Το μικρασιατικό ζήτημα στην ελληνική πολιτική (1891-1922)), Εστία, Αθήνα 2015, σ. 367-368.
13 Lindley προς Curzon, Αθήνα 3 Νοεμβρίου 1922, αρ. 635, DBFP 1919-1939, First Series, v. XVIII, σ. 223-225.
14 Δημακοπούλου, ό.π., σ. 112.
15 Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθέριου Βενιζέλου, φάκ. 318/39, επιστολή Παγκάλου προς Βενιζέλο, 17 Οκτωβρίου 1922.
16 Ιωάννης Β. Δασκαρόλης, Δημοκρατικά Τάγματα - Οι πραιτωριανοί της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας, Παπαζήσης, Αθήνα 2019, σ. 52-53.
17 Νίκος Βασιλάτος, ό.π., σ. 77-91.
18 Lindley προς Curzon, Αθήνα 18 Νοεμβρίου 1922, αρ. 658, DBFP 1919-1939, First Series, v. XVIII, σ. 229.
19 Θανάσης Διαμαντόπουλος, Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του - Η δίκη των Έξι, εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;, Παττάκης, σ. 124-126.
20 Ηλίας Μπρεδήμας, Η πρώτη Ελληνική Δημοκρατία (Ιστορική έρευνα της ταραχώδους περιόδου 1922-1925), Ακμων, Αθήνα 1960, σ. 212-213.
21 Δαφνής, Η Ελλάς, τόμος Α', σ. 24.
22 Πηνελόπη Δέλτα, Ελευθέριος Βενιζέλος (επιμέλεια Π. Ζάννας), Ερμής, Αθήνα 2002, σ. 164.
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ