Το Ζάλογγο είναι ένα από τα ιστορικότερα όρη της Ελλάδος. Βρίσκεται
βόρεια της Πρέβεζας και ανήκει στην οροσειρά των Κασσωπαίων της Ηπείρου,
στην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. είναι 60 περίπου χιλιόμετρα
δυτικά των Ιωαννίνων, κοντά στα όρια με τον νομό Θεσπρωτίας, σε υψόμετρο
400 μέτρων. Το όνομά του συνδέθηκε με την προεπαναστατική περίοδο του 1821 και ειδικότερα με τον θαυμαστό Χορό του Ζαλόγγου.
Ως γνωστόν, οι αγώνες του Αλή πασά εναντίον των Σουλιωτών άρχισαν από την εποχή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1787 – 1792). Τότε οι ατρόμητοι Σουλιώτες οπλαρχηγοί, με έγγραφό τους προς τους απεσταλμένους της Μεγάλης Αικατερίνης, δήλωναν ότι ήταν έτοιμοι να μετάσχουν σε οποιοδήποτε απελευθερωτικό κίνημα οργανωνόταν στον ελληνικό χώρο. Η πάλη με τον πασά των Ιωαννίνων συνεχίσθηκε, με διακοπές βέβαια, και στην τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνος, ενώ εντάθηκε τελικά από το 1800 ως το 1803. Για τον αδίστακτο αυτό πασά τον Ιωαννίνων η ύπαρξη και η δράση των Σουλιωτών, αποτελούσε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, στην επίλυση του οποίου ο πανούργος αυτός άρχοντας αφιέρωσε χρόνο και χρήμα, ενώ είχε και πολλά θύματα μεταξύ των επιλέκτων στρατιωτών του! Όταν επιτέλους ο πασάς της Ηπείρου κατόρθωσε να απομονώσει το Σούλι με ισχυρές δυνάμεις, εξουδετερώνοντας την απειλή της νησίδας αυτής των ανυπότακτων κατοίκων, τότε οι προγενέστερες και φιλόφρονες εκκλήσεις των Σουλιωτών προς τη Γαλλία και τη Ρωσία για βοήθεια έμειναν άκαρπες, ενώ ο Αλής επετύγχανε την έγκριση του σουλτάνου, ώστε να ολοκληρώσει το σχέδιο του.
Την 1η Νοεμβρίου 1803 η θέση των Σουλιωτών ήταν πια τραγική, και, επειδή η αντίσταση φαινόταν μάταιη, ένα μέρος της φρουράς του Σουλίου
πραγματοποίησε έξοδο και σώθηκε. Οι υπόλοιποι εξακολούθησαν να αμύνονται και να πολεμούν. οι πολιορκημένοι Σουλιώτες τις τελευταίες ημέρες ζούσαν μόνο με αγριόχορτα. Τους έλειπε και το νερό ακόμη. Ο Aλής εκμεταλλεύθηκε τις δυσκολίες των Σουλιωτών και τους ανάγκασε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 να συνθηκολογήσουν.
Όμως ο καλόγερος Σαμουήλ, στην Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι, δεν δέχθηκε την προτεινόμενη συνθηκολόγηση. Έμεινε στο Κούγκι μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες, πιστεύοντας πως έστω και η ένοπλη αναχώρηση από τις πατρογονικές εστίες θα σήμαινε καταστροφή, αφού οι Τουρκαλβανοί ποτέ δεν είχαν, και ασφαλώς, ούτε τώρα θα έδειχναν πίστη «μπέσα» στα συμφωνηθέντα. Το δημοτικό τραγούδι μάλιστα, αναφερόμενο στην άρνησή του αυτή, λέει:
«Καλόγερε τι καρτερείς κλεισμένος μες το Κούγκι,
πέντε νομάτοι σου ‘μειναν κι εκείνοι πληγωμένοι”.
Το τι καρτερούσε το έδειξε την ημέρα της εφαρμογής της τραγικής συνθήκης. Έβαλε φωτιά στο μπαρούτι και ανατεινάχθηκαν στον αέρα αυτός, οι πέντε σύντροφοί του και όσοι Αρβανίτες πήγαν να κατασχέσουν το πολεμικό υλικό. Ο Σαμουήλ και τα παλικάρια του δεν έφυγαν ούτε από τις επάλξεις του καθήκοντος, ούτε κι από την πατρίδα τους, όπως προέβλεπε η συνθήκη, αλλά επέλεξαν να ταφούν μέσα στα συντρίμμια της εκρήξεως της πυριτιδαποθήκης. Ο καλόγερος Σαμουήλ, μπορεί να μη νίκησε ως πολεμιστής, έγραψε όμως με αθάνατα γράμματα το όνομά του στην ιστορία, αρνούμενος να εγκαταλείψει τη θέση που του είχαν εμπιστευθεί η πατρίδα και η Εκκλησία.
Μετά την αναγκαστική σχεδόν υπογραφή της συνθήκης της 12ης Δεκεμβρίου, (αναγκαστική λόγω ελλείψεως πυρομαχικών και τροφίμων), οι Σουλιώτες θα έπρεπε να αφήσουν τα βουνά που είχαν ποτισθεί και δοξασθεί με το αίμα τους. Έτσι, ύστερα από συνεννόηση, δέχθηκαν να παύσουν τον αγώνα, υπό τον όρο ότι θα τους επιτραπεί η ελεύθερη αναχώρηση. Ξεκίνησαν λοιπόν για την προσφυγιά σε δύο φάλαγγες. Τα δάκρυα έτρεχαν στα σκελετωμένα πρόσωπά τους, μα η πραγματικότητα ήταν αμείλικτη. Έτσι, φεύγοντας, χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μεν μία με τις φάρες των Δαγκλή, Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλα, Πανομάρα κ.ά. κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η άλλη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη κ.ά. προς το Ζάλογγο. Τότε ο Αλής, αθετώντας τον λόγο του και τη συνθήκη, διέταξε να αποκλεισθούν όλοι οι δρόμοι διαφυγής των επαναστατών, να καταδιωχθούν και να συληφθούν όλοι τους, ώστε να εξοντωθούν όταν θα οδηγούνταν αιχμάλωτοι στα Ιωάννινα. Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Οι αποτελούντες τη δεύτερη ομάδα είχαν ήδη φθάσει στο Ζάλογγο τις 15 Δεκεμβρίου του 1803, που απείχε από το Σούλι περί τις οκτώ ώρες, όπου και το ομώνυμο χωριό με δέκα περίπου σπίτια. Εκεί λοιπόν, για περισσότερη ασφάλεια, αφού άλλωστε είχαν εξαντληθεί πια τα πυρομαχικά, ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου.
Στις 16 Δεκεμβρίου, όταν έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά υπό τον Αλβανό διοικητή Μπεκήρ Τζιγαρώρο, οι Σουλιώτες, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή, απ΄ όπου και απέκρουσαν στις 16 και 17 του μηνός τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως, 18 Δεκεμβρίου, ο μεν Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του παραδόθηκαν, ενώ 56 περίπου γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες, κατέφυγαν στον παρακείμενο ψηλό και απόκρημνο βράχο της κορυφής του βουνού, τον αποκαλούμενο σήμερα «Στεφάνι”. Αντίθετα, άλλοι, περίπου 147, υπό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφεραν με έφοδο να διασωθούν.
Οι Αλβανοί όμως, φθάνοντας στη Μονή του Ζαλόγγου, αντιμετώπισαν αφενός μεν τον όλεθρο από την έκρηξη της μπαρουταποθήκης εκ μέρους του γενναίου Σαμουήλ, αφετέρου δε αιχμαλώτισαν και όλους όσοι βρίσκονταν εκεί. Τότε οι γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο, αποφάσισαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας, να επιλέξουν την ηρωική θυσία. Επέλεξαν λοιπόν να ρίξουν τα παιδιά τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να ριφθούν κι αυτές στο βάραθρο, χορεύοντας, η μία μετά την άλλη.
Έτσι, όταν τις πλησίασαν οι Αρβανίτες, έστησαν αυθόρμητα χορό και αφού «πετούσαν» τα παιδιά τους στο γκρεμό, μια-μια έπεφτε
στο βάραθρο τραγουδώντας:
«Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή”
και συ δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτινή.
έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι βουνά ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες,
και σεις Σουλιωτοπούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουδ’ ανθός στην αμμουδιά”
και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε
δίχως την ελευθεριά”.
έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι βουνά ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες,
και σεις Σουλιωτοπούλες.
Αυτό το τραγικό τέλος έδωσαν στη ζωή τους οι πενήντα έξι ανώνυμες, ηρωικές γυναίκες του Σουλίου, τέλος που συμβολίζει την υψηλότερη έκφραση του ψυχικού μεγαλείου των ανθρώπων με ελεύθερο φρόνημα. Το χορό του θανάτου παρακολούθησαν με κατάπληξη οι Τουρκαλβανοί. Τόση μεγάλη ήταν η κατάπληξή τους, που τους έκανε να φωνάξουν μ’ ένα στόμα: Αλλάχ, Αλλάχ γιαζίκ (Θεέ, Θεέ, κρίμα).
Κατά μια παράδοση, δεν σκοτώθηκαν όλες οι αμίμητες εκείνες ηρωικές Ελληνίδες. Τρεις απ’ αυτές σώθηκαν, διότι πέφτοντας, της μιας κρεμάστηκαν τα μαλλιά από τα κλαριά του γκρεμού, η άλλη έπεσε πάνω στα πτώματα των άλλων γυναικών, ενώ μια τρίτη τραυματίστηκε μεν, κατόρθωσε δε να τύχει της περιθάλψεως άλλων Σουλιωτών, οι οποίοι, με χίλιες προφυλάξεις, επέστρεψαν την επομένη στον τόπο της θυσίας.
Για τον χορό του Ζαλόγγου, ο ιστοριοδίφης Περικλής Ζερλέντης στο τέλος του περασμένου αιώνος, διατύπωσε μια κάπως διαφοροποιημένη άποψη. Υποστήριξε δηλαδή πως οι Σουλιώτες που είχαν καταφύγει στη μονή των Ταξιαρχών του Ζαλόγγου με τα γυναικόπαιδα, μόλις αντιλήφθηκαν τους Τούρκους που τους καταδίωκαν, «ετράπησαν την προς το βουνόν άγουσαν, ουδεμιάς άλλης διεξόδου υπαρχούσης προς υποχώρησιν». Επειδή διαπίστωσαν ότι ήταν κυκλωμένοι από παντού, αποφάσισαν, για να αποφύγουν τα δεινά του εξανδραποδισμού, να δώσουν τέλος της ζωής των… «Έρριψαν πρώτον τα τέκνα αυτών κατά του φρικώδους βαράθρου, είτα δε διά της σπάθης μαχόμενοι, άνδρες και γυναίκες, έρριψαν εαυτούς και ούτοι επί των ασπαιρόντων πτωμάτων των φιλτάτων αυτών». Η άποψη αυτή, την οποίαν ο Ζερλέντης στηρίζει σε προφορική παράδοση των κατοίκων της Σαμαρίνας, δεν αμφισβητεί το γεγονός της αυτοθυσίας, αλλά μόνο τον τρόπο ολοκληρώσεως του ενδόξου χορού του Ζαλόγγου.
Πάρα ταύτα, υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία από αυτόπτη Τούρκο, τον αξιωματικό του Αλή πασά Σουλεϊμάν αγά, η οποία περιλαμβάνεται σε βιβλίο του Imbraim Manzour efendi (Παρίσι 1828). Κατά την μαρτυρία αυτή λοιπόν, οι γυναίκες πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό που τα βήματα του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός, ενώ οι αγωνία του θανάτου τόνιζε τον ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μια διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλος της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους.
Στον βράχο του Ζαλόγγου στήθηκε το 1960 μνημείο που παριστάνει σύμπλεγμα γυναικών που χορεύουν, έργο του γλύπτη Γ. Ζογγολόπουλου.
Να γιατί οι Σουλιώτες αναδείχθηκαν κορυφαίοι εκπρόσωποι της ελληνικής λεβεντιάς σ’ όλη της την πληρότητα, χάρη στην έμφυτη πολεμική αρετή τους και στο αγωνιστικό πνεύμα τους. Η φήμη για τις ηρωικές πράξεις τους και τους μεγαλειώδεις άθλους τους, ξεπέρασε τον ελληνικό χώρο και ταξίδεψε στα πέρατα της οικουμένης. Συγγραφείς, ιστορικοί, λογογράφοι και ποιητές Ευρωπαϊκών χωρών, τους θαύμασαν και τους εξύμνησαν.
Ως γνωστόν, οι αγώνες του Αλή πασά εναντίον των Σουλιωτών άρχισαν από την εποχή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1787 – 1792). Τότε οι ατρόμητοι Σουλιώτες οπλαρχηγοί, με έγγραφό τους προς τους απεσταλμένους της Μεγάλης Αικατερίνης, δήλωναν ότι ήταν έτοιμοι να μετάσχουν σε οποιοδήποτε απελευθερωτικό κίνημα οργανωνόταν στον ελληνικό χώρο. Η πάλη με τον πασά των Ιωαννίνων συνεχίσθηκε, με διακοπές βέβαια, και στην τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνος, ενώ εντάθηκε τελικά από το 1800 ως το 1803. Για τον αδίστακτο αυτό πασά τον Ιωαννίνων η ύπαρξη και η δράση των Σουλιωτών, αποτελούσε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, στην επίλυση του οποίου ο πανούργος αυτός άρχοντας αφιέρωσε χρόνο και χρήμα, ενώ είχε και πολλά θύματα μεταξύ των επιλέκτων στρατιωτών του! Όταν επιτέλους ο πασάς της Ηπείρου κατόρθωσε να απομονώσει το Σούλι με ισχυρές δυνάμεις, εξουδετερώνοντας την απειλή της νησίδας αυτής των ανυπότακτων κατοίκων, τότε οι προγενέστερες και φιλόφρονες εκκλήσεις των Σουλιωτών προς τη Γαλλία και τη Ρωσία για βοήθεια έμειναν άκαρπες, ενώ ο Αλής επετύγχανε την έγκριση του σουλτάνου, ώστε να ολοκληρώσει το σχέδιο του.
Την 1η Νοεμβρίου 1803 η θέση των Σουλιωτών ήταν πια τραγική, και, επειδή η αντίσταση φαινόταν μάταιη, ένα μέρος της φρουράς του Σουλίου
πραγματοποίησε έξοδο και σώθηκε. Οι υπόλοιποι εξακολούθησαν να αμύνονται και να πολεμούν. οι πολιορκημένοι Σουλιώτες τις τελευταίες ημέρες ζούσαν μόνο με αγριόχορτα. Τους έλειπε και το νερό ακόμη. Ο Aλής εκμεταλλεύθηκε τις δυσκολίες των Σουλιωτών και τους ανάγκασε στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 να συνθηκολογήσουν.
Όμως ο καλόγερος Σαμουήλ, στην Ιερά Μονή της Αγίας Παρασκευής στο Κούγκι, δεν δέχθηκε την προτεινόμενη συνθηκολόγηση. Έμεινε στο Κούγκι μαζί με άλλους πέντε Σουλιώτες, πιστεύοντας πως έστω και η ένοπλη αναχώρηση από τις πατρογονικές εστίες θα σήμαινε καταστροφή, αφού οι Τουρκαλβανοί ποτέ δεν είχαν, και ασφαλώς, ούτε τώρα θα έδειχναν πίστη «μπέσα» στα συμφωνηθέντα. Το δημοτικό τραγούδι μάλιστα, αναφερόμενο στην άρνησή του αυτή, λέει:
«Καλόγερε τι καρτερείς κλεισμένος μες το Κούγκι,
πέντε νομάτοι σου ‘μειναν κι εκείνοι πληγωμένοι”.
Το τι καρτερούσε το έδειξε την ημέρα της εφαρμογής της τραγικής συνθήκης. Έβαλε φωτιά στο μπαρούτι και ανατεινάχθηκαν στον αέρα αυτός, οι πέντε σύντροφοί του και όσοι Αρβανίτες πήγαν να κατασχέσουν το πολεμικό υλικό. Ο Σαμουήλ και τα παλικάρια του δεν έφυγαν ούτε από τις επάλξεις του καθήκοντος, ούτε κι από την πατρίδα τους, όπως προέβλεπε η συνθήκη, αλλά επέλεξαν να ταφούν μέσα στα συντρίμμια της εκρήξεως της πυριτιδαποθήκης. Ο καλόγερος Σαμουήλ, μπορεί να μη νίκησε ως πολεμιστής, έγραψε όμως με αθάνατα γράμματα το όνομά του στην ιστορία, αρνούμενος να εγκαταλείψει τη θέση που του είχαν εμπιστευθεί η πατρίδα και η Εκκλησία.
Μετά την αναγκαστική σχεδόν υπογραφή της συνθήκης της 12ης Δεκεμβρίου, (αναγκαστική λόγω ελλείψεως πυρομαχικών και τροφίμων), οι Σουλιώτες θα έπρεπε να αφήσουν τα βουνά που είχαν ποτισθεί και δοξασθεί με το αίμα τους. Έτσι, ύστερα από συνεννόηση, δέχθηκαν να παύσουν τον αγώνα, υπό τον όρο ότι θα τους επιτραπεί η ελεύθερη αναχώρηση. Ξεκίνησαν λοιπόν για την προσφυγιά σε δύο φάλαγγες. Τα δάκρυα έτρεχαν στα σκελετωμένα πρόσωπά τους, μα η πραγματικότητα ήταν αμείλικτη. Έτσι, φεύγοντας, χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μεν μία με τις φάρες των Δαγκλή, Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλα, Πανομάρα κ.ά. κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η άλλη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη κ.ά. προς το Ζάλογγο. Τότε ο Αλής, αθετώντας τον λόγο του και τη συνθήκη, διέταξε να αποκλεισθούν όλοι οι δρόμοι διαφυγής των επαναστατών, να καταδιωχθούν και να συληφθούν όλοι τους, ώστε να εξοντωθούν όταν θα οδηγούνταν αιχμάλωτοι στα Ιωάννινα. Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Οι αποτελούντες τη δεύτερη ομάδα είχαν ήδη φθάσει στο Ζάλογγο τις 15 Δεκεμβρίου του 1803, που απείχε από το Σούλι περί τις οκτώ ώρες, όπου και το ομώνυμο χωριό με δέκα περίπου σπίτια. Εκεί λοιπόν, για περισσότερη ασφάλεια, αφού άλλωστε είχαν εξαντληθεί πια τα πυρομαχικά, ανέβηκαν στην κορυφή του βουνού, όπου βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου.
Στις 16 Δεκεμβρίου, όταν έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά υπό τον Αλβανό διοικητή Μπεκήρ Τζιγαρώρο, οι Σουλιώτες, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή, απ΄ όπου και απέκρουσαν στις 16 και 17 του μηνός τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως, 18 Δεκεμβρίου, ο μεν Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του παραδόθηκαν, ενώ 56 περίπου γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες, κατέφυγαν στον παρακείμενο ψηλό και απόκρημνο βράχο της κορυφής του βουνού, τον αποκαλούμενο σήμερα «Στεφάνι”. Αντίθετα, άλλοι, περίπου 147, υπό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφεραν με έφοδο να διασωθούν.
Οι Αλβανοί όμως, φθάνοντας στη Μονή του Ζαλόγγου, αντιμετώπισαν αφενός μεν τον όλεθρο από την έκρηξη της μπαρουταποθήκης εκ μέρους του γενναίου Σαμουήλ, αφετέρου δε αιχμαλώτισαν και όλους όσοι βρίσκονταν εκεί. Τότε οι γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο, αποφάσισαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας, να επιλέξουν την ηρωική θυσία. Επέλεξαν λοιπόν να ρίξουν τα παιδιά τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να ριφθούν κι αυτές στο βάραθρο, χορεύοντας, η μία μετά την άλλη.
Έτσι, όταν τις πλησίασαν οι Αρβανίτες, έστησαν αυθόρμητα χορό και αφού «πετούσαν» τα παιδιά τους στο γκρεμό, μια-μια έπεφτε
στο βάραθρο τραγουδώντας:
«Έχε γεια καημένε κόσμε,
έχε γεια γλυκιά ζωή”
και συ δύστυχη πατρίδα,
έχε γεια παντοτινή.
έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι βουνά ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες,
και σεις Σουλιωτοπούλες.
Στη στεριά δε ζει το ψάρι,
ουδ’ ανθός στην αμμουδιά”
και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε
δίχως την ελευθεριά”.
έχετε γεια βρυσούλες,
λόγγοι βουνά ραχούλες.
Έχετε γεια βρυσούλες,
και σεις Σουλιωτοπούλες.
Αυτό το τραγικό τέλος έδωσαν στη ζωή τους οι πενήντα έξι ανώνυμες, ηρωικές γυναίκες του Σουλίου, τέλος που συμβολίζει την υψηλότερη έκφραση του ψυχικού μεγαλείου των ανθρώπων με ελεύθερο φρόνημα. Το χορό του θανάτου παρακολούθησαν με κατάπληξη οι Τουρκαλβανοί. Τόση μεγάλη ήταν η κατάπληξή τους, που τους έκανε να φωνάξουν μ’ ένα στόμα: Αλλάχ, Αλλάχ γιαζίκ (Θεέ, Θεέ, κρίμα).
Κατά μια παράδοση, δεν σκοτώθηκαν όλες οι αμίμητες εκείνες ηρωικές Ελληνίδες. Τρεις απ’ αυτές σώθηκαν, διότι πέφτοντας, της μιας κρεμάστηκαν τα μαλλιά από τα κλαριά του γκρεμού, η άλλη έπεσε πάνω στα πτώματα των άλλων γυναικών, ενώ μια τρίτη τραυματίστηκε μεν, κατόρθωσε δε να τύχει της περιθάλψεως άλλων Σουλιωτών, οι οποίοι, με χίλιες προφυλάξεις, επέστρεψαν την επομένη στον τόπο της θυσίας.
Για τον χορό του Ζαλόγγου, ο ιστοριοδίφης Περικλής Ζερλέντης στο τέλος του περασμένου αιώνος, διατύπωσε μια κάπως διαφοροποιημένη άποψη. Υποστήριξε δηλαδή πως οι Σουλιώτες που είχαν καταφύγει στη μονή των Ταξιαρχών του Ζαλόγγου με τα γυναικόπαιδα, μόλις αντιλήφθηκαν τους Τούρκους που τους καταδίωκαν, «ετράπησαν την προς το βουνόν άγουσαν, ουδεμιάς άλλης διεξόδου υπαρχούσης προς υποχώρησιν». Επειδή διαπίστωσαν ότι ήταν κυκλωμένοι από παντού, αποφάσισαν, για να αποφύγουν τα δεινά του εξανδραποδισμού, να δώσουν τέλος της ζωής των… «Έρριψαν πρώτον τα τέκνα αυτών κατά του φρικώδους βαράθρου, είτα δε διά της σπάθης μαχόμενοι, άνδρες και γυναίκες, έρριψαν εαυτούς και ούτοι επί των ασπαιρόντων πτωμάτων των φιλτάτων αυτών». Η άποψη αυτή, την οποίαν ο Ζερλέντης στηρίζει σε προφορική παράδοση των κατοίκων της Σαμαρίνας, δεν αμφισβητεί το γεγονός της αυτοθυσίας, αλλά μόνο τον τρόπο ολοκληρώσεως του ενδόξου χορού του Ζαλόγγου.
Πάρα ταύτα, υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία από αυτόπτη Τούρκο, τον αξιωματικό του Αλή πασά Σουλεϊμάν αγά, η οποία περιλαμβάνεται σε βιβλίο του Imbraim Manzour efendi (Παρίσι 1828). Κατά την μαρτυρία αυτή λοιπόν, οι γυναίκες πιάστηκαν από τα χέρια και άρχισαν ένα χορό που τα βήματα του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός, ενώ οι αγωνία του θανάτου τόνιζε τον ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μια διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλος της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους.
Στον βράχο του Ζαλόγγου στήθηκε το 1960 μνημείο που παριστάνει σύμπλεγμα γυναικών που χορεύουν, έργο του γλύπτη Γ. Ζογγολόπουλου.
Να γιατί οι Σουλιώτες αναδείχθηκαν κορυφαίοι εκπρόσωποι της ελληνικής λεβεντιάς σ’ όλη της την πληρότητα, χάρη στην έμφυτη πολεμική αρετή τους και στο αγωνιστικό πνεύμα τους. Η φήμη για τις ηρωικές πράξεις τους και τους μεγαλειώδεις άθλους τους, ξεπέρασε τον ελληνικό χώρο και ταξίδεψε στα πέρατα της οικουμένης. Συγγραφείς, ιστορικοί, λογογράφοι και ποιητές Ευρωπαϊκών χωρών, τους θαύμασαν και τους εξύμνησαν.
http://www.orp.gr/?p=685