Του Ιωάννη Μιχαήλ
«Διὰ σᾶς ἡρώων κοπάδια,
δὲν φθάνει ἡ Χίος, ἡ Κύπρος·
τῶν Κυδωνίων δὲν φθάνουσιν
τῆς Κάσσου καὶ τῆς Κρήτης
ἡ κατοικία.»
«Ηφαίστεια», Α. Κάλβος
Η εθελοντική προσφορά των Ελλήνων της Κύπρου στους εθνικούς αγώνες της Μητέρας Πατρίδας είναι αναμφισβήτητη και διαχρονική. Παρά το πέρασμα πολλών κατακτητών από τη Μεγαλόνησο σε διάφορες ιστορικές περιόδους, το Ελληνορθόδοξο στοιχείο δεν λύγισε· αντίθετα, με ζήλο πάντα συμμετείχε, αγωνίστηκε, θυσιάστηκε στο πλευρό της υπόλοιπης Ελλάδας.
«Η Θυσία της Βελισάνδρας». Σχέδιο 18ου Αιώνα. Η Μαρία Συγκλητική (Αρνάλδα, Ρενάλδα, Βελισάνδρα) ανατινάζει την πυριτιδαποθήκη του πλοίου στο οποίο ήταν αιχμάλωτη μαζί με εκατοντάδες νεαρές Κύπριες. Εμπνεόμενος ο Αντώνιος Μάτεσης, συνδέει υπερβατικά την περιπλανώμενη ψυχή της Ρενάλδας με την μετέπειτα δράση του Πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη («Κυπριώτισσα», 1570).
Αρχικά, στην περίπτωση της εθνικής παλιγγενεσίας του 1821 ο φόρος αίματος των Ελληνοκυπρίων (όπως και των λοιπών Ελλήνων) ξεκίνησε να «καταβάλλεται» αιώνες πριν την επανάσταση. Συγκεκριμένα, το έτος 1570, 100.000 τουρκικού στρατού με 360 πλοία εισβάλλουν στην Κύπρο και επιδίδονται σε σφαγές και λεηλασίες υπό τις διαταγές του αιμοσταγούς Μουσταφά πασά. Μητέρες σφάζουν με τα ίδια τους τα χέρια τα παιδιά τους προκειμένου να μην τα αφήσουν σκλάβους στον βάρβαρο εχθρό. Πολλές Κύπριες, για να αποφύγουν τη μαρτυρική ατίμωση των ιδίων και των θυγατέρων τους, επιλέγουν να σκοτωθούν πηδώντας από γκρεμούς. Λίγους αιώνες αργότερα, κάτι ανάλογο θα συμβεί στο Ζάλογγο στην Ήπειρο και στην Αραπίτσα της Νάουσας [8]. Σε 20.000 υπολογίζονται τα θύματα και σε 2.000 οι απαχθέντες δούλοι κατά την τότε τουρκική θηριωδία, εν Κύπρω.
Κάπου στο όριο Ιστορίας και θρύλου, λέγεται ότι η νεαρή Μαρία Συγκλητική την οποίαν είχαν αιχμαλωτίσει οι Τούρκοι στο αμπάρι μιας γαλέρας, θέλοντας να εκδικηθεί, κατόρθωσε να διεισδύσει και να βάλει φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, ανατινάζοντας το πλοίο. Εκεί, βρίσκονταν σιδηροδέσμια εκατοντάδες κορίτσια -προορισμένα για τα σκλαβοπάζαρα και τα χαρέμια της Ανατολής- που έγιναν παρανάλωμα του πυρός. Κάτι ανάλογο με τα ολοκαυτώματα του Σαμουήλ στο Κούγκι και του Καψάλη στο Μεσολόγγι. Από τότε μέχρι το τελειωτικό νικηφόρο ξέσπασμα του Ελληνισμού το 1821 υπήρξαν απόπειρες ξεσηκωμού στην Κύπρο οι οποίες κατεστάλησαν βιαίως εν τη γενέσει τους [2,8].
«[…] oι σκλάβοι ελευθερώθηκαν… Eπάνω στα ουράνια
ο Ύψιστος τούς έδωκε μαρτυρικά στεφάνια.
Mα της Pενάλδας η ψυχή τρακόσια τώρα χρόνια
Στα γαλανά μας κύματα περιπλανάτ’ αιώνια…
Aυτή μια νύχτα σκοτεινή, νύχτα δίχως φεγγάρι
Στη ναυαρχίδα οδήγησε το χέρι του Kανάρη.»
Κατά την περίοδο εγγύτερα στο 1821 ο ρόλος των Ελληνοκυπρίων καθίσταται εντονότερος, με πολλά και συγκεκριμένα παραδείγματα. Αρχικά, ανάμεσα στους σημαντικότερους συντρόφους του Ρήγα Φεραίου και ένας εξ αυτών που τον ακολούθησαν στη θυσία (Βελιγράδι, 1798), ήταν ο Λευκωσιάτης λόγιος Ιωάννης Καρατζάς, 31 ετών [3].
Εν συνεχεία, πολλοί Κύπριοι εντάχθηκαν στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχαν στην Επανάσταση με διάφορους τρόπους. Την ειδική αποστολή για την μύηση των Ιεραρχών και προκρίτων της Κύπρου ανέλαβε επιτυχώς ο Μετσοβίτης Δημήτριος Ύπατρος ο οποίος πήρε ξεκάθαρες εγγυήσεις (1819) για παροχή υλικής βοήθειας εν όψει της έναρξης του Αγώνα. Εν συνεχεία, επισκέφθηκε (1820) τη Μεγαλόνησο ο Γορτύνιος Φιλικός Αντώνιος Πελοπίδας, κομίζοντας επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό. Πάντοτε με σεβασμό στην τήρηση των συνωμοτικών κανόνων και κάνοντας χρήση αυστηρά συνθηματικής γλώσσας, αναφέρεται στην επιστολή ότι… «η έναρξις του Σχολείου της Πελοποννήσου εγγίζει» και ουσιαστικά καλείται ο Αρχιεπίσκοπος να επισπεύσει την υλοποίηση των υποσχέσεων – δεσμεύσεων για «χρηματικάς συνεισφοράς και ζωοτροφίας». Υπογραμμίζεται ότι στο Άρθρο 15 του επίσημου Γενικού Σχεδίου της Φιλικής Εταιρείας –που υπεγράφη στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας- είχε αποφασισθεί οι Κύπριοι να περιοριστούν κυρίως σε υλική – χρηματική συνδρομή και να μην κηρυχθεί επανάσταση επί Κυπριακού εδάφους. Οι ιδιαιτερότητες της περιοχής (π.χ. έντονη παρουσία τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων και γεωγραφική εγγύτητα σημείων εχθρικού ανεφοδιασμού – μικρασιατικές ακτές) δημιουργούσαν απαγορευτικούς συσχετισμούς ισχύος για ένα τέτοιο απονενοημένο εγχείρημα [1,4].
Λάβαρο Κυπρίων εθελοντών του 1821, στο οποίο αναγράφεται: «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ» (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών)
Ωστόσο, η έναρξη των ένοπλων συγκρούσεων βρήκε και Κύπριους εθελοντές να πολεμούν με τον Ιερό Λόχο, στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ενώ, λίγο αργότερα ο Κύπριος Ζήνων Αγγελής έπεσε νεκρός μαζί με τον Γιωργάκη Ολύμπιο, στην πολιορκία της Μονής Σέκου στη Μολδαβία.
Με βάση μετριοπαθείς παραδοχές – προσεγγίσεις, πεντακόσιοι (500) ήταν κατ’ ελάχιστον οι Κύπριοι εθελοντές που πολέμησαν εν Ελλάδι στον Αγώνα του 1821 – 1829. Κατά πάσαν ένδειξη, στους Ελληνοκυπρίους που συμμετείχαν στην Ιώνιο Φάλαγγα του Σμυρνιού Ιωάννη Καρόγλου, ανήκει το λάβαρο που βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Πρόκειται για λευκή τετράγωνη σημαία με γαλάζιο Σταυρό όπου στο άνω αριστερό τμήμα φέρει την (άψογα!) ανορθόγραφη επιγραφή: «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝHΚI ΠΑΤΡHΣ ΚHΠΡΟY» [4].
Πολλές μαρτυρίες υπάρχουν για συγκεκριμένους Κύπριους αγωνιστές που πήραν μέρος στις μάχες της Πελοποννήσου (στα Δερβενάκια, στους Μύλους, στην Τριπολιτσά, στον αποκλεισμό του Ναυαρίνου κτλ), στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, στην Αττική και στις ναυτικές αναμετρήσεις [2,4].
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρει (Απομνημονεύματα, Βιβλίο Α, Κεφάλαιο 8) για τον ηρωικό θάνατο επώνυμου Κύπριου εθελοντή, στους Μύλους [3]:
«…εκεί που ριχτήκαμεν στο γιουρούσι, μου πληγώθηκε βαρέως και ύστερα απέθανε ο καλός και γενναίος πατριώτης Μιχάλης Κυπραίος, απούστειλα και πήγεν εις την αγγλικήν φρεγάτα όταν κιντυνεύαμεν εις το Νιόκαστρο…».
Σχετική μνεία για το εν λόγω περιστατικό γίνεται και από τον Thomas Gordon, o οποίος γράφει: «Ο Κύπριος στρατιώτης, όστις τόσον γενναίως εκολύμβησε προς το αγγλικόν πολεμικόν εις Ναυαρίνον, έπεσε νεκρός.» (“the Cyprian soldier, who so boldly swam out to the English men-of-war at Navarin, lost his life”, T. Gordon, History of the Greek Revolution, Εδιμβούργο, 1844).
Υπενθυμίζεται ότι κατά τις εφιαλτικές ώρες της πολιορκίας του Νιόκαστρου από τον Ιμπραήμ, ο Μιχάλης Κυπραίος είχε αναλάβει επιτυχώς την ανορθόδοξη αποστολή «αυτοκτονίας» να μεταφέρει τη νύχτα, κολυμπώντας («της πλεγής») εν μέσω τουρκικών πλοίων (!), απόρρητες πληροφορίες σε αγγλική φρεγάτα (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Βιβλίο Α, Κεφάλαιο 7).
«Το βράδι είχε έρθει μια φεργάδα αγγλικιά και τα τούρκικα καράβια την είχαν στην μέση να μην ανταποκρινόμαστε εμείς μ’ αυτείνη. Φοβώνταν. Τότε στέλνομεν έναν Κυπραίον με γράμματα της πλεγής. Τον πήραν χαμπέρι τα τουρκικά και τον κυνήγησαν ολονύκτα και τόπεσαν τα γράμματα εκεί όπου βούταγε εις την θάλασσα. Και πήγε εις την φεργάδα και μπαίνοντας μέσα έπεσε πεθαμένος. Τον κρεμάσανε και βγήκε το νερό και το βάλαν σπίρτα κι αναστήθη. Και είπε των άγγλων τον χαμόν των γραμμάτων όπου του είχαμε δομένα. Είπε στοματικώς την κατάστασιν του κάστρου και τις πρόφασες του Μπραήμη. Και τον πήρε η φεργάδα και πήγαν εις τη Ζάκυθο και είπαν αυτά του ναυάρχου. Τότε ο ναύαρχος έστειλε ένα μπρίκι.»
Επίσης, ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης που είχε λάβει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγίου στα περίφημα «Στρατιωτικά Απομνημονεύματά» του, βεβαιώνει ότι μαζί του στο Μεσολόγγι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας πολεμούσε ο «εφτάψυχος» Κύπριος αγωνιστής Νικόλαος Χατζησάββας, ο οποίος [3]:
«εφτά πληγές είχεν λάβει και μου έλεγεν ακόμη ο δύστυχος ότι θα βαστάξει».
Παράλληλα, τη δράση των Κυπρίων αγωνιστών βεβαιώνουν τα Πιστοποιητικά που εξέδωσαν μετά τη λήξη του αγώνα ξακουστοί οπλαρχηγοί της Επανάστασης όπως ο Πετρόμπεης, ο Νικηταράς, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι[2].
Πίνακας αγνώστου ζωγράφου που φέρει τον τίτλο «η ανατολή μιας καλύτερης μέρας». Εικάζεται ότι ζωγραφίστηκε και ανατυπώθηκε στη Γαλλία, με παραγγελία του Νικόλαου Θησέα. Εικάζεται ακόμα, ότι, στη μορφή του καπετάνιου, προσωπογραφείται ο ίδιος ο Νικόλαος Θησέας. Στο βάθος του πίνακα δεξιά, η Λάρνακα και το Σταυροβούνι. Το τρικάταρτο καράβι αριστερά, συμβολίζει την Αγία Τριάδα (larnacainhistory.wordpress.com)
Στην οικεία βιβλιογραφία, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους αδερφούς Θησέα οι οποίοι είχαν πλούσια δράση εντός και εκτός της επαναστατημένης Ελλάδας. Πρόκειται για τους Νικόλαο, Κυπριανό και Θεόφιλο που ήταν συγγενείς του εθνομάρτυρα Κυπριανού και αποτελούσαν μια από τις πρώτες αστικές οικογένειες του νησιού με έντονη παρουσία στο κοινωνικοπολιτικό, πολιτιστικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Συγκεκριμένα, ο Νικόλαος Θησέας ως ευπατρίδης διανοούμενος της εποχής συνδύαζε το λόγιον ύφος με την πυγμή. Στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης συντόνιζε από τη Μασσαλία τη μετάβαση των Γάλλων φιλελλήνων στην Ελλάδα. Αργότερα, κατέβηκε και ο ίδιος στο Μοριά όπου ανέλαβε υπασπιστής του Υψηλάντη. Χαρακτηριστικές είναι οι σχετικές Βεβαιώσεις (Πιστοποιητικά) που φέρουν τις υπογραφές του Νικήτα Σταματελόπουλου (Νικηταρά), του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και αναφέρουν, μεταξύ άλλων [1,2]:
«Ο κύριος Νικόλαος Θησεύς εχρησίμευσεν εις την Πατρίδα ου μόνον στρατιωτικώς, αλλά και δια της καλής του διαγωγής απεμάκρυνεν ουκ ολίγας διχονοίας μεταξύ των ημετέρων και τινας έξωθεν παρασπειρωμένας ραδιουργίας, πλην των όσων άλλων συνείργησεν εις ευσεβή και φιλάνθρωπα έργα…»,
«Ένας εκ των προθύμων και ειλικρινών συναγωνιστών κατά τον υπέρ Ανεξαρτησίας αγώνα διετέλεσεν ομολογουμένως ο κύριος Νικόλαος Θησεύς, ευπατρίδης της νήσου Κύπρου, και φέρων υπόληψιν γενικήν δια τον έντιμον χαρακτήρα και την καλήν άλλοτε οικονομικήν κατάστασίν του…».
Επίσης, ο Γιάννης Πασαπόρτης από την Κοίλη της Πάφου πολέμησε στην πολιορκία και στην έξοδο του Μεσολογγίου. Γύρισε μετά τη λήξη του Αγώνα στην Κύπρο, περήφανος για το ελληνικό του διαβατήριο, που του χάρισε και το επώνυμο «Πασαπόρτης». Ο Χριστόδουλος Κοκκινόφτας από την Τσάδα της Πάφου πολέμησε στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Συγχωριανός του Κοκκινόφτα ήταν ο Χριστόδουλος Μακρής που έλαβε μέρος σε πολλές μάχες της Επανάστασης και γύρισε στην Κύπρο τιμημένος, μετά την ίδρυση του ελληνικού Κράτους. Ανάλογη πορεία είχαν ο Μάρκος Ιερώνυμος από το Όμοδος, ο Φραγκίσκος Αντωνίου από την Αθηένου, ο Θεοχάρης Τρίψιμος από τη Σωτήρα Αμμοχώστου, ο Χαράλαμπος Φράγκος από την Καλαβασό και ο Χριστοφής Αυξέντη από τα Πέρα[4].
Ο Κωνσταντίνος Κυπριώτης υπηρέτησε στο πυρπολικό του Κωνσταντίνου Κανάρη και πνίγηκε κατά τη διάρκεια μιας ναυτικής επιχείρησης. Στο πυρπολικό του Κανάρη υπηρέτησε και ο γιος του Κυπρίου αυτού αγωνιστή, ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Κυπριώτης, ο οποίος έπεσε και αυτός κατά τη διάρκεια άλλης αποστολής.
Ο Θεοχάρης Χατζηηλίας, καταγόμενος από την Λάπηθον, την «ιμερόεσσαν», πολέμησε σε διάφορες μάχες και αργότερα έγινε αξιωματικός στον τακτικό ελληνικό Στρατό. Είναι ο παππούς του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη [4].
Ο Ιωάννης Σταυριανός (1804 – 1887) από το χωριό Λόφου της Λεμεσού είναι ο μόνος Κύπριος αγωνιστής που μας άφησε απομνημονεύματα. Έγραψε την «Πραγματεία των περιπετειών του βίου μου», στην οποία εξιστορεί τη συμμετοχή του στην επανάσταση. Συγκλονιστικό είναι το απόσπασμα στο οποίο ο Σταυριανός αναφέρει λεπτομέρειες από τη στιγμή που δολοφονείται (από αδελφοκτόνο χέρι;) «του Γένους το καμάρι, της Καλογριάς ο Γιος», ο Γεώργιος Καραϊσκάκης [4].
Επιπλέον, ο ιεράρχης Φιλόθεος Χατζής που καταγόταν από τη Λευκωσία, υπήρξε για 25 χρόνια Επίσκοπος Δημητσάνας και ενίσχυσε συστηματικά την εκπαίδευση στην περιοχή και ιδιαίτερα στις περίφημες σχολές της Δημητσάνας, της Στεμνίτσας και της Βυτίνας. Παράλληλα, μύησε στη Φιλική Εταιρεία τον ντόπιο πληθυσμό. Κατόπιν, φυλακίσθηκε στην Αρκαδική πρωτεύουσα μαζί με λοιπούς κληρικούς και προύχοντες. Υπέφερε τα πάνδεινα και πέθανε στη φυλακή στις 10 Σεπτεμβρίου 1821, λίγο πριν ο Κολοκοτρώνης απελευθερώσει την πόλη. Σχεδόν την ίδια περίοδο, στην Κύπρο ο Κιουτσούκ Μεχμέτ, χρησιμοποιώντας παρόμοια προσχήματα και μεθοδεύσεις με τους εν Τριπόλει ομολόγους του, συγκέντρωσε στη Λευκωσία ιεράρχες και προκρίτους και τους φυλάκισε. Με συνοπτικές διαδικασίες τους καταδίκασε και τους εξετέλεσε. Απαγχόνισε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και αποκεφάλισε τους Μητροπολίτες Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας. Ακολούθησαν, εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες στο νησί. Το ημερολόγιο σημάδευε (και τότε) τον τραγικό μήνα Ιούλιο του 1821 [3,4].
Έτσι, βάφτηκε με Κυπριακό αίμα η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάου. Ώσπου, τα δάκρυα από τη Λευκωσία θαλασσοφίλησαν το Κάβο Μελανιός στη Χίο, την Κάσο και το Αϊβαλί. Οι οιμωγές έγιναν ένα με την εύλαλη σιωπή της Ψαριανής ολόμαυρης ράχης, υφαίνοντας το χωρο-ιστορικό συνεχές Ελλάδας και Κύπρου. Στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο χαράχτηκε ανεξίτηλα και πάλι ο κοινός πόνος και πόθος της Λευτεριάς.
Κατά συνέπεια, η ευπρόσωπη κυπριακή παρουσία στον εν Ελλάδι Αγώνα, οι σφαγές και οι δηώσεις στο ίδιο το νησί, ενέταξαν την Κύπρο στην επαναστατική περίμετρο και την έθεσαν εντός των συνόρων του αναγεννημένου έθνους, εν αναμονή και της συμπερίληψής της στο Κράτος – απότοκο της Επανάστασης [4].
Σε πολιτικό – διπλωματικό επίπεδο, οι Κύπριοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος -εκ μητρός- καταγόταν από την κυπριακή οικογένεια Γονέμη που είχε μεταναστεύσει στα Επτάνησα. Ο Κυβερνήτης τον Οκτώβριο του 1827, αμέσως μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου, θα απαντήσει [1] γραπτώς στον Άγγλο διπλωμάτη Wilmot – Horton, που ως εκπρόσωπος του Foreign Office τον ρώτησε «τι νοητέον σήμερον Ελλάδα;»:
«Το Ελληνικόν Γένος αποτελούσι πάντες οι άνθρωποι, οίτινες από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως δεν επαύσαντο πρεσβεύοντες την ορθόδοξον θρησκείαν, λαλούντες την γλώσσαν των πατέρων αυτών και έμειναν υπό την πνευματικήν και κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας αυτών, οιανδήποτε χώραν της Τουρκίας και αν κατώκουν.»
Σε επόμενη ερώτηση του Άγγλου διπλωμάτη: «Ποία όρια εκτάσεως χωρογραφικής αξιοί η Ελλάς;», ο Καποδίστριας απάντησε [1]:
«Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνιών, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσα αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος. Από των γεγονότων τούτων των δεσποζόντων της ιστορίας της Ελλάδος και χαρακτηριζόντων τον αγώνα, τον οποίον υφίσταται από επτά ετών, ως απ’ αφετηρίας ορμώμενος, έκαστος θα νοήση ευκόλως, ότι ουχί φιλοδοξία ουδέ φιλοκτημοσύνη, αλλά καθήκον ιερόν άμα και όσιον υποχρεοί τους Έλληνας να περιορίσουν ως δυνατόν ολιγώτερον τα όρια ταύτα».
Δυστυχώς, τα αιτήματα του λαού της μαρτυρικής Μεγαλονήσου δεν ικανοποιήθηκαν. Η Κύπρος δεν απελευθερώθηκε. Απλά, άλλαξε χέρια το 1878 περνώντας αιφνιδίως από την Οθωμανική στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Έκτοτε, ο Κυπριακός ελληνισμός συνέδραμε ποικιλοτρόπως σε κάθε αλυτρωτική προσπάθεια του Εθνικού Κέντρου επιδιώκοντας να προσαρτηθεί σε αυτό. Κύπριοι εθελοντές ήταν παρόντες στον «ατυχή» πόλεμο του 1897, στο Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), στη Μικρασιατική Εκστρατεία (1922), στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, το Κυπριακό ενωτικό κίνημα αποδείχθηκε το μακροβιότερο και μαζικότερο της νεότερης ελληνικής Ιστορίας, παρουσιάζοντας αξιοθαύμαστη «αυτοσυνέπεια». Η κορύφωση αυτού του ενωτικού νόστου ήρθε με το έπος της ΕΟΚΑ και τον όμορφο αγώνα του 1955-59.
Τέλος, είναι σίγουρο ότι κατά την πολυαίωνη Ιστορία της Νήσου του Ευαγόρα υπήρξε πλήθος ανωνύμων, ηρωικώς πεσόντων «εν τοις Ιεροίς του Γένους ημών Αγώσι». Σε αυτούς τους σιωπηλούς και αφανείς πρωτομάστορες της Ελευθερίας και της «ακριβής Άνοιξης» αφιερώνεται η όλη ταπεινή προσπάθειά μας, πάντοτε αφουγκραζόμενοι τον διαχρονικό προβληματισμό του Γεωργίου Στρατήγη…
«είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσαν τα πιο μεγάλα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου