Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ : ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΕΘΝΙΚΙΣΤΗ, ΠΕΖΟΓΡΑΦΟ, ΠΟΙΗΤΗ, ΠΑΙΔΑΓΩΓΟ, ΛΑΟΓΡΑΦΟ ΚΑΙ ΥΦΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΕΤΕΙΟ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ 16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1896)


Ο Γεώργιος Βιζυηνός,

Έλληνας εθνικιστής πεζογράφος, ποιητής, λόγιος, δοκιμιογράφος, φιλοσοφικός μελετητής, παιδαγωγός, λαογράφος και υφηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, όπως ήταν το παρατσούκλι των πρώτων διηγημάτων του, και θεωρείται ο σημαντικότερος της γενιάς του 1880 και πατέρας του νεοελληνικού διηγήματος, αλλά κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας, γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 στη Βιζύη [1], το σημερινό Βιζέ της κατεχόμενης από την Τουρκία Ανατολικής Θράκης, και πέθανε «...συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως..» στις 15 Απριλίου 1896, στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο στο Χαϊδάρι Αττικής. Κηδεύτηκε και τάφηκε στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, την επόμενη ημέρα 16 Απριλίου, με δημοσία δαπάνη.

Ο Βιζυηνός ήταν άγαμος και δεν άφησε απογόνους.


Βιογραφία

Ο Βιζυηνός κατάγονταν από μικροαστική οικογένεια, ο παππούς του ήταν ασβεστάς και πατέρας του ήταν ο Μιχαήλος Σύρμας από το Κρυόνερο, που αρχικά εργάζονταν ως καρβουνιάρης [2] και στη συνέχεια αφού εργάστηκε ως πραματευτής, πέθανε το 1854 από τύφο, από τον οποίο προσβλήθηκε στη διάρκεια ενός εμπορικού ταξιδιού του στη Βουλγαρία. Μητέρα του ήταν η Δέσποινα η Μιχαλού ή Μιχαλιέσσα, αγαθή, ευσεβής και ψυχικά καλλιεργημένη γυναίκα, η οποία ήταν έγκυος στο τελευταίο τους παιδί, που πήρε το όνομα του πατέρα του, όταν πέθανε ο σύζυγός της. Η μητέρα του Βιζυηνού, που καταγόταν από τον Άγιο Στέφανο, χωριό στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, ήταν ορφανή από πατέρα, πριν συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο της ζωής της, και από μητέρα στα τέσσερά της χρόνια, υιοθετήθηκε από το Γιωργί Παπουγιωργάκη σε ένα από τα ταξίδια του για δουλειές στην περιοχή και έτσι βρέθηκε στη Βιζύη.

Ο Γεώργιος είχε δύο αδέλφια, το Χρηστάκη, που εργάζονταν ως ταχυδρόμος και δολοφονήθηκε σε ηλικία τριάντα ετών, στον οποίο αναφέρεται το διήγημα «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου», το Μιχαήλο που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, και δύο αδελφές, την Άννα που πέθανε όταν την καταπλάκωσε η μητέρα άθελά της στον ύπνο της όπως περιγράφει ο Βιζυηνός στο έργο του «Το Αμάρτημα της μητρός μου» και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, όμως πέθανε κι αυτή σε νεαρή ηλικία. Ο Γεώργιος παρακολούθησε με διακοπές τα μαθήματα του Δημοτικού σχολείου στη γενέτειρα του και στη συνέχεια η μητέρα του τον έστειλε σε ένα θείο του στην Κωνσταντινούπολη, αρχιράφτη της Βαλιδέ Σουλτάνας για να μάθει την τέχνη της ραπτικής. Στην Κωνσταντινούπολη τον ακολούθησε και ο αδελφός του Χρηστάκης, που μάθαινε την τέχνη του πραματευτή σαν τον πατέρα του.

Σπουδές

Το 1867, δύο χρόνια μετά το θάνατο του βάναυσου θείου του και με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή, ο Γεώργιος εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, με σκοπό να γίνει κληρικός και παράλληλα φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Έζησε ορισμένα χρόνια της ζωής του φορώντας ράσα, όμως στο διάστημα αυτό έμπλεξε σε ένα ερωτικό σκάνδαλο, όταν τον συνέλαβαν να στέλνει από τα παράθυρα του κελιού του, ερωτόλογα και στίχους στη 14χρονη Ελένη Φυσεντζίδη, προς την οποία σώζονται τρία γράμματα στην αλληλογραφία του. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους. Στην Κωνσταντινούπολη σπούδασε το 1872 στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Χασιώτη και στη συνέχεια γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον τυφλό θεολόγο και ποιητή Ηλία Τανταλίδη. Με τη βοήθεια του Τανταλίδη, τύπωσε το 1873 την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ποιητικά». Η έκδοση συνέβαλε στη γνωριμία του Βιζυηνού με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη [3], γιο μέλους της Φιλικής Εταιρείας, σταθερά προσηλωμένο στην αναγκαιότητα ενός ελληνικού διαφωτιστικού προγράμματος που δαπανούσε σημαντικά ποσά στην προώθηση των γραμμάτων και της εκπαιδεύσεως, ο οποίος τον στήριξε οικονομικά προκειμένου να ταξιδέψει στην Αθήνα, όπου γράφηκε στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου.

Το 1874, κέρδισε στο «Βουτσιναίο» ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα «Κόδρος», ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς αποφοίτησε από το Γυμνάσιο της Πλάκας και το Σεπτέμβριο γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως μετά το τέλος του πρώτου Ακαδημαϊκού έτους, επέλεξε να συνεχίσει τις Φιλοσοφικές του σπουδές στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συναντήθηκε με το Ζαρίφη και επιστρέφοντας στην Αθήνα, παίρνει πιστοποιητικό σπουδών και στις 23 Οκτωβρίου του 1875, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Γκαίτιγκεν. Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λειψία, με δάσκαλο το Βίλχελμ Βουντ και το Βερολίνο με δάσκαλο τον Έντουαρντ Τσέλλερ, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Εκείνη η περίοδος υπήρξε εξαιρετική για το Βιζυηνό, καθώς συνάντησε και συναναστράφηκε μεγάλους δασκάλους της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της λογικής, της ηθικής, της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, της γλωσσολογίας και της ανθρωπολογίας, όπως ο Ribbeck, ο Wundt, ο Curtius, ο Lipsius και ο Lotze, που τον επέλεξε και ως συνεργάτη του [4].

Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική», η οποία εγκρίθηκε και τυπώθηκε στη Λειψία στις αρχές του 1881 με έξοδα του Ζαρίφη, με τίτλο «Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik» [5] και αφού αναγορεύτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, επέστρεψε τον Νοέμβριο του 1881, μέσω Παρισίων στην Αθήνα. Στο τέλος του 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι ή Σαμάκοβο, το Σιδηροχώρι, της Ανατολικής Θράκης, όπου ασχολήθηκε επιχειρηματικά -με αποτυχία- με επιχείρηση μεταλλείων, γεγονός που συσχετίστηκε στενά με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Στην περιοχή βρίσκονταν τα περιοχή πατρικά κτήματα της μητέρας του κοντά στον Άγιο Στέφανο, μια περιοχή γεμάτη μεταλλεία, που έκλεισαν λόγω του Ρωσσοτουρκικού πολέμου το 1877. Εκεί ο Βιζυηνός προσπάθησε με Άγγλο μηχανικό και με άδεια από το Σουλτάνο να τα επαναλειτουργήσει και επένδυσε όλες τις οικονομίες του, όμως ο Σουλτάνος ανακάλεσε την λειτουργία των μεταλλείων, για λόγους πολιτικούς και έβαλε ταφόπλακα στις επιχειρήσεις του Βιζυηνού τον οποίο οδήγησε σε ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή.

Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα και ακολούθησε ταξίδι του στο Παρίσι, όπου το Νοέμβριο του 1882 γνωρίστηκε με το Δημήτριο Βικέλα και από τότε η επικοινωνία τους υπήρξε συνεχής και στενή. Κοντά στο Βικέλα γνώρισε τον κύκλο των Ελληνιστών, όπως τον μαρκήσιο Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, που εξέδιδε το περιοδικό «Nouvelle Revue», ενώ το 1883 εγκαταστάθηκε στο προάστιο Stoke Newington του Λονδίνου, όπου σχετίστηκε με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη, ενώ συνέχισε να διατηρεί τις επαφές του με τους κύκλους του στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην Αθήνα, λόγω του θανάτου του Γεωργίου Ζαρίφη και της αδιαφορίας των κληρονόμων του για την τύχη του Βιζυηνού. Έκτοτε ξεκίνησε η τελευταία περίοδος της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια. Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι και προκειμένου να επιβιώσει διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο Αθηνών, όμως απολύθηκε λόγω κομματικής δυσμένειας προς το πρόσωπό του. Το 1884 υπέβαλλε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα «Η φιλοσοφία τού καλού παρά τω Πλωτίνω», στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με την ιδιότητα του καθηγητή Γυμνασίου έγραψε δύο σχολικά εγχειρίδια, τα «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού» το 1885 και «Στοιχεία ψυχολογίας» το 1888.

Ως διεκδικητής της πανεπιστημιακής έδρας συνέταξε ένα λίβελο εναντίον του συνυποψήφιου του Μαργαρίτη Ευαγγελίδη και τον δημοσίευσε στην εφημερίδα «Χρόνος Αθηνών» το 1885, με τον τίτλο «Μαργαρίτου Ευαγγελίδου, "Ιστορία της θεωρίας της γνώσεως"». Τον ίδιο χρόνο ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή, όμως λόγω ανταγωνισμών απέτυχε στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και καθώς οι φιλολογικοί κύκλοι των Αθηνών τον περιφρονούσαν, απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε από το 1890 ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και από το 1889 έως το 1892, συνέταξε 120 λήμματα για το «Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν», το περίφημο Λεξικό των Μπαρτ και Χιρστ, μεταξύ τους εκείνα για τους Χάινε, Αναγέννηση, Αουερμπαχ, Βάγκνερ, Βίκο, Βολταίρος, Μπαλζάκ, Μπετόβεν και άλλους.

Το 1890 ο Βιζυηνός εμφάνισε τα πρώτα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα έγραψε μια μελέτη για την «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών [βαλλίσματα].

Το τέλος του

Το 1890 που άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών, γνώρισε τη 14χρονη μαθήτρια του Μπεττίνα Φραβασίλη [6], την οποία ερωτεύτηκε και ήθελε να της γράφει ποιήματα. Η γνωριμία της τον οδήγησε σε απώλεια του νου του και αφού τη ζήτησε σε γάμο και του αρνήθηκε η μητέρα της, επιχείρησε να απαγάγει την κοπέλα, ενώ η εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη είχε γράψει για δύο απόπειρες αυτοκτονίας [7], η μία ελάχιστες ημέρες προτού κλειστεί στο Δρομοκαΐτειο. Στις 14 Απριλίου 1892 ο Βιζυηνός πεισμένος ότι πηγαίνει στον γάμο του, ντυμένος γαμπρός, παραληρώντας και αναφέροντας συνεχώς το όνομα της Μπεττίνας, οδηγήθηκε με την άμαξα της αστυνομίας στο Δρομοκαΐτειο [8]. Ο Γεώργιος Δροσίνης αναφέρει στα «Άπαντα» του ότι ήταν «τρελός ησυχώτατος» και γι΄ αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα με έναν φύλακα γύρω στα πεύκα. Ο Βιζυηνός δεν είχε συναίσθηση της καταστάσεως του και πίστευε ότι εκείνος επιτηρούσε τον φύλακα. Παρέμεινε έγκλειστος στο Δρομοκαϊτειο για τέσσερα χρόνια και οι γιατροί απέδωσαν τα συμπτώματα σε σύφιλη, ασθένεια από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε από τη διάρκεια των σπουδών του στη Γερμανία.

Διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε παπά από τη Μονή Δαφνίου να τον μεταλάβει. Πέθανε «...συνέπεια μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης γενικής παραλύσεως...» σύμφωνα με έγγραφο από το Δρομοκαΐτειο, τον Απρίλιο του 1896. Έπασχε από ανίατη ασθένεια, πιθανότατα σύφιλη, την οποία περιγράφει με στωικότητα και αισιοδοξία σε κάποια επιστολή του αλλά και με λεπτομερή περιγραφή και ακρίβεια των συμπτωμάτων της, όμως επίσημα πέθανε από φρενοβλάβεια, ασθένεια που πλήττει το νευρικό σύστημα και οδηγεί σε γενική παραλυσία. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν είκοσι άτομα, μεταξύ τους και δύο φίλοι του, τρόφιμοι του ψυχιατρείου, ενώ τα ελάχιστα υπάρχοντά του κατασχέθηκαν από τους τοκογλύφους. Η μητέρα του, πίσω στο χωριό τους, τυφλώθηκε από ακατάσχετο κλάμα, όπως λέγεται και πέθανε το 1907. Έτσι έκλεισε ο κύκλος της παιδικής του ζωής, σύμφωνα με το ρητορικό ερώτημα Ιωάννη Μ. Παναγιωτόπουλο«Πότε τελειώνει η παιδική ηλικία του Βιζυηνού; Τη στιγμή που πεθαίνει». Λίγες ημέρες αργότερα πέθανε και η Μπετίνα Φραβασίλη, μόλις τέσσερις μέρες μετά τον γάμο της. Τον έθαψαν σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων κοντά σε ένα μαντρότοιχο του νεκροταφείου και ο Κωστής Παλαμάς διάλεξε ένα στίχο που του χάραξαν στην επιτύμβια πλάκα, «Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια».

Μνήμη Βιζυηνού

Ο Βιζυηνός είναι ο κορυφαίος από τους καταραμένους συγγραφείς της ελληνικής Λογοτεχνίας, που η μνήμη και το έργο τους σημαδεύεται από την παρουσία θλιμμένων και τραγικών περιστατικών της ζωής, όπως ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Περικλής Γιαννόπουλος, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Κωνσταντίνος Κρυστάλλης. Η επίσημη σύγχρονη Ελληνική πολιτεία καθώς και το, καθ' ύλη αρμόδιο, Υπουργείο Παιδείας αγνοούν επιδεικτικά το έργο του, που είναι γεμάτο εθνικές ανησυχίες και προβληματισμούς. Το 1996, υπό την πίεση φορέων και συλλόγων, ανακηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού, «Έτος Γεωργίου Βιζυηνού».

Το 1999, ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης μελοποίησε μια σειρά από ποιήματα του Βιζυηνού, με τίτλο, «Το αμάρτημα της μητρός μου», ενώ ποιήματα του έχουν μελοποιήσει [9] και οι Νότης Μαυρουδής και Γιάννης Σπανός. Η ζωή του ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη ο οποίος γύρισε την ταινία με τίτλο, «Μόνον της ζωής του ταξείδιον» [10], από το ομώνυμο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Η ταινία αναφέρεται στην περίοδο που ήταν έγκλειστος ο συγγραφέας στο ψυχιατρείο και μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία μέσα από τους διαλόγους με τον παππού του, οποίος του μιλούσε για φανταστικά ταξίδια. Tο όνομα του φέρει το 6ο Γυμνάσιο Ξάνθης, που μετονομάστηκε σε «Γεώργιος Βιζυηνός».

Εργογραφία

Στα πρώτα του χρόνια ο Βιζυηνός υπέγραφε ως Μιχαηλίδης, όμως γρήγορα άφησε αυτό το ψευδώνυμο και υιοθέτησε το φιλολογικό ψευδώνυμο Βιζυηνός, με το οποίο έγινε γνωστός, για να τιμήσει τη γενέτειρα του, τη Βιζύη. Μεγαλωμένος σε οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο η Κόκκινη Μηλιά και ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς [11], νανούριζαν κάθε βράδυ τα παιδιά, και γέμιζαν την ψυχή τους με Ελλάδα, διακρίθηκε ως ποιητής και ως πεζογράφος, ενώ υπήρξε εντυπωσιακός διηγηματογράφος και συγκλονιστικός ηθογράφος. Η πρώτη του εμφάνιση στα Ελληνικά γράμματα συνέπεσε με την έναρξη της παρακμής της Φαναριώτικης επιρροής και το τέλος της παλιάς Αθηναϊκής Σχολής, ενώ το φυσικό του τέλος με την αφετηρία της νέας Αθηναϊκής Σχολής.

Διέθετε έντονη προσωπικότητα και πραγματική πνευματική καλλιέργεια, στοιχεία που του επέτρεψαν να μην επηρεαστεί και να μην ακολουθήσει τυφλά τα ρεύματα της εποχής του. Πρωτοεμφανίστηκε στα Ελληνικά γράμματα σε νεαρή ηλικία δημοσιεύοντας ποιήματα του σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά των Αθηνών. Στα έργα του έδωσε μια πραγματική εικόνα της Ελληνικής ζωής, ενώ χρησιμοποιούσε αρχικά μια ιδιότυπη καθαρεύουσα, ζωντανή και προσωπικής υφής, πριν στραφεί στη χρήση της Δημοτικής γλώσσας. Στο λογοτεχνικό έργο του συναντώνται στοιχεία της Φαναριώτικης παραδόσεως με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διεισδύσεως, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής.

Η δραματική και μυθιστορηματική ζωή του αποτυπώνεται στο έργο του που χαρακτηρίζεται από τρία βασικά στοιχεία,

  • ένα λαϊκό λαογραφικό.

Ο Βιζυηνός εμπλούτισε το ηθογραφικό διήγημα δίνοντάς του αυτοβιογραφικό και ψυχογραφικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μαμώνη, ο Βιζυηνός «....είναι αναμφισβήτητα ο πρώτος διηγηματογράφος-ψυχογράφος που έχομε. Στέκεται στην πρώτη γραμμή μιας νέας πεζογραφικής γενιάς που έσπασε θαρρετά τους δεσμούς της με το παλιό ιστορικό μυθιστόρημα (…) και οικοδόμησε με μια απλοϊκή, καθημερινή, θρακιώτικη προ πάντων θεματογραφία τη νέα μορφή του πεζού νεοελληνικού λόγου, το ηθογραφικό και ψυχογραφικό διήγημα. Οι ήρωες που ζωγραφίζει είναι ο ίδιος του ο εαυτός, η μητέρα του, ο παππούς του, ο στενός του γνώριμος. Μα όλα αυτά με την τέχνη του τα διευρύνει, τους δίνει την καθολικότητα του συμβόλου....».

  • ένα λόγιο –φαναριωτικό,
  • ένα ευρωπαϊκό.

Υπήρξε από τους σημαντικότερους συντελεστές του διάσημου παιδικού περιοδικού του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Η Διάπλασις των παίδων» στο οποίο ο Βιζυηνός δημοσίευσε διηγήματα και ποιήματά του. Ξεπέρασε το ρομαντισμό της Παλιάς Αθηναϊκής Σχολής και με το λογοτεχνικό του έργο καθιερώθηκε ως ο θεμελιωτής του διηγήματος και ως ένας από τους πρωτοπόρους μαζί με τον Αλέξανδρο Πάλλη της Παιδικής Λογοτεχνίας. Θεωρείται λογοτέχνης με έντονη προσωπική σφραγίδα στην προβολή του ρεαλισμού και συγκαταλέγεται μαζί με το Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο και τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στους θεμελιωτές του νεοελληνικού λογοτεχνικού λόγου. Αντιπαρήλθε το ρομαντισμό της εποχής του και έγραψε διηγήματα βασισμένα στο ρεαλισμό, ενώ έγραψε έργα φιλοσοφικού και ψυχολογικού περιεχομένου, καθώς και παιδικά διηγήματα. Δε σταμάτησε να γράφει ούτε μέσα στο φρενοκομείο και πιστός στη συνήθεια να εμπνέεται από τη ζωή του, έγραψε ποιήματα επηρεασμένος και από το πάθος του για τη Μπετίνα.

Ποιήματα

Επέλεξε ως πρώτο ποιητικό υλικό το λαϊκό τραγούδι, τη λαϊκή Παράδοση, την ψυχή της Θράκης. Από τις παραδόσεις του λαού αντλεί πολύτιμο υλικό και το μετατρέπει σε ποίημα. Μυθοποιεί τα φυσικά φαινόμενα, εμπλουτίζει τις περιπέτειες των ζώων, εκμεταλλεύεται τις λαϊκές αφηγήσεις, ως κι αυτούς τους μύθους του Αισώπου. Στο έργο του το Δημοτικό Τραγούδι, συντέλεσε στη δημιουργία ενός είδους γραφής, που αγγίζει τα όρια, τις παρυφές της δραματικής γραφής και σε πολλά από τα ποιήματα του υπάρχουν διαλογικά μέρη, ερωτήσεις και απαντήσεις που αποκαθιστούν την διήγηση , δράση προσώπων και ζώων ως κεντρικοί ήρωες, στοιχεία σκηνογραφικών χώρων και τοπίων. Η γραφή του θυμίζει θεατρικό είδος, που αφηγείται, καταγράψει και δείχνει με αφηγηματική εκφορά, πλοκή, επεισόδια και όχι με απλές εικόνες.

  • «Κόρδος», επικολυρικό ποίημα γραμμένο σε γλώσσα αρχαΐζουσα που βραβεύτηκε στο «Βουτσιναίο» Πανεπιστημιακό ποιητικό διαγωνισμό με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή, βράβευση η οποία προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους.
  • «Αποχωρισμός»,
  • «Διαμάντω»,
  • «Η κλώσσα»,
  • «Το ναυτόπουλο»,
  • «Η προσευχή των παιδιών»,
  • «Ο πύργος της κόρης»,
  • «Η μητέρα των επτά»,
  • «Της ζωής το ποτάμι»,
  • «Νύχτα»,
  • «Η μάγισσα της Πρωτομαγιάς»,
  • «Αφροδίτη»,
  • «Η νεράιδα»,
  • «Το τραγούδι του τσέλιγκα»,
  • «Αφαιρεμένη»,
  • «Μαργαρώ»,
  • «Το σκυλί»,
  • «Φθινόπωρο».

Ποιητικές συλλογές

  • «Ποιητικά πρωτόλεια» το 1873, Η συλλογή την οποία αφιέρωσε στο Γεώργιο Χασιώτη, διευθυντή του Λυκείου στο Πέρα της Κωνσταντινουπόλεως, αποτελείται από πέντε ποιήματα που είναι γραμμένα στην απλή καθαρεύουσα και περιλαμβάνει το ποίημα «Επί τους τάφου του πατρός μου».
  • «Ο Κόδρος» το 1874,
  • «Βοσπορίδες αύραι» το 1876, με εισήγηση του Θεόδωρου Ορφανίδη τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με τον αρχικό τίτλο «Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις»,
  • «Ατθίδες αύραι» [12] το 1883, έργο που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο «Trübner & Company» [13] στο Λονδίνο και σύμφωνα με επιστολή του Βιζυηνού, «...ο Κος Κοργιαλένιος μετά του Κου Βαλιέρη ανεδέχθησαν 50 λίρας ο δε Κος Ιωνίδης τα λοιπά των εξόδων για την έκδοση των....». Μερικά από τα ποιήματα της συλλογής μεταφράστηκαν στην Αγγλική γλώσσα από τον Αιδεσιμότατο Ένμουντ Μάρτιν Τζέλνταρτ [Edmund Martin Geldart] [14] και δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «To-day, the Monthly Magazine of Scientific Socialism» [15]. Η συλλογή περιλαμβάνει τα ποιήματα
    «Ο τελευταίος Παλαιολόγος»,
    «Η Αγία Σοφία»,
    «Το Μπαλουκλί».
  • «Εσπερίδες» το 1887, τιμήθηκε με έπαινο,
  • «Συλλογή ποιημάτων Γεωργίου Βιζυηνού»,
  • «Παιδικαί ποιήσεις».

Διηγήματα

Είναι γνωστά οκτώ διηγήματα του

  • «Το αμάρτημα της μητρός μου», δημοσιεύθηκε το Μάρτιο του 1883, με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Βικέλα σε μετάφραση του Saint-Hilaire, στο περιοδικό «La Nouvelle Revue» της Juliette Lamber πρώτα στη γαλλική γλώσσα. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου, πάλι με τη μεσολάβηση του Δημητρίου Βικέλα το δημοσίευσε η «Εστία», το εγκυρότερο αθηναϊκό περιοδικό της εποχής, που ιδρύθηκε το 1876 και από το 1881 είχε περιέλθει στα χέρια του Γεωργίου Κασδόνη.
  • «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1883,
  • «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», δημοσιεύθηκε το διάστημα Οκτώβριος-Νοέμβριος του 1883 στην «Εστία»,
  • «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» τον Ιανουάριο του 1884,
  • «Πρωτομαγιά» το Μάϊο του 1884,
  • «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» το διάστημα Ιούνιος-Ιούλιος του 1884,
  • «Διατί η Μηλιά δεν έγινε Μηλέα».

Το έργο δημοσιεύθηκε ως δημοσιογραφικό άρθρο τον Ιανουάριο του 1885 στο περιοδικό «Εβδομάς». Ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί την ίδια λέξη στην καθαρεύουσα και στη δημοτική και αρχίζει, σε μορφή δοκιμίου, επισημαίνοντας ότι «...το γλωσσικό ζήτημα είναι περισσότερο σημαντικό παρά το λεγόμενο θέμα της Ανατολής....».

  • «Μοσκώβ-Σελήμ» το διάστημα Απρίλιος-Μάιος του 1895.

Παιδικά αφηγήματα

Μεταξύ των χειρογράφων του που διασώθηκαν υπάρχει και ένα με τίτλο, «Παιδικαί Ποιήσεις» σε τρεις τόμους, που περιέχει περίπου 200 «Παιδαγωγικά» ποιήματα. Όπως έγραψε ο ίδιος στην «Εστία», «…Τα ανέκδοτα ποιήματα κατήρτισα κατά παράδειγμα Άγγλων και Γερμανών ποιητών μετά σχετικών εικόνων, προς βαθμιαίαν του νου ανάπτυξιν από βρεφικής ηλικίας μέχρι της γυμνασιακής μορφώσεως». Περιλαμβάνονται ποιήματα που αναφέρονται σε διαχρονικές αξίες, στη λογική και ψύχραιμη αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής, όπως είναι τα αποφθεγματικά ποιήματα και επισημαίνεται η αξία της οικογένειας, της πατρίδας, της θεοσέβειας, της θρησκευτικής ευλάβειας και της προσευχής, ενώ καταγράφεται η μητρική φιγούρα ως πηγή θαλπωρής, αγάπης, φροντίδας και προστασίας. Παράλληλα επαγγέλματα όπως ο μαρμαράς, ο ξυλουργός, ο νερόμυλος, ο ψωμάς, ο σιδηρουργός, ο γεωργός, καταγράφονται με απλότητα, καθαρότητα και ευκρίνεια.

  • «Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού»,
  • «Ο Τρομάρας»,
  • «Το σκιάχτρο του χωραφιού»,
  • «Ο κλέπτης»,
  • «Μέσα εις το αμφιθέατρον»,
  • «Πως οικονομείται ο χρόνος».

Μελέτες

Οι μελέτες του αναπτύσσονται σε διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς όπως η Αισθητική, η Φιλοσοφία, η Ψυχολογία η Φιλολογία και η Λαογραφία.

  • «Οι καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη» το 1888, που δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο περιοδικό «Εβδομάς»,
  • «Αι εικαστικαί τέχναι κατά την Α' εικοσιπενταετηρίδα της βασιλείας Γεωργίου Α'» το 1888, δημοσιεύθηκε σε πανηγυρικό φύλλο της «Εφημερίδος» του Δημητρίου Κορομηλά,
  • «Ερρίκος Ιβσεν» το 1892, δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στην «Εικονογραφημένη Εστία»,
  • «Ανά τον Ελικώνα» το 1894, δημοσιεύθηκε σε έντεκα συνέχειες στην «Εικονογραφημένη Εστία»,
  • «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού-Πνευματικαί ιδιοφυίαι»,
  • «Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού-Αι αρχαί των τεχνών»,
  • «Στοιχεία λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας»,
  • «Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω»,
  • «Ανά τον Ελικώνα».


Παραπομπές

  1. Άλμα πάνω [H Βιζύη ή Βιζώ ή Βίζα ή Βίζη ή Βιζού της Ανατολικής Θράκης, είναι πόλη με βαθιές ιστορικές ρίζες καθώς υπήρξε πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου των πολεμοχαρών Aστων ή Αστών. Ιδρύθηκε μετά την καταστροφή της οχυρωμένης αρχαίας θρακικής πόλεως των Κοτυδών, Δάματα, από τον στρατηγό του Λυσιμάχου, Βίζυ, ο οποίος της έδωσε και το όνομά του. Η πόλη αναπτύχθηκε σημαντικά και διέθετε λαμπρά κτήρια και ναούς, ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους έφτασε στο απόγειο της δόξας της, καθώς είχε εξαιρετικές σχέσεις με τη Ρώμη και διέθετε μάλιστα και δικό της Νομισματοκοπείο, το οποίο εξέδιδε περίτεχνα νομίσματα. Η παρακμή της ξεκίνησε όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος κατάργησε τους πολιτικούς θεσμούς της και το δικαίωμα κοπής νομίσματος, υποβιβάζοντας την σε μικρή πόλη-οχυρό της αυτοκρατορίας. Η πόλη ήταν έδρα Μητροπόλεως. Πρόκειται για εξαιρετικά όμορφη πόλη, πλάι στις δυτικές πηγές του Εργίνου ποταμού, και πολύ κεντρική, στο δρόμο περνώντας από τις Σαράντα Εκκλησίες και την Τσατάλτζα και ενώνει την Ανδριανούπολη με την Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι την κατέλαβαν το 1372 και έως το 1839 δε διέθετε σχολεία. Το 1840, λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο ποιητής, υπάγονταν διοικητικά στην Ανδριανούπολη, διαιρούνταν σε 4 συνοικίες και την κατοικούσαν περί τις χίλιες οικογένειες, εξακόσιες ελληνικές και τετρακόσιες τουρκικές. Από το 1829, λειτουργούσε το Ζάππειον Παρθεναγωγείο και το Δημοτικό σχολείο της Βιζύης που ιδρύθηκε το 1839, ήταν το πρώτο που ιδρύθηκε στη Θράκη. Τα 1878 ζούσαν 2.200 Έλληνες και 900 Τούρκοι. Στα 1882 με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Κωνσταντίου, δημιουργήθηκε η «Φιλόμουσος Αδερφότης Ήβη», η οποία έχοντας ως σκοπό την προαγωγή της γυναικείας εκπαίδευσης σύστησε παρθεναγωγεία. Κοντά στη Βιζύη υπάρχουν οι περιοχές, Σαράντα Εκκλησίες, που διέθεταν σχολεία και φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, ενώ λειτουργούσε οκτατάξιος Αστική Σχολή για τα αγόρια και εξατάξιο Ανώτερο Παρθεναγωγείο για τα κορίτσια, στο οποίο το 1907 φοιτούσαν 1012 μαθήτριες. Κατά την εποχή της ανταλλαγής πληθυσμών, είχε 3.380 κατοίκους, κυρίως Έλληνες και ελάχιστους Τούρκους που ασχολούνταν με την γεωργία την αμπελουργία και την κτηνοτροφία, ενώ το εμπόριο δεν ήταν ανεπτυγμένο λόγω ελλέιωεως συγκοινωνίας. Η πόλη είχε ένα Αρρεναγωγείο, ένα Παρθεναγωγείο καθώς και Νηπιαγωγείο. Από τους χρόνους του Βυζαντίου διασώζονται δυο ναοί, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Σοφίας οι οποίοι μετατράπηκαν σε τζαμιά.]
  2. Άλμα πάνω [Ο ίδιος ο Βιζυηνός έλεγε ότι «....κατάγονταν από πάππο ασβεστά και πατέρα καρβουνιάρη...» κι είναι «...γιος της Μιχαλιέσσας...».]
  3. Άλμα πάνω [Ο Γεώργιος Ζαρίφης με χαρακτηριστική δήλωσή του ανέφερε, «...ότι από της ημέρας εκείνης είναι γεγραμμένος μεταξύ των υποτρόφων του...».]
  4. Άλμα πάνω [Από το αποδεικτικό σπουδών του προκύπτει ότι συμπλήρωσε έξι ακαδημαϊκά εξάμηνα, από τις 23 Οκτωβρίου 1875 έως τις 21 Φεβρουάριου 1877, παρακολουθώντας μαθήματα Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Φιλοσοφία της Φύσεως, Λογικής, Ψυχολογίας, Ερμηνευτικής και Κριτικής]
  5. Άλμα πάνω [Η διατριβή του Βιζυηνού που αποτελείται από τρία κεφάλαια, παρέμεινε ανέκδοτη στα Ελληνικά έως το 2009, όταν ο Αλέξανδρος Σιδεράς και η Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα, καθηγητές Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν, την ανέσυραν από τις γερμανικές βιβλιοθήκες και την εξέδωσαν σε ελληνική μετάφραση, σε τόμο που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις των Αδελφών Κυριακίδη. Ο Ελληνικός τίτλος της εκδόσεως που αναπτύσσεται σε 336 σελίδες, είναι «Το παιδικό παιγνίδι σε σχέση με την ψυχολογία και την παιδαγωγική».]
  6. Άλμα πάνω [Η Μπεττίνα Φραβασίλη ήταν κόρη του Αντώνιου Φραβασίλη, Ιταλού λόγιου και δημοσιογράφου της εφημερίδος Ακρόπολις» και της Σοφίας, ενώ είχε μια μικρότερη αδελφή, την Ιτάλα. Η οικογένεια Φραβασίλη, την οποία είχε εγκαταλείψει ο σύζυγος και πατέρας Αντώνιος, ζούσε σε σπίτι στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στο οποίο κατοικούσε και ο Γεώργιος Βιζυηνός, που μόλις είχε επιστρέψει από τη Γερμανία. Η Μπεττίνα Φραβασίλη πέθανε το 1898 από σακχαρώδη διαβήτη, τέσσερις μέρες μετά το γάμο της με το δικηγόρο Παπαγεωργίου.]
  7. Άλμα πάνω [Η εφημερίδα «Παλιγγενεσία» στο φύλλο της 11ης Απριλίου 1892 στην 3η σελίδα, αναφέρει ότι ο Βιζυηνός έκανε απόπειρα αυτοκτονίας την Πέμπτη 9 Απριλίου 1892, έξι ημέρες πριν τον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο.]
  8. Άλμα πάνω Η τραγική ζωή του Γεωργίου Βιζυηνού και της αγαπημένης του Μπεττίνας Φραβασίλη Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1535, σελίδες 821 κ.ε.
  9. Άλμα πάνω Γεώργιος Βιζυηνός (Στιχουργός)
  10. Άλμα πάνω «Μόνον της ζωής του ταξείδιον» Ολόκληρη η ταινία, Παραγωγής 2001.
  11. Άλμα πάνω [Ενδεικτικοί είναι οι στίχοι από το ποίημα «Ο τελευταίος Παλαιολόγος», που περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή του «Βοσπορίδες αύραι»
    «- Τον είδες με τα μάτια σου, γιαγιά τον Βασιλέα
    ή μήπως και σου φάνηκε, σαν όνειρο να πούμε,
    σαν παραμύθι τάχα;
    - Τον είδα με τα μάτια μου, ωσάν και σένα νέα,
    Πα να γενώ εκατό χρονών, κι ακόμα το θυμούμαι
    σαν νάταν χθες μονάχα.
    - Απέθανε, γιαγιά;
    - Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμάται.
    - Και τώρα πια δεν ημπορεί
    γιαγιάκα να ξυπνήσει;
    - Ω, βέβαια! Καιρούς καιρούς,
    σηκώνει το κεφάλι,
    και βλεπ' αν ήρθεν η στιγμή,
    πόχει ο Θεός ορίσει.
    - Πότε, γιαγιά μου, πότε;
    - Όταν τρανέψεις, γιόκα μου,
    να αρματωθείς, και κάμεις,
    τον όρκο στην Ελευθεριά,
    συ κι όλη η νεολαία,
    θα σώσετε την χώρα.
    Κι ο βασιλιάς θα σηκωθεί
    τον Τούρκο να χτυπήσει.
    Και χτύπα-χτύπα, θα τον πα
    πίσω στην κόκκινη μηλιά,
    και πίσω από τον ήλιο,
    που πια να μη γυρίσει!»]
  12. Άλμα πάνω Γεώργιος Βιζυηνός, Προλεγόμενα στο έργο «Ατθίδες αύραι»Γιώργος Μπλάνας
  13. Άλμα πάνω [Ο εκδοτικός οίκος «Trübner & Company» ιδρύθηκε το 1851 από τον διακεκριμένο ανατολιστή Johann Nicolaus Trübner (1817-1884), ο οποίος βρισκόταν σε διαρκή και σταθερή επαφή με τους πλέον διακεκριμένους Ευρωπαίους συγγραφείς και επιστήμονες. Εξέδιδε μελέτες σχετικές με τους πολιτισμούς και μεταφράσεις κλασικών συγγραφέων και έργων τους της αρχαιότητας.]
  14. Άλμα πάνω [Ο Αιδεσιμότατος Ένμουντ Μάρτιν Τζέλνταρτ [Edmund Martin Geldart, 1844-1885], ήταν σημαντικότατη προσωπικότητα της φιλελεύθερης σκέψεως στη βικτωριανή Αγγλία. Αντιτριαδιστής ιερωμένος, σοσιαλιστής, μελετητής της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, έζησε αρκετό καιρό στην Αθήνα και εξέδωσε βιβλία, μεταξύ των οποίων τα «The Modern Greek Language In Its Relation To Ancient Greek» και «Folk-Lore of Modern Greece; The Tales of the People». Το 1869 είχε δημοσιεύσει εγκωμιαστική κριτική για την Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη στο λογοτεχνικό περιοδικό «Athenaeum Review. Ο Αιδεσιμότατος Ένμουντ Μάρτιν Τζέλνταρτ εξαφανίστηκε στις 10 Απριλίου του 1885, από το πλοιάριο που τον μετέφερε από το Νιούχεβεν στη Διέπη, κι έτσι δεν ολοκλήρωσε τη μετάφραση των «Ατθίδων Αυρών».]
  15. Άλμα πάνω [Η εφημερίδα «To-day, the Monthly Magazine of Scientific Socialism» ιδρύθηκε στα τέλη του 1883 από τα μέλη της Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας Έρνεστ Μπέλφορντ Μπαξ [Ernest Belfort Bax, 1854-1925], Ουίλιαμ Μόρις, και Ελεονόρα Μαρξ [Eleanor Marx, 1855-1898] με στόχο την «...αντιπροσώπευση του επιστημονικού σοσιαλισμού και την αδυσώπητη κριτική κάθε είδους σχετικισμού που σπείρει την αναρχία..», όπως έγραφε ο Μπαξ στο φύλλο του Ιανουαρίου του 1884.]





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου