Ο Αλέξανδρος Παπάγος Έλληνας βασιλόφρονας, ανώτατος αξιωματικός που υπήρξε αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού στη διάρκεια του συμμοριπολέμου, και πολιτικός που διατέλεσε Υπουργός Στρατιωτικών, μετέπειτα ιδρυτής κόμματος, πολιτικός αρχηγός και Πρωθυπουργός, γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1883 στην Αθήνα και πέθανε στις 23.30 της Τρίτης 4 Οκτωβρίου 1955, ύστερα από «ακατάσχετη αιμορραγία» που υπέστη στις 22.30 της ίδιας νύχτας, στο σπίτι του στην Εκάλη. Σύμφωνα με το ιατρικό ανακοινωθέν που υπέγραψε ο Νικόλαος Μπόμπολας, γιατρός και βουλευτής Μεσσηνίας, ο οποίος τον είχε εξετάσει, πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια. Η νεκρώσιμη ακολουθία του τελέστηκε στις 11 το πρωί της Παρασκευής 7 Οκτωβρίου 1955 στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, με την παρουσία του Βασιλιά και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών [1].
Το 1911 παντρεύτηκε τη Μαρία Καλλίνσκη, που ήταν εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου, κόρη του Αντιστρατήγου Ιππικού Ανδρέα Καλλίνσκη-Ροίδη και αδελφή του Υποστρατήγου Ανδρέα Καλλίνσκη. Από το γάμο τους γεννήθηκαν δύο παιδιά, ο Λεωνίδας το 1912, διπλωμάτης και αυλάρχης του Ελληνικού βασιλικού οίκου και των ανακτόρων και η Ειρήνη το 1914, σύζυγος του γλύπτη Γιάννη Παππά.
Βιογραφία
Ο παππούς του υπήρξε δάσκαλος των Δηλιγιανναίων και δικαστής. Γονείς του ήταν ο Λεωνίδας Παπάγος, τότε προσωπάρχης του Υπουργείου Στρατιωτικών και μετέπειτα Αντιστράτηγος, που είχε γεννηθεί στη Σύρο και είχε καταγωγή από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας και η Μαρία Αυγερινού, ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, των οποίων ήταν ένα από τα τέσσερα αγόρια τους. Παρακολούθησε μαθήματα Γυμνασίου στην Αθήνα και το 1901 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει δικαστικό. Ο Αλέξανδρος εγκατέλειψε την παρακολούθηση των μαθημάτων ένα χρόνο αργότερα, και φοίτησε, λόγω υπερβάσεως του ηλικιακού ορίου για την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων, από το 1902 έως το 1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και στη συνέχεια έως το 1906, στη σχολή Ιππικού του Ιπρ.
Στρατιωτική δράση
Στις 15 Ιουλίου 1906 κατατάχθηκε ως Ανθυπίλαρχος Ιππικού στον Ελληνικό στρατό. Το 1910 ανέλαβε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις παραμονές της ενάρξεως των Βαλκανικών πολέμων, στους οποίους πήρε μέρος ως Υπίλαρχος του Ιππικού και Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου, ενώ το 1916 υπηρέτησε με το βαθμό του Επίλαρχου ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού. Στις 8 Αυγούστου 1917, υπέβαλε παραίτηση και αποχώρησε από το Στρατό για πολιτικούς λόγους και η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου τον εξόρισε διαδοχικά στα νησιά Ίο, Θήρα, Μήλο και Κρήτη. Μετά την εκλογές του 1920 που διενεργήθηκαν "εν καιρώ πολέμου", μοναδική περίπτωση στην παγκόσμια ιστορία, ο Παπάγος ανακλήθηκε στο στράτευμα με αναδρομική απόδοση, από τις 12 Ιανουαρίου 1918, του βαθμού του αντισυνταγματάρχη. Συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία στην αρχή ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού και μετά Μεραρχίας Ιππικού όπου και παρέμεινε μέχρι την κατάρρευση του Μετώπου τον Αύγουστο του 1922.
Μετά το Κίνημα του στρατηγού Γεωργίου Λεοναρδοπούλου, και των Συνταγματαρχών Παναγιώτη Γαργαλίδη και Γεωργίου Ζήρα στις 21 προς 22 Οκτωβρίου του 1923 ο τότε Αντισυνταγματάρχης Ιππικού Αλέξανδρος Παπάγος συμμετείχε στο κίνημα και μετά την αποτυχία του τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία. Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί της οικουμενικής κυβερνήσεως του Αλέξανδρου Ζαΐμη, βάσει ειδικού νόμου που ψήφισε όπου και προάχθηκε αναδρομικά σε Συνταγματάρχη. Φοίτησε στην Ανώτερη Σχολή Στρατηγικών Σπουδών που τελούσε υπό τη διοίκηση του Γάλλου στρατηγού Γιράρντ και στη συνέχεια υπηρέτησε από το 1927 έως το 1931, ως Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας. Ενδιάμεσα το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο. Την περίοδο από το 1931 έως το 1933 ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, ενώ από το 1933 έως το 1935 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού. Τον ίδιο χρόνο ηγήθηκε του στρατιωτικού κινήματος της «10ης Οκτωβρίου 1935» που επανέφερε το θεσμό της μοναρχίας στην Ελλάδα. Την 1η Αυγούστου 1936 ανέλαβε καθήκοντα του αρχηγού «Γενικού Επιτελείου Στρατού», [Γ.Ε.Σ.], και αναβάθμισε τις δομές του Στρατού καθώς και το σχεδιασμό της άμυνας της Ελλάδος.
2ος Παγκόσμιος Πόλεμος
Ο Ιωάννης Μεταξάς, που από το 1936 είχε επιβάλλει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και είχε αναλάβει Πρωθυπουργός, έδωσε εντολή στον Παπάγο να προετοιμάσει τον Ελληνικό στρατό για το ενδεχόμενο αναμίξεως της Ελλάδας σε πόλεμο. Το 1940 με ειδικό νόμο, διότι δεν ήταν δυνατή η παραμονή αξιωματικού σε ανώτατους βαθμούς πέραν της δεκαετίας, παρέμεινε στην ενέργεια για έναν ακόμη χρόνο. Στις 13 Μαρτίου 1940, σε μια έκθεση που είχε υποβάλει, ο Παπάγος, είχε ζητήσει την «εκκαθάριση» της Αλβανίας σε περίπτωση πολέμου και βαλκανικής εκστρατείας των συμμάχων. Ο Ιωάννης Μεταξάς είχε αντιταχθεί, πριν από την ιταλική επίθεση, στο αγγλικό σχέδιο βρεταννικής επιχειρήσεως στην Αλβανία, με επικεφαλής τον εξόριστο βασιλέα της Αχμέτ Ζώγου, και σχηματισμού προσωρινής αλβανικής κυβερνήσεως, διότι η αποκατάσταση του παλαιού καθεστώτος σήμαινε την απόδοση των βορειοηπειρωτικών εδαφών στη μεταπολεμική Αλβανία.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Παπάγος ονομάστηκε αρχιστράτηγος και ανέλαβε τη διεύθυνση του αγώνα κατά των Ιταλών. Στις 21 Απριλίου 1941, παρά την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε στο μέτωπο από τη Γερμανική εισβολή στη Μακεδονία, παρότρυνε με διαταγή του τη στρατιά Ηπείρου, να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι το έσχατο όριο των δυνατοτήτων της και στις 21 Απριλίου 1941 σε τηλεγράφημα του προς το Διοικητή Στρατιάς Ηπείρου ανέφερε, «Πληροφοροῦμαι ὅτι ἀντιστράτηγος Τσολάκογλου ἀνέλαβε πρωτοβουλίαν συνθηκολογήσεως. Δὲον κατανοήθη παρὰ πάντων ὅτι ὕψιστα συμφέροντα Πατρίδος ἀπαγορεύουσι τοῦτο. Ἐπικαλοῦμαι πατριωτισμὸν πάντων. Στρατὸς δέον ἀγωνισθῆ μέχρις ἐσχάτου ὁρίου δυνατοτήτων του. Ἀντικαταστήσατε ἀμέσως Τσολάκογλου». Υπέβαλε την παραίτησή του στις 23 Απριλίου 1941, η οποία εγκρίθηκε με βασιλικό διάταγμ, ενώ νωρίτερα ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου υπέγραψε συνθήκη συνθηκολογήσεως με τους Γερμανούς.
Στις 16 Απριλίου 1941 συναντήθηκε με τον Άγγλο στρατηγό Ουίλσον έξω από την Λαμία, στον οποίο είπε, «...Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να επανεπιβιβαστούν τα αγγλικά στρατεύματα για να αποφύγει η Ελλάς ολική καταστροφή..», άποψη που ο Ουίλσον τηλεγράφησε, μέσω του Ουέιβελ, στο Λονδίνο. Στις 21 Απριλίου με ανακοίνωση της η Ελληνική κυβέρνηση, αποδέσμευε την Μεγάλη Βρετανία από την υποχρέωση να συνεχίσει τον πόλεμο στην Ελλάδα και στις 23 Απριλίου ο Παπάγος παραιτήθηκε από την αρχιστρατηγία του Ελληνικού στρατού, «...ώστε να μην ευρεθείτε στην ανάγκη να παραδώσετε το ξίφος σας εις τον εχθρόν. Θα ήταν μειωτικόν και δια σας και δια τον στρατόν..», όπως του είπε ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός και δεν ακολούθησε την Ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο.
Κατοχή
Αρνήθηκε τη σύνταξη που του πρότεινε ο Γεώργιος Τσολάκογλου και όπως γράφει ο Chris M. Woodhouse «...αν και όχι πλούσιος, αρνήθηκε την σύνταξη που του πρόσφερε ο Τσολάκογλου...{...}...Συμπεριφέρθηκε όπως επιβαλλόταν σ ένα Έλληνα στρατηγό…..». Οι Γερμανικές αρχές κατοχής τον έθεσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του στην οδό Πραξιτέλους 16 πίσω από την Πλατεία Κλαυθμώνος για τρεις μήνες. Την ίδια περίοδο είχε αρχίσει επαφές με τις οργανώσεις εθνικής αντιστάσεως και στις 20 Μαΐου 1943, δημιούργησε την αντιστασιακή οργάνωση «Στρατιωτική Ιεραρχία».
Οι Γερμανοί τον συνέλαβαν στις 16 Ιουλίου 1943, μαζί με τους αντιστρατήγους Γεώργιο Κοσμά, Ιωάννη Πιτσίκα, Κωνσταντίνο Μπακόπουλο και Παναγιώτη Δέδε, εξαιτίας της δράσεως του και της συνεργασίας του με οργανώσεις της Ελληνικής Εθνικής αντιστάσεως, και στις 25 του ίδιου μήνα τον μετέφεραν και στη συνέχεια τον φυλάκισαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως [2] στη Γερμανία, μεταξύ τους τα Οράνιενμπουργκ, Νταχάου, Νίντερντορφ και Σαξενχάουζεν, 20 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Βερολίνου.
Συμμοριτοπόλεμος
Παρέμεινε αιχμάλωτος μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας και επανήλθε στην Ελλάδα τον Μάιο του 1945, ενώ τον Ιούνιο του 1946 ταξίδεψε στην Αγγλία για να παρευρεθεί στις εορτές της Νίκης. Το Νοέμβριο του 1946 επισκέφθηκε την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και την Ιερουσαλήμ, αλλά ταξίδεψε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου του απονεμήθηκαν εξαιρετικές τιμές. Τον Ιούλιο του 1947 του απονεμήθηκε ο βαθμός του Στρατηγού εν αποστρατεία. Αρχικά τον Σεπτέμβριο του 1946, μετά την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄, διορίστηκε Μεγάλος Αυλάρχης, και από τον Ιούλιο του 1947 μέχρι τον Ιανουάριο του 1949, του βασιλιά Παύλου. Στις 19 Ιανουαρίου 1949 η κυβέρνηση του κεντρώου πολιτικού Θεμιστοκλή Σοφούλη τον ανακάλεσε στην ενέργεια και του ανέθεσε τη Γενική Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων, με εξουσία επί των τριών κλάδων, και των Σωμάτων Ασφαλείας, δηλαδή της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής, τα οποία καθοδήγησε στην πολεμική αναμέτρηση κατά του αυτοαποκαλούμενου «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος», [«Δ.Σ.Ε.»] με στόχο τη συντριβή της ανταρσίας των μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος.
Η πετυχημένη καταστολή της εξεγέρσεως οδήγησε στις 17 Οκτωβρίου 1949, τη Βουλή των Ελλήνων στην απόφαση να του απονείμει τον τίτλο του Στρατάρχη, με νομοθετικό διάταγμα [3] που υπέγραψε ο βασιλιάς Παύλος, τίτλος που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα στρατιωτικό. Παρέμεινε επικεφαλής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και συνέβαλε, στις 11 Απριλίου 1950, στην ίδρυση του Υπουργείου «Εθνικής Άμυνας», [ΥΠ.ΕΘ.Α.], σε αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων Υπουργείων Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας, και την οργάνωση του «Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας», [Γ.Ε.ΕΘ.Α.], του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.
Πολιτική δράση
Υπουργός
Διατέλεσε
- Υπουργός των Στρατιωτικών από τις 19 Δεκεμβρίου 1935 έως τις 5 Μαρτίου 1936 στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή [4], ενώ ήταν Υπουργός στο ίδιο Υπουργείο [5] στην κυβέρνηση Γεωργίου Κονδύλη.
Ο βασιλικός οίκος απέτρεψε την κάθοδο του στην πολιτική στην εκλογική αναμέτρηση της 5ης Μαρτίου 1950 και στη συνέχεια τον Αύγουστο του 1950, όταν παραιτήθηκε η κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα και τα ανάκτορα τον εμπόδισαν να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση. Το Νοέμβριο του 1950, αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο του Οργανισμού Λιμένα Πειραιώς, στο οποίο εμπλέκονταν στενοί συνεργάτες του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και οι μισοί βουλευτές του «Λαϊκού Κόμματος» αποχώρησαν, δημιουργώντας ανεξάρτητη κοινοβουλευτική ομάδα. Μαζί τους ενώθηκαν στις 22 Ιανουαρίου 1951, στελέχη από το «Εθνικό Ενωτικό Κόμμα», [Ε.Ε.Κ.], και ίδρυσαν το «Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα», [Λ.Ε.Κ.], με συναρχηγούς τον Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, επιδιώκοντας την κάθοδο του Αλέξανδρου Παπάγου στις εκλογές.
Παραιτήθηκε από τη θέση του στο στρατό στις 29 Μαΐου 1951 και υπέβαλλε την παραίτηση του στον πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο. Ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών ανακοίνωσε την παραίτηση του στις 22:15 της 30ης Μαΐου, το γεγονός όμως ήταν γνωστό από το απόγευμα και στα επιτελικά γραφεία επικρατούσε αναταραχή. Το ίδιο βράδυ ο ταξίαρχος Αλέξανδρος Χρηστέας, προϊστάμενος της διευθύνσεως προσωπικού του Γ.Ε.Ε.Θ.Α. παραπονέθηκε στον αντιστράτηγο Θωμά Πετζόπουλο για την αποτυχία των ανώτατων αξιωματικών να μεταπείσουν τον Παπάγο. Ο Χρηστέας έκλεισε τη συνομιλία του με τον Πετζόπουλο λέγοντας: «....εκείνο το οποίο δεν κατορθώσατε σεις θα το επιβάλλωμεν ημείς..». Ο βασιλιάς Παύλος επικαλέστηκε εξαπάτηση του και διέταξε το Θρασύβουλο Τσακαλώτο να προχωρήσει στη σύλληψη του Παπάγου, γεγονός που προκάλεσε την εκδήλωση κινήματος των αξιωματικών, μεταξύ τους οι Χρηστέας και Ταβουλάρης, της οργανώσεως «Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών», [«Ι.Δ.Ε.Α.»], οι οποίοι κατέλαβαν τα γραφεία του «Γ.Ε.ΕΘ.Α.», του «Γενικού Επιτελείου Στρατού», [«Γ.Ε.Σ.»], καθώς και τις εγκαταστάσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών. Τελικά ο Παπάγος το πρωί της 31 Μαΐου παρενέβη και τους διέταξε τους αξιωματικούς να εγκαταλείψουν την προσπάθεια κινήματος.
«Ελληνικός Συναγερμός»
Στις 6 Αυγούστου 1951 ίδρυσε το κόμμα «Ελληνικός Συναγερμός», στο οποίο προσχώρησαν αφού αυτοδιαλύθηκαν, το «Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα», [Λ.Ε.Κ.], πολιτευτές άλλων δεξιών κομματικών σχηματισμών, βουλευτές και πολιτευτές από το «Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα», [Δ.Σ.Κ.], του Γεωργίου Παπανδρέου και πολιτευτές από το κόμμα του Ναπολέοντα Ζέρβα. Την ίδια περίοδο ο βασιλιάς Παύλος σε συνέντευξη του στην Αμερικανική εφημερίδα «New York Times» στράφηκε εναντίον του Παπάγου λέγοντας ότι, «…ουδέποτε αντελήφθην τους πραγματικούς λόγους της παραιτήσεως του, αλλά οιοιδήποτε και αν ήσαν θεωρώ ότι δεν ήσαν επαρκείς…».
Συμμετείχε στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, στις οποίες πλειοψήφησαν τα κόμματα του Κέντρου, που συγκέντρωσαν 132 έδρες, 10 έδρες το κόμμα της ΕΔΑ, το «Λαϊκό Κόμμα» 2 έδρες, ενώ ο «Ελληνικός Συναγερμός» αν και αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 36,5% των ψήφων και 114 έδρες, δεν μπόρεσε να σχηματίσει κυβέρνηση, καθώς δε συγκέντρωσε απόλυτη πλειοψηφία. Το 1952, εξήντα βουλευτές από διάφορα κόμματα προσχώρησαν ομαδικά στο κόμμα του και στις 10 Οκτωβρίου 1952 προκηρύχθηκαν εκλογές από την κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα. Στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου 1952 εξασφάλισε τη συμμετοχή στα ψηφοδέλτια του και του Γεωργίου Παπανδρέου καθώς και πολιτευτών του κόμματος του, όπως επίσης και του φιλελεύθερου Εμμανουήλ Τσουδερού, που συνεργάστηκαν ως ανεξάρτητοι. Το κόμμα Παπάγου στήριξε το δημοσιογραφικό συγκρότημα του Δημητρίου Λαμπράκη, με τις εφημερίδες «Το Βήμα» και «Τα Νέα», η εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς» της Θεσσαλονίκης και όλες οι συντηρητικές εφημερίδες των Αθηνών. Το εκλογικό αποτέλεσμα ανέδειξε νικητή τον Ελληνικό Συναγερμό που συγκέντρωσε το 49,2% των ψήφων και 247 έδρες στις 300 και στις 19 Νοεμβρίου 1952 σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Πρωθυπουργός
Ανέλαβε την πρωθυπουργία [6] της Ελλάδος από τις 19 Νοεμβρίου 1952 έως τις 6 Οκτωβρίου 1955 και το θάνατό του. Στις ίδιες εκλογές, τα κόμματα ΕΠΕΚ και Φιλελεύθεροι συγκέντρωσαν 51 έδρες, ενώ εκλέχτηκαν και δύο ανεξάρτητοι και η κυριαρχία του επιβεβαιώθηκε στις επαναληπτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 29 Μαρτίου 1953. Αντίθετα µε τους προκατόχους του πρωθυπουργούς, στήριξε τους Κυπρίους και ενίσχυσε την προσπάθεια τους για τον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ, ενώ στις 16 Σεπτεμβρίου 1954 έφερε το Κυπριακό στην Ολομέλεια του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, [Ο.Η.Ε.], γεγονός που τον έφερε σε σύγκρουση με την Αγγλική και την Αμερικανική κυβέρνηση.
Επί των ημερών του δημιουργήθηκαν έργα υποδομής και εξηλεκτρισμού, θωρακίστηκαν οι μηχανισμοί του κράτους και δημιουργήθηκε η «Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών», [Κ.Υ.Π.], η μετέπειτα «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών», [Ε.Υ.Π.], συνεχίστηκαν οι πολιτικές και δικαστικές διώξεις της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των φορέων της, παρά τις εξαγγελίες του για «..ειρήνευση και λήθη...». Στις 9 Απριλίου 1953, ο τότε υπουργός Οικονομικών Σπυρίδων Μαρκεζίνης προχώρησε στην υποτίμηση κατά 50% του εθνικού νομίσματος απέναντι στο δολάριο συνδέοντας με αυτό τον τρόπο την ισοτιμία της δραχμής με τα διεθνή νομίσματα σύμφωνα με την παγκόσμια συνδιάσκεψη του Bretton Woods της 22ης Ιουλίου 1944 και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο «Περί προσελκύσεως ξένων κεφαλαίων». Η απόφαση αυτή θεωρείται από τις πλέον επιτυχημένες οικονομικές κινήσεις και συνέβαλε δραστικά στη σταθεροποίηση της εθνικής οικονομίας. Στις 12 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου υπέγραψε την ελληνοαμερικανική συμφωνία για την εγκαταστάσεως των βάσεων στην Ελλάδα, ενώ στις 14 Αυγούστου 1954 εκτελέστηκε ο Νίκος Πλουμπίδης. Ο Μαρκεζίνης ήρθε σε ρήξη με το Στρατάρχη εξ αιτίας των εσωτερικών συσχετισμών, που ήθελε να διαμορφώσει ο πρώτος μέσα στην κυβέρνηση και παραιτήθηκε στις 10 Απριλίου 1954 ιδρύοντας το «Κόμμα των Προοδευτικών».
Διακρίσεις
Τιμήθηκε με
- Χρυσό Αριστείο Ανδρείας, για τις υπηρεσίες του στη Μικρά Ασία,
- τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας, κι έγινε ένας, από τους μόλις τρεις αξιωματικούς του Στρατού, οι άλλοι δύο είναι ο Αναστάσιος Παπούλας και ο Κωνσταντίνος Βεντήρης, που τιμήθηκε με αυτή τη διάκριση.
Το έτος 2000 επί δημαρχίας Δήμου Παπάγου Βασιλείου Ξύδη, τοποθετήθηκε ανδριάντας του Παπάγου έφιππου, στην πλατεία Ενόπλων Δυνάμεων, έναντι του ΥΠ.ΕΘ.Α., επί της λεωφόρου Μεσογείων, έργο του γλύπτη Ηρακλή Ξανθόπουλου και τα αποκαλυπτήρια έκανε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος.
Το τέλος του
Η υγεία του άρχισε να κλονίζεται, από τον Νοέμβριο του 1954, όταν αισθάνθηκε τα πρώτα συμπτώματα δυσθυμίας, ανορεξίας, ανεπαρκούς ύπνου, καθώς και ενοχλήσεις, οφειλόμενες σε γαστρίτιδα και μετεωρισμό. Νοσηλεύθηκε στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Ζυρίχης στην Ελβετία, από την οποία εξήλθε με άριστη υγεία. Η υγεία του παρουσίασε σταδιακή επιδείνωση από το Μάρτιο του 1955 κι έπειτα. Εικάζεται [7] ότι νόσησε από την αναζωπύρωση της φυματιώσεως από την οποία είχε νοσήσει σε νεώτερη ηλικία και σταδιακά του δημιούργησε διάφορες επιπλοκές υγείας, ώστε από το Μάιο του 1955 να αναγκασθεί να απέχει από την άσκηση των πρωθυπουργικών του καθηκόντων.
Η σορός του ταριχεύτηκε, όμως ο θάνατος του προκάλεσε θέμα διαδοχής του στην πρωθυπουργία και ως διάδοχός του στην ηγεσία του κόμματος «Ελληνικός Συναγερμός» και στην πρωθυπουργία, αναμένονταν ότι θα επιλεγόταν ένας από τους δύο αντιπροέδρους της τελευταίας κυβερνήσεως του, ο Στέφανος Στεφανόπουλος η ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ο Παπάγος, λίγες μόνον ώρες πριν τον θάνατό του, και με απόλυτη πνευματική διαύγεια, όρισε με ΦΕΚ διάδοχό του τον Υπουργό Εξωτερικών, Στέφανο Στεφανόπουλο, ωστόσο ο Βασιλιάς Παύλος διόρισε πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή [8].
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Ριζοσπάστης», «...Την 4 Οκτώβρη 1955 ο Παπάγος πέθανε. Για τις συνθήκες του θανάτου του γράφτηκαν πολλά. Διατυπώθηκαν στον Τύπο και υποθέσεις, ότι ίσως να δολοφονήθηκε από τους Εγγλέζους, λόγω διαφωνιών του ως προς την πολιτική της Μ. Βρετανίας στο Κυπριακό. Ο Παπάγος είχε ταχθεί υπέρ της προσφυγής στον ΟΗΕ για την Κύπρο, την οποία πραγματοποίησε, γεγονός που έβρισκε αντίθετη τη Μ. Βρετανία. Ωστόσο, συγκεκριμένα στοιχεία δεν είδαν το φως της δημοσιότητας». Σύμφωνα με το Στέφανο Δάφνη, «…Ο Παπάγος αποτέλεσε την έκφρασιν μίας βαθυτέρας αλλαγής, που φορεύς της έπρεπε να είναι η νεοφιλελεύθερα παράταξις, στηριζομένη εις την εμφανισθείσα μεταπολεμικώς νέαν αστικήν τάξιν (...) που διεξεδίκη θέσιν ιθυνούσης και που επεδίωκε την ησυχίαν, την τάξιν, την σταθερότητα…». Το 2000 τοποθετήθηκε ανδριάντας του ως έφιππου, στην πλατεία Ενόπλων Δυνάμεων έναντι του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης.
Συγγραφικό έργο
Έγραψε τα έργα:
- «Δυο χρόνια στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως της Γερμανίας», στο οποίο περιγράφει τις εντυπώσεις του στα δύο χρόνια της κρατήσεως του στα στρατόπεδα,
- «Ο Πόλεμος της Ελλάδος 1940-41», τον Οκτώβριο του 1945, έργο που είχε γραφεί στα χρόνια της Κατοχής.
Το βιβλίο αποκαλύπτει ότι το ΓΕΣ είχε ειδοποιηθεί από τις 17 Αυγούστου 1940 για την προετοιμαζόμενη Ιταλική εισβολή κι ότι τις σχετικές πληροφορίες είχε στείλει ο Έλληνας ναυτικός ακόλουθος στο Βερολίνο, αντιπλοίαρχος Τ. Κωνσταντίνους.
- «Ο Ελληνικός Στρατός και η προς Πόλεμον Προπαρασκευής του»,
Βιβλιογραφία
- [«Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, Ο Εκλεκτός της Ιστορίας»] Τάκης Παπαγιαννόπουλος, Αθήνα, 1987.
Παραπομπές
- ↑ Ο Αλέξανδρος Παπάγος και οι άλλοι (επίτιμοι) κρατούμενοι του Φύρερ Εφημερίδα «Το Βήμα», 16 Ιανουαρίου 2011
-
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤιμής ένεκεν, λόγω των υψίστων υπηρεσιών ας προσήνεγκεν εις την μαχομένην πατρίδα ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος υπό την ανωτάτην ηγεσίαν του οποίου οι Ένοπλες Δυνάμεις ετίμησαν κατ΄ επανάληψιν τα ελληνικά όπλα και κατήγαγον περιλάμπρους νίκας, επιτρέπεται όπως δια Βασιλικού Διατάγματος απονημηθή εις αυτόν το άξίωμα του ΣΤΡΑΤΑΡΧΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ]
- ↑ [Το έτος 1958 δημοσίευμα στην εφημερίδα «Νεολόγος Πατρών», φύλλο 21ης Δεκεμβρίου 1958, ανέφερε ότι, πριν από την επιλογή του, ο Καραμανλής είχε υπογράψει ειδικό μυστικό μνημόνιο δεσμεύσεων, με το οποίο δεσμευόταν έναντι των Άγγλων και των Αμερικανών για την πολιτική που θα ακολουθούσε στο Κυπριακό.]
ΜΕΤΑΠΑΙΔΙΑ
https://el.metapedia.org/wiki/%CE%91%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%82_%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%AC%CE%B3%CE%BF%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου