Αποκαλυπτικές είναι οι αναφορές των εφημερίδων της εποχής σχετικά με την δίκη των εκτελεστών της Ελένης Παπαδάκη:
«Την
9:30 πρωινήν της χθες επανελήφθη εις το κακουργοδικείον η διακοπείσα
την νύκτα του Σαββάτου δίκη των I. Κουκούτση, Π. Τζογανάκη, Στ. Λιόλιου,
Βλ. Μακαρώνα, I. Κεφαλά, Χρ. Λοριτή, Ζαχ. Λιόλιου, Θ. Ταμπακοπούλου και
Ν. Ταμπακοπούλου, κατηγορουμένων διά
την εκτέλεσιν των 37 ανδρών της χωροφυλακής εις τα διυλιστήρια της Ούλεν
κατά τη νύκτα της 9ης προς την 10ην Δεκεμβρίου του 1944.
Μετά
την εξέτασιν των μαρτύρων της υπερασπίσεως Γ. Σπανοπούλου, Εμμ. Γκανιού
και Στ. Μπιρμπίλη, ήρχισαν αι απολογίαι των κατηγορουμένων.
Πρώτος
απελογήθη ο I. Κουκούτσης, διοικητής του τμήματος των ΕΛΑΣιτών που
απετέλουν την φρουράν των διυλιστηρίων της Ούλεν κατά τηΝ διάρκειαν του
Δεκεμβριανού κινήματος. Ούτος ηρνήθη ότι μετέσχεν εις τας εκτελέσεις.
Ισχυρίζεται
ότι ταύτας ενήργησεν εν αγνοία του η πολιτοφυλακή η οποία ετέλει υπό
τας διαταγάς ενός καπετάν Ορέστη. Αυτός την νύκτα του εγκλήματος
ευρίσκετο εις το γραφείον της φρουράς όπου του έφεραν τον διασωθέντα
χωροφύλακα Αθανασόπουλον.
Πρόεδρος: Ποιός έφερε τον Αθανασόπουλο στο γραφείο σου;
Κουκούτσης:
Ένας Δημητρακόπουλος που ανήκε στην πολιτοφυλακή. Μου είπε να τον
κρατήσω ως την άλλη μέρα που 3α μου έφερναν σημείωμα διά την απόλυσίν
του. Πράγμα που έγινε την επομένην.
Ο
Κουκούτσης εν συνεχεία λέγει ότι από τον Αθανασόπουλον, επληροφορήθη
ότι μέχρι της στιγμής εκείνης είχαν εκτελεσθή 18 χωροφύλακες.
Ισχυρίζεται ότι λίγο αργότερα έφυγε από την Ούλεν διά να μεταφέρη εις το
νοσοκομείον της Νέας Ιωνίας έναν σκοπόν που ελιποθύμησε.
Όταν
επέστρεψε άρχισε να ξημερώνη. Τότε πήγε στον θάλαμο και τον βρήκε ένας
αντάρτης ονόματι Μπάμπης ο οποίος του ζήτησε λίγο οινόπνευμα γιατί είχε
κόψει το δάχτυλο του. Εκ των υστέρων έμαθε ότι ο Μπάμπης αυτός
ετραυματίσθη με το ίδιο του το μαχαίρι καθ’ ην στιγμήν έσφαζε τους
χωροφύλακας. Τας εκτελέσεις τας έμαθε την άλλη ημέρα όταν είδε διαφόρους
της πολιτοφυλακής να κουβαλάνε μέσα σε κουβέρτες και σε τσουβάλια,
πράγματα ανήκοντα εις τους χωροφύλακας.
Πρόεδρος: Ποιός τους εξετέλεσε;
Κουκούτσης: Ο Τζογανάκης και ο Στεφανής Λιόλιος τους οποίους εξηνάγκασε προς τούτο ο Ορέστης απειλώντας τους με το αυτόματο.
Πρόεδρος: Πώς εσύ αφού ήσουνα διοικητής της φρουράς δεν ήξερες ότι 9α γίνουν εκτελέσεις;
Κουκούτσης:
Η πολιτοφυλακή έκανε ό,τι ήθελε. Και αυτός που ήταν επικεφαλής της ο
καπετάν Ορέστης διέτασσε. Έμαθα ότι έγινε αργότερα στρατοδικείο από τους
ΕΛΑΣίτες και τον εκτελέσανε για τα έκτροπα που έκανε.
Πρόεδρος: Πώς τους σκοτώνανε;
Κουκούτσης:
Ο Τζογανάκης μου είπε ότι ο Ορέστης τους έδωσε το τσεκούρι. Χτύπαγε ο
Τζογανάκης με την ανάποδη του τσεκουριού στο πίσω μέρος του κεφαλιού τον
εκτελούμενο. Ύστερα τον πέρνανε δύο της πολιτοφυλακής και τον πηγαίνανε
πιο πέρα όπου τους έσφαζε αποτελειώνοντάς τους ο αντάρτης Μπάμπης. Έτσι
εκτελεστήκανε όλοι οι χωροφύλακες. Ο Στέφανος Λιόλιος εξετέλεσε τον
τελευταίο. Τους πέρνανε έναν-έναν από το στρατόπεδο, τους λέγανε ότι θα
πάνε γι’ ανάκριση, τους γδύνανε κι ύστερα τους παραδίνανε για εκτέλεση.
Καλείται
και αρχίζει απολογούμενος ακολούθως ο Πέτρος Τζογανάκης. Ούτος λέει ότι
κατετάγη στον ΕΛΑΣ ένα μήνα πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα και
ότι ήθελε ν’ αγωνισθή για την λαοκρατία και όχι να γίνουν αυτά που
έγιναν. Στην Ούλεν πήγε μαζί με την άλλη φρουρά για να φυλάξουνε το
νερό.
Μια
μέρα, συνεχίζει, εκάλεσε ο Κουκούτσης εμένα, τον Στέφανο Λιόλιο, τον
Μακαρώνα και δύο άλλους αντάρτες του βουνού, τον Θωμά και τον Μπάμπη και
μας είπε ν’ ανοίξουμε ένα λάκκο 90 πόντους βάθος και δύο μέτρα φάρδος.
Σκάψαμε και τον ανοίξαμε τον λάκκο. Ήταν 9 Δεκεμβρίου. Κατά τις 8 το
βράδυ ήρθε ο Ορέστης με πέντε πολιτοφύλακες.
Μού
είπε: Τώρα θα φέρουνε έναν- έναν αυτούς που έχουν καταδικασθή εις
θάνατο από το λαϊκό δικαστήριο. Θα κάνης ό,τι σε διατάξω. Έναν-έναν θα
τον φέρνουνε εδώ και θα του δίνουν διαταγή να καθίση για να βγάλη τα
παπούτσια του. Τότε εσύ θα τον κτυπάς στο πίσω μέρος του κεφαλιού καθώς
θα σκύβη με την ανάποδη του τσεκουριού. Αν δεν το κάνεις, θα σε εκτελέσω
εσένα. Μου είπε ακόμη ότι ήταν προδότες και όργανα των Ες-Ες. Και μου
‘δωκε το τσεκούρι.
Πρόεδρος: Πώς γινόταν η εκτέλεσις;
Τζογανάκης:
Έπαιρναν έναν-έναν από το κρατητήριο. Τον πηγαίνανε στον Ορέστη. Αυτός
με άλλους πολιτοφύλακες τον έγδυναν. «Γδύσου, του λέγανε για να φας ένα
ξύλο αντάρτικο». Ύστερα τον οδηγούσανε στο μέρος που βρισκόμουνα εγώ.
Δηλαδή καμιά δεκαριά μέτρα πιο δω από το λάκκο. Εκεί του λέγανε: «Βγάλε
τα παπούτσια σου».
Καθώς
έσκυβε αυτός να βγάλη τα παπούτσια του εγώ που βρισκόμουνα πίσω του τον
χτύπαγα με το τσεκούρι στο κεφάλι. Σωριαζότανε κάτω. Τότε τον έπαιρναν
δύο πολιτοφύλακες. Ο ένας από τα πόδια, ο άλλος από τους ώμους και τον
πηγαίναμε κοντά στον λάκκο. Εκεί τον παραλάβαινε ο Μπάμπης και του έκοβε
τον λαιμό με το μαχαίρι. Ύστερα τον ρίχνανε στον λάκκο.
Πρόεδρος: Εσύ πόσους σκότωσες με το τσεκούρι.
Τζογανάκης: Εικοσιοχτώ.
Πρόεδρος: Μόνος;
Τζογανάκης: Μόνος.
Πρόεδρος: Ο Μακαρώνας;
Τζογανάκης: Αυτός τους έφερνε από το κρατητήριο. Δεν τους σκότωνε.
Πρόεδρος: Ο Στέφανος Λιόλιος;
Τζογανάκης:
Αυτός βρισκότανε κοντά μου. Είχε λιποθυμήσει από αυτά που έβλεπε και
είχε πέσει χάμω. Μετά από μένα πήρε το τσεκούρι ο αντάρτης ο Θωμάς και
σκότωσε τους άλλους εκτός από τον τελευταίο που τον σκότωσε ο Λιόλιος.
Αυτός ο τελευταίος είχε τρελλαθή από τον φόβο του και εστριφογύριζε.
Τότε τον πιάσανε οι πολιτοφύλακες και τον κρατήσανε ακίνητο για να τον
χτυπήσει ο Λιόλιος. Ο σκοτωμός αυτός κράτησε από τις 8 το βράδυ μέχρι
τις 5 το πρωί.
Πρόεδρος: Τον Κασόλα τον αξιωματικό ποιός τον σκότωσε;
Τζογανάκης: Εγώ χωρίς να τον ξέρω. Τον φέρανε πρώτο-πρώτο.
Εισαγγελεύς: Το θύμα καταλάβαινε ότι επρόκειτο να εκτελεστή;
Τζογανάκης: Όχι, Γιατί ήταν σκοτεινά. Κι εγώ είχα κρυμμένο το τσεκούρι για να μη το βλέπη.
Εισαγγελεύς: Σου ξέφυγε ποτέ το τσεκούρι;
Τζογανάκης: Όχι. Με το χτύπημα έπεφτε αμέσως κάτω και τον παίρνανε.
Εισαγγελεύς: Δε βογκάγανε;
Τζογανάκης: Όχι.
Εις
σχετικήν ερώτησιν του κ. εισαγγελέως ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι πριν
από τους τριάντα εφτά χωροφύλακες είχανε εκτελέσει 4 πολίτες. Απ’
αυτούς ο Μακαρώνας εξετέλεσε 2 και από τους άλλους, τον ένα αυτός και
τον άλλο ο Στέφανος Λιόλιος.
Εισαγγελεύς: Και τους αστυφύλακες ποιός τους εξετέλεσε;
Τζογανάκης: Εγώ. Λίγες μέρες πριν απ’ τους χωροφύλακες εσκότωσα και τους 15 αστυφύλακες.
Εν
συνεχεία ο Τζογανάκης λέγει ότι η καλλιτέχνις του Εθνικού Θεάτρου Ελένη
Παπαδάκη εξετελέσθη από τον Μακαρώνα. Εις σχετικός ερωτήσεις των κ.κ.
συνέδρων και ενόρκων, λέγει ότι τους φόνους τους διέπραξε διότι
διετάχθη, αν ηρνείτο θα τον σκότωνε ο Ορέστης και οι πολιτοφύλακές του.
Καλείται
ακολούθως και απολογείται ο Βλ. Μακαρώνας. Αρνείται ότι έλαβε μέρος στο
άνοιγμα του λάκκου. Ομολογεί ότι αυτός μόνο έπαιρνε τους υπό εκτέλεσιν
από το κρατητήριο και τους πήγαινε στους εκτελεστές.
Πρόεδρος: Εσύ δεν χτύπησες κανένα;
Μακαρώνας: Όχι.
Πρόεδρος: Την Παπαδάκη εσύ την σκότωσες;
Μακαρώνας:
Μάλιστα. Εγώ την σκότωσα. Μου δώσανε να την χτυπήσω με το τσεκούρι. Δεν
μπόρεσα όμως και την σκότωσα με το πιστόλι. Δεν θυμάμαι πόσες σφαίρες
της έριξα. Μία ή δύο. Την εκτέλεση αυτή την έκανα γιατί με απείλησε και
με εξανάγκασε ο Ορέστης.
Πρόεδρος: Πόσους οδήγησες στους εκτελεστές;
Μακαρώνας: Εφτά χωροφύλακες. Στην εκτέλεση των αστυφυλάκων δεν έλαβα μέρος.
Απολογείται
κατόπιν ο Στέφανος Λιόλιος, ο οποίος ομολογεί ότι σκότωσε έναν
χωροφύλακα και έναν πολίτη. Έλαβε μέρος στο άνοιγμα των λάκκων κατόπιν
διαταγής του Μακαρώνα ο οποίος ήταν επιλοχίας. Ο πρώτος εκτελεσθείς την
νύκτα της 9ης προς την 10ην Δεκεμβρίου ήταν ο Κασόλας. Μόλις τον φέρανε,
ο Ορέστης του είπε:
«Γδύσου,
για να φας ένα ξύλο αντάρτικο». Γδύθηκε. Ύστερα τον πήγανε πιο κάτω και
του είπανε να βγάλη τα παπούτσια του. Καθώς έσκυψε, τον χτύπησε με το
τσεκούρι ο Τζογανάκης.
Πρόεδρος: Πόσους σκότωσε ο Τζογανάκης;
Μακαρώνας:
35 χωροφύλακες και 15 αστυφύλακες. Τους χτύπαγε με το τσεκούρι. Κατόπιν
ο Μπάμπης ο αντάρτης τους έπαιρνε και τους έκοβε το κεφάλι με το
μαχαίρι. Εμένα μου ήρθε λιποψυχία και έπεσα χάμω. Γιά τον τελευταίο ήρθε
ο Ορέστης και με σήκωσε με τις κλωτσιές. Μου έδωσε το τσεκούρι και
αναγκάστηκα να χτυπήσω.
Καλούνται
και απολογούνται ακολούθως οι κατηγορούμενοι I. Κεφάλας και Χ.
Λουριτζής. Αυτοί αρνούνται ότι έλαβαν μέρος εις τας εκτελέσεις. Στην
φρουρά της Ούλεν απεσπάσθησαν μετά την 20 Δεκεμβρίου του 1944. Εις το
σημείον αυτό ώραν 2:30 μ.μ. διεκόπη η δίκη. Την 11η πρωινήν της σήμερον
επανελήφθη εκ νέου και ήρχισεν απολογούμενος ο Ζαχαρίας Λιόλιος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου