Του Σταμάτη Μαμούτου,
υποψήφιου διδάκτορος Πολιτικής Θεωρίας
Διαβάστε το 1ο Μέρος εδώ:https://eoniaellhnikhpisti.blogspot.com/2019/08/blog-post_91.html
Διαβάστε το 1ο Μέρος εδώ:https://eoniaellhnikhpisti.blogspot.com/2019/08/blog-post_4.html
Το δεύτερο παράδειγμα που θα αποσπάσω από τον ελληνικό Ρομαντισμό, προκειμένου να το χρησιμοποιήσω ως εργαλείο μελέτης της περίπτωσης του Δραγούμη είναι η Μεγάλη Ιδέα. Διαβάζω κατά καιρούς ότι φαντάζει αντιφατικό ένας εκφραστής του ελληνικού εθνικισμού, όπως ήταν ο Ίων Δραγούμης, να υιοθετεί ταυτόχρονα και την ιδέα του ελληνοθωμανισμού. Ας δούμε, λοιπόν, πως έχουν τα πράγματα και σε αυτή την περίπτωση.
Προδρομικές εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας υπήρχαν στις παραδόσεις και την κουλτούρα του ελληνικού λαού από τον 16ο αιώνα. Εντούτοις, αποκρυσταλλωμένη μορφή πολιτικού αιτήματος πήρε η Μεγάλη Ιδέα κατά την δεκαετία του 1850, μέσα στα πλαίσια του ελληνικού Ρομαντισμού. Ως πολιτικό αίτημα η Μεγάλη Ιδέα είχε δυο σκέλη.
Το ένα σκέλος αφορούσε την ενότητα του ελληνικού έθνους στον χρόνο. Βασιζόμενη στο τρίσημο σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και στις απαντήσεις που έδωσε ο ελληνικός Ρομαντισμός στην θεωρία του Φαλμεράυερ, η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε προέκταση της πεποίθησης ότι το ελληνικό έθνος ήταν ενιαίο και αναλλοίωτο από την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια. Εφόσον, όμως, είχε αποδειχτεί η ενότητα του έθνους στον χρόνο, προέκυψε και το δεύτερο σκέλος του πολιτικού αυτού αιτήματος. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε την ενότητα στον χώρο. Οι Έλληνες έπρεπε να ενσωματωθούν σε μια ενιαία διοικητική αρχή. Και για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να απελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό.
Η Μεγάλη Ιδέα είχε μια κύρια εκδοχή και δυο παραλλαγές. Κύρια εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας ήταν η «ελληνική αυτοκρατορία». Η ελληνική αυτοκρατορία δεν είναι δικός μου όρος. Χρησιμοποιήθηκε από τους ρομαντικούς λόγιους. Η καθαυτό μορφή της Μεγάλης Ιδέας διεκδικούσε την δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, η οποία θα συμπεριελάμβανε και τους υπόλοιπους χριστιανικούς βαλκανικούς λαούς, αλλά την πρωτοκαθεδρία θα είχε το μείζον έθνος των Ελλήνων. Το αίτημα αυτό έφτασε στο αποκορύφωμα της δημοφιλίας του κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853-1856. Εκτός από τους Έλληνες ρομαντικούς, που εκείνα τα χρόνια έγραφαν στο περιοδικό Le Spectateur de l’Orient, το αίτημα για τον σχηματισμό μιας ελληνικής αυτοκρατορίας υιοθέτησε και ο βασιλιάς Όθωνας. Πράγμα που τον έφερε σε σύγκρουση με τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις και αποτέλεσε την αρχή της πορείας που οδήγησε στην έξωσή του. Μετά την γενναία, αλλά ατυχή προσπάθεια ελληνικών αντάρτικων σωμάτων, που πολέμησαν εναντίων των Οθωμανών και των αγγλογάλλων στον Κριμαϊκό Πόλεμο, το αίτημα για την ανοικοδόμηση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας υποχώρησε αισθητά. Αλλά ως σύνθημα παρέμεινε ζωντανό για πολλά χρόνια ακόμη.
Την επόμενη δεκαετία σχηματίστηκε η πρώτη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας. Αυτή ήταν η λεγόμενη προσέγγιση της «προσάρτησης εδαφών». Η εν λόγω προσέγγιση έδινε έμφαση στην εσωτερική ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα στόχευσε στην σταδιακή, μικρή, αύξηση των συνόρων, απώτερος σκοπός της οποίας ήταν να απελευθερωθεί κάποτε η Κωνσταντινούπολη. Η προσάρτηση εδαφών αποτέλεσε την εκδοχή που απομάκρυνε το πολιτικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας από τις ρομαντικές καταβολές του. Υποστηρίχθηκε από την φιλελεύθερη και δυτικόφιλη πτέρυγα του ελληνικού κόσμου, ενώ πολλά χρόνια αργότερα θα γινόταν η αιχμή της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η λογική της μερικής προσάρτησης εδαφών συνοψιζόταν στην πρόσδεση στο άρμα των δυτικών δυνάμεων, στη συμφωνία μαζί τους ότι η Ελλάδα δεν θα απειλούσε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην προσμονή ότι κάποτε οι δυτικοί θα αντάμοιβαν την αφοσίωση της Ελλάδας, παραχωρώντας της εδάφη υπό οθωμανική ή άλλη κατοχή. Αρχικά, η εκδοχή αυτή φάνηκε να είναι επιτυχής, με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων το 1862. Ωστόσο, κατέρρευσε κι αυτή μετά την αποτυχημένη έκβαση της Κρητικής Επανάστασης των ετών 1866-1869.
Η δεύτερη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο «ελληνοθωμανισμός». Η εκδοχή αυτή συνδέθηκε με την οικονομική ενδυνάμωση της ελληνικής ομογένειας κατά την δεκαετία του 1870. Προϋπέθετε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ελλαδική προσήλωση στην εκσυγχρονιστική κουλτούρα της οικονομικής ενδυνάμωσης και την προώθηση των ομογενών σε σημαντικές θέσεις του βασιλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος ήταν να απλωθεί μια νευραλγικά σημαντική παρουσία Ελλήνων στο οθωμανικό κράτος, με προοπτική, κάποια στιγμή, οι Έλληνες να το καταλάβουν από μέσα, όπως έγινε με τους Ρωμαίους στο Βυζάντιο. Κι αυτή η εκδοχή απέτυχε. Πρώτον γιατί τα παλιά οικουμενικά πολιτιστικά προνόμια των Ελλήνων στη Βαλκανική είχαν εκλείψει μετά την ανάδυση των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων. Δεύτερον γιατί η υπεράσπιση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αποδείχτηκε σωστή επιλογή, σε μια ιστορική συγκυρία που οι σλαβικοί εθνικισμοί κέρδιζαν την μείωση των συνόρων της. Και τρίτον γιατί η φιλελεύθερα οικονομιστική και υλιστική κουλτούρα, με την οποία συνδέθηκε ο ελληνοθωμανισμός, κατάρρευσε στην Ελλάδα κάτω από την πίεση ζητημάτων που προέκυψαν, όπως εκείνου των «λαυρεωτικών».
Αν επιστρέψουμε τώρα στην περίπτωση του Δραγούμη, όσοι έχουν υπόψη τους την διαδρομή της σκέψης και της ζωής του, θα γνωρίζουν πως ένα από τα ερωτηματικά που έχουν αρκετοί ερευνητές και αναγνώστες, έχει να κάνει με το πώς μπορεί να συνδυαστεί ο ρομαντικός εθνικισμός της ιδεολογίας του με την πρακτική προώθηση του ελληνοθωμανικού μοντέλου, το οποίο προώθησε, ως διπλωμάτης, στα τέλη της δεκαετίας του 1900, λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους.
Η δική μου εκτίμηση είναι η εξής. Πρώτα απ’ όλα, για να είμαστε ακριβείς, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Δραγούμης, στο βιβλίο Όσοι Ζωντανοί, έγραψε ότι προτιμούσε ένα αυθεντικά εθνικό ελληνικό κράτος. Υπογράμμισε, όμως, ότι εφόσον το ελλαδικό βασίλειο δεν μπορούσε να υπερασπιστεί –πόσο μάλλον να απελευθερώσει– τους αλύτρωτους Έλληνες εκείνης της εποχής, προσπάθησε με κάποιους συνεργάτες του –οι οποίοι, όντως, πίστευαν στο ελληνοθωμανικό μοντέλο– να πετύχει ορισμένους εθνικούς στόχους. Κι επειδή εκείνη την ιστορική περίοδο, μετά την ήττα μας στον πόλεμο του 1897, η ελληνική κοινωνία είχε βυθιστεί σε μια ηττοπαθή απραξία και η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν βασιζόταν σε κανένα εναλλακτικό σχέδιο, ο Δραγούμης εξέτασε τις προοπτικές. Η ελλαδική πολιτική ελίτ συνιστούσε τον κατευνασμό εθνοκεντρικά ανατρεπτικών πολιτικών αιτημάτων. Κι ο Δραγούμης, αποκλίνοντας ξεκάθαρα από αυτή την γραμμή, επέλεξε να δράσει.
Συνεπώς, εκτιμώ ότι επέλεξε το μοντέλο του ελληνοθωμανισμού, όχι γιατί έγινε ξαφνικά διεθνιστής. Εξάλλου, οι αναζητήσεις του σε σοσιαλιστικά ιδεολογικά μονοπάτια, εκδηλώθηκαν ξεκάθαρα δέκα χρόνια αργότερα. Ο Δραγούμης προώθησε το σχέδιο του ελληνοθωμανισμού γιατί ήταν το μοναδικό μοντέλο εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων στην εγγύς ανατολή, που εκείνη την ιστορική περίοδο μπορούσε να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Ασφαλώς, και δεν ήταν αυτός ο εμπνευστής του, όπως πολλοί λανθασμένα πιστεύουν. Ο Δραγούμης απλώς ανέσυρε από την φαρέτρα του ελληνικού εθνικιστικού λόγου κι από τα σχέδια της εξωτερικής μας πολιτικής, ένα όπλο που υπήρχε από τον 19ο αιώνα.
Προσωπικά, λοιπόν, και σε αυτή την περίπτωση, δεν διακρίνω κάποια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία και τις πολιτικές πράξεις του Δραγούμη. Αλλά αν επιχειρήσουμε να ερευνήσουμε τέτοιες περιπτώσεις, δίχως να γνωρίζουμε τον ελληνικό 19ο αιώνα και παραβλέποντας την σημασία της πολιτικής θεωρίας του Ρομαντισμού, ενδεχομένως να φαίνονται δυσνόητα και αντιφατικά πολλά πράγματα που μπορεί και να μην είναι.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συνοψίσω κάποιες σκέψεις, που φρονώ ότι καλό είναι να κρατήσουμε ως απόσταγμα της σημερινής εκδήλωσης, φεύγοντας από αυτή την αίθουσα. Πρώτα απ’ όλα, οι φίλοι που αρέσκονται να μελετούν ιστορικά γεγονότα, αν θέλουν να συλλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο από το νόημα της ιστορίας, φρονώ ότι θα πρέπει να ερμηνεύουν τα δεδομένα, διατηρώντας μια εφικτή απόσταση από τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής μας. Κοντολογίς, μην βλέπουμε ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος υπό την επήρεια των κυρίαρχων τάσεων του παρόντος. Γιατί οι έννοιες και οι όροι, στο πέρασμα των χρόνων, μπορεί να αλλάξουν νόημα. Και τότε, το πρίσμα του παρόντος θα δείχνει τα αντικείμενα μελέτης του παρελθόντος παραμορφωμένα.
Τέλος, όσον αφορά τον Ίωνα Δραγούμη, νομίζω ότι μπορούμε να αντλήσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το τι πραγματικά προϋποθέτει και σημαίνει ένας ρομαντικός βίος. Ο Δραγούμης εξέφρασε τον πολυεπίπεδο, ρομαντικό, τρόπο ζωής με μια αυθεντική ένταση. Κατάφερνε να γράφει άρθρα, μυθιστορήματα και ημερολόγια τακτικά, δίχως να ζει στην συνηθισμένη απομόνωση του πνευματικού ανθρώπου. Αντιθέτως, ήταν ένας κοσμικός άντρας που συνδέθηκε αισθηματικά με πολλές όμορφες γυναίκες. Ήταν πολεμιστής, αποφασιστικός και οργανωτής μυστικών δικτύων, την ίδια ώρα που ζούσε σαν ένας περιπλανώμενος εστέτ. Ήταν παραδοσιοκράτης και ταυτόχρονα καινοτόμος. Ήταν άναρχος και παράλληλα εθνικιστής. Κυρίως, όμως, ήταν άνθρωπος με έντονη θέληση να εκφραστεί, σε μια εποχή που η κυρίαρχη τάση στην Ελλάδα ήταν ο συμβιβασμός.
Αυτό θεωρώ ότι αποτελεί κι ένα από τα διαχρονικά μηνύματα της ζωής του Δραγούμη, προς τους Έλληνες κάθε εποχής. Για όλους τους Έλληνες που νοιώθουν ότι δεν χωρούν στις συνθήκες της εποχής τους. Για όλους εκείνους που δεν εκφράζονται από τις κομματικές δομές, από τα συνδικάτα, από τον προσανατολισμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης κι από τα ευρύτερα συστημικά εργαλεία της πολιτικής, ο Ίωνας Δραγούμης έδειξε έναν δρόμο αυτόνομης πολιτικής δράσης και οργάνωσης. Γι’ αυτό, εκτιμώ, ότι θα παραμένει επίκαιρος και θα αποτελεί σημείο αναφοράς για όσους συμπολίτες μας εξακολουθούν να βρίσκουν ενδιαφέρουσες τις προοπτικές της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινοτικής αυτορρύθμισης.
Σας ευχαριστώ.
ΑΒΑΛΟΝ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
υποψήφιου διδάκτορος Πολιτικής Θεωρίας
Διαβάστε το 1ο Μέρος εδώ:https://eoniaellhnikhpisti.blogspot.com/2019/08/blog-post_91.html
Διαβάστε το 1ο Μέρος εδώ:https://eoniaellhnikhpisti.blogspot.com/2019/08/blog-post_4.html
Το δεύτερο παράδειγμα που θα αποσπάσω από τον ελληνικό Ρομαντισμό, προκειμένου να το χρησιμοποιήσω ως εργαλείο μελέτης της περίπτωσης του Δραγούμη είναι η Μεγάλη Ιδέα. Διαβάζω κατά καιρούς ότι φαντάζει αντιφατικό ένας εκφραστής του ελληνικού εθνικισμού, όπως ήταν ο Ίων Δραγούμης, να υιοθετεί ταυτόχρονα και την ιδέα του ελληνοθωμανισμού. Ας δούμε, λοιπόν, πως έχουν τα πράγματα και σε αυτή την περίπτωση.
Προδρομικές εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας υπήρχαν στις παραδόσεις και την κουλτούρα του ελληνικού λαού από τον 16ο αιώνα. Εντούτοις, αποκρυσταλλωμένη μορφή πολιτικού αιτήματος πήρε η Μεγάλη Ιδέα κατά την δεκαετία του 1850, μέσα στα πλαίσια του ελληνικού Ρομαντισμού. Ως πολιτικό αίτημα η Μεγάλη Ιδέα είχε δυο σκέλη.
Το ένα σκέλος αφορούσε την ενότητα του ελληνικού έθνους στον χρόνο. Βασιζόμενη στο τρίσημο σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και στις απαντήσεις που έδωσε ο ελληνικός Ρομαντισμός στην θεωρία του Φαλμεράυερ, η Μεγάλη Ιδέα αποτέλεσε προέκταση της πεποίθησης ότι το ελληνικό έθνος ήταν ενιαίο και αναλλοίωτο από την αρχαιότητα ως τα νεότερα χρόνια. Εφόσον, όμως, είχε αποδειχτεί η ενότητα του έθνους στον χρόνο, προέκυψε και το δεύτερο σκέλος του πολιτικού αυτού αιτήματος. Το δεύτερο σκέλος αφορούσε την ενότητα στον χώρο. Οι Έλληνες έπρεπε να ενσωματωθούν σε μια ενιαία διοικητική αρχή. Και για να γίνει αυτό, θα έπρεπε να απελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό.
Η Μεγάλη Ιδέα είχε μια κύρια εκδοχή και δυο παραλλαγές. Κύρια εκδοχή της Μεγάλης Ιδέας ήταν η «ελληνική αυτοκρατορία». Η ελληνική αυτοκρατορία δεν είναι δικός μου όρος. Χρησιμοποιήθηκε από τους ρομαντικούς λόγιους. Η καθαυτό μορφή της Μεγάλης Ιδέας διεκδικούσε την δημιουργία μιας ελληνικής αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, η οποία θα συμπεριελάμβανε και τους υπόλοιπους χριστιανικούς βαλκανικούς λαούς, αλλά την πρωτοκαθεδρία θα είχε το μείζον έθνος των Ελλήνων. Το αίτημα αυτό έφτασε στο αποκορύφωμα της δημοφιλίας του κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1853-1856. Εκτός από τους Έλληνες ρομαντικούς, που εκείνα τα χρόνια έγραφαν στο περιοδικό Le Spectateur de l’Orient, το αίτημα για τον σχηματισμό μιας ελληνικής αυτοκρατορίας υιοθέτησε και ο βασιλιάς Όθωνας. Πράγμα που τον έφερε σε σύγκρουση με τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις και αποτέλεσε την αρχή της πορείας που οδήγησε στην έξωσή του. Μετά την γενναία, αλλά ατυχή προσπάθεια ελληνικών αντάρτικων σωμάτων, που πολέμησαν εναντίων των Οθωμανών και των αγγλογάλλων στον Κριμαϊκό Πόλεμο, το αίτημα για την ανοικοδόμηση μιας ελληνικής αυτοκρατορίας υποχώρησε αισθητά. Αλλά ως σύνθημα παρέμεινε ζωντανό για πολλά χρόνια ακόμη.
Την επόμενη δεκαετία σχηματίστηκε η πρώτη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας. Αυτή ήταν η λεγόμενη προσέγγιση της «προσάρτησης εδαφών». Η εν λόγω προσέγγιση έδινε έμφαση στην εσωτερική ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα στόχευσε στην σταδιακή, μικρή, αύξηση των συνόρων, απώτερος σκοπός της οποίας ήταν να απελευθερωθεί κάποτε η Κωνσταντινούπολη. Η προσάρτηση εδαφών αποτέλεσε την εκδοχή που απομάκρυνε το πολιτικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας από τις ρομαντικές καταβολές του. Υποστηρίχθηκε από την φιλελεύθερη και δυτικόφιλη πτέρυγα του ελληνικού κόσμου, ενώ πολλά χρόνια αργότερα θα γινόταν η αιχμή της εξωτερικής πολιτικής του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Η λογική της μερικής προσάρτησης εδαφών συνοψιζόταν στην πρόσδεση στο άρμα των δυτικών δυνάμεων, στη συμφωνία μαζί τους ότι η Ελλάδα δεν θα απειλούσε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην προσμονή ότι κάποτε οι δυτικοί θα αντάμοιβαν την αφοσίωση της Ελλάδας, παραχωρώντας της εδάφη υπό οθωμανική ή άλλη κατοχή. Αρχικά, η εκδοχή αυτή φάνηκε να είναι επιτυχής, με την προσάρτηση των Ιονίων νήσων το 1862. Ωστόσο, κατέρρευσε κι αυτή μετά την αποτυχημένη έκβαση της Κρητικής Επανάστασης των ετών 1866-1869.
Η δεύτερη παραλλαγή της Μεγάλης Ιδέας ήταν ο «ελληνοθωμανισμός». Η εκδοχή αυτή συνδέθηκε με την οικονομική ενδυνάμωση της ελληνικής ομογένειας κατά την δεκαετία του 1870. Προϋπέθετε την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ελλαδική προσήλωση στην εκσυγχρονιστική κουλτούρα της οικονομικής ενδυνάμωσης και την προώθηση των ομογενών σε σημαντικές θέσεις του βασιλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στόχος ήταν να απλωθεί μια νευραλγικά σημαντική παρουσία Ελλήνων στο οθωμανικό κράτος, με προοπτική, κάποια στιγμή, οι Έλληνες να το καταλάβουν από μέσα, όπως έγινε με τους Ρωμαίους στο Βυζάντιο. Κι αυτή η εκδοχή απέτυχε. Πρώτον γιατί τα παλιά οικουμενικά πολιτιστικά προνόμια των Ελλήνων στη Βαλκανική είχαν εκλείψει μετά την ανάδυση των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων. Δεύτερον γιατί η υπεράσπιση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν αποδείχτηκε σωστή επιλογή, σε μια ιστορική συγκυρία που οι σλαβικοί εθνικισμοί κέρδιζαν την μείωση των συνόρων της. Και τρίτον γιατί η φιλελεύθερα οικονομιστική και υλιστική κουλτούρα, με την οποία συνδέθηκε ο ελληνοθωμανισμός, κατάρρευσε στην Ελλάδα κάτω από την πίεση ζητημάτων που προέκυψαν, όπως εκείνου των «λαυρεωτικών».
Αν επιστρέψουμε τώρα στην περίπτωση του Δραγούμη, όσοι έχουν υπόψη τους την διαδρομή της σκέψης και της ζωής του, θα γνωρίζουν πως ένα από τα ερωτηματικά που έχουν αρκετοί ερευνητές και αναγνώστες, έχει να κάνει με το πώς μπορεί να συνδυαστεί ο ρομαντικός εθνικισμός της ιδεολογίας του με την πρακτική προώθηση του ελληνοθωμανικού μοντέλου, το οποίο προώθησε, ως διπλωμάτης, στα τέλη της δεκαετίας του 1900, λίγο πριν τους Βαλκανικούς πολέμους.
Η δική μου εκτίμηση είναι η εξής. Πρώτα απ’ όλα, για να είμαστε ακριβείς, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο Δραγούμης, στο βιβλίο Όσοι Ζωντανοί, έγραψε ότι προτιμούσε ένα αυθεντικά εθνικό ελληνικό κράτος. Υπογράμμισε, όμως, ότι εφόσον το ελλαδικό βασίλειο δεν μπορούσε να υπερασπιστεί –πόσο μάλλον να απελευθερώσει– τους αλύτρωτους Έλληνες εκείνης της εποχής, προσπάθησε με κάποιους συνεργάτες του –οι οποίοι, όντως, πίστευαν στο ελληνοθωμανικό μοντέλο– να πετύχει ορισμένους εθνικούς στόχους. Κι επειδή εκείνη την ιστορική περίοδο, μετά την ήττα μας στον πόλεμο του 1897, η ελληνική κοινωνία είχε βυθιστεί σε μια ηττοπαθή απραξία και η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν βασιζόταν σε κανένα εναλλακτικό σχέδιο, ο Δραγούμης εξέτασε τις προοπτικές. Η ελλαδική πολιτική ελίτ συνιστούσε τον κατευνασμό εθνοκεντρικά ανατρεπτικών πολιτικών αιτημάτων. Κι ο Δραγούμης, αποκλίνοντας ξεκάθαρα από αυτή την γραμμή, επέλεξε να δράσει.
Συνεπώς, εκτιμώ ότι επέλεξε το μοντέλο του ελληνοθωμανισμού, όχι γιατί έγινε ξαφνικά διεθνιστής. Εξάλλου, οι αναζητήσεις του σε σοσιαλιστικά ιδεολογικά μονοπάτια, εκδηλώθηκαν ξεκάθαρα δέκα χρόνια αργότερα. Ο Δραγούμης προώθησε το σχέδιο του ελληνοθωμανισμού γιατί ήταν το μοναδικό μοντέλο εξυπηρέτησης των ελληνικών συμφερόντων στην εγγύς ανατολή, που εκείνη την ιστορική περίοδο μπορούσε να έχει κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Ασφαλώς, και δεν ήταν αυτός ο εμπνευστής του, όπως πολλοί λανθασμένα πιστεύουν. Ο Δραγούμης απλώς ανέσυρε από την φαρέτρα του ελληνικού εθνικιστικού λόγου κι από τα σχέδια της εξωτερικής μας πολιτικής, ένα όπλο που υπήρχε από τον 19ο αιώνα.
Προσωπικά, λοιπόν, και σε αυτή την περίπτωση, δεν διακρίνω κάποια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στην ιδεολογία και τις πολιτικές πράξεις του Δραγούμη. Αλλά αν επιχειρήσουμε να ερευνήσουμε τέτοιες περιπτώσεις, δίχως να γνωρίζουμε τον ελληνικό 19ο αιώνα και παραβλέποντας την σημασία της πολιτικής θεωρίας του Ρομαντισμού, ενδεχομένως να φαίνονται δυσνόητα και αντιφατικά πολλά πράγματα που μπορεί και να μην είναι.
Κλείνοντας, θα ήθελα να συνοψίσω κάποιες σκέψεις, που φρονώ ότι καλό είναι να κρατήσουμε ως απόσταγμα της σημερινής εκδήλωσης, φεύγοντας από αυτή την αίθουσα. Πρώτα απ’ όλα, οι φίλοι που αρέσκονται να μελετούν ιστορικά γεγονότα, αν θέλουν να συλλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερο από το νόημα της ιστορίας, φρονώ ότι θα πρέπει να ερμηνεύουν τα δεδομένα, διατηρώντας μια εφικτή απόσταση από τις επικρατούσες αντιλήψεις της εποχής μας. Κοντολογίς, μην βλέπουμε ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος υπό την επήρεια των κυρίαρχων τάσεων του παρόντος. Γιατί οι έννοιες και οι όροι, στο πέρασμα των χρόνων, μπορεί να αλλάξουν νόημα. Και τότε, το πρίσμα του παρόντος θα δείχνει τα αντικείμενα μελέτης του παρελθόντος παραμορφωμένα.
Τέλος, όσον αφορά τον Ίωνα Δραγούμη, νομίζω ότι μπορούμε να αντλήσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το τι πραγματικά προϋποθέτει και σημαίνει ένας ρομαντικός βίος. Ο Δραγούμης εξέφρασε τον πολυεπίπεδο, ρομαντικό, τρόπο ζωής με μια αυθεντική ένταση. Κατάφερνε να γράφει άρθρα, μυθιστορήματα και ημερολόγια τακτικά, δίχως να ζει στην συνηθισμένη απομόνωση του πνευματικού ανθρώπου. Αντιθέτως, ήταν ένας κοσμικός άντρας που συνδέθηκε αισθηματικά με πολλές όμορφες γυναίκες. Ήταν πολεμιστής, αποφασιστικός και οργανωτής μυστικών δικτύων, την ίδια ώρα που ζούσε σαν ένας περιπλανώμενος εστέτ. Ήταν παραδοσιοκράτης και ταυτόχρονα καινοτόμος. Ήταν άναρχος και παράλληλα εθνικιστής. Κυρίως, όμως, ήταν άνθρωπος με έντονη θέληση να εκφραστεί, σε μια εποχή που η κυρίαρχη τάση στην Ελλάδα ήταν ο συμβιβασμός.
Αυτό θεωρώ ότι αποτελεί κι ένα από τα διαχρονικά μηνύματα της ζωής του Δραγούμη, προς τους Έλληνες κάθε εποχής. Για όλους τους Έλληνες που νοιώθουν ότι δεν χωρούν στις συνθήκες της εποχής τους. Για όλους εκείνους που δεν εκφράζονται από τις κομματικές δομές, από τα συνδικάτα, από τον προσανατολισμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης κι από τα ευρύτερα συστημικά εργαλεία της πολιτικής, ο Ίωνας Δραγούμης έδειξε έναν δρόμο αυτόνομης πολιτικής δράσης και οργάνωσης. Γι’ αυτό, εκτιμώ, ότι θα παραμένει επίκαιρος και θα αποτελεί σημείο αναφοράς για όσους συμπολίτες μας εξακολουθούν να βρίσκουν ενδιαφέρουσες τις προοπτικές της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινοτικής αυτορρύθμισης.
Σας ευχαριστώ.
ΑΒΑΛΟΝ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου