Κυριακή 7 Ιουλίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΟΚΑ 1955-1959 : Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑΣ - Ο ΕΝΩΤΙΚΟΣ ΠΟΘΟΣ ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ (Α' ΜΕΡΟΣ)

Απο το βιβλιο του Ανδρέα Βαρνάβα
''Ιστορια του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-1959''
εκδόσεις Επιφανείου 2002

Ο Κυπριακός λαός, έχοντας συνείδηση της ελληνικής του καταγωγής, σ' όλα τα χρόνια της αγγλικής κατοχής επιδίωκε με πολλούς τρόπους να επιτύχει την εκπλήρωση του πόθου του για ένωση της Κύπρου με τηνΕλλάδα. Αποκορύφωμα των ενεργειών του υπήρξε η αθρόα συμμετοχή του στο ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950. Η αγγλική όμως πολιτική ήταν αντίθετη προς τα εθνικά αισθήματα του λαού και θεωρούσε πάντα κλειστό το Κυπριακό ζήτημα.

Ενέργειες και εκδηλώσεις των Κυπρίων για την ένωση της Κάπρου με την Ελλάδα 

Η αγγλική κατοχή της Κύπρου άρχισε στις 12 Ιουλίου 1878. Η Τουρκία παραχώρησε το νησί στη Βρετανία, λόγω της προσφοράς και της συμπαράστασης της δεύτερης προς την πρώτη στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878. Η Βρετανία αναλάμβανε τότε την υποχρέωση να πληρώνει ετήσιο ενοίκιο 92.800 περίπου λιρών στην Τουρκία. Πρώτος Βρετανός Αρμοστής της Κύπρου διορίστηκε ο Σερ Γκάρνετ Γούλσλεϋ, στον οποίο ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος κατά την προσφώνηση του μεταξύ άλλων είπε: «Αποδεχόμεθα την μεταπολίτενσιν τοσούτω μάλλον καθ' όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρετανία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων νήσων, να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται».1
Υπάρχει και η άποψη ότι τα λόγια αυτά ειπώθηκαν από τον Μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό, στην υποδοχή του Κυβερνήτη στη Λάρνακα, στις 22 Ιουλίου 1878.


Σ' όλα τα επόμενα χρόνια της αγγλοκρατίας, οι Κύπριοι εξέφραζαν συνεχώς στις Βρετανικές Αρχές τα εθνικά τους αισθήματα και διαδήλωναν με πολλούς τρόπους τον πόθο τους για ένωση της Κύπρου
με την Ελλάδα. Η στάση των Αγγλων ήταν πάντα αρνητική, γιατί το αποικιοκρατικό πνεύμα κατηύθυνε τις αποφάσεις των Κυβερνήσεων τους.
Το 1889 Κυπριακή Πρεσβεία μετέβη στο Λονδίνο, για να ζητήσει από τη Βρετανική Κυβέρνηση την πραγματοποίηση του ενωτικού πόθου των Κυπρίων.
Το 1895 για τον ίδιο σκοπό έγιναν πάνδημα συλλαλητήρια στη Λευκωσία, στη Λεμεσό, στην Πάφο, στη Λάρνακα και στην Αμμόχωστο.
Ακολούθησε υπόμνημα προς τον Υπουργό Αποικιών Τσάμπερλαιν, στο οποίο αναφέρονταν και τα εξής:
«Ο Ελληνικός λαός, ο αποχελών τα τέσσερα πέμπτα του όλου πληθυσμού της νήσου, απ' άκρου εις άκρον εξέπεμψε φωνήν, ότι ένα και μόνον πόθον έχει, την μετά της μητρός αυτού Ελλάδος ένωσιν, απόφασιν έχων δια πάντων, και αυτών των εσχάτων μέσων, ν' αντιστή εις πάσαν ετέραν λύσιν του Κυπριακού ζητήματος».2
Το 1897 το ξέσπασμα του ελληνοτουρκικού πολέμου, που απέβλεπε στην απελευθέρωση τουρκοκρατούμενων τμημάτων της Ελλάδας, συγκίνησε βαθύτατα τους Έλληνες της Κύπρου και 6.318 Κύπριοι εθελοντές κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό, πολέμησαν στην τρίτη ταξιαρχία υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Σμολένσκη και διακρίθηκαν για την ανδρεία τους.
Το 1902 έγιναν συλλαλητήρια σ' όλες τις πόλεις της Κύπρου με αίτημα την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.
Με την ευκαιρία της επίσκεψης στην Κύπρο του τότε Υφυπουργού Αποικιών Γουΐνστον Τσώρτσιλ (9-13 Οκτωβρίου 1907), ο Ελληνικός Κυπριακός λαός εξέφρασε σ' όλο το νησί τα εθνικά του αισθήματα. Σε αυθόρμητες εκδηλώσεις αξίωσε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Ο Τσώρτσιλ, σε προσφώνηση του προς τους Έλληνες Κυπρίους αντιπροσώπους, απέκλεισε οποιαδήποτε μεταπολίτευση, αλλά δήλωσε:

«Νομίζω ότι είναι απολύτως φυσικόν, εφ' όσον ο Κυπριακός λαός είναι ελληνικής καταγωγής, να αποβλέπη εις την ένωσίν του μετά της χώρας εκείνης, η οποία δύναται να ονομασθή μητρική του χώρα,όπως εις εν περιπόθητον ιδανικόν»^
Νέες εκδηλώσεις για την Ελλάδα και την ένωση της Κύπρου πραγματοποιήθηκαν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, στους οποίους πήραν μέρος χιλιάδες Κύπριοι εθελοντές, που έτρεξαν πρόθυμα να πολεμήσουν για την ελευθερία των αλύτρωτων περιοχών του Ελληνισμού. Μεταξύ των εθελοντών ήταν και ο δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος, που έπεσε μαχόμενος στα Βουνά της Ηπείρου στις 6 Δεκεμβρίου 1912.
Το 1914 έγινε η προσάρτηση της Κύπρου από τη Βρετανική Κυβέρνηση και δεν ίσχυε πια το προβαλλόμενο μέχρι τότε επιχείρημα των Άγγλων, ότι η ένωση της Κύπρου δεν μπορεί να γίνει, γιατί πραγματικός κυρίαρχος ήταν ο Σουλτάνος.
Με την ευκαιρία της προσάρτησης του νησιού, ο Ελληνικός Κυπριακός λαός αξίωσε για πολλοστή φορά την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά και πάλιν χωρίς αποτέλεσμα.
Μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), στον οποίο πήραν μέρος έντεκα χιλιάδες Κυπρίων εθελοντών και πολέμησαν για την ελευθερία των λαών, Κυπριακή Πρεσβεία πήγε στο Λονδίνο και ζητούσε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Ιανουάριος 1919). Παράλληλα στέλλονταν από την Κύπρο υπομνήματα και τηλεγραφήματα προς τον Πρωθυπουργό της Βρετανίας για το ίδιο θέμα.
Στις 10 Οκτωβρίου 1921, με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, συγκροτήθηκε Παγκύπρια Συνέλευση στη Λευκωσία, η οποία διακήρυξε ότι «π αξίωσις του Κυπριακού λαού είναι μία μόνη και αναλλοίωτος, η ένωσις μετά της Ελλάδος».4
Το 1928 η Κυπριακή Κυβέρνηση οργάνωσε στο νησί εορτασμούς, με τη συμπλήρωση 50 χρόνων αγγλικής κατοχής. Οι Έλληνες της Κύπρου,όπως ήταν φυσικό, δεν πήραν μέρος. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κύριλλος Γ' απέστειλε προς τη Βρετανική Κυβέρνηση υπόμνημα, στο
οποίο μεταξύ άλλων έλεγε:
«Επί 50 έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλών, κρατούμεθα δε και νυν, παρά την εκφρασθείσαν πλειστάκις, πολλαχώς και πολυτρόπως, ομόψωνον γνώμην, όπως ενωθώμεν μετά της Μητρός Ελλάδος».5
Το 1929 Κυπριακή Πρεσβεία, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημο Μυλωνά, μετέβη στο Λονδίνο, για να ζητήσει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Υπουργός Αποικιών Λόρδος Πάσφηλντ δήλωσε για το ζήτημα αυτό στις 28 Νοεμβρίου:
«Η απάντησίς μου επί του ενωτικού ζητήματος δεν δύναται να είναι παρά η αυτή προς εκείνην, την οποίαν οι κατά διαδοχήν Υπουργοί επί των Αποικιών έχουν δώσει εις παρόμοιας κατά το παρελθόν
απαιτήσεις, ότι δηλονότι η ΚυΒέρνησις της Α. Μεγαλειότητος αδυνατεί να προσχώρηση προς ταύτας. Το θέμα τούτο, κατά την γνώμην των, έχει κλείσει οριστικώς και δεν δύναται επωφελώς πλέον να συζητηθή».6


Η εθνική εξέγερση του Οκτωβρίου 1931


Τον Οκτώβριο του 1931 τα πράγματα οδήγησαν τον Κυπριακό λαό σε εξέγερση, γιατί οι Άγγλοι κυρίαρχοι με την όλη στάση τους απογοήτευαν τον πληθυσμό του νησιού. Αφορμή δόθηκε από κάποια οικονομικά θέματα.
Το Νομοθετικό Συμβούλιο που λειτουργούσε τότε περιλάμβανε 9 Ελληνοκυπρίους, 3 Τουρκοκυπρίους και 6 ανώτατους κυβερνητικούς υπαλλήλους. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο Άγγλος Κυβερνήτης είχε τη νικώσα ψήφο. Μ' αυτή τη σύνθεση του Νομοθετικού Συμβουλίου δεν
μπορούσαν να ψηφίζονται μερικές θέσεις των Ελληνοκυπρίων βουλευτών ούτε και να είναι αποτελεσματικές οι αντιδράσεις τους, όταν διαφωνούσαν σε κάποια ζητήματα.
Στις 17 Οκτωβρίου, ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς υπέβαλε την παραίτηση του από το βουλευτικό αξίωμα του Νομοθετικού Συμβουλίου και ταυτόχρονα εξέδωσε διάγγελμα προς τον
Ελληνικό Κυπριακό λαό, με το οποίο τον καλούσε σε ανυπακοή στους «άνομους νόμους» του ξένου δυνάστη.


Το διάγγελμα του Μητροπολίτη άρχιζε ως εξής:
 

«Έλληνες αδελφοί,
Πενήντα και τρία χρόνια Αγγλικής κατοχής έπεισαν όλους και διεπίστωσαν περιτράνως: α) ότι οι δούλοι λαοί δεν ελευθερούνται με τας ικεσίας και παρακλήσεις και τας εκκλήσεις προς τα αισθήματα των τυράννων, β) ότι η απάντησις των τελευταίων είναι η περιφρόνησις προς τους ικετεύοντας ευτελείς δούλους και η αποθράσυνσίς των, γ) ότι η μόνη σωτηρία μας από πάσης απόψεως είναι η εθνική απολύτρωσις και ότι οι ξένοι είναι εδώ δια να θεραπεύουν τα γενικά και ειδικάσυμφέροντα των με κατάντημα βέβαιον την ηθικήν και υλικήν μας εξαθλίωσιν».
Στις 18 Οκτωβρίου, ιδρύθηκε στη Λευκωσία η «Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου» (Ε.Ρ.Ε.Κ.), που εξέδωσε προκήρυξη προς τον Κυπριακό λαό, την οποία είχαν υπογράψει πνευματικοί άνθρωποι
από όλη την Κύπρο. Έλεγαν ξεκάθαρα σ' αυτή ότι «τάσσουν ως σκοπόν των την μετά φανατισμού επιδίωξιν της μετά του ελληνικού πολιτειακού συνόλου ενώσεως της Κύπρου».7
Τις επόμενες μέρες παραιτήθηκαν και οι άλλοι Έλληνες βουλευτές από το Νομοθετικό Συμβούλιο.
Στις 20 Οκτωβρίου, πραγματοποιήθηκε στη Λεμεσό ογκώδης συγκέντρωση στο στάδιο της πόλης με ομιλητή τον Μητροπολίτη Νικόδημο Μυλωνά, ο οποίος αναφέρθηκε στην παραίτηση του και στην
όλη πολιτική κατάσταση, που διαμορφώθηκε τις τελευταίες μέρες.
Την 21η Οκτωβρίου, πολύ μεγάλο πλήθος λαού συγκεντρώθηκε στην Εμπορική Άέσχη Λευκωσίας, όπου φλογεροί ομιλητές δημιούργησαν πολύ ενθουσιώδη ατμόσφαιρα και ο λαός προχώρησε προς το
Κυβερνείο, για να διαδηλώσει την αμετάκλητη απόφαση του για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Επικεφαλής του μεγάλου πλήθους ήταν ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Κυκκώτης, πρωθιερέας του ιερού ναού Φανερωμένης.Ακολούθησε λιθοβολισμός του Κυβερνείου και εμπρησμός τεσσάρων αυτοκινήτων των κατοχικών δυνάμεων, καθώς και του ξύλινου Κυβερνείου. Η επέμβαση της αστυνομίας για τη διάλυση του πλήθους είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο του Ονούφριου Κληρίδη και
τον τραυματισμό έξι άλλων διαδηλωτών. Ο Κυβερνήτης Σερ Ρόναλντ Στορς εγκατέλειψε το Κυβερνείο.
Παρόμοιες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έγιναν και σε άλλες πόλεις και σε αρκετά χωριά της Κύπρου. Οι Άγγλοι τελικά επέβαλαν την τάξη με τη βοήθεια του στρατού, αφού άφησαν νεκρούς και πολλούς
τραυματίες. Ακολούθησαν συλλήψεις, εντοπισμοί, απελάσεις, φυλακίσεις και χρηματικά πρόστιμα. Μεταξύ των εξορισθέντων ήταν ο Μητροπολίτης Κιτίου Νικόδημος Μυλωνάς και ο Μητροπολίτης Κυρήνειας Μακάριος Μυριανθεύς, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Β' (1947-1950).
Η αυθόρμητη αυτή δυναμική εξέγερση του λαού χαρακτηρίστηκε ως «η ώριμος έκψρασις μιας από μακρού ογκούμενης απογοητεύσεως και η εκδήλωσις ενός υπερεκχειλίσαντος εθνικού αισθήματος».8
Τα εννέα χρόνια μετά τα πιο πάνω γεγονότα του Οκτωβρίου (1931-1940) ήταν περίοδος στυγνής δικτατορίας για τον Κυπριακό λαό, γιατί καταργήθηκαν οι στοιχειώδεις συνταγματικές του ελευθερίες και λήφθηκαν καταπιεστικά μέτρα για την ελληνική παιδεία του νησιού.
 

 Τα κυριότερα μέτρα της Αγγλικής Κυβέρνησης εναντίον της ελληνικής παιδείας της Κύπρου

Η Αγγλική Κυβέρνηση της Κύπρου σ' όλα τα χρόνια της κατοχής του νησιού απέβλεπε στο να θέσει υπό τον έλεγχο της την ελληνική εκπαίδευση, δημοτική και μέση. Αυτό έγινε φανερό με την ψήφιση
διαφόρων νόμων, κυρίως από το 1921. Τότε απαγορεύτηκαν οι παρελάσεις με την ελληνική σημαία. Το 1923 η Κυβέρνηση κατάργησε τις εκλέξιμες Σχολικές Εφορείες των χωριών και ανέλαβαν τα καθήκοντα τους οι Χωριτικές Αρχές, τις οποίες διόριζε η ίδια. Μ ε νόμο του 1929 όλοι οι δάσκαλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι και διορίζονταν από τον Κυβερνήτη.
Κατά την περίοδο 1931-1940, τα μέτρα που πήρε η Κυβέρνηση ήταν πιο σκληρά. Το 1931 ανέστειλε τη λειτουργία του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου και διέκοψε την επιχορήγηση της στο Ιεροδιδασκαλείο
της Αάρνάκας, το οποίο έπαυσε να αναγνωρίζει. Έτσι η λειτουργία του Ιεροδιδασκαλείου διακόπηκε το 1933. Με τους κανονισμούς του 1932, ένας δάσκαλος έπρεπε να γνωρίζει την αγγλική γλώσσα, για να τύχει προαγωγής. Τον ίδιο χρόνο ο Άγγλος Διευθυντής της Παιδείας με εγκύκλιο του απαγόρευσε τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο και τις εικόνες των ηρώων της ελληνικής επανάστασης του 1821 στα σχολεία.Με νόμο του 1933 όλες οι εξουσίες που αφορούσαν τους δασκάλους
και τη δημοτική εκπαίδευση περιήλθαν στον Κυβερνήτη. Το 1935 καταργήθηκε η διδασκαλία της Ελληνικής Ιστορίας και άρχισε η διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας στην Ε' και στην Στ' τάξη των δημοτικών σχολείων. Τον ίδιο χρόνο το Παγκύπριο Διδασκαλείο της Αευκωσίας αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία του. Το 1937 σταμάτησε να λειτουργεί και το Διδασκαλείο Φανερωμένης της Λευκωσίας, που εκπαίδευε τις υποψήφιες δασκάλες. Τότε (1937) η Κυβέρνηση ίδρυσε το Αγγλικό Διδασκαλικό Κολλέγιο στη Μόρφου, στο οποίο φοιτούσαν Έλληνες και Τούρκοι και διδάσκονταν τα μαθήματα στην αγγλική.
Η επέμβαση στη μέση εκπαίδευση άρχισε κυρίως το 1935. Με την ψήφιση του νόμου περί μέσης παιδείας, ένα σχολείο μπορούσε να πάρει κυβερνητική επιχορήγηση, αν έκανε αλλαγές στο αναλυτικό του πρόγραμμα σύμφωνα με τις υποδείξεις του αγγλικού Γραφείου Παιδείας.
Αργότερα με νόμο του 1952, τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης μπορούσαν να γίνουν «Δημόσιες επιχορηγούμενες Σχολές» και η Κυβέρνηση θα αναλάμβανε την υψηλή μισθοδοσία των καθηγητών, καθώς και τη σύνταξη τους. Ένα μόνο σχολείο αποδέκτηκε την πρόταση αυτή της Κυβέρνησης. Σε όλα τα άλλα σχολεία οι καθηγητές προτίμησαν τους χαμηλούς μισθούς και την ελευθερία της ελληνικής μέσης παιδείας από τον Άγγλο κυρίαρχο.9
Μερικά ανθελληνικά μέτρα της Αγγλικής Κυβέρνησης (ανύψωση της ελληνικής σημαίας, ψάλσιμο του Ελληνικού Εθνικού Ύμνου), έπαυσαν να ισχύουν μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, οπότε άρχισε ο
ελληνοϊταλικός πόλεμος. Η Ελλάδα τότε πολέμησε ηρωικά και με πνεύμα αυτοθυσίας εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, ως σύμμαχος της Αγγλίας, η οποία διακήρυσσε ότι αγωνίζεται για την ελευθερία των λαών.


Το Κυπριακό πρόβλημα κατά τη δεκαετία του 1940-1950

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου (1939-1945), ήταν μεγάλες οι προσδοκίες των Κυπρίων για την πραγματοποίηση της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο πόλεμος της Πίνδου με τα υπέροχα κατορθώματα των Ελλήνων ενθουσίαζαν τους συμμάχους της Ελλάδας, την οποία εξυμνούσαν με πολύ εγκωμιαστικά λόγια. Αναφέρω δειγματοληπτικά τι είπε σε δελτίο ειδήσεων στην ελληνική ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου (Νοέμβριος 1943):
«Λεν θα λησμονήσει ποτέ η Βρετανική αυτοκρατορία τη χώρα, που την εΒοήθησε σε στιγμή που είχε μείνει αβοήθητη απ' όλους. Με χρυσάφι θα πληρώσει το όχι της. Μ ε εκπλήρωση των εθνικών της πόθων θα καλυφθεί η αντίσταση της».10
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Άγγλοι καλούσαν τους Κυπρίους να καταταγούν στον αγγλικό στρατό, για να πολεμήσουν «δια την Ελλάδα και την Ελευθερίαν». Ανταποκρινόμενοι σ' αυτή την πρόσκληση,τριανταπέντε χιλιάδες Κύπριοι κατατάγηκαν εθελοντικά στο στρατό και αρκετοί απ' αυτούς έπεσαν πολεμώντας στα πεδία των μαχών ή αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι κατά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα απασχόλησε τη Βρετανία, αλλά τελικά τίποτε δεν έγινε, γιατί οι Βρετανοί έβλεπαν το Κυπριακό πρόβλημα με το φακό των στρατηγικών και αμυντικών τους συμφερόντων.
Το θέμα ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1941 από τον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Εμμανουήλ Τσουδερό. Τα μέλη της Ελληνικής Κυβέρνησης και ο Βασιλέας Γεώργιος Β' κατέφυγαν στην Κρήτη μετά την προέλαση των Γερμανών στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όταν όμως οι Γερμανοί άρχισαν να βομβαρδίζουν την Κρήτη, η Ελληνική Κυβέρνηση έκρινε ότι έπρεπε να την εγκαταλείψει και να εγκατασταθεί στην Κύπρο. Αυτό ζήτησε από τους Βρετανούς ο Πρωθυπουργός Τσουδερός, βασιζόμενος σε τηλεγράφημα, που είχε αποστείλει ο Τσώρτσιλ, Πρωθυπουργός της Βρετανίας, στις 13 Απριλίου 1941 προς τον Βασιλέα Γεώργιο Β', με το οποίο τον συγχάρηκε για την άρνηση του να φύγει από την Ελλάδα μετά την εισβολή των Γερμανών και ταυτόχρονα του υποσχέθηκε ότι «αν αυτός ή ένα τμήμα του Ελληνικού στρατού αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα μετά τη Γερμανική εισβολή, θα τους δινόταν κάθε βοήθεια για να μεταφερθούν στην Κύπρο». 

Ο Πρωθυπουργός Τσουδερός τότε απευθύνθηκε στον Βρετανό Πρέσβη στα Χανιά της Κρήτης και του ζήτησε να επιτραπεί η μετάβαση στην Κύπρο του Έλληνα Βασιλέα και της Ελληνικής Κυβέρνησης.
Ο Βρετανός Πρέσβης απέστειλε στις 3 Μαίου 1941 το πιο κάτω τηλεγράφημα στο Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του:
«Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας μου έστειλε μια προσωπική επιστολή, στην οποία εισηγείτο, για ενθάρρυνση των Ελλήνων στην παρούσα συμφορά τους, να δοθεί η Κύπρος στον Ελληνα Βασιλέα σαν προσωπικό δώρο (όπως δόθηκαν οι Ιόνιοι Νήσοι το 1864 στον πάππο του βασιλέα Γεώργιο Α'). Κατά τη διάρκεια του πολέμου η Βρετανική Κυβέρνηση θα κυβερνά τη Νήσο μέσω των υφισταμένων Βρετανικών Αρχών. Μετά τον πόλεμο θα κυβερνάται από Έλληνες κρατικούς
υπαλλήλους. Έτσι, αν ο Βασιλέας αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κρήτη, θα μεταφέρει την έδρα του σε έδαφος κάτω από την κυριαρχία του. Είπα στον Βασιλέα και στον Πρωθυπουργό ότι η πρόταση τους δεν μου φαινόταν πραγματοποιήσιμη και ότι, εν πάση περιπτώσει, έχει οριστικά αποφασιστεί ότι η Κύπρος δεν είναι καθόλου πιο ασφαλής από την Κρήτη. Ο Βασιλεύς συμφώνησε μαζί μου ότι η ιδέα δεν είναι πραγματοποιήσιμη και εγώ τους είπα ότι θα προτιμούσα να μην τη διαβιβάσω στη Βρετανική Κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός όμως με παρακάλεσε να τη διαβιβάσω σαν προσωπική του εισήγηση» (Φάκελλος F0371/29884, No 25).
Ο τότε Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν απάντησε τα εξής, στις 6 Μαΐου 1941, στο πιο πάνω τηλεγράφημα του Πρέσβη:
«Συμφωνώ πλήρως με την απάντηση που δώσατε στον Βασιλέα και στον Πρωθυπουργό. Εκτός από το γεγονός που υποδείξατε ότι η Κύπρος δεν είναι καθόλου πιο ασφαλής από την Κρήτη, η παρούσα στιγμή που η Κύπρος πιθανόν να υποστεί επίθεση, προφανώς είναι τελείως ακατάλληλη για εξέταση της πιθανότητας να παραχωρηθεί η Νήσος στην Ελλάδα» (F0371/R4843/6, No 950).
Ο Έλληνας Βασιλέας και η Ελληνική Κυβέρνηση έφυγαν από την Κρήτη στις 24 Μαΐου 1941 και πήγαν στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπου εγκαταστάθηκαν.

Ο Άντονυ Ήντεν, την 31η Μαΐου 1941, υπέβαλε υπόμνημα στο Πολεμικό Συμβούλιο της Βρετανίας, στο οποίο αναφέρθηκε στο θέμα της παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα. Δυο αποσπάσματα της εισήγησης του είναι τα πιο κάτω:
α) «Το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί υπό το φως του γεγονότος, ανεξάρτητα από τις ανάγκες της παρούσας κρίσης, ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα,
υπό την επιφύλαξη των εξασφαλίσεων μετά τον πόλεμο».
β) «Επίσης, εάν πιεστούμε από την Ελληνική Κυβέρνηση, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συμφωνήσουμε να εκδώσουμε κοινή δήλωση, που να λέει ότι οι δυο Κυβερνήσεις συμφώνησαν ήδη να συζητήσουν τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες θα έπρεπε η κυριαρχία επί της Νήσου μετά τον πόλεμο να μεταβιβαστεί από τη Μ. Βρετανία στην Ελλάδα» (F0371/29846, WP(4l) 118).
Το υπόμνημα του Άντονυ Ήντεν διαβιβάστηκε και στον Βρετανό Πρωθυπουργό Τσώρτσιλ, ο οποίος απάντησε στον Υπουργό της Κυβέρνησης του στις 2 Ιουνίου 1941 και έλεγε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Είναι πολύ καλύτερα ν' αφήσουμε όλα τα ζητήματα εδαφικών αναπροσαρμογών να διευθετηθούν μετά τον πόλεμο. Άπαξ και απομακρυνθούμε απ' αυτήν την αρχή, μπορούν να εγερθούν πολλές άλλες· δύσκολες υποθέσεις» (F0371/29846, R5841).
Η απόφαση του Πολεμικού Συμβουλίου την ίδια μέρα ήταν η ακόλουθη:

«Ο Υπουργός Εξωτερικών δεν πρέπει σ' αυτό το στάδιο ν' αρχίσει συζητήσεις με την Ελληνική Κυβέρνηση για το μέλλον της Κύπρου.
Εάν όμως το θέμα εγερθεί, θα μπορούσε να απαντήσει ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε το μέλλον της Κύπρου μαζί της μετά τον πόλεμο, σαν μέρος της γενικής διευθέτησης της ειρήνης» (F0371/29846, R5841,56(41)).
Όταν έληξε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος τον Σεπτέμβριο του 1945, το θέμα της παραχώρησης της Κύπρου στην Ελλάδα απασχόλησε και πάλιν τους Βρετανούς πολιτικούς. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Εργατικής Κυβέρνησης Ernest Bevin έκλινε υπέρ του να παραχωρηθεί η Κύπρος στην Ελλάδα, αλλά το Γενικό Επιτελείο των Βρετανικών Δυνάμεων και το Υπουργείο Αποικιών είχαν αντίθετη άποψη.

Αργότερα, στις 15 Ιανουαρίου 1946, ο Υπουργός Αποικιών έγραψε στον Ernest Bevin για το ίδιο θέμα:
«Εκτός από τα στρατηγικά και αμυντικά συμφέροντα μας πρέπει να θυμόμαστε πως η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα θα σημαίνει εγκατάλειψη των πιστών φίλων μας της Μουσουλμανικής Κοινότητας» (C067/227/16, No 58).
(Για το θέμα αυτό Βλ. Χριστοφή Οικονομίδη «Απομυθοποιημένη ιστορία του Κυπριακού στα τελευταία 50 χρόνια», σα. ΙΗ' - ΚΑ').
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, το ενωτικό πρόβλημα της Κύπρου απασχολούσε έντονα τον Κυπριακό λαό, την Εκκλησία, τα σωματεία, τα ιδρύματα, τις οργανώσεις και τον τύπο. Αλλ' ο ξένος κυρίαρχος δεν έδειχνε ότι είχε διάθεση ν' ανταποκριθεί θετικά στο δίκαιο αυτό αίτημα του λαού. Ο εθνικός αγώνας των Κυπρίων συνεχιζόταν με υπομνήματα, τηλεγραφήματα και διαμαρτυρίες για την παράταση της αγγλικής κατοχής.


Το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950

Η Εθναρχούσα Εκκλησία της Κύπρου, η οποία σ' όλα τα χρόνια της αγγλικής κατοχής πρωτοστατούσε στην προώθηση του ενωτικού ζητήματος του νησιού, αποφάσισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος μεταξύ όλων των Ελληνοκυπρίων, για ν' αποδείξει και με αριθμούς ποια
ήταν η πραγματική θέληση του λαού. Εθναρχική εγκύκλιος με ημερ.8 Δεκεμβρίου 1949 καλούσε τον Κυπριακό λαό να προσέλθει στους ναούς και να ψηφίσει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος πραγματοποιήθηκε από τις 15 μέχρι τις 22 Ιανουαρίου 1950.
Προηγουμένως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' είχε καλέσει τον Κυβερνήτη της Κύπρου Σερ Άντριου Ράιτ ν' αναλάβει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αλλά πήρε αρνητική απάντηση. Ένα απόσπασμα της επιστολής του Κυβερνήτη έλεγε:
«Η στάσις της Κυβερνήσεως της Αυτού Μεγαλειότητος, και συνεπώς και της Κυπριακής Κυβερνήσεως, επί του θέματος τούτου, όπως επανειλημμένως διετυπώθη, είναι ότι το ζήτημα είναι κλειστόν».11

Το δημοψήφισμα, παρά τους φόβους της Κυβέρνησης, έγινε ειρηνικά μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού και κατέδειξε ότι 95,7% των Ελλήνων της Κύπρου αξίωναν την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα. Δεν προσήλθαν να ψηφίσουν 4,3%· Σ' αυτούς περιλαμβάνονταν κυβερνητικοί υπάλληλοι, άρρωστοι και πολύ ηλικιωμένοι.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε στις 4 Φεβρουαρίου 1950 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' στον Κυβερνήτη της Κύπρου,ο οποίος απάντησε στις 22 Φεβρουαρίου και επαναλάμβανε τη θέση της Βρετανικής Κυβέρνησης, ότι δηλαδή το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είναι κλειστό.
Για την αξιοποίηση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος Κυπριακή Πρεσβεία, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κυρήνειας Κυπριανό, μετέβη στην Αθήνα και παρέδωσε μια σειρά τόμων με τις υπογραφές των Ελλήνων της Κύπρου στον Πρόεδρο της Ελληνικής Βουλής.
Έπειτα η Πρεσβεία πήγε στο Λονδίνο, για να παραδώσει μια δεύτερη σειρά τόμων στον Υπουργό Αποικιών, ο οποίος αρνήθηκε να συναντηθεί μ' αυτή.
Η Πρεσβεία απέστειλε σ' αυτόν υπόμνημα αναφερόμενο στο εθνικό θέμα του Ελληνικού Κυπριακού λαού και εξέφραζε την επιθυμία,όπως «η Αγγλική Κυβέρνησις εξεύρη τελικώς τον τρόπον να επιλη-φθή του Κυπριακού ζητήματος από ευρυτέρας απόψεως, ήτις, ικανοποιούσα αφ' ενός την εθνικήν θέλησιν του ιστορικού Κυπριακού λαού, θα εξασφάλιση αφ' ετέρου τα υπέρτερα συμφέροντα της Αγγλίας,άτινα είναι και συμφέροντα της Ελλάδος».12
Οι τόμοι του δημοψηφίσματος παραδόθηκαν από την Κυπριακή Πρεσβεία στον ορθόδοξο ναό της Αγίας Σοφίας του Λονδίνου.
Από το Λονδίνο η Πρεσβεία μετέβη στη Νέα Υόρκη και στις 26 Σεπτεμβρίου 1950 παρέδωσε τρίτη σειρά τόμων του δημοψηφίσματος στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών μαζί με αίτηση, με την οποία ζητούσε από τα αρμόδια όργανα του διεθνούς αυτού οργανισμού να ενεργήσουν για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση του λαού της Κύπρου.


1. Νίκου Κρανιδιώτη «Η Κύπρος εις τον αγώνα της ελευθερίας», Αθήνα
1958, σσ. 25-26.

2. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σ. 31
3. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σ. 37.
4. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., ο. 42.

5. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σ. 43, Σάββα Λοϊζίδη «Άτυχη Κύπρος», Αθήνα
1980, σ. 22.
6. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σσ. 43-44, Στρατηγού Γεωργίου Γρίβα - Διγενή
«Απομνημονεύματα Αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959», Αθήνα 1961, ο. 6

7. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σσ. 47
8. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σ. 45
9. Μιχαλάκη I. Μαραθεύτη «Το Κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα - Σταθμοί
και θέματα», Λευκωσία 1992, σσ. 16-31

10. «Εγερτήριον Σάλπισμα», περιοδική έκδοσις Αλκίμου Νεολαίας ΕΟΚΑ, αρ.
τεύχους 25, 1η Νοεμβρίου 1958. Εκδοση Ιδρύματος Απελευθερωτικού Αγώνα
ΕΟΚΑ 1955-59, Λευκωσία 1999, σ. 29

11. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α., σ. 69
12. Νίκου Κρανιδιώτη, έ.α. σ.73


ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου