Η παρούσα μονογραφία είναι δωρεάν διαθέσιμη (freely downloadable) σε αρχείο pdf,
με τά συναφή αποχαρακτηρισμένα έγγραφα τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α.
σε δίγλωσση απόδοση (Αγγλικά/ Ελληνικά) εδώ.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1974—διόμισυ μήνες μετά τήν Εξέγερση τού Πολυτεχνείου—ο Πρέσβυς Henry J. Tasca απέστειλε
από τήν Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα ένα τηλέγραμμα στο Υπουργείο
Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον, τό οποίο αναστάτωσε τότε τήν
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τής δυτικής Υπερδυνάμεως. Τό μήνυμα τού
πρέσβεως, που ήταν απόρρητο και επείγον («SECRET / PRIORITY»), έθεσε ένα ζήτημα όχι απλώς εξωτερικής πολιτικής αλλά μείζονος εθνικής ασφαλείας τών
Η.Π.Α. στην Ν.Α. Ευρώπη και στη Μεσόγειο στην ψυχροπολεμική εποχή: Ο
Αμερικανός πρέσβυς πληροφορούσε τήν ηγεσία τών Η.Π.Α. ότι τό Ιωαννιδικό
χουντικό καθεστώς προκαλούσε μια ποιοτική αυτοδιάλυση τών Ελληνικών
Ένοπλων Δυνάμεων ήτοι μια δραστική μείωση ή και εκμηδένιση τού αξιόμαχου όλων τών Ελληνικών Όπλων (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας) με συνακόλουθη συνέπεια μια αντιστοίχως δραστική απομείωση τής αποτρεπτικής ισχύος τής Ν.Α. πτέρυγας τού ΝΑΤΟ.
Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις υπό διάλυση τό 1973-1974.
Σύμφωνα με τόν Αμερικανό Πρέσβυ Tasca, “τό πραξικόπημα τής 25ης Νοεμβρίου 1973” προέβη “σε μια καταφανή εκκαθάριση και προήγαγε πολύ άπειρους αξιωματικούς σε υψηλότατες θέσεις τής ηγεσίας”—“όλοι οι αντιστράτηγοι έχουν μόλις έξι ή λιγότερους μήνες στόν παρόντα βαθμό τους”.(1) Κατά συνέπεια, “η συνέχεια” τής στρατιωτικής διοικήσεως “απουσιάζει παντελώς” και αντ’ αυτής επικρατεί “μείωση σεβασμού στη διοικητική ιεραρχία και μια ατμόσφαιρααβεβαιότητας εντός τού Στρατεύματος.” Σε αυτό μάλιστα τό πλαίσιο, η μεν “ικανότητα τού Ναυτικού ως μαχητικής δυνάμεως” τίθεται πλέον “υπό αμφισβήτηση,” η δε “Ελληνική Πολεμική Αεροπορία δεν διαθέτει ούτε έμπειρους ούτεκαινοτόμους αξιωματικούς που να διασφαλίζουν μια αποτελεσματική ηγετικότητα σε τακτικό/επιχειρησιακό επίπεδο”.(2) Η μείωση μάλιστα τού αξιόμαχου τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είχε προσλάβει τότε μια ανεξέλεγκτη (χαοτική) δυναμική, διότι σύμφωνα με τόν Tasca “oι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πιθανόν θα συνεχίσουν (3) να υποβαθμίζονται όσον αφορά στη συνολική στρατιωτική-επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά τους.” Γενικά, σύμφωνα με τόν Tasca, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά τήν χουντική περίοδο είχαν “καταστεί ένα σύμβολο καταστολής, τυραννίας και ασυδοσίας” και, επομένως, υπό τήν τότε “κατάσταση και διάταξή τους, η διασύνδεσή τους με τό ΝΑΤΟ και τίς Η.Π.Α.”παρέμενε τότε “δυσοίωνη για τά μελλοντικά συμφέροντα ασφαλείας τών Η.Π.Α. στην Ελλάδα.”
Εις επίρρωση τών παραπάνω, ο Tasca απέστειλε
και ένα δεύτερο συναφές απόρρητο τηλέγραμμα από τήν Αμερικανική
Πρεσβεία στην Αθήνα προς τό Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην
Ουάσινγκτον, μετά από έναν ακριβώς μήνα (στις 8 Μαρτίου 1974), όπου
επανεδήλωνε ότι η “Ιωαννιδική χούντα έχει αποδυναμώσει τίς Ένοπλες Δυνάμεις,” και “έχει κατορθώσει να ανδρεικελοποιήσει τήν ανώτατη στρατιωτική ηγεσία,” είναι δε ενδεχόμενο να “επιβάλει πολιτικές σε θέματα αμύνης και εξωτερικής πολιτικής, καθώς και σε εσωτερικούς, πολιτικούς και οικονομικούς τομείς, οι οποίες θα μπορούσαν ... να επηρεάσουν δυσμενώς τά εθνικά μας συμφέροντα.”
Η Ελλάδα σε χαοτική περιδίνηση τό 1974.
Ως αποτέλεσμα τής «παρέμβασης Tasca»,
προγραμματίσθηκε τότε μιά ευρεία διάσκεψη Εθνικής Ασφαλείας στο
Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον για τίς 20 Μαρτίου
1974. Στη διάσκεψη, όπου θα προήδρευε ο HenryKissinger, υπό τήν διπλή ιδιότητά του ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και Υπουργός Εξωτερικών τών Η.Π.Α., θα συμμετείχε και ο Πρέσβυς Tasca μαζί με ανώτατους αξιωματούχους(4) τού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α.
Εις προετοιμασία δε τής διάσκεψης εκπονήθηκε ειδική μελέτη, υπό τόν τίτλο «Υπόμνημα Δράσεως» (Action Memorandum), περί τής “Πολιτικής τών Η.Π.Α. έναντι τής Ελλάδος”, από τό Προσωπικό για τόν Σχεδιασμό Πολιτικής τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α., η οποία περιελάμβανε ένα αναλυτικό Προσάρτημα (Attachment) με ημερομηνία(5) 19 Μαρτίου 1974. Γενικά, σε εκείνο τό Προσάρτημα, διαπιστώνεται ότι “η διάδοχη χούντα” Ιωαννίδη-Μπονάνου “είναι πιο οδυνηρή και λιγότερο ικανή” από “τό καθεστώς Παπαδόπουλου”—που και αυτό “απέτυχε τελικά να ανταποκριθεί στις πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις τής Ελλάδος”—και, κατά συνέπεια, “θα αποτύχει πιο ζοφερά και πιο γρήγορα, με βαρύνουσες συνέπειες για τήν ισχύ και τήν σταθερότητα τής Ελλάδος,” επομένως και για τά “μακροπρόθεσμα συμφέροντα” τών Η.Π.Α. Μία μάλιστα από αυτές τίς συνέπειες είναι ότι τό Ιωαννιδικό “καθεστώς όχι μόνο απομειώνει σοβαρά τό κύρος τού Ελληνικού Στρατού στην Κοινή Γνώμη αλλά και διασπά τό Στράτευμα σε φατρίες και κατά συνέπεια υπονομεύει τό αξιόμαχό του.”
Τό Υπόμνημα προβλέπει μάλιστα πτώση τής χούντας Ιωαννίδη αφ΄ εαυτής εντός έτους επί λέξει ως εξής: “Τό προσδόκιμο ζωής τού καθεστώτος Ιωαννίδη δεν είναι καλό—ένα έτος θα ήταν πιθανώς μια γενναιόδωρη εκτίμηση—διότι καιάλλοι στρατιωτικοί μπορεί να μπουν στον πειρασμό να ανατρέψουν μια χούντα που δεν έχει καμία λαοφιλή βάση.” Δηλαδή τό Υπόμνημα υποδηλώνει ότι η Ελλάδα περιδινούτο τότε χαοτικώς σε έναν φαύλο κύκλο «μπανανιακού τύπου»,
με τήν μια βραχύβια χούντα να διαδέχεται τήν άλλη, και τήν κάθε επομένη
χούντα να είναι χειρότερη από τήν προηγουμένη, θέτοντας σε όλο και
μεγαλύτερο κίνδυνο τήν συνοχή στη Ν.Α. πτέρυγα τού ΝΑΤΟ και “μακροπρόθεσμα συμφέροντατών Η.Π.Α. στην Ελλάδα”
Εισήγηση για παρέμβαση τών Η.Π.Α. στην Ελλάδα
Οικογενειακή φωτογραφία τριών πρωθυπουργών: Παππούς Γεώργιος Παπανδρέου (κέντρο), υιός Ανδρέας Παπανδρέου (αριστερά του) και εγγονός Γεώργιος Παπανδρέου (δεξιά του). |
Προς στοιχειώδη
διασφάλιση αυτών τών (μακροπρόθεσμων) συμφερόντων ασφαλείας, εκείνο τό
Υπόμνημα Δράσεως εισηγείται μια ενδεχομένη παρέμβαση τών Η.Π.Α. προς έξοδο τής Ελλάδος από εκείνον τόν φαύλο κύκλο, ήτοι προς αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, διότι “τό πιο φυσικό και επομένως ίσως πιο σταθερό σύστημα για τήν Ελλάδα είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία τού είδους που εξελίσσετο καταλλήλως πριν από τό πραξικόπημα Παπαδόπουλου—οι Έλληνες είχαν τελικά κατορθώσει να εκλέξουν ένα πλειοψηφούν κόμμα, τήν Ένωση Κέντρου τού Γεωργίου Παπανδρέου, κατά τίς τελευταίες ελεύθερες εκλογές τό 1964.” (6)
Δηλαδή τό Υπόμνημα Δράσεως όχι μόνον υιοθετούσε πλήρως τίς απόψεις τού Tasca περί
αποδυναμώσεως τού αξιόμαχου τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και τής Ν.Α.
πτέρυγος τού ΝΑΤΟ από τήν Ελληνική χούντα, αλλά επιπροσθέτως εισηγείτο
ως λύση σε εκείνο τό πρόβλημα μια δραστική αλλαγή στην εξωτερική
πολιτική τών Η.Π.Α., τουλάχιστον όσον αφορά τήν Ελλάδα, από πολιτική επιφαινομένης αποστασιοποίησης (hands-off approach) σε ενεργώς παρεμβατικήπολιτική (interventionist approach), προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Ελλάδα.(7) Εκείνη
η φιλελεύθερη (φιλοδημοκρατική) εισήγηση τού Υπομνήματος Δράσεως ήταν
ρηξικέλευθη εκείνη τήν εποχή, διότι τότε οι Η.Π.Α. παρενέβαιναν ενίοτε
σε ξένες χώρες προκειμένου μάλλον να καταλύουν παρά να αποκαθιστούν
δημοκρατίες(8) Επί πλέον, τό Υπόμνημα Δράσεως επεσήμαινε ότι η αποκατάσταση τής Ελληνικής Δημοκρατίας επεβάλλετο λόγω τού περί αυτής διογκουμένου
ή και ανεξέλεγκτου Φιλελληνισμού στο Αμερικανικό Κονγκρέσσο, σε Μ.Μ.Ε.,
και σε Κυβερνήσεις χωρών-μελών τού ΝΑΤΟ, επί λέξει ως εξής: “Πολλοί Αμερικανοί και άλλοι ξένοι ενδιαφέρονται για τήν Ελλάδα. Η καρδιά τούΛόρδου Βύρωνα χτυπά ακόμα σε πολλά στήθη και η παρόρμηση να «κάνουμε κάτι για τήν Ελλάδα» είναι συχνά σχεδόν ανεξέλεγκτη.”
Εν τούτοις, τό
Υπόμνημα Δράσεως επεσήμαινε και υπεδήλωνε μια δυσοίωνη (εν δυνάμει
καταστροφική) πτυχή τού Ελληνικού Ζητήματος τότε, ήτοι ότι τό “Ιωαννιδικό καθεστώς” και γενικά “αυτός ο τύπος καθεστώτος είναι απίθανο να παραδώσει τήν εξουσία στους πολιτικούς οικειοθελώς”—εκτός και αν η χούντα εξηναγκάζετο προς τούτο από κάποια εξωτερική εθνική κρίση, ελεγχόμενη μεν στην καλύτερη περίπτωση, χαοτικώς ανεξέλεγκτη δε στη χειρότερη...
Σε αυτήν τήν βάση, τό Υπόμνημα Δράσεως εισηγείτο ότι “είναι πλέον καιρός να αναπτύξουμε μια γενική προσέγγιση τών ΗΠΑ έναντι τής νέας [χουντικής] Κυβερνήσεως” τής Ελλάδος, ήτοι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσεως, βάσει“συνειδητών, πλήρως προειλημμένων αποφάσεων από τήν πλευρά μας ως προς τό τί εξυπηρετεί καλύτερα τά άμεσα και τά μακροπρόθεσμα Αμερικανικά συμφέροντα στην Ελλάδα” —και όχι “βάσει επισυσσώρευσης μικρών ad hoc αποφάσεων”—σχετικά
με όλα τά συναφή μείζονα ζητήματα, όπως η αποκατάσταση δημοκρατίας στην
Ελλάδα, η Ελληνο-Τουρκική διένεξη στο Αιγαίο, και τό Κυπριακό Ζήτημα.
Αντιπαράθεση Τasca - Kissinger
Η πρώτη επίσημη
αντίδραση τής Κυβερνήσεως τών Η.Π.Α. στο ως άνω από 8 Φεβρουαρίου 1974
τηλέγραμμα από τήν Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, ήταν η αποστολή ενός
απορρήτου απαντητικού τηλεγράμματος (43153)
στις 4 Μαρτίου 1974, από τό Υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον προς
τήν Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, τό οποίο πρότεινε μεν στον
Αμερικανό πρέσβυ να εκφράσει, ενώπιον τής πολιτικής και στρατιωτικής
ηγεσίας τής Ελλάδος, “τό πάγιο ενδιαφέρον τών Η.Π.Α. για τήν διατήρηση τής ακεραιότητος τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων” (the long-standing U.S. interest in maintaining the integrity of the Greek
military), παράλληλα όμως επανελάμβανε τήν επίσημη (εκπεφρασμένη) πολιτική τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α. περί αποφυγής “άμεσης ανάμειξης” τών Η.Π.Α. “στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα τής Ελλάδος” (refrain from direct involvement in the internal
politics of Greece). Εκείνη τήν θέση περί επιφαινομένης μη-παρεμβατικότητας τών Η.Π.Α. στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα, ο Henry Kissinger θα τήν υπεστήριζε σθεναρώς και στη ως άνω ευρεία διάσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στις 20 Μαρτίου 1974.
Απεναντίας όμως, ο Αμερικανός Πρέσβυς Tasca υπεστήριξε με παρρησία, ενώπιον τών συμμετεχόντων στη διάσκεψη, ότι οι Η.Π.Α. είχαν εθνικό συμφέρον να εφαρμόσουν κατ’ εξαίρεση—ήτοι
κατά παρέκκλιση από τήν πάγια Αμερικανική εξωτερική πολιτική
επιφαινομένης μη-παρεμβατικότητας τών Η.Π.Α. έναντι άλλων χωρών—μια παρεμβατική πολιτική στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τόν Tasca, οι Η.Π.Α. θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να διακηρύξουν “δημοσίως ότι είμαστε υπέρ τήςδημοκρατίας στην Ελλάδα.” και να καταστήσουν “σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν ρόλο στην Ελλάδα”. Ο Tasca βάσισε τήν επιχειρηματολογία του κυρίως επί τής“μοναδικότητος” τής Ελλάδος, ως εξής:
“ Η Ελλάδα, δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη χώρα, επειδή οι Έλληνες είναι ένα έθνος που έχει ιστορία και πολιτισμική παράδοση και έναν χώρο που διαφέρουν [από εκείνα άλλων εθνών] επειδή η Ελλάδα και οEλληνικός λαός—όσον αφορά στη θέση του και τήν κοινή γνώμη στη Δυτική Ευρώπη—είναι εν πολλοίς μοναδικοί. [...] Επειδή η Ελλάδα είχε έναν ξένο παράγοντα από τό 1821, από τήν Επανάσταση [1821-1830]. Συμμετέχουμε ενεργά σε ξένα ιδρύματα και θεσμούς στο εσωτερικό τής Ελλάδος, είτε σάς αρέσει είτε όχι. Είμαστε όλοι μέρος τού αξιακού τους συστήματος, μέρος τής πολιτικής τους εξέλιξης.”
Προκειμένου δε να ενισχύσει περαιτέρω τήν φιλελληνική του επιχειρηματολογία, ο Tasca ανεφέρθη μεταξύ άλλων στην απειλή νομοθετικής παρέμβασης τού Κονγκρέσσου υπέρ τής αποκαταστάσεως τής δημοκρατίας στην Ελλάδα—π.χ. με αναστολή παροχής εξοπλισμών στο Ιωαννιδικό καθεστώς— σε περίπτωση που τό Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. συνέχιζε τήν (φιλοχουντική) πολιτική του στην Ελλάδα, “δεδομένου
μάλιστα ότι και τό Κονγκρέσσο τών Ηνωμένων Πολιτειών κατέστησε σαφές
ότι εάν δεν σημειώσουμε πρόοδο υπό αυτή τήν έννοια δεν θα μπορέσουμε
ούτε καν να διατηρήσουμε τίς σχέσεις ασφαλείας μας με τήν Ελλάδα.”
Παρότι όμως οι συμμετέχοντες στη διάσκεψη έτειναν «ευήκοον ους» στα επιχειρήματα τού Tasca, εν τούτοις ο Henry Kissinger δεν εφαίνετο να πείθεται ότι είτε η “μοναδικότητα” τής
Ελλάδος είτε η απειλή παρέμβασης από τό Κονγκρέσσο, αποτελούσαν
επαρκείς λόγους για αλλαγή τής Αμερικανικής πολιτικής έναντι τής
Ελλάδος. Αφού ο Tasca είχε πλέον ολοκληρώσει τά επιχειρήματά του για παρέμβαση τών Η.Π.Α. στην Ελλάδα προς κατάλυση τής χούντας, οKissinger συνόψισε τήν θέση του, περί μη-παρεμβατικής πολιτικής έναντι τής Ελλάδος, επί λέξει ως εξής:
Τότε ο Υφυπουργός Εξωτερικών Joseph J. Sisco, επανέθεσε σε πραγματιστική βάση τό Ελληνικό Ζήτημα ενώπιον τών διασκεπτομένων, επαναδιατυπώνοντάς το υπό τό πρίσμα στρατηγικών “συμφερόντων ασφαλείας” τών Η.Π.Α., με τό επιχείρημα ότι η παρούσα (φιλοχουντική) πολιτική τών Η.Π.Α. έναντι τής Ελλάδος υποθήκευε όχι μόνον μακροπρόθεσμα αλλά επίσης μεσοπρόθεσμα ή και βραχυπρόθεσμα αμερικανικά συμφέροντα (στο ορατό ή ακόμη και εγγύς μέλλον αντίστοιχα) στη Ν.Α. Ευρώπη και τήν Μεσόγειο, δεδομένου ότι τό Ιωαννιδικό καθεστώς “ίσως κατά πάσα πιθανότητα απωλέσει τήν εξουσία σε ένα χρόνο από τώρα,” όπως προβλέπεται στο ως άνω Υπόμνημα Δράσεως. Επομένως, σύμφωνα με τόν Sisco, τό ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί στη διάσκεψη ήταν πολύ συγκεκριμένο και εξειδικευμένο, ήτοι πώς οι Η.Π.Α. θα μπορούσαν να αποτρέψουν “ό,τι προκύψει ένα χρόνο από τώρα από τό να εξελιχθεί σε μια Κυβέρνηση«Κανταφικού» τύπου ή έστω σε μια αντι-αμερικανική Κυβέρνηση;”
Η παρέμβαση τού Sisco ήταν καταλυτική στη διάσκεψη: Ακόμη και ο Kissinger συνετάχθη τότε με τήν άποψη Tasca για μια κατ΄ εξαίρεση παρέμβαση τών Η.Π.Α. προς αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, και μάλιστα ως ζητήματος, που σύμφωνα με τόν Sisco επέτασσε μια επείγουσα (εντός τού 1974) αλλαγή τής πολιτικής τών Η.Π.Α. έναντι τής Ελληνικής χούντας. Εντούτοις, ο Kissinger επεσήμανε—και εδώ άρχισαν τά δύσκολα—ότι πριν οι Η.Π.Α. παρέμβουν στην Ελλάδα, έπρεπε να προκαθορίσουν επακριβώς τήν διάδοχη (δημοκρατική) κυβέρνηση, διότι, σύμφωνα με τόν Kissinger, “αν η τελική κρίση μας είναι ότι αυτή η [δικτατορική] Κυβέρνηση πρόκειται να τροποποιηθεί ουσιαστικά, τότε είναι σημαντικό για εμάς να γνωρίζουμε [εκ τών προτέρων] με ποιον θα έχουμε να κάνουμε [στη «μετα-δικτατορική» εποχή].”
Μεταπολίτευση Μπονάνου-Καραμανλή
Μετά τήν διάσκεψη, αρμόδιες υπηρεσίες πληροφοριών—τού Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΝR κ.τ.λ), τού Πενταγώνου (DIA) και τής CIA—εκπόνησαν ένα Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα (Interagency Intelligence Memorandum), με
ημερομηνία 18 Απριλίου 1974 (σχεδόν τρεις μήνες πριν τό Ελλαδικό
πραξικόπημα στην Κύπρο), προκειμένου να προσδιορίσουν (ή μάλλον
προκαθορίσουν) επακριβώς και εκ τών προτέρων (όπως ζήτησε ο Kissinger στη
διάσκεψη) ποία θα ήταν η διάδοχη κυβέρνηση αμέσως μετά τήν κατάλυση τής
δικτατορίας τού Ιωαννίδη, εάν οι Η.Π.Α. παρενέβαιναν ενεργητικά
(προσκηνιακά ή παρασκηνιακά) προς αυτόν τόν σκοπό. Επτά εκ τών βασικών
επισημάνσεων που συμπεριλαμβάνοντο στοΔιυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα ήσαν οι εξής:
1. Καθεστώς Ιωαννίδη. Η κατάλυση τού καθεστώτος Ιωαννίδη εθεωρείτο ούτως ή άλλως αναπόφευκτη και επικειμένη εντός τού 1974. Συγκεκριμένα, “η έλλειψη ταλέντου, η εχθρότητα τής κοινής γνώμης(9) [κατά τής χούντας] και οστρατιωτικός φατριασμός τού καθεστώτος, θα επιφέρουν τήν πτώση τού Ιωαννίδη μάλλον σύντομα.” Επί
πλέον, η πτώση τού Ιωαννίδη επεβάλλετο να επιταγχυνθεί, προς διασφάλιση
τών Αμερικανικών συμφερόντων στη Ν.Α. Ευρώπη, διότι “τό καθεστώς Ιωαννίδη” ήταν “πιο τυχοδιωκτικό από τόν προκάτοχό του σε σχέση με τήν Κύπρο και τήν Τουρκία και πιο ακραία εθνικιστικό στις σχέσεις του με τίς Η.Π.Α.” Ο δε συνδυασμός αυτών τών στοιχείων προκαλούσε“ακόμη περισσότερα προβλήματα για τίς ΗΠΑ από εκείνα που ανέκυψαν από τό καθεστώς Παπαδόπουλου.”
2. Στρατοκρατική δίνη.
Τό επιτακτικό πρόβλημα (απειλή) για τά εν λόγω Αμερικανικά συμφέροντα
τότε, ήταν ο κίνδυνος να διολισθήσει η Ελλάδα στο έρεβος μιας ατέρμονης
αλληλοδιαδοχής βραχυβίων στρατιωτικών καθεστώτων διότι,ceteris paribus (χωρίς δηλαδή παρέμβαση τών Η.Π.Α.), “όταν [η χούντα Ιωαννίδη] απέλθει, θα αντικατασταθεί κατά πάσα πιθανότητα από μια νέα κλίκα στρατιωτικών συνωμοτών, παρομοίως εξοικειωμένη με τίς συνωμοσίες αλλάστερουμένη διοικητικών δεξιοτήτων.” Τότε όμως “θα μπορούσε να επισυμβεί ακόμη και μια διαδοχή στρατιωτικών πραξικοπημάτων.”
3. Ελληνικός αντι-Αμερικανισμός. Προεβλέπετο ευλόγως έκρηξη λαϊκού και πολιτικού αντι-Αμερικανισμού στην Ελλάδα στο μέλλον, λόγω “παρελθόντων πολιτικών τών Η.Π.Α.,” δεδομένου ότι “η βούληση τής Αμερικανικής Κυβερνήσεως να συνεχίσει να συναλλάσσεται με τούς στρατοκράτες [τής χούντας] δεν είναι δημοφιλής σε κοινοβουλευτικούς πολιτικούς τής Ελλάδος”. Σε περίπτωση μάλιστα “που ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεφε
στη χώρα για να ηγηθεί ενός νέου Ελληνικού καθεστώτος, πιθανόν τότε θα
χρησιμοποιούσε τήν υποστήριξη τών ΗΠΑ στην κυβέρνηση Ιωαννίδη ως
πρόσχημα για δράση εναντίον τών Η.Π.Α.”
Δημήτριος Ιωαννίδης |
4. Λύση Καραμανλή.
Σε αυτό τό πλαίσιο, ο μοναδικός πολιτικός ηγέτης που συνιστάτο να
αναλάβει λυσιτελώς τήν οριστική έξοδο τής Ελλάδος από τήν στρατοκρατική
της δίνη ήταν ο Καραμανλής,(10) διότι μεταξύ άλλων “δεν πιθανολογείται ότι ένα καθεστώς Καραμανλή θα επιδείξει δυσαρέσκεια έναντι τών παρελθουσών πολιτικών τών Η.Π.Α. πλήττοντας μείζονες δεσμούς [τής Ελλάδος] με τήν Ουάσινγκτον.” Επί πλέον, “ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής” παρέμενε “η επιλογή πολλών στο εσωτερικό τής Ελλάδος ως μια εναλλακτική λύση στο στρατιωτικό καθεστώς”. Επειδή δε ο Καραμανλής “ίσως αισθάνετο” ή προέβλεπε“ότι οι στρατιωτικοί κυβερνήτες μπορεί να στραφούν προς αυτόν για βοήθεια,” δεν είχε προβεί “σε δημόσια καταγγελία” μέχρι τότε “κατά τού καθεστώτος από τήν αυτοεπιβαλλομένη εξορία του στο Παρίσι.” (11)
5. Περιορισμένη δημοκρατία; Τό ακανθώδες πρόβλημα για μια μετάβαση από τό (δικτατορικό) “καθεστώς Ιωαννίδη” σε (δημοκρατικό) “καθεστώς Καραμανλή” ήταν ότι “όλες οι στρατιωτικές φατρίες είναι ενωμένες κατά τό ότιαπορρίπτουν τήν επιστροφή σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή,” διότι οι Έλληνες αξιωματικοί “φοβούνται ότι η επιστροφή σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή θα οδηγούσε σε πολιτική αναρχία. Συνεπώς, θα υπεστήριζαν μια περιορισμένη μορφή πολιτικής ελευθερίας ώστε να αποτραπεί ο τύπος ευρείας πολιτικής ελευθερίας (political free-far-all) που επικρατούσε πριν τήν κατάληψη τής εξουσίας από τόν Στρατό τό 1967.” Αλλά όμως ο Καραμανλής “δεν θα επέστρεφε παρά μόνο εάν τού παρασχεθεί μια ελευθερία πολιτικών χειρισμών (a free hand)—κάτι με τό οποίο ο Στρατός θα ήταν δύσκολο να συναινέσει.” Δηλαδή οι προθέσεις τών Ελλήνων αξιωματικών (ακόμη και τών“Μετριοπαθών”) ήσαν τότε μάλλον ασύμβατες με τόν ηγετικό χαρακτήρα τού Καραμανλή.
6. Kύπρος. Τό ενδιαφέρον τού Ιωαννίδη “για τήν μοίρα τού νησιού” ήταν “ιδιαίτερο” αλλά συνδυάζετο “με μια βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης του έναντι τού Μακαρίου και μια υπερβολική άποψή του περί Κομμουνιστικής απειλής στην Κύπρο”. Κατά συνέπεια, ο Ιωαννίδης “θα μπορούσε ίσως σε κάποιο μετέπειτα στάδιο να αποπειραθεί να εκδιώξει τόν Μακάριο. Μια τέτοια κίνηση, θα προκαλούσε μεγάλη ένταση στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, και τότε οι Η.Π.Α. θα αντιμετώπιζαν τό δύσκολο έργο (difficult task) (12) να αποκλιμακώσουν τήν αντιπαράθεση μεταξύ δύο συμμάχων τού ΝΑΤΟ.”
7. Ρόλος Μπονάνου; Πέραν τού Ιωαννίδη, ο μόνος εκ τών αξιωματικών τής χούντας, στον οποίο αναφέρεται τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα, και μάλιστα κατ’ επανάληψη, ως εν δυνάμει ανατροπέα(13) τού Ιωαννίδη, είναι ο τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, υπό τό πρίσμα ότι εθεωρείτο ο “εναλλακτικός ηγέτης, που θα μπορούσε τελικά” ακόμη και “να διεκδικήσει ο ίδιος τήν εξουσία”—παρότι ήταν υποστηρικτής τού Ιωαννίδη (“υπ’ αριθμ. 2” τής χούντας)—και επί πλέον ηγείτο τής (φιλοΝΑΤΟϊκής) “Μετριοπαθούς” φατρίας, αντιθέμενος προς τήν (ουδερόφιλη) φατρία τών ακραίων εθνικιστών (“Κανταφικών”) τής χούντας Ιωαννίδη.
Βέβαια τό πρόβλημα παρέμενε: Ακόμη και εάν ο Στρατηγός Μπονάνος, ανέτρεπε τόν Ιωαννίδη με υποκίνηση και υποστήριξη από τίς Η.Π.Α., και επρότεινε να παραδώσει τήν εξουσία στον Καραμανλή υπό δεσμευτικούς όρους—δεδομένου ότι και ο ίδιος ο Στρατηγός Μπονάνος, όπως “όλες οι στρατιωτικές φατρίες”, απέρριπτε “τήν επιστροφή σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή”—ο Καραμανλής δεν θα απεδέχετο τέτοιους όρους κατά τά ως άνω (παρ. 4)
Τό Αμερικανικό Σχέδιο (1974)
Τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα (18 Απριλίου 1974) τών αρμοδίων υπηρεσιών τών H.Π.Α. απαντούσε επαρκώς στο θεμελιώδες ερώτημα που ο Kissinger είχε θέσει στη διάσκεψη στο Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών (20 Μαρτίου 1974)—“είναι σημαντικό για εμάς να γνωρίζουμε με ποιον θα έχουμε να κάνουμε” (it is important for us to know whom to deal with)—αφού
τό Υπόμνημα προσδιόρισε τούς δύο κύριους πρωταγωνιστές (Μπονάνο και
Καραμανλή) τής όποιας λύσεως στο Ελληνικό Ζήτημα: Ο μεν Στρατηγός Μπονάνος θα
ανελάμβανε τό στρατιωτικό σκέλος τής λύσεως (ανατροπή τού Ταξιάρχου
Ιωαννίδη ή και αποκλιμάκωση ενδεχομένης Ελληνο-Τουρκικής αντιπαραθέσως),(14) ο δε Καραμανλής τό πολιτικό σκέλος (σταδιακή αλλά και ταχεία αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών).
Στη συνέχεια,
σύμφωνα με τήν μεθοδολογία τής Κυβερνήσεως τών Η.Π.Α. στην άσκηση τής
εξωτερικής της πολιτικής, εκπονήθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσεως (comprehensive action plan), επί τή βάσει τών παραμετρικών προδιαγραφών τού εν λόγω Διυπηρεσιακού Πληφοριακού Υπομνήματος (λύση Μπονάνου-Καραμανλή κ.τ.λ.). Αυτό τό σχέδιο και τά συναφή επακόλουθα έγγραφα με τίς συγκεκριμένες οδηγίες εφαρμογής του (policy guidelines) παραμένουν μέχρι σήμερα—και ίσως για πολλές ακόμη δεκαετίες στο μέλλον—απόρρητα (μη-αποχαρακτηρισμένα): Στον σχετικό τόμο (ΧΧΧ) τών αποχαρακτηρισμένων εγγράφων τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α. («Greece; Cyprus; Turkey, 1973-1976») υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό κενό σχεδόν δύο μηνών, από τήν ημερομηνία τού Διυπηρεσιακού Πληφοριακού Υπομνήματος (18 Απριλίου 1974) μέχρι και τίς 13 Ιουνίου 1974, ωσάν κατ’ εκείνους
τούς δύο μήνες να μην ελάμβαναν χώρα μείζονες εξελίξεις στο Ελληνικό
Ζήτημα (παρότι τότε η μεν Ελλάδα παρελάμβανε τά πρώτα 17 από τά
παραγγελθέντα 36 Phantom ΙΙ F-4Ε από
τίς Η.Π.Α., οι δε αποσταθεροποιητικές μηχανορραφίες τής χούντας
Ιωαννίδη στην Κύπρο ευρίσκοντο εν πλήρη εξελίξει, ενώ επίσης τότε η
Τουρκία άρχισε ενεργητικά πλέον να διεκδικεί δικαιώματα επί τής υφαλοκρηπίδος τού Αιγαίου).
Παρότι όμως δεν γνωρίζουμε τό επακριβές περιεχόμενο τού εν λόγω (μη-αποχαρακτηρισμένου) Αμερικανικού σχεδίου σχετικά με τήν λύση Μπονάνου-Καραμανλή προς
αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, εντούτοις μπορούμε ευλόγως να
πιθανολογήσουμε τήν περίοδο που συνετάχθη η αρχική έκδοση (first draft) τού σχεδίου: Προφανώς μετά τίς 18 Απριλίου 1974 και κατά πάσα πιθανότητα πριν τίς 2 Μαΐου 1974, αφού τότε (2 Μαΐου 1974) έγινε ο διορισμός τού νέου Αμερικανού Πρέσβεως (πρώην Στρατιωτικού) στην Κύπρο Rodger P. Davis—που τελικά διαπιστεύθηκε στην Κύπρο, ενώπιον τού Προέδρου τής Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, μετά από σχεδόν δύο μήνες, στις 10 Ιουλίου 1974, ήτοι μόλις πέντε (5) ημέρες πριν τό Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο.
Σε κάθε περίπτωση, τό βέβαιο είναι ότι εκείνο τό Σχέδιο επέτυχε πλήρως (100%) όσον αφορά στο ένα (Ελλαδικό) σκέλος του, ήτοι τήν αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα. Όσον αφορά όμως στο άλλο (Κυπριακό) σκέλος του, προς τό παρόν συνάγεται (χωρίς όμως να τεκμηριώνεται πλήρως)
ότι οι εξελίξεις απέκλιναν από τούς προδιαγραφέντες στόχους τών Η.Π.Α.
σχετικά με τήν διαχείριση τότε τής Ελληνο-Τουρκικής αντιπαραθέσεως (στην
Κύπρο)—η οποία είναι θεματικώς επέκεινα τής παρούσης μονογραφίας.(15) Προφανώς όμως, η ιστορία τής Μεταπολίτευσης και τής Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο τό 1974, δεν πρόκειται να γραφεί οριστικά, μέχρις ότου αποχαρακτηρισθούν αυτά τά έγγραφα τών Η.Π.Α.
ΕΠΙΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Η από 8 Φεβρουαρίου 1974 επισήμανση τού Αμερικανού Πρέσβεως Ηenry J. Τasca ότι μετά τό χουντικό πραξικόπημα τών Ιωαννίδη-Μπονάνου “όλοι οι αντιστράτηγοι έχουν μόλις έξι ή λιγότερους μήνες στόν παρόντα βαθμό τους,”αφεώρα μεταξύ άλλων και τούς τότε άρτι προαχθέντες Αντιστράτηγο Ανδρέα Γαλατσάνο (Αρχηγό Στρατού), Αντιστράτηγο Ιωάννη Ντάβο (Αρχηγό Γ΄ Σώματος Στρατού), κ.ο.κ.
(2) Τό
πόσο εύστοχη και ανταποκρινομένη προς τήν τότε πραγματικότητα (1974)
ήταν η περί τής Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας αξιολογική επισήμανση τού
τότε Αμερικανού Πρέσβεως Ηenry J. Tasca—ότι δηλαδή η “Ελληνική Πολεμική Αεροπορία δεν διαθέτει ούτε έμπειρους ούτε καινοτόμους
αξιωματικούς που να διασφαλίζουν μια αποτελεσματική ηγετικότητα σε τακτικό/επιχειρησιακό επίπεδο”—κατεδείχθη από τά επισυμβάντα στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία κατά τήν πρώτη εισβολή τής Τουρκίας στην Κύπρο (επιχείρηση «ΑΤΙΛΛΑΣ Ι») στις 20-22 Ιουλίου 1974, τά οποία όμως είναι θεματικώς επέκεινα τής παρούσης μονογραφίας.
(3) Η ανεξέλεγκτη δυναμική
αυτοϋποβάθμισης τού αξιόμαχου τών Ελληνικών Ελληνικών Δυνάμεων, τήν
οποία προέβλεψε (από 8 Φεβρουαρίου 1974) ο Αμερικανός Πρέσβυς Tasca, κατέληξε μεταξύ πολλών άλλων σε μια σουρεαλιστική«προαγωγή» εν καιρώ πολέμου ενός ταξιάρχου, τού πραξικοπηματία Μιχαήλ Γεωργίτση, από τήν θέση διοικητή μιας επί μέρους διοικήσεως τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ)—τής Γ΄ Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοικήσεως—σε de facto «αρχιστράτηγο» τών εμπολέμων δυνάμεων τής Ελλάδος και τής Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο, κατά τήν πρώτη εισβολή τής Τουρκίας στην Κύπρο (επιχείρηση «ΑΤΙΛΛΑΣ Ι»), παρότι η Εθνική Φρουρά εν επιστρατεύσει προσκτά δύναμη Σώματος Στρατού (40.000 άνδρες), τού οποίου κανονικά (και λογικά) έπρεπε να ηγείται ανώτατος αξιωματικός με βαθμό αντιστρατήγου ή στρατηγού (με εμπειρία στη διοίκηση σώματος στρατού). Οι συνέπειες τής εν λόγω«αρχιστρατηγίας», που απέβησαν
καταστροφικές για τήν Κύπρο τότε, είναι ευρέως γνωστές και ευρίσκονται
πέραν τών θεματικών ορίων τής παρούσης μονογραφίας.
(4) Κατ’ αλφαβητική
σειρά, η συμμετασχόντες στη διάσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών τών
Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον στις 20 Μαρτίου 1974, ήσαν οι εξής:
1. Davies, Roger P., Deputy
Assistant Secretary of State for Near Eastern and South Asian Affairs
(later Ambassador to Cyprus, May 2 - August 18, 1974).
2. Eagleburger, Lawrence S., Member of NSC Staff (from June 1973); Executive Assistant to the Secretary of State (from October 1973).
3. Hartman, Arthur A., Assistant Secretary of State for European Affairs.
4. Hyland, William, Director, Bureau of Intelligence and Research, Department of State.
5. Kissinger, Henry A., President’s Assistant for National Security Affairs; Secretary of State.
6. Lord, Winston, Director of Policy Planning Staff.
7. McCloskey, Robert, Ambassador at Large (former Ambassador to Cyprus, May 1973 - Jan 1974).
8. Rush, Kenneth, Deputy Secretary of State.
9. Sisco, Joseph J., Under Secretary of State for Political Affairs.
10. Sonnenfeldt, Helmut, Senior NSC Staff member until 1974; Counselor, Department of State from 1974.
11. Springsteen, George S., Jr., Deputy
Assistant Secretary of State for European Affairs ( Aug 1973 - Jan
1974); Special Assistant to the Secretary of State and Executive
Secretary of the Department (Jan 1974 - July 1976).
12. Tasca, Henry, U.S. Ambassador in Greece.
13. Thornton, Thomas P., Member of Policy Planning Staff, Department of State.
14. Vest, George, Director, Bureau of Politico-Military Affairs, Department of State (from April 1974).
15. Weiss, Chief of the Congressional Relations Section of DEA.
Holton
(5) Η πρώτη έκδοση τού Προσαρτήματος (Attachment) τού «Υπομνήματος Δράσεως» είχε εκπονηθεί από τίς 9
Ιανουαρίου 1974. Τό Προσάρτημα τροποποιήθηκε μετά από μόλις τρεις
εβδομάδες (30 Ιανουαρίου 1974), καθώς νέα δεδομένα έφθαναν στην
Ουάσινγκτον από Αμερικανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών στην Αθήνα. Μετά όμως
τήν «παρέμβαση Tasca» στις
8 Φεβρουαρίου 1974, αναθεωρήθηκε και πάλι, αφού επεβάλλετο να
επικαιροποιηθεί υπό τό πρίσμα τών επισημάνεων τής Αμερικανικής Πρεσβείας
στην Αθήνα. Τό Προσάρτημα προσέλαβε τήν τελική του μορφή μετά από
ενάμισυ επιπρόσθετο μήνα, κατά τήν προτεραία (19 Μαρτίου 1974) τής περί
Ελλάδος διάσκεψης Εθνικής Ασφαλείας στο Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α.
(6) Τό Υπόμνημα Δράσεως τού
Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α. επέχει σημαίνουσα θέση στην ιστορία
τών Ελληνο-Αμερικανικών σχέσεων: Μεταξύ άλλων, αποτελεί τό πρώτο επίσημο έγγραφο τού εκτελεστικού βραχίονα τής Αμερικανικής Κυβερνήσεως—και μάλιστα έγγραφο με βαρύνουσα σημασία, σε επίπεδο τού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (NSC)—στο
οποίο συνομολογείται ρητώς (από 19 Μαρτίου 1974) ότι η ανοχή ή και
ενεργός υποστήριξη τών Η.Π.Α. στην αποσταθεροποίηση τής Ελληνικής
Δημοκρατίας τό 1965 και στην επακόλουθη κατάλυσή της από τήν χούντα τών
συνταγματαρχών τό 1967, απετέλεσε μεγάλο λάθος τής εξωτερικής πολιτικής
τών Η.Π.Α., διότι η ανάδειξη τής Κυβερνήσεως τής Ενώσεως Κέντρου υπό τόν
Γεώργιο Παπανδρέου με ευρεία απόλυτη πλειοψηφία τό 1965, ήταν ένα μετεμφυλιακό “κατόρθωμα” τών Ελλήνων (The Greeks had finally managed to elect
a majority party) αφού κατεδείκνυε ότι η “κοινοβουλευτική δημοκρατία” τους στη μετεμφυλιακή εποχή, “εξελίσσετο αρμονικά-ταιριαστά” (was fitfully evolving) όπως δηλαδή συνάδει με “μακροπρόσθεσμα συμφέροντα” τών Η.Π.Α.
(7) Στο
από 19 Μαρτίου 1974 Υπόμνημα Δράσεως τών Η.Π.Α. σχετικά με τήν Ελλάδα, η
διατυπωθείσα εισήγηση, περί ενεργού παρεμβάσεως τών Η.Π.Α. προς
αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, ευθυγραμμίζετο με προηγούμενη
εισήγηση τής Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα προς τό Υπουργείο
Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον. Συγκεκριμένα, σε απόρρητο
τηλέγραμμα (υπ’ αριθμ. 8297/26-11-1973), μόλις
τήν επαύριο τού πραξικοπήματος Ιωαννίδη-Μπονάνου και 11 ημέρες μετά τήν
αιματηρή καταστολή τής φοιτητικής Εξεγέρσεως τού Πολυτεχνείου, ο
Αμερικανός Πρέσβυς Henry J. Tasca διετύπωσε με παρρησία εγγράφως τήν άποψη, ενώπιον τού προϊσταμένου του Henry Kissinger, ότι “αυτό που η χώρα χρειάζεται τώρα δεν είναι περισσότερη καταπίεση και περισσότερος έλεγχος, αλλά περισσότερη ελευθερία και περισσότερη ελευθερία λόγου, πολιτικώς οργανωμένες” (What the country needs is not
morerepression and more
control, but more freedom and more self-expression, politically organized).
(8) Κατ’ εκείνη τήν ψυχροπολεμική εποχή, και ειδικά στις δεκαετίες 1960 και 1970 επί εποχής Henry Kissinger,
υπό τό βάρος μάλιστα τών εθνικών και γεωπολιτικών πιέσεων στο εσωτερικό
και εξωτερικό τών Η.Π.Α. από τήν στρατιωτική τους ήττα στο Vietnam, είχε καθιερωθεί στην Αμερικανική Κυβέρνηση μια πραγματιστική προσέγγιση (pragmatic approach) στην εξωτερική της πολιτική: H Ομοσπονδιακή
Κυβέρνηση τών Η.Π.Α. υπεστήριζε τότε, έμμεσα (παθητικά) ή και ενίοτε
άμεσα (ενεργητικά), αντικομμουνιστικά ή ακόμη και αντισοσιαλιστικά
πραξικοπήματα ανά τόν κόσμο, μέσω παρεμβατικών αλλά συγκεκαλυμμένων
επιχειρήσεων (covert operations). Παράλληλα όμως σε διπλωματικό επίπεδο, οι Η.Π.Α. εφήρμοζαν πολιτική επιφαινομένης αποστασιοποίησης (hands-off approach), όπως π.χ. έναντι τού αιμοσταγούς πραξικοπήματος τού Augusto Pinochet κατά τού νομίμου και δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου Salvador Allende στη Χιλή στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, ή στην περίπτωση τού πραξικοπήματος τών Ιωαννίδη-Μπονάνου στην Ελλάδα μετά από διόμισυ μήνες, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Τότε η Κυβέρνηση τών Η.Π.Α. δεν προέβη σε οποιαδήποτε δημόσια δήλωση
ούτε υπέρ αποκαταστάσεως τής δημοκρατίας ούτε κατά εκείνων τών
δικτατορικών καθεστώτων σε εκατέρα χώρα, ενώ παράλληλα υπεστήριζε εμπράκτως αμφότερα τά χουντικά καθεστώτα. Στην περίπτωση τής Ελλάδος, η έμπρακτηυποστήριξη τών Η.Π.Α. στη χούντα Ιωαννίδη-Μπονάνου έλαβε
τήν μορφή, μεταξύ άλλων, τής απρόσκοπτης εκτέλεσης τού προγράμματος
εξοπλισμού τής Ελληνικής Αεροπορίας με (36) προηγμένα αεροσκάφη Phantom II F-4E, εκ τών οποίων τά πρώτα έξι (6) προσγειώθηκαν στην Ελλάδα στις 5 Απριλίου 1974, ήτοι τρισήμισυ μήνες πριν τό Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο (15 Ιουλίου 1974).
(9) Η “εχθρότητα τής κοινής γνώμης” έναντι
τού χουντικού καθεστώτος από τό 1973, επαναλαμβάνεται ως κάτι δεδομένο,
χωρίς να αναλύεται (ποσοτικοποιείται), σε απόρρητα έγγραφα τής
Κυβερνήσεως τών Η.Π.Α. τό 1974. Ήταν ακόμη νωπές οι μνήμες από τήν
φοιτητική εξέγερση στο Πολυτεχνείο (17 Νοεμβρίου 1973) και τήν αιματηρή
στρατιωτική καταστολή της, που είχαν προκαλέσει τέτοιο παγκόσμιο σάλο σε
Μ.Μ.Ε. ανά τόν Κόσμο τότε, ώστε η έλλειψη “λαϊκού ερείσματος” τής
χούντας Ιωαννίδη εθεωρείτο σε ηγετικούς κύκλους τών Η.Π.Α. και τών
άλλων χωρών-μελών τού ΝΑΤΟ ως κάτι αυτονόητο και αυταπόδεικτο, που δεν
έχρηζε περαιτέρω ανάλυσης.
(10) Τό από 18 Απριλίου 1974 Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών Η.Π.Α. αναφέρεται έξι (6) φορές στον Κ. Καραμανλή, ως ενδεικνυόμενο πρωθυπουργό μετά τήν κατάλυση τής χούντας Ιωαννίδη, ενώ δεν αναφέρεται ούτε μια φορά σε
άλλους κοινοβουλευτικούς πολιτικούς που ευρίσκοντο τότε στην Ελλάδα
(Κανελλόπουλος, Στεφανόπουλος, Μαύρος, Μητσοτάκης κ.ο.κ.), και επίσης ούτε μια φορά στον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Εντούτοις αναφέρεται μία (1) και μόνον φορά στον Α. Παπανδρέου ως
μελλοντικό πολιτικό ηγέτη (στο απώτερο μέλλον), που ίσως
κεφαλαιοποιούσε πολιτικώς τόν προβλεπόμενο αντι-Αμερικανισμό στη
μεταχουντική εποχή στην Ελλάδα.
(11) Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε προβεί κατ’ επανάληψη σε δημόσια καταγγελία κατά τού δικτατορικού καθεστώτος Παπαδόπουλου (στις 23 Απριλίου 1967, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969 και στις 23 Απριλίου 1973). Εντούτοις ο Καραμανλής—όπως και οι Η.Π.Α. κατά τήν ίδια περίοδο (ως άνω Επισημείωση 8)—δεν κατήγγειλε δημοσίως τό διάδοχο χουντικό καθεστώς τών Ιωαννίδη-Μπονάνου καθ’ όλη τήν περίοδο από τό πραξικόπημα τής 25ης Νοεμβρίου 1973 στην Ελλάδα μέχρι και τό Ελλαδικό πραξικόπημα τής 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο. Η πρώτη δημόσια καταγγελία τού χουντικού Καθεστώτος από τόν Καραμανλή τό 1974, έγινε δύο ημέρες μετά τό
Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο, ήτοι στις 17 Ιουλίου 1974, όταν είχε
πλέον επιβεβαιωθεί ότι τό πραξικόπημα στην Κύπρο είχε αποτύχει, αφού ο
Μακάριος είχε κατορθώσει να επιβιώσει και επομένως παρέμενε τότε—από απόψεως εθνικού και διεθνούς δικαίου—ο μοναδικός νόμιμος (δημοκρατικώς και συνταγματικώς εκλεγμένος) Πρόεδρος τής Κύπρου.
(12) Από
ιστορικής απόψεως, έχει σημασία ο αξιολογικός χαρακτηρισμός μιας
παρέμβασης τότε τών Η.Π.Α. προς αποκλιμάκωση μιας Ελληνο-Τουρκικής
αντιπαράθεσης στην Κύπρο απλώς ως ένα “δύσκολο έργο” (difficult task) —που εντούτοις ήταν εφικτό (έστω και “δύσκολα”) να επιτύχει τόν περιορισμό τών εχθροπραξιών σε τοπικό (Κυπριακό) επίπεδο—στο πλαίσιο μάλιστα “τής απουσίας αποφασιστικής ηγεσίας” (absence of decisive leadership) στην Ελλάδα κατά τήν περίοδο τής Ιωαννιδικής χούντας.
(13) Μετά τήν κατάλυση τής χούντας Ιωαννίδη, προέκυψαν διάφοροι «μνηστήρες» που διεκδίκησαν—έκαστος δι’ εαυτόν και δι’ ίδιον όφελος (νομικό ή πολιτικό)—τήν πατρότητα τής “ιδέας” για παράδοση τής εξουσίας από τήν χούντα στον Καραμανλή, όπως π.χ. ο τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γ. Μπονάνος, ο Αρχηγός Ναυτικού Αντιναύαρχος Π. Αραπάκης, ο Αρχηγός Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Α. Παπανικολάου (υποτίθεται σε κατ’ ιδίαν συνεννοήσεις τους στις 21 Ιουλίου 1974), όπως επίσης και ο κοινοβουλευτικός Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας (υποτίθεται σε κατ’ ιδίαν εισήγησή του προς τόν τότε «Πρόεδρο τής Δημοκρατίας» Στρατηγό Φ. Γκιζίκη στις 23 Ιουλίου 1974), κ.τ.λ., όπως προκύπτει από σχετικές καταθέσεις τους στον «ΦΑΚΕΛΟ ΚΥΠΡΟΥ». Εν τούτοις όλοι εκείνοι οι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι (ή και φαιδροί), αφού δεν επρόκειτο περί προσωπικής “ιδέας” οποιουδήποτε εν Ελλάδι στις 21-23 Ιουλίου 1974, αλλά περί προειλημμένης αποφάσεως τών Η.Π.Α., κατ’ εφαρμογή τής από τίς 18 Απριλίου 1974 προδιαγραφείσης λύσεως Μπονάνου-Καραμανλή, καταγραφείσης στο ως άνω Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών Η.Π.Α.
Σημειωτέον δε, ότι πέραν τών Ταξιάρχου Ιωαννίδη (ως πρόβλημα) και Στρατηγού Μπονάνου (ως μέρος τής λύσεως), τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών
Η.Π.Α. δεν αναφέρεται σε κανέναν άλλο αξιωματικό τής χούντας, όπως
γενικά και σε κανέναν πολιτικό από εκείνους που διεκδίκησαν ιδιοτελώς
τήν “ιδέα” περί τής διά συνεργείας Μπονάνου Καραμανλικής Μεταπολίτευσης.
(14) Όσον αφορά στο στρατιωτικό σκέλος τής λύσεως Μπονάνου-Καραμανλή, μια εθνική κρίση, και δη ένοπλη αντιπαράθεση Ελλάδος-Τουρκίας, έστω και περιορισμένη χωροχρονικά και ελεγχομένη δυναμικά (contained), τίς μεν εξουσίες τού Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγού Μπονάνου θα τίς επηύξανε, και μάλιστα δραστικά, εκείνες δε τού Ταξιάρχου Ιωαννίδη θα τίς απομείωνε στην εν πολέμω Στρατιωτική Ιεραρχία, ώστε ο πρώτος να ανατρέψει τόν δεύτερο εύκολα και αναίμακτα (χωρίς
δηλαδή νέο εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα). Επί πλέον μια τέτοια κρίση θα
συνέβαλε καταλυτικά στο να καμφθούν οι αντιδράσεις “όλων τών στρατιωτικών φατριών” κατά “τής επιστροφής σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή” (ώστε ο Καραμανλής να αποδεχθεί τήν—άνευ όρων—πολιτική ευθύνη τής μετάβασης τής Ελλάδος από τήν δικτατορία στη δημοκρατία). Επομένως, σε περίπτωση μιας τέτοιας κρίσεως, ο (φιλοΝΑΤΟϊκός) Στρατηγός Μπονάνος θα ανελάμβανε τό επιπρόσθετο “δύσκολο” έργο
ελεγχομένου περιορισμού της σε τοπικό επίπεδο (π.χ. στην Κύπρο) και
εγκαίρου αποκλιμακώσεώς της, ώστε να διατηρηθεί η συνοχή τής Ν.Α.
πτέρυγος τού ΝΑΤΟ.
Παρότι δε τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα τών Η.Π.Α. (18 Απριλίου 1974) δεν
πρότεινε ρητώς μια τέτοια κρίση στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, εν
τούτοις υπονοούσε τήν καταλυτική δυναμική της, δεδομένου ότι (α) πιθανολογούσε μια τέτοια κρίση, αφού ο Ιωαννίδης “θα μπορούσε ίσως σε κάποιο μετέπειτα στάδιο να αποπειραθεί να εκδιώξει τόν Μακάριο” ούτως ή άλλως, (β) αξιολογούσε τήν διαχείριση μιας τέτοιας κρίσεως από τίς Η.Π.Α. ως έργο που θα ήταν “δύσκολο” αλλά όχι αδύνατο να επιτύχει τούς στόχους του (χωροχρονικό περιορισμό τής αντιπαραθέσεως), και (γ) ανεφέρετο, με έμφαση και κατ’ επανάληψη (τετράκις), στη διελκυστίνδα, ήτοι ασυμβατότητα, μεταξύ τών προθέσεων σχεδόν “όλων” τών αξιωματικών (παράδοση τής εξουσίας σε πολιτικούς υπό όρους) και ασυμβιβάστου στάσεως τού Καραμανλή (αποδοχή εξουσίας άνευ όρων). Κατά τά επιφαινόμενα, εκείνη η ασυμβατότητα συνιστούσε ένα πρόβλημα μη-επιλύσιμο (intractable) εν καιρώ ειρήνης.
(15) Μεταξύ άλλων, μία από τίς μείζονες αποτυχίες τού σχεδίου τών Η.Π.Α. για τήν Αμερικανική Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ήταν η αποτυχία τών Τούρκων να επιτύχουν τούς στρατιωτικούς τους στόχους στην Κύπρο εντός τριών ημερών--ΑΤΤΙΛΑΣ Ι, στις 20-23 Ιουλίου 1974, κατ΄ επίκληση τών Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, ήτοι σύμφωνα με τό Διεθνές Δίκαιο--λόγω (μη προβλεφθείσης και μη αναμενομένης) σθεναρής αντιστάσεως τών επιτοπίων Ελλαδικών και Ελληνοκυπριακών στρατιωτικών δυνάμεων, παρότι αυτές ήσαν τότε εμφυλιακώς αποδιοργανωμένες, αποδεκατισμένες ή και εν πολλοίς διαλελυμένες. Κατά συνέπεια, οι μεν Τούρκοι εξαναγκάσθηκαν να επιδιώξουν τήν σταθεροποίηση τών θέσεών τους και τήν ολοκλήρωση τών αντικειμενικών στρατιωτικών τους στόχων στην Κύπρο σε δεύτερη φάση απροσχηματίστως--ΑΤΤΙΛΑΣ ΙΙ, στίς 14-16 Αυγούστου 1974, κατά κατάφωρη παράβαση τού Διεθνούς Δικαίου--επί κυβερνήσεως εθνικής ενότητος τού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ήτοι η Αμερικανική Μεταπολίτευση στην Ελλάδα "χρεώθηκε" και αυτή εν μέρει (δηλαδή όχι μόνον η ανατραπείσα χούντα τών Ιωαννίδη/Μπονάνου) τήν στρατιωτική ήττα τών Ελλήνων στην Κύπρο. Ως επακόλουθες δε συνέπειες εκείνης τής αποτυχίας τών Τούρκων και τού Αμερικανικού σχεδίου ήταν η έξοδος τής Ελλάδος από τό στρατιωτικό σκέλος τού ΝΑΤΟ τότε (με απόφαση Κ. Καραμανλή), η σαρωτική ισχυροποίηση τών Αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα, η αναπόδραστη πλέον και θεαματική πολιτική ισχυροποίηση τού Ανδρέα Παπανδρέου (ΠΑΣΟΚ), τό μαζικό κίνημα Αντιαμερικανισμού τών Ελλήνων (σε όλες τίς πολιτικές παρατάξεις τότε), η παρέμβαση τού Αμερικανικού Κονγκρέσσου υπέρ τής Ελλάδος (embargo όπλων τών Η.Π.Α. κατά τής Τουρκίας 1975-1978), κ.τ.λ., δηλαδή χαοτικές συνέπειες που δεν ήσαν επιθυμητές ούτε από τό Αμερικανικό Πεντάγωνο ούτε και από τόν εκτελεστικό βραχίονα τής πολιτικής ηγεσίας τών Η.Π.Α. τότε (πρωτοστατούντος τού Henry Kissinger). Συγκεφαλαιωτικά, ενώ τό Αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε μια "ξεκάθαρη" (clean-cut) λύση στο Ελληνικό Πρόβλημα, με παράλληλη μάλιστα ΝΑΤΟποίηση τής Κύπρου (de facto ή και de jure), τελικά προκάλεσε πραγματικό χάος ("a mess") όχι μόνον στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις αλλά και στην Ν.Α. πτέρυγα τού ΝΑΤΟ, ενώ έπληξε καίρια τό ηθικό κύρος (moral standing) τών Η.Π.Α. ως Υπερδυνάμεως, αφού για πρώτη φορά οι Η.Π.Α. έπληξαν στρατιωτικά (δια τών Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων με ενεργό Αμερικανική υποστήριξη) όχι μια οποιαδήποτε χώρα (εκτός ΝΑΤΟ) αλλά μία ΣΥΜΜΑΧΟ χώρα (μέλος τού ΝΑΤΟ)...
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου