Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ είναι ένα συνθετικό ποίημα που δημοσιεύτηκε το
1907. Σ’ αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής
και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε
τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας
τα καινούρια και τα γερά.
Ο Προφητικός είναι ο όγδοος από
τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899, δηλαδή
την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97 . Σ’ αυτόν ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος, εκφράζει τη συνείδηση του έθνους
του. Το σκηνικό τοποθετείται στο Βυζάντιο και τα γεγονότα μετατρέπονται σε
προφητείες. Βλέπουμε στην Πόλη το βασιλιά να διασκεδάζει, να παίρνει μέρος σε
αγώνες σαν άλλος Νέρωνας και να αποθεώνεται από τους κόλακες και τους
αυλόδουλους. Ο Τούρκος πλησιάζει, αλλά όλοι μένουν αδιάφοροι, παραδομένοι στη
διαφθορά. Κανένας δεν ακούει τη φωνή των ακριτών. Ο ποιητής-προφήτης τα βλέπει
όλ’ αυτά, αγανακτεί και προλέγει το χαμό της πολιτείας. Ο πόνος του για τον
ξεπεσμό και το κατάντημα που βλέπει, φτάνει ως τα όρια της απελπισίας και από
κει αναδύεται ένα όραμα ελπίδας και αισιόδοξο μήνυμα εθνικής αναγέννησης.
Υπενθυμίζουμε ότι δύο καταστροφικά γεγονότα σημαδεύουν την Ελλάδα εκείνης
της εποχής και διαμορφώνουν μια βαριά ατμόσφαιρα που επισκίαζε την
καθημερινότητα και η οποία είχε άμεση επίδραση στον ψυχισμό, στα αισθήματα και
ασφαλώς στην έμπνευση του ποιητή.
Τα γεγονότα αυτά ήσαν:
1. Η πτώχευση του 1893. Στις 10 Δεκεμβρίου
1893 ο τότε Πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει από το βήμα
της βουλής ότι «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», κηρύσσοντας επίσημα το ελληνικό κράτος
σε κατάσταση πτωχεύσεως, ως προς τις πληρωμές στο εξωτερικό. Η είδηση της
πτωχεύσεως προκάλεσε την εξέγερση όλων των δανειστών: Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο
ζητούσαν την κεφαλή του Τρικούπη και απαιτούσαν ομόφωνα την επιβολή διεθνούς
ελέγχου πάνω στις εισπράξεις των προσόδων του δημοσίου. Το κυριότερο πρόβλημα
που αντιμετώπιζε πια η Ελλάδα δεν ήταν τόσο το ποσό του χρέους, όσο ο διεθνής
κλονισμός της ελληνικής αξιοπιστίας. Η διεθνής ανυποληψία της Ελλάδας δεν
περιοριζόταν μόνο στους οικονομικούς κύκλους, αλλά επεκτεινόταν ταχύτατα και
στο χώρο των πολιτικών συναλλαγών.
2.
Ο πόλεμος του 1897. Στις 27 και 28 Μαρτίου του 1897, 3.000
ενόπλων της Εθνικής Εταιρίας εισέβαλαν στην Οθωμανική επικράτεια σε 3 σώματα∙
στην αρχή είχαν επιτυχία και καταδίωξαν τις ασθενείς τουρκικές φρουρές. Δύο
μέρες όμως αργότερα προσβλήθηκαν από τακτικό στρατό, διασκορπίσθηκαν και
επέστρεψαν στο ελληνικό έδαφος. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την οργή των
ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και χαρακτηρίστηκε ως ανειλικρινής πράξη, ενώ στην
Τουρκία έδωσε την αναζητούμενη αφορμή πολέμου. Η κυβέρνηση βέβαια προσπάθησε να
απεκδυθεί της ευθύνης εκείνης της ενέργειας, ήταν όμως πολύ αργά. Το απόγευμα
της 5ης/17ης Απριλίου η Πύλη ανακοίνωσε στον Έλληνα
πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη ότι είχε αποφασίσει τη διακοπή των ελληνοτουρκικών
σχέσεων και την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο ελληνικός στρατός άσχημα
οργανωμένος και εξοπλισμένος θα υποστεί αλλεπάλληλες ήττες θα χάσει εδάφη και
θα οπισθοχωρήσει. Η υποχώρηση αυτή άφησε τους Οθωμανούς Τούρκους κύριους της
θεσσαλικής πεδιάδας. Οι Τούρκοι κράτησαν τα ελληνικά εδάφη στα βόρεια και
ανατολικά της γραμμής ανακωχής μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1897, οπότε υπεγράφη στην
Κωνσταντινούπολη η συνθήκη ειρήνης.
Ο ατυχής πόλεμος του 1897 κι η προηγηθείσα χρεοκοπία του 1893 είχαν
δημιουργήσει την εποχή εκείνη ένα εξαιρετικά δυσοίωνο κλίμα για την Ελλάδα. Ο
ποιητής ανήσυχος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα και βλέποντας τις
συνεχείς αστοχίες στους χειρισμούς των εθνικών ζητημάτων, επιχειρεί να θυμίσει
στους συγκαιρινούς του πως η καταστροφή δεν αργεί να προκύψει, όταν οι άνθρωποι
δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα των καταστάσεων. Άλλωστε, δεν είχαν περάσει
παρά μερικές δεκαετίες από τότε που οι Έλληνες είχαν με κόπο απελευθερώσει
μέρος μόνο του σημερινού ελληνικού εδάφους∙ κι οι Τούρκοι δε θα δίσταζαν να
εκμεταλλευτούν τη δεινή οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας.
Ο ποιητής, ωστόσο, τοποθετεί την προφητεία του στο χρονικό πλαίσιο των
τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προλέγοντας την πτώση
της και τη λήθη που θα σκεπάσει το πέρασμα του κάποτε ένδοξου βασιλείου.
Αποφεύγει, δηλαδή, να αναφερθεί ανοιχτά στα γεγονότα της εποχής του, καθώς αυτό
θα έδινε, όχι μόνο παροδικό χαρακτήρα στους στίχους του, αλλά και θα τους
έφερνε στο επίπεδο του απλού πολιτικού σχολιασμού, υπονομεύοντας αισθητά την
αποτελεσματικότητα της μεταδιδόμενης προειδοποίησης. Αντιθέτως, τη στιγμή που
προφητεύει την πτώση του Βυζαντίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πολύ καλά την
εγκυρότητα της πρόβλεψης∙ γνωρίζει ήδη από την ιστορία πως η μεγάλη αυτή
αυτοκρατορία κατέρρευσε και αλώθηκε, έχοντας περάσει από τα χέρια ανθρώπων που
υπέπεσαν σε σοβαρά λάθη∙ ανθρώπων που ενώ θα έπρεπε να μεριμνούν για τις
ανάγκες της εκείνοι φρόντιζαν για τη δική τους ευχαρίστηση και πλουσιοπάροχη
ζωή.
Ο Προφήτης είναι αμείλικτος στην περιγραφή του. Τα σημάδια που θ’ αφήσει η
αυτοκρατορία στη μνήμη των ανθρώπων, θα είναι ελαφρότερα κι από αυτά που αφήνει
η πρωινή δροσιά. Κανείς δε θα θυμάται και κανείς δε θα θρηνήσει για το χαμό
της, πέρα από τα κλαψοπούλια (οι κουκουβάγιες) σε βράδια αχνά -σε βράδια που
χάνουν σιγά σιγά την έντασή τους, όπως χάνεται κι η μνήμη της αυτοκρατορίας-,
κι οι κλαίουσες ιτιές πάνω απ’ τα εναπομείναντα μνήματα.
«Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές∙
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές∙
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.»
Η πτώση της αυτοκρατορίας -όπως κι η πτώση και τα προβλήματα κάθε κράτους-
δεν προέκυψε νομοτελειακά ή ως κάτι τυχαίο. Ήταν απόρροια της κακής διοίκησης,
της διαφθοράς, των αλόγιστων δαπανών, της σπάταλης διαχείρισης και του
κοντόφθαλμου σχεδιασμού εκείνων που είχαν την ευθύνη της διοίκησής της. Η
καταρρέουσα αυτοκρατορία δεν είναι το αθώο θύμα μιας κακής συγκυρίας, είναι
υπεύθυνη για τον όλεθρό της, γι’ αυτό και θα πληρώσει τα λάθη της, όχι μόνο με
την καταστροφή της, αλλά και με μια αδιάκοπη, μεταθανάτια τιμωρία.
Η διεφθαρμένη Ψυχή της αυτοκρατορίας θα εγκαταλείψει το σάπιο κορμί της, για τον ενταφιασμό του
οποίου δε θα βρεθεί ούτε το ελάχιστο κομμάτι γης. Θα παραμείνει ένα άθαφτο
ψοφίμι, βορά των άγριων σκυλιών και των ερπετών. Κι ό,τι θα κρατά απ’ αυτό ο
Καιρός, ο διαρκώς υπάρχων χρόνος, θα είναι η φρικτή ανάμνηση ενός πανάθλιου
σκελετού.
Οι εξαιρετικά απωθητικές εικόνες που δημιουργεί εδώ ο ποιητής για τη μοίρα
που προσμένει την αποσυντιθέμενη αυτοκρατορία, φανερώνουν όλη την αγανάκτησή
του για τα λάθη, για τον ολέθριο ωφελιμισμό και τη διαφθορά των κρατούντων, που
παρασύρουν στην καταστροφή μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Η απληστία, η ασυδοσία,
τα πάθη και οι ανούσιες απολαύσεις των λίγων ισχυρών, έχουν ως αποτέλεσμα τη
διάλυση μιας ένδοξης αυτοκρατορίας ή σε συσχέτιση με το παρόν του ποιητή ενός
κράτους που δημιουργήθηκε με τις αιματηρές θυσίες των απλών πολιτών.
«Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.»
Η πτώση, αλλά και η μετέπειτα σκληρή τιμωρία της αυτοκρατορίας, θα
συνεχιστεί μέχρι να τη λυπηθεί ο Θεός της αγάπης, μέχρι να φανεί πως έχει
πληρώσει αρκετά για την πληθώρα των κριμάτων της. Και τότε θα έρθει το κάλεσμα
του λυτρωμού, τότε η διεφθαρμένη Ψυχή θ’ ακούσει τη φωνή του σωτήρα της, και
αφού απαλλαγεί από τις πρότερες αμαρτίες της, αφού εγκαταλείψει όλους αυτούς
τους τρόπους που την οδήγησαν στο χαμό, θ’ αρχίσει να λαμβάνει και πάλι ζωή. Θα
αρχίσει να κινείται απαλά, όπως η χλόη υπό τη δύναμη ενός ελαφρού αέρα, όπως
πετά ένα πουλί, όπως απαλά κινείται το στήθος μιας γυναίκας ή ένα κύμα.
Κι αφού δε θα υπάρχει πια άλλο πιο χαμηλό σημείο για να πέσει, αφού θα έχει
ήδη κατρακυλήσει μέχρι το πιο βαθύ σημείο τη σκάλα του Κακού, της αμαρτίας και
του ολέθρου∙ θα υπακούσει στο κάλεσμα του λυτρωτή της και θα αισθανθεί να
φυτρώνουν ξανά τα φτερά του αλλοτινού της μεγαλείου.
«Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και
μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να
κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου
Κακού τη σκάλα, -
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»
Ο Προφήτης προβλέπει για την κατεστραμμένη αυτοκρατορία μιαν ανέλπιστη
διαδικασία επιστροφής, μιαν αναγέννηση που θα προκύψει όμως από τις στάχτες της, κι αφού
προηγουμένως έχει πληρώσει για τα λάθη του παρελθόντος. Ο ποιητής σε πρώτη
ανάγνωση ενδίδει στη γοητεία του μύθου, που θέλει το ξαναγέννημα της
αυτοκρατορίας, αλλά επί της ουσίας απευθύνει τα λόγια του στους ανθρώπους της
εποχής του. Το ελληνικό κράτος που μοιάζει να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού,
μπορεί να γνωρίσει μια νέα άνθιση, μπορεί να γνωρίσει στιγμές μεγαλείου, αρκεί
να απαλείψει, όσο είναι καιρός, τα λάθη και τις αδυναμίες των ηγετών του. Το
ελληνικό έθνος μπορεί να φτάσει σε νέα ύψη δόξας, αρκεί να συνειδητοποιήσει πως
τίποτε το σπουδαίο δεν πετυχαίνεται, όταν οι άνθρωποι -και ιδίως οι κρατούντες-
αφήνονται στη ματαιοδοξία, στην ανούσια χλιδή και στο κυνήγι του προσωπικού
κέρδους. Τίποτε σπουδαίο δεν γίνεται, όταν οι άνθρωποι κοιτάζουν πώς να
διασκεδάσουν και να χαρούν το επισφαλές παρόν τους, χωρίς να φροντίζουν για τη
διασφάλιση ενός ισχυρού και ακμάζοντος μέλλοντος.
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης.
ΕΘΝΟ-ΛΟΓΙΚΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου