Ομιλία του Δρος Γεωργίου Πετρίκκου Ομότιμου καθηγητή Ιατρικής Σχολής του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Καθηγητή Ιατρικής
του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Πηγές:
ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΡΙΒΑ – ΔΙΓΕΝΗ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΑΓΩΝΟΣ Ε.Ο.Κ.Α. 1955-1959, Αθήνα 1961.
Λεωνίδου Λεωνίδας, «Γεώργιος Γρίβας Διγενής, Βιογραφία», (Τόμοι 1-3), Εκδόσεις Επιφανίου Λευκωσία, 1995
Ανδρέα Βαρνάβα « ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΟΚΑ 1955-1959», έκδοση Λευκωσία 2002. Πέτρου Παπαπολυβίου, «Ψηφίδες Ιστορίας». Λευκωσία 2017
Είναι με ιδιαίτερη συγκίνηση και χαρά που αποδέχτηκα την τιμητική
πρόσκληση να είμαι ομιλητής στο φιλολογικό αυτό Μνημόσυνο του Αείμνηστου
Αρχηγού της ΕΟΚΑ, Γεωργίου Γρίβα-Διγενή.
Αρχικά προβληματίστηκα αν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για την ομιλία αυτή, αλλά τελικά αποφάσισα να το κάνω, αφού είμαι και εγώ ένας από εκείνους που ο Διγενής σφράγισε με το αποτύπωμα του παραδείγματός του.
Γνώρισα νοερά τον Διγενή, όταν στα παιδικά μας χρόνια εμφανίστηκε ως ο ηγέτης του ηρωικού απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ του ᾽55-᾽59, τον συνάντησα μετά στα βουνά του Πενταδακτύλου, ως εθελοντής Εθνοφρουρός, όταν ξαναγύρισε στη Κύπρο με την Ελληνική Μεραρχία το ᾽64. Το ᾽65, ως τοπογράφος πυροβολικού με τις εντολές του, ως αρχηγού ΑΣΔΑΚ, με τους Έλληνες αξιωματικούς Σταφυλά και Πετρουλάκη οργανώσαμε όλα τα βόρεια παραλιακά αμυντικά έργα από Συριανοχώρι μέχρι Γαληνοπόρνη – Κορόφκια. Ο Διγενής τότε διακήρυσσε: «Ηµείς, ως στρατιώτες εις την υπηρεσίαν της νήσου, κατεστήσαµεν την περιοχήν εκείνην καθώς και ολόκληρον την νήσον απόρθητον δι’ οχυρώσεων και άλλων µέτρων που ελάβοµεν, ελθόντες εις σύγκρουσιν πολλάκις και προς την Ειρηνευτικήν Δύναµιν».
Τον ξανασυνάντησα αργότερα στην Αθήνα ως φοιτητής το 68-71, όταν μας στράτευσε ενάντια στη Χούντα που θεωρούσε επικίνδυνη για την Κύπρο. Και δεν μπορώ να μην αναφέρω την πικρία και απογοήτευσή του για την αχαριστία των πρώην συναγωνιστών του (πολιτικών της Κύπρου ) που, ενώ τον κάλεσαν για δεύτερη φορά το ᾽64 να σώσει την Κύπρο και το έπραξε, τον υπέσκαψαν και, σε συνεργασία με τη Χούντα, τον ξανα-απομάκρυναν μαζί με τη Μεραρχία από την Κύπρο με την προβοκάτσια των γεγονότων της Κοφίνου.
Μισό σχεδόν αιώνα από τον θάνατο του και 60 χρόνια από το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, βρισκόμαστε εδώ σήμερα για να τιμήσουμε τη μνήμη του, να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητά του και, αναπόφευκτα, να αποτιμήσουμε σε κάποιο βαθμό το έργο του.
Η χρονική απόσταση, που μας χωρίζει από την περίοδο της δράσης του, καθώς και η γνώση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά και οι εξελίξεις κατά τις δύο δεκαετίες του 21ου, μας επιτρέπουν μια πιο ψύχραιμη και, ώς ένα βαθμό, πιο αντικειμενική αποτίμηση της προσωπικότητας του ανδρός και της σημασίας των ενεργειών του. Υπό τη βασική όμως προϋπόθεση ότι κρίνουμε λαμβάνοντας υπ᾽ όψιν το όλο πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο και το κλίμα, εθνικό και παγκόσμιο, της εποχής των γεγονότων και όχι με σημερινά κριτήρια, πράγμα που θα οδηγούσε σε ιστορικούς αναχρονισμούς και λανθασμένα συμπεράσματα.
Στην ομιλία μου θα διατρέξω περιληπτικά τη ζωή και το έργο του τιμώμενου Αρχηγού, και θα προσπαθήσω να αναδείξω μέσα από τη ζωή και τη μαχητική του πορεία τι δίδαξε σε εμάς, τους σχετικά νεότερους, με τους αγώνες του για τον Ελληνισμό και την προσήλωσή του σε διαχρονικές ιδέες και αξίες, όπως αυτή της πίστης στον Θεό και την Πατρίδα, την Ελευθερία και το Δίκαιο. Γι’ αυτά τα ιδανικά αγωνίστηκε με συνέπεια και πείσμα μέχρι το θάνατον του.
Για να κατανοήσουμε όμως καλυτέρα εμείς οι νεότεροι και να ενθυμηθούν οι παλαιότεροι, θα αναφέρω εν παρόδω επιγραμματικά στοιχεία της ιστορίας του τόπου που μας γέννησε και που έχει σχέση με την ιδεολογία και τον αγώνα του Διγενή.
Όταν γεννήθηκε ο Γεώργιος Γρίβας, στις 6 Ιουνίου 1897, ο Κυπριακός Ελληνισμός είχε βιώσει από το 1571 τριών και πλέον αιώνων Οθωμανικό ζυγό και διατηρούσε στη μνήμη του τις σφαγές τις 9ης Ιούλιου του 1821. Και ενώ η μια μετά την άλλη οι περιοχές της Ελλάδας απελευθερώνονται και ενώνονται με τον μητρικό κορμό, η Κύπρος παραμένει σκλάβα σε δύο αφεντικά, τους Οθωμανούς κατακτητές και τους Άγγλους αποικιοκράτες, αφού με την Αγγλο-τουρκική αμυντική Συμφωνία της 4.6.1878 η Αγγλία κατακτά την Κύπρον για ακαθόριστο χρόνο με την υποχρέωση πληρωμής στον Σουλτάνο 92.638 αγγλικών λιρών ετησίως.
Μεγαλώνει στο Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο του Τρικώμου, πήγε στη Λευκωσία όπου φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (1909-1915), διαμένοντας στην οικία της γιαγιάς του.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδεολογίας που διαμορφώνει Γεώργιος Γρίβας, αποτελούν τα γραφόμενα στα απομνημονεύματα του, όπου αναφέρει αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών του χρόνων:
«Ενθυμούμαι τον σεβαστόν δάσκαλον του χωριού μου, ο οποίος από τα παιδικά μου χρόνια μού ενεφύσησε την αγάπη προς την Ελλάδα και προς το ιδανικόν της Ελευθερίας, επάνω δε εις τα μαθητικά θρανία του σχολείου του χωριού μου καθημερινώς η ψυχή μου εγαλβανίζετο με την ιδέαν, ότι μίαν ημέραν η Κύπρος θα εγίνετο ελευθέρα και θα ηνούτο με την μητέρα Πατρίδα. Και από τότε έπλαττα όνειρα, αλλά και επίστευα, ότι και εγώ θα ήμουν μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θα ηγωνίζοντο δια την απελευθέρωσιν της Πατρίδας μου Κύπρου. Και η πίστις αυτή ουδέποτε με εγκατέλειψεν.»
Στα εφηβικά του χρόνια γεύεται το πικρό ποτήρι της αρχικής απόρριψης της προσφοράς των Άγγλων στον βασιλιά της Ελλάδας για Ένωση με αντάλλαγμα την υποστήριξή των συμμάχων στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Έτσι λοιπόν ο Γεώργιος Γρίβας, όταν αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας τον Ιούνιο του 1915, με το όραμα της Ελευθερίας της πατρίδας του και της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα, πήρε την απόφαση να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Παρά την επιθυμία των γονιών να σπουδάσει ιατρική, όπως ο αδελφός του, μετά από δύσκολες εισαγωγικές εξετάσεις επιτυγχάνει την εισαγωγή του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και κάνει το πρώτο βήμα στην πορεία πραγμάτωσης των σχεδίων και ονείρων του για την απελευθέρωση της Πατρίδας. Στη διάρκεια της φοίτησής του αφοσιώθηκε στη μελέτη και τις ασκήσεις της Σχολής με ζήλο και ενθουσιασμό, ώστε αναδείχθηκε αρχηγός του τμήματός του.
Tον Ιούλιο του 1919 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και τον Αύγουστο τοποθετήθηκε στο 30ό Σύνταγμα Πεζικού με έδρα τη Μακεδονία.
Μικρασιατική Εκστρατεία
Από εκεί, περί το τέλος Σεπτεμβρίου, μετατέθηκε στο Επιτελείο της Χ Μεραρχίας, όπως μετονομάστηκε η μεραρχία που είχε καταλάβει τη Σμύρνη στις 19 Μαΐου του 1919. Η Μεραρχία Σμύρνης οργάνωνε και συμπλήρωνε τις ελλείψεις και την εκπαίδευσή της για να σταθεροποιήσει τη ζώνη που είχε καταλάβει με εντολή των Συμμάχων ο Ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία και στόχο την τήρηση της τάξης και την προστασία του Ελληνικού πληθυσμού, που αποτελούσε την πλειοψηφία των κατοίκων. Η μονάδα του Γεωργίου Γρίβα στο τέλος Δεκεμβρίου προωθήθηκε στο Νυμφαίο, ανατολικά της Σμύρνης. Τον Ιανουάριο του 1920, η Μεραρχία Σμύρνης προωθήθηκε στα βόρεια της οδού Σμύρνης-Νυμφαίου αναλαμβάνοντας τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης-Κασαμπά, ένεκα της αποχώρησης της Γαλλικής στρατιωτικής δύναμης και τον Απρίλη του ιδίου χρόνου προωθήθηκε στον τομέα Μαγνησίας αναλαμβάνοντας την ευθύνη ασφάλειας της περιοχής. Μόλις αναλαμβάνει τον τομέα αυτό η μεραρχία όπου υπηρετούσε, ο ανθυπολοχαγός Γρίβας παίρνει το βάπτισμα του πυρός με απώλειες 2 νεκρούς και 3 τραυματίες.
Συμμετέχει στη νικηφόρα πορεία του Ελληνικού στρατού στην Πάνορμο, την οποία απελευθέρωσαν οι Ελληνικές δυνάμεις στις 19 Ιουνίου το 1920, και ακολούθως την Προύσα από όπου, τον Ιούνιο του 1921, συνεχίστηκε η εκστρατεία και προέλαση με κατάληψη της Κιουτάχειας. Κατόπιν λαμβάνει μέρος, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπάγο, στην πιο σπουδαία και σκληρότερη μάχη της Μικρασιατικής εκστρατείας, τη νικηφόρα μάχη του Εσκί Σεχίρ -Αφιόν Καραχισάρ. Σε μια από τις μάχες ο Γεώργιος Γρίβας τραυματίζεται και παρασημοφορείται για την ανδρεία του.
Ακολουθεί η προέλαση στον Σαγγάριο ποταμό με στόχο την Άγκυρα. Στις 9 Αυγούστου το Α´ και Γ΄ Σώμα Στρατού πέρασαν στις ανατολικές όχθες του Σαγγάριου και βρίσκονταν σε απόσταση 80 περίπου χιλιομέτρων από την Άγκυρα. Ο Γεώργιος Γρίβας συγκαταλέγεται μεταξύ των αξιωματικών που πέρασαν τον Σαγγάριο ποταμό και έλαβε μέρος στις σκληρές μάχες αντιμετώπισης της Τουρκικής αντεπίθεσης στη μάχη της Σαπάντζας. Η Χ Μεραρχία που υπηρετούσε ο Γρίβας, ενώ αρχικά διέσπασε τις Τουρκικές γραμμές, στις 29 Αυγούστου 1921 με απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης υποχώρησε σε αμυντική γραμμή δυτικά του Σαγγάριου. Ακολουθεί την τακτική αμυντική διάταξη του Γ´ Σώματος Στρατού νότια του Εσκί Σεχίρ υπό τον αντιστράτηγο Σουμίλα και, όταν κατέρρευσε το μέτωπο τον Αύγουστο του 1922, συμπτύσσεται στην Προύσα από όπου, αφού αποκρούει ισχυρές επιθέσεις, μετακινείται στην Πάνορμο και στις 4 Σεπτεμβρίου το 30ό Σύνταγμα Πεζικού, ανθυπολοχαγός του οποίου ήταν ο Γεώργιος Γρίβας, δίνει την τελευταία μάχη στη Μ. Ασία και στις 5 Σεπτεμβρίου αναχωρεί για τη Ραιδεστό της Θράκης.
Βιώματα και διδάγματα του Γ. Γρίβα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία
Οι εμπειρίες του στις μάχες με τους Τσέτες του Κεμάλ αποτέλεσαν κατόπιν χρήσιμο εργαλείο στον ανταρτοπόλεμο της ΕΟΚΑ. Οι πικρές εμπειρίες της καταστροφής ήταν μαθήματα που ο Γεώργιος Γρίβας θυμόταν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του και του δίδαξαν την με πάθος πιστή αφοσίωση στα στρατιωτικά του καθήκοντα και την ανάγκη τυφλής υπακοής και σιδερένιας πειθαρχίας στους ανωτέρους του.
Τα συνταρακτικά και τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή που βίωσε τον δίδαξαν πολλά. Όπως γραπτά αναφέρει αργότερα: «Με ανατριχίασιν αναλογίζομαι σήμερον τα αποτελέσματα του εθνικού διχασμού, εις την διένεξιν Βασιλέως Κωνσταντίνου – Ελευθερίου Βενιζέλου, διχασμού ον έζησα και ο οποίος όχι μόνον κατέστρεψε τα όνειρα της Μεγάλης Ελλάδoς, αλλά και εβάρυνε επί ολοκλήρου του Έθνους επί δεκαετίες από το 1916, με τραγικάς συνεπείας και αποκορύφωμα τούτων την Μικρασιατικήν καταστροφήν».
Ο ίδιος, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, τάχθηκε με τον Βενιζέλο και τους συμμάχους, κατά την μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου διαμάχη επί του θέματος, χωρίς κανένα δισταγμό:
«Προσωπικώς ουδέποτε ταλαντεύθηκα ως προς την εκλογήν κατά την τοποθέτησίν μου μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Και όταν ακόμη, κατά τον Α΄ Παγκόσμιον πόλεμον, η Ελλάς εδιχάσθη και αι συνειδήσεις εταλαντεύοντο ως προς την εκτίμησιν των ηθικών κριτηρίων και των ιδεολογικών επιδιώξεων των αντιπάλων παρατάξεων, εγώ ετάχθην ανεπιφυλάκτως υπέρ των Συμμάχων, επειδή πραγματικώς ενόμιζα ότι εκείνοι ηγωνίζοντο υπέρ της ελευθερίας».
Στρατιωτική ανέλιξη και Σπουδές
Με ένα τραύμα στο σώμα, δύο Μετάλλια Ανδρείας και με τον βαθμό του υπολοχαγού, που έλαβε κατά τον πόλεμο στη Μ. Ασία τον Αύγουστο του 1923, από το 30ό Σύνταγμα Πεζικού μετατάχθηκε ξανά στο Επιτελείο της Χ Μεραρχίας μέχρι τον Οκτώβριο του 1924. Ακολούθως μετατέθηκε στο 27ο Σύνταγμα Πεζικού και τον Δεκέμβριο του ιδίου χρόνου στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων με έδρα την Κομοτηνή, της οποίας διετέλεσε φρούραρχος. Τον Σεπτέμβριο του 1925 προβιβάστηκε στον βαθμό του λοχαγού, μετά από σκληρή δουλειά και αφοσίωση στα καθήκοντα που του ανατίθεντο.
Στη συνέχεια, το 1926, ο Γεώργιος Γρίβας αποσπάται για μικρό διάστημα στο Υπουργείο Στρατιωτικών και κατόπιν φοιτά για πέντε μήνες στη Σχολή Εφαρμογών Πεζικού. Κατόπιν διαγωνισμού τον Απρίλιο του 1927 επιλέγεται για μετεκπαίδευση στη Γαλλία και φοιτά στις Σχολές Ecole de Tir και Ecole d’ Infanterie στις Βερσαλλίες, όπου διακρίνεται και του χορηγούνται επιπρόσθετα μαθήματα για Γάλλους αξιωματικούς της 8ης Μεραρχίας του Γαλλικού στρατού. Στη Γαλλία γνωρίζεται με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο του Ελευθέριου Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη Στρατιωτικού Ακολούθου και με τον οποίο διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι τον θάνατο του τελευταίου το 1964.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον Μάιο του 1928 τοποθετήθηκε ξανά στο 30ό Σύνταγμα Πεζικού και τον Μάρτιο του 1929 μπαίνει στο Κέντρο Ιππασίας Λαρίσης για τετράμηνη εκπαίδευση και στη συνέχεια φοιτά στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού. Το 1931 ξανακερδίζει μετά από διαγωνισμό την αποστολή του για εκπαίδευση στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Τελειώνει δεύτερος μεταξύ των συμφοιτητών του τις σπουδές του στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου και επιστρέφοντας στην Ελλάδα τοποθετείται, τον Απρίλιο του 1935, στο Επιτελείο του Δ΄ Σώματος Στρατού και τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου προβιβάζεται στο βαθμό του Ταγματάρχη.
Το 1938 παντρεύεται τη Βασιλική (Κική) Ντέκα στην Αθήνα, αναχωρούν στη Θεσσαλονίκη όπου διορίζεται καθηγητής έδρας της Γενικής Τακτικής στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου της Ελλάδος και από τότε γίνεται ένα από τα βασικότερα στελέχη του 3ου Επιτελικού Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Στη θέση αυτή τον βρίσκει, τον Οκτώβριο του 1940, η εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος .Ο Γρίβας ζητά επίμονα μετάθεση στο μέτωπο και όταν το αίτημά του απορρίπτεται δεν ικανοποιείται και υποβάλλει παραίτηση, η οποία όμως δεν γίνεται δεκτή. Έτσι υπηρετεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο του Γενικού Επιτελείου Στρατού στα Ιωάννινα και τον Δεκέμβριο του 1940 προβιβάζεται σε Αντισυνταγματάρχη κατ’ εκλογήν. Ακολούθως αναλαμβάνει καθήκοντα Επιτελάρχη της ΙΙ Μεραρχίας και λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις προς αντιμετώπιση της Ιταλικής και αργότερα της Γερμανικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδος. Παίρνει μέρος στην άμυνα κατά την Ιταλική επίθεση από 15/1/1941 έως 15/2/1941 στην Κλεισούρα και στις 28/2/1941 αντεπιτίθεται προς Λέκλι, Πεστάνι και Δκόλικο. Για την ανδρεία που επέδειξε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο παρασημοφορείται και πάλιν.
Με την τελική συνθηκολόγηση και το άδικο τέλος του έπους του ’40 ο Γρίβας επιστρέφει στο σπίτι του στο Θησείο και αρχίζει επαφές για τη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης. Οι επαφές του αρχικά κατευθύνθηκαν προς φίλους του αξιωματικούς της ΙΙ Μεραρχίας που είχαν πολεμήσει μαζί κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Αργότερα γνωρίστηκε και με τον Μακάριο, που τότε ήταν διάκος σε εκκλησία της Αθήνας. Έτσι, τον Ιούνιο του 1941 ο Γρίβας ίδρυσε την εθνική αντιστασιακή οργάνωση «Χ». Σύμφωνα με τον ίδιο τον Γρίβα: “Τα στελέχη της οργάνωσης ήταν μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί του βορειοηπειρωτικού έπους και των μακεδονικών οχυρών. Αποκλειστικός σκοπός της Χ: Η διά παντός μέσου εκδίωξη του κατακτητή από την πατρώα γη. Πίστευα ακράδαντα ότι νίκη των συμμάχων θα σήμαινε όχι μόνο απελευθέρωση της Ελλάδος, αλλά και ολοκλήρωση της εθνικής μας ελευθερίας, διά της ενσωμάτωσης της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου. Εδαφών τα οποία ιστορικά και εθνολογικά ανήκουν στην Ελλάδα». Στη διάρκεια της κατοχής η δράση της “Χ” αφορά τη φυγάδευση Άγγλων αξιωματικών στη Μέση Ανατολή, την κατασκοπεία και τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις των Γερμανών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές του 1943 η ηγεσία της “Χ” έστειλε κατ’ εντολή της αγωνιστές της να ενταχθούν και να πολεμήσουν στα σώματα Ζέρβα και Ψαρρού. Η σημαντικότερη στιγμή της οργάνωσης έγκειται στο καλοκαίρι του 1942, όπου συνεργάστηκε με τον Ελληνοπολωνό σαμποτέρ Γιούρι Ιβάνωφ και ανατίναξε δεξαμενές καυσίμων στο αεροδρόμιο Τατοΐου.
Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες κατά την περίοδο του Β´ Παγκοσμίου πολέμου όσο και κατά τα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου (οπότε και τοποθετείται σημαντικό μέρος της δράσης του Γεωργίου Γρίβα), τόσο στην Ελλάδα-Κύπρο όσο και διεθνώς, διαφέρουν πολύ από τις σημερινές, παρότι ο ανταγωνισμός για απόκτηση ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αποτελεί μόνιμη επιδίωξη και, παράλληλα, οι πιο αδύναμες χώρες με καίρια θέση εγκλωβίζονται στη δίνη των επιδιώξεων των ισχυρών, με οδυνηρές συνήθως επιπτώσεις για τους αδύναμους. Μέσα σε μια τέτοια δίνη βρέθηκε μεταπολεμικά και ο Ελληνισμός, με αποτέλεσμα τον ολέθριο εθνικό διχασμό, κατά τον οποίο κλήθηκε ο παρασημοφορημένος για τη γενναιότητα και τις ικανότητές του, τόσο στο Μικρασιατικό πόλεμο όσο και στον γερμανοϊταλικό, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Γεώργιος Γρίβας, να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αποτέλεσμα: Να λατρευτεί ως σωτήρας από τη μια παράταξη, αλλά και να μισηθεί όσο λίγοι από την άλλη, την ηττημένη και ήδη συμπεφωνημένα εγκαταλειμμένη από την ίδια τη Σοβιετική ηγεσία.
Με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, σε συνεργασία με τα συμμαχικά βρετανικά στρατεύματα, προβάλλει σθεναρή αντίσταση στο Θησείο έναντι των κομμουνιστών που αποπειράθηκαν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την Αθήνα (Δεκεμβριανά του 1944). Αυτή του την προσφορά στην πατρίδα δεν αποδέχθηκαν ούτε κατανόησαν ποτέ οι αποτυχόντες φιλοσοβιετικοί κομμουνιστές της Ελλάδας και κατόπιν, και μέχρι σήμερα, οι αριστεροί της Κύπρου. Ο χαρακτηρισμός “κομμουνιστοφάγος” δεν έπαψε να τον συνοδεύει, με συνέπεια την εχθρική στάση της ηγεσίας του ΑΚΕΛ απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον αρχηγό της, κάτι βεβαίως που εκ των υστέρων αναγνώρισε και η ίδια ως σφάλμα. Σφάλμα μέγα, γιατί ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν καθαρά εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός, με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ο δε Γεώργιος Γρίβας αποδείχθηκε μέγας πατριώτης και ικανότατος ηγέτης. Ένας ηγέτης που εξέφραζε το προαιώνιο αίτημα του Κυπριακού λαού για απελευθέρωση και ένωση με τον εθνικό κορμό, που υπήρξε εκφραστής μιας προϋάρχουσας ιδεολογίας, που μορφοποίησε τους οραματισμούς ολόκληρου του έθνους.
Προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου
Η σκέψη για ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Διγενής, εκφράστηκε κατά πρώτον το 1948 στους φίλους και συνεργάτες του στην Ελλάδα, τον Κύπριο δικηγόρο Χριστόδουλο Παπαδόπουλο και τον επίσης κυπριακής καταγωγής Αχιλλέα Κύρου: «Η εκ μέρους των Συμμάχων της Ελλάδος επιδειχθείσα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιον πόλεμον ανακολουθία προς τας υπ’ αυτών διακηρυχθείσας υψηλόφρονας αρχάς της αυτοδιαθέσεως των λαών, διά της μη επιλύσεως του Κυπριακού και το ιστορικόν αξίωμα ότι μόνον διά της ενόπλου δράσεως αποκτούν την ελευθερίαν των οι υπόδουλοι λαοί, μου υπηγόρευσαν την σκέψιν του ενόπλου αγώνος προς απελευθέρωσιν της γενέτειράς μου Κύπρου».
Το 1950 στρέφει εντονότερα την προσοχή του στην προσπάθεια για απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του από τον Βρετανικό ζυγό. Με καταγεγραμμένη την έκφραση της λαϊκής θέλησης με ποσοστό 96% στους τόμους του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950, που πανηγυρικά υποδέχτηκε ο Ελληνικος λαός και η Βουλή, όχι όμως η Κυβέρνηση, αρχίζουν οι πρώτες συζητήσεις για ένοπλη αντίσταση εναντίον της βρετανικής κατοχής στις αρχές της δεκαετίας του ᾽50, ανάμεσα στους κύκλους των λίγων, αλλά δικτυωμένων στα κέντρα αποφάσεων, Κυπρίων της Αθήνας. Πρωταγωνιστές ήταν η οικογένεια Κύρου, της εφημερίδας «Εστία», και οι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, δικηγόροι από το Δίκωμο και εξόριστοι των Βρετανών.
Ο Γ. Γρίβας εκθέτει τις απόψεις του για ένοπλο αγώνα στον στρατηγό Γ. Κοσμά, αρχηγό του Γ.Ε.Σ., που τις ασπάζεται και τις μεταφέρει το 1951 στον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο. Αργότερα δέχεται πρόταση για ανάληψη ένοπλου αγώνα από τον Γεώργιο Στράτο, πρώην υπουργό Στρατιωτικών, και τους αδελφούς Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη. Τον Ιούλιο του 1951 πραγματοποιεί την πρώτη αναγνωριστική μετάβασή του στην Κύπρο για μελέτη του εδάφους και συναντά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο που εκφράζει δισταγμούς. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συναντά παρόμοιους δισταγμούς και από τον Παπάγο, που δεν επιθυμούσε να διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία και ήταν οπαδός της λύσης διά της διπλωματικής οδού. Ακολούθησαν συσκέψεις τον Ιούλιο του 1952 στην Αθήνα, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς και νομικούς, όπου ελήφθη η απόφαση για έναρξη απελευθερωτικού αγώνα με τη συγκρότηση πολιτικής και στρατιωτικής επιτροπής. Όποτε βρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στην Αθήνα η πολιτική επιτροπή συνεδρίαζε στην παρουσία του.
Οι προσπάθειες επισημοποιήθηκαν στις 7 Μαρτίου 1953 με την ορκωμοσία για την ανάληψη αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου, που έγινε ενώπιον του Μακαρίου στο σπίτι του καθηγητή Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού 36β, στα Εξάρχεια. Εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό οι: Νικόλαος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Στράτος, Γεράσιμος Κονιδάρης, Αντώνιος Αυγίκος, Σάββας Λοϊζίδης, Σωκράτης Λοϊζίδης, Γεώργιος Γρίβας, Ηλίας Τσατσόμοιρος, Δ. Σταυρόπουλος, Δημήτριος Βεζανής, Ηλίας Αλεξόπουλος. Στο τελετουργικό της ορκωμοσίας προφανές πρότυπο ήταν η Φιλική Εταιρεία και η επανάσταση του 1821. Η ορκωμοσία έγινε σε έντονο κλίμα συγκίνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος έβαλε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και ανέγνωσε τον όρκο, φράση με φράση, τον οποίο επαναλάμβαναν οι παριστάμενοι που είχαν θέσει τα χέρια τους στο Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη που επιλέχθηκε πρόχειρα από τη βιβλιοθήκη του Κονιδάρη: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου…» Ήταν το τέλος της αρχής του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Στόχος της ΕΟΚΑ ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Γρίβας κήρυξε την έναρξη του ένοπλου εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα την 1η Απριλίου 1955 με βομβιστικές επιθέσεις και με μια προκήρυξη που μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Με την βοήθειαν τού Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου τού Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα διά την αποτίναξιν τού Αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι πρόγονοί μας ως ιεράν παρακαταθήκην: “´Η τάν ή επί τάς”». [31]
Η προκήρυξη έφερε την υπογραφή «Διγενής». Οι Άγγλοι είχαν αόριστες πληροφορίες ότι πίσω από τις επιθέσεις βρίσκεται κάποια οργάνωση «Χ» αλλά δεν γνώριζαν κάτι ιδιαίτερο γι᾽ αυτήν, ενώ το «Διγενής» δεν γνώριζαν αν είναι όνομα προσώπου ή οργάνωσης. Πληροφορήθηκαν ότι «Διγενής» είναι ο Γρίβας από ένα άρθρο του Ζαχαριάδη που μεταδόθηκε από τον ραδιοσταθμό του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» στις 24/4/1955.
Θα ήταν πλεονασμός να αναφερθώ σε λεπτομέρειες του Αγώνα της ΕΟΚΑ του ᾽55-᾽59 τον οποίον με τόση γενναιότητα και επιτυχία διεξήγαγε ο Διγενής και τα παλληκάρια του. Ο τετραετής απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Διγενή σημάδεψε τη γενιά μας και συνεπήρε το Πανελλήνιο. Υπό την έμπειρη στρατιωτική του καθοδήγηση, η νεολαία της Κύπρου ανδρώθηκε στα βουνά, τις φυλακές και τα στρατόπαιδα συγκέντρωσης και όταν χρειάστηκε κάποιοι έδωσαν μάχες, άλλοι έγιναν ολοκαύτωμα και άλλοι βάδισαν τον δρόμο προς την αγχόνη ψέλνοντας θούριους για τη λευτεριά και υποτιμώντας τον θάνατο, που δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε με το μικροσκόπιο την ώρα της θυσίας τους.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Αγώνας της ΕΟΚΑ αποτελεί την πρώτη ουσιαστική ένοπλη δράση των Κυπρίων για Ελευθερία, Αυτοδιάθεση – Ένωση. O πρώτος αυτός αγώνας πέτυχε την απελευθέρωση της Κύπρου και μετέτρεψε το “ουδέποτε” των Άγγλων σε παραχώρηση στον Κυπριακό λαό μιας κολοβωμένης ανεξαρτησίας, αλλά δεν ολοκλήρωσε τον σκοπό για τον οποίον έγινε, την Ένωση με τον εθνικό κορμό.
Την ευθύνη για τη μη πραγμάτωση του σκοπού του Αγώνα και την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, ανέλαβαν η Ελληνική Κυβέρνηση Καραμανλή και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς την ενημέρωση και συμφωνία του Διγενή και χωρίς την έγκριση του Κυπριακού λαού. Με τις εμπειρίες του διχασμού του Ελληνισμού και με πικρία αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, απογοητευμένος από την πολύ κακή λύση που η πολιτική ηγεσία αποδέχτηκε.
Αναχώρησε για την Ελλάδα, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές ήρωα και η Βουλή των Ελλήνων, με τον Νόμο 3944 που δημοσιεύτηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Α 51 στις 20 Μαρτίου 1959, προήγαγε ομόφωνα τον Γεώργιο Γρίβα από αντισυνταγματάρχη σε αντιστράτηγο, του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του Αξίου Τέκνου της Πατρίδος. (τίτλο που πριν από τον Γρίβα είχε απονείµει µόνο στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί τον Ελευθέριο Βενιζέλο και σε κανένα µετά από αυτόν). Η Βασιλική Ακαδημία Αθηνών απένειμε στον Γρίβα το Χρυσό Μετάλλιο, την ύψιστη τιμή απ᾽ όσες διαθέτει, κατά την πανηγυρική της συνεδρία της 24ης Μαρτίου 1959.
Ο Γρίβας όμως και η ΕΟΚΑ έγιναν παράδειγμα προς μίμηση για άλλους υπόδουλους λαούς και ενέπνευσαν πολλά απελευθερωτικά κινήματα και μεγάλους επαναστάτες. Σημειώνω χαρακτηριστικά την πολιτικοστρατιωτική μελέτη του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα με τίτλο “Αγών ΕΟΚΑ και Ανταρτοπόλεμος” που κυκλοφόρησε το 1962 στην Αθήνα, μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Αγγλία με τίτλο “Guerrilla warfare and EOKA’s struggle: a politico-military study” (London: Longmans, 1964) και στις ΗΠΑ με τίτλο “General Grivas on guerrilla warfare” (New York: Praeger [1965, c1964]). Το βιβλίο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο καλών πρακτικών για τον ανταρτοπόλεμο σε στρατιωτικές σχολές του εξωτερικού, εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι το μελέτησε ακόμα και ο ηγέτης της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τις ικανότητες του αρχηγού της. Παραθέτω δύο αποσπάσματα από δύο επιστολές του Κάστρο, η πρώτη προς τον Διγενή και η δεύτερη κατά τον θάνατό του:
“Στρατηγέ, ο Αγώνας σας με γοήτευσε και αποτέλεσε παράδειγμα για την Απελευθέρωση της Πατρίδος μου. Συγχαρητήρια. Εύχομαι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη να βασιλεύσουν επιτέλους στον κόσμο” (1959).
“Εφήρμοσα κατά τον απελευθερωτικό Αγώνα της χώρας μου, τα ανταρτικά σχέδια που είχε χρησιμοποιήσει ο Στρατηγός Γρίβας στον Αγώνα της ΕΟΚΑ” (1974)
Εξόχως ενδιαφέρουσα εξάλλου είναι και η εκτενής αναφορά του Βρεττανού ταξίαρχου Μάγκαν, που πολέμησε για τη διάλυση της ΕΟΚΑ στην Κύπρο και έγραψε το 1959, λαμβανομένου υπ᾽όψιν ότι υπήρξε αντίπαλός του: «Ο Γρίβας είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει αρχές… Όταν έχει να κάνει με χρήματα είναι έντιμος, όχι σχετικά έντιμος με βάση τα πρότυπα των Λεβαντίνων, αλλά αυστηρά έντιμος με όποια πρότυπα κι αν γίνει η σύγκριση». Ο Βρετανός θεωρεί ότι είναι φανατικός υποστηρικτής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. «Είναι σκληραγωγημένος, εργατικός, λιτοδίαιτος και εξαιρετικά τσιγκούνης. Δεν πτοείται από τους κινδύνους και τα τυχαία γεγονότα της ημέρας που παρουσιάζονται στο προσκήνιο, επειδή έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και διαθέτει την επινοητικότητα να τα αντιμετωπίσει. Είναι πανούργος, καχύποπτος, προσεκτικός, απότομος και ειλικρινής. Τον απασχολούν τα τρέχοντα προβλήματα και η πρακτική επίλυσή τους».
Θα μπορούσα να περατώσω την ομιλία μου εδώ, αφού το σημερινό φιλολογικό μνημόσυνο του Διγενή αφορά τα 60 χρόνια από το πέρας του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ζώντας όμως τη σημερινή συστηματική προσπάθεια ορισμένων να αμαυρώσουν τη μνήμη του αγωνιστή για ιδέες ΔΙΓΕΝΗ και να μας πείσουν ότι η δική τους, υποχωρητική προς τους Τούρκους, πολιτική του εφικτού είναι προτιμότερη από την επιδίωξη του ευκταίου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η απελευθέρωση της κατεχόμενης μισής μας πατρίδας και η εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Δημοκρατικών Αρχών σε μια σύγχρονη κανονική πολιτεία, θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με περιληπτική αναφορά στη μέχρι τον θάνατό του, δράση του Γ. Γρίβα-Διγενή.
Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Παρά την επιτυχία και του αγώνα της ΕΟΚΑ και του Διγενή, στον ίδιο δεν δίνεται το δικαίωμά να μείνει στη Κύπρο και ζει στην Αθήνα.
Τον Ιούνιο του 1964, μετά την Τουρκοκυπριακή Ανταρσία, ο Διγενής αποδέχεται την πρόσκληση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και με την έγκριση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε, ως επικεφαλής 5.000 στρατιωτών, την αρχηγία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και στη συνέχεια και της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου με τη συναίνεση του προέδρουΜακάριου ως ΑΣΔΑΚ. Όπως προαναφέρθηκε, η Κύπρος μετατρέπεται τότε σε απόρθητο φρούριο για την Τουρκία και η επίτευξη του στόχου της Ένωσης ήταν όσο ποτέ άλλοτε κοντά.
Δυστυχώς, η λανθασμένη τοποθέτηση της Κυπριακής πολιτικής στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, μεσούντος τότε του ψυχρού πολέμου (1965-᾽67), και η αρνητική προς την παρουσία των Ελλήνων στρατιωτών συμπεριφορά και στάση παραγόντων και κομμάτων της Κύπρου οδήγησαν στην αποδόμηση του έργου αυτού του Διγενή.
Η ανάληψη τον Απρίλιο του ᾽67 της εξουσίας στην Ελλάδα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, προς την οποία ο Διγενής δεν έκρυβε την αντιπάθειά του, άλλαξαν πλήρως το διεθνές πολιτικό σκηνικό εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Η προβοκάτσια των γεγονότων της Κοφίνου, που ο ίδιος ο Διγενής δεν διέταξε αλλά ως στρατιωτικός εξετέλεσε με κάθε επιτυχία μετά από απόφαση της Κυπριακής και Ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν τον Νοέμβριο του 1967 στην απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Ο Διγενής τίθεται από τη Χούντα σε απομόνωση στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, από όπου οργανώνει με άλλους Έλληνες αξιωματικούς και Κύπριους φοιτητές τον αντιχουντικό του αγώνα.
Τόσο η έγνοια του για ην συνεχή διολίσθηση των ενδοκυπριακών διαπραγματεύσεων που διεξήγοντο στη Κύπρο όσο και οι συμφωνίες της Χούντας με την Τουρκία στα πλαισια του ΝΑΤΟ καθώς και η παρατεταμένη έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών οδήγησαν τον Διγενή στην κάθοδο του για τελευταία φορά στο νησί μυστικά, στις 31 Αυγούστου 1971. Παράλληλα με τη μυστική διοργάνωση μηχανισμού αντίδρασης προς την καταστροφική πορεία, επεδίωξε και πέτυχε συνάντηση και συνεννόηση με τον Μακάριο, η οποία δυστυχώς δεν έγινε σεβαστή εκ μέρους του Προέδρου και ανεκλήθη ή/και παραβιάστηκε αμέσως μετά τη συνομολόγηση της.
Τρία χρόνια αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στο κρησφύγετό του στη Λεμεσό. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, σε ειδική συνεδρία της στις 31 Ιανουαρίου 1974, ανακήρυξε τον Διγενή «άξιον τέκνον της Κύπρου διά τας εξαιρέτους υπηρεσίας τας οποίας προσέφερε προς την ιδιαιτέραν του Πατρίδα», ενώ η Ακαδημία Αθηνών απέδωσε τις οφειλόμενες τιμές.
Στον περιορισμένο χρόνο μιας ομιλίας δεν είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί πλήρως η προσωπικότητα και να εξαντληθούν όλες οι πτυχές της δράσης ενός μεγάλου ανδρός όπως ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής. Το έπος του 1955-59, οι ήρωες και ο Διγενής αποτελούν για εμάς την πιο ιερή παρακαταθήκη που δεν μας επιτρέπεται ούτε να αγνοούμε ούτε να χρησιμοποιούμε για εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε κομματικών σκοπιμοτήτων. Γιατί αυτό αποτελεί τυμβωρυχία και η τυμβωρυχία μέγιστη ύβρι και ασυγχώρητη ιεροσυλία.
Αντίθετα, το μέγα μάθημα που μας παρέχει η περίπτωση του Αγώνα της ΕΟΚΑ και του αρχηγού Διγενή είναι η πίστη στο δίκαιο του αγώνα για Ελευθερία και Δικαιοσύνη και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας στη γη μας, στους τάφους των προγόνων μας, στην πολιτιστική μας κληρονομιά, στο παρελθόν και στο μέλλον μας. Και αυτήν τη στιγμή, με τη μισή μας πατρίδα κάτω από τον τουρκικό ζυγό, το μάθημα αυτό είναι για εμάς περισσότερο απαραίτητο από ποτέ.
Αρχικά προβληματίστηκα αν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για την ομιλία αυτή, αλλά τελικά αποφάσισα να το κάνω, αφού είμαι και εγώ ένας από εκείνους που ο Διγενής σφράγισε με το αποτύπωμα του παραδείγματός του.
Γνώρισα νοερά τον Διγενή, όταν στα παιδικά μας χρόνια εμφανίστηκε ως ο ηγέτης του ηρωικού απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ του ᾽55-᾽59, τον συνάντησα μετά στα βουνά του Πενταδακτύλου, ως εθελοντής Εθνοφρουρός, όταν ξαναγύρισε στη Κύπρο με την Ελληνική Μεραρχία το ᾽64. Το ᾽65, ως τοπογράφος πυροβολικού με τις εντολές του, ως αρχηγού ΑΣΔΑΚ, με τους Έλληνες αξιωματικούς Σταφυλά και Πετρουλάκη οργανώσαμε όλα τα βόρεια παραλιακά αμυντικά έργα από Συριανοχώρι μέχρι Γαληνοπόρνη – Κορόφκια. Ο Διγενής τότε διακήρυσσε: «Ηµείς, ως στρατιώτες εις την υπηρεσίαν της νήσου, κατεστήσαµεν την περιοχήν εκείνην καθώς και ολόκληρον την νήσον απόρθητον δι’ οχυρώσεων και άλλων µέτρων που ελάβοµεν, ελθόντες εις σύγκρουσιν πολλάκις και προς την Ειρηνευτικήν Δύναµιν».
Τον ξανασυνάντησα αργότερα στην Αθήνα ως φοιτητής το 68-71, όταν μας στράτευσε ενάντια στη Χούντα που θεωρούσε επικίνδυνη για την Κύπρο. Και δεν μπορώ να μην αναφέρω την πικρία και απογοήτευσή του για την αχαριστία των πρώην συναγωνιστών του (πολιτικών της Κύπρου ) που, ενώ τον κάλεσαν για δεύτερη φορά το ᾽64 να σώσει την Κύπρο και το έπραξε, τον υπέσκαψαν και, σε συνεργασία με τη Χούντα, τον ξανα-απομάκρυναν μαζί με τη Μεραρχία από την Κύπρο με την προβοκάτσια των γεγονότων της Κοφίνου.
Μισό σχεδόν αιώνα από τον θάνατο του και 60 χρόνια από το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού μας αγώνα, βρισκόμαστε εδώ σήμερα για να τιμήσουμε τη μνήμη του, να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητά του και, αναπόφευκτα, να αποτιμήσουμε σε κάποιο βαθμό το έργο του.
Η χρονική απόσταση, που μας χωρίζει από την περίοδο της δράσης του, καθώς και η γνώση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, αλλά και οι εξελίξεις κατά τις δύο δεκαετίες του 21ου, μας επιτρέπουν μια πιο ψύχραιμη και, ώς ένα βαθμό, πιο αντικειμενική αποτίμηση της προσωπικότητας του ανδρός και της σημασίας των ενεργειών του. Υπό τη βασική όμως προϋπόθεση ότι κρίνουμε λαμβάνοντας υπ᾽ όψιν το όλο πολιτικο-ιδεολογικό πλαίσιο και το κλίμα, εθνικό και παγκόσμιο, της εποχής των γεγονότων και όχι με σημερινά κριτήρια, πράγμα που θα οδηγούσε σε ιστορικούς αναχρονισμούς και λανθασμένα συμπεράσματα.
Στην ομιλία μου θα διατρέξω περιληπτικά τη ζωή και το έργο του τιμώμενου Αρχηγού, και θα προσπαθήσω να αναδείξω μέσα από τη ζωή και τη μαχητική του πορεία τι δίδαξε σε εμάς, τους σχετικά νεότερους, με τους αγώνες του για τον Ελληνισμό και την προσήλωσή του σε διαχρονικές ιδέες και αξίες, όπως αυτή της πίστης στον Θεό και την Πατρίδα, την Ελευθερία και το Δίκαιο. Γι’ αυτά τα ιδανικά αγωνίστηκε με συνέπεια και πείσμα μέχρι το θάνατον του.
Για να κατανοήσουμε όμως καλυτέρα εμείς οι νεότεροι και να ενθυμηθούν οι παλαιότεροι, θα αναφέρω εν παρόδω επιγραμματικά στοιχεία της ιστορίας του τόπου που μας γέννησε και που έχει σχέση με την ιδεολογία και τον αγώνα του Διγενή.
Όταν γεννήθηκε ο Γεώργιος Γρίβας, στις 6 Ιουνίου 1897, ο Κυπριακός Ελληνισμός είχε βιώσει από το 1571 τριών και πλέον αιώνων Οθωμανικό ζυγό και διατηρούσε στη μνήμη του τις σφαγές τις 9ης Ιούλιου του 1821. Και ενώ η μια μετά την άλλη οι περιοχές της Ελλάδας απελευθερώνονται και ενώνονται με τον μητρικό κορμό, η Κύπρος παραμένει σκλάβα σε δύο αφεντικά, τους Οθωμανούς κατακτητές και τους Άγγλους αποικιοκράτες, αφού με την Αγγλο-τουρκική αμυντική Συμφωνία της 4.6.1878 η Αγγλία κατακτά την Κύπρον για ακαθόριστο χρόνο με την υποχρέωση πληρωμής στον Σουλτάνο 92.638 αγγλικών λιρών ετησίως.
Μεγαλώνει στο Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου. Αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο του Τρικώμου, πήγε στη Λευκωσία όπου φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (1909-1915), διαμένοντας στην οικία της γιαγιάς του.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδεολογίας που διαμορφώνει Γεώργιος Γρίβας, αποτελούν τα γραφόμενα στα απομνημονεύματα του, όπου αναφέρει αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών του χρόνων:
«Ενθυμούμαι τον σεβαστόν δάσκαλον του χωριού μου, ο οποίος από τα παιδικά μου χρόνια μού ενεφύσησε την αγάπη προς την Ελλάδα και προς το ιδανικόν της Ελευθερίας, επάνω δε εις τα μαθητικά θρανία του σχολείου του χωριού μου καθημερινώς η ψυχή μου εγαλβανίζετο με την ιδέαν, ότι μίαν ημέραν η Κύπρος θα εγίνετο ελευθέρα και θα ηνούτο με την μητέρα Πατρίδα. Και από τότε έπλαττα όνειρα, αλλά και επίστευα, ότι και εγώ θα ήμουν μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θα ηγωνίζοντο δια την απελευθέρωσιν της Πατρίδας μου Κύπρου. Και η πίστις αυτή ουδέποτε με εγκατέλειψεν.»
Στα εφηβικά του χρόνια γεύεται το πικρό ποτήρι της αρχικής απόρριψης της προσφοράς των Άγγλων στον βασιλιά της Ελλάδας για Ένωση με αντάλλαγμα την υποστήριξή των συμμάχων στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Έτσι λοιπόν ο Γεώργιος Γρίβας, όταν αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας τον Ιούνιο του 1915, με το όραμα της Ελευθερίας της πατρίδας του και της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα, πήρε την απόφαση να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Παρά την επιθυμία των γονιών να σπουδάσει ιατρική, όπως ο αδελφός του, μετά από δύσκολες εισαγωγικές εξετάσεις επιτυγχάνει την εισαγωγή του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και κάνει το πρώτο βήμα στην πορεία πραγμάτωσης των σχεδίων και ονείρων του για την απελευθέρωση της Πατρίδας. Στη διάρκεια της φοίτησής του αφοσιώθηκε στη μελέτη και τις ασκήσεις της Σχολής με ζήλο και ενθουσιασμό, ώστε αναδείχθηκε αρχηγός του τμήματός του.
Tον Ιούλιο του 1919 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και τον Αύγουστο τοποθετήθηκε στο 30ό Σύνταγμα Πεζικού με έδρα τη Μακεδονία.
Μικρασιατική Εκστρατεία
Από εκεί, περί το τέλος Σεπτεμβρίου, μετατέθηκε στο Επιτελείο της Χ Μεραρχίας, όπως μετονομάστηκε η μεραρχία που είχε καταλάβει τη Σμύρνη στις 19 Μαΐου του 1919. Η Μεραρχία Σμύρνης οργάνωνε και συμπλήρωνε τις ελλείψεις και την εκπαίδευσή της για να σταθεροποιήσει τη ζώνη που είχε καταλάβει με εντολή των Συμμάχων ο Ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία και στόχο την τήρηση της τάξης και την προστασία του Ελληνικού πληθυσμού, που αποτελούσε την πλειοψηφία των κατοίκων. Η μονάδα του Γεωργίου Γρίβα στο τέλος Δεκεμβρίου προωθήθηκε στο Νυμφαίο, ανατολικά της Σμύρνης. Τον Ιανουάριο του 1920, η Μεραρχία Σμύρνης προωθήθηκε στα βόρεια της οδού Σμύρνης-Νυμφαίου αναλαμβάνοντας τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης-Κασαμπά, ένεκα της αποχώρησης της Γαλλικής στρατιωτικής δύναμης και τον Απρίλη του ιδίου χρόνου προωθήθηκε στον τομέα Μαγνησίας αναλαμβάνοντας την ευθύνη ασφάλειας της περιοχής. Μόλις αναλαμβάνει τον τομέα αυτό η μεραρχία όπου υπηρετούσε, ο ανθυπολοχαγός Γρίβας παίρνει το βάπτισμα του πυρός με απώλειες 2 νεκρούς και 3 τραυματίες.
Συμμετέχει στη νικηφόρα πορεία του Ελληνικού στρατού στην Πάνορμο, την οποία απελευθέρωσαν οι Ελληνικές δυνάμεις στις 19 Ιουνίου το 1920, και ακολούθως την Προύσα από όπου, τον Ιούνιο του 1921, συνεχίστηκε η εκστρατεία και προέλαση με κατάληψη της Κιουτάχειας. Κατόπιν λαμβάνει μέρος, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπάγο, στην πιο σπουδαία και σκληρότερη μάχη της Μικρασιατικής εκστρατείας, τη νικηφόρα μάχη του Εσκί Σεχίρ -Αφιόν Καραχισάρ. Σε μια από τις μάχες ο Γεώργιος Γρίβας τραυματίζεται και παρασημοφορείται για την ανδρεία του.
Ακολουθεί η προέλαση στον Σαγγάριο ποταμό με στόχο την Άγκυρα. Στις 9 Αυγούστου το Α´ και Γ΄ Σώμα Στρατού πέρασαν στις ανατολικές όχθες του Σαγγάριου και βρίσκονταν σε απόσταση 80 περίπου χιλιομέτρων από την Άγκυρα. Ο Γεώργιος Γρίβας συγκαταλέγεται μεταξύ των αξιωματικών που πέρασαν τον Σαγγάριο ποταμό και έλαβε μέρος στις σκληρές μάχες αντιμετώπισης της Τουρκικής αντεπίθεσης στη μάχη της Σαπάντζας. Η Χ Μεραρχία που υπηρετούσε ο Γρίβας, ενώ αρχικά διέσπασε τις Τουρκικές γραμμές, στις 29 Αυγούστου 1921 με απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης υποχώρησε σε αμυντική γραμμή δυτικά του Σαγγάριου. Ακολουθεί την τακτική αμυντική διάταξη του Γ´ Σώματος Στρατού νότια του Εσκί Σεχίρ υπό τον αντιστράτηγο Σουμίλα και, όταν κατέρρευσε το μέτωπο τον Αύγουστο του 1922, συμπτύσσεται στην Προύσα από όπου, αφού αποκρούει ισχυρές επιθέσεις, μετακινείται στην Πάνορμο και στις 4 Σεπτεμβρίου το 30ό Σύνταγμα Πεζικού, ανθυπολοχαγός του οποίου ήταν ο Γεώργιος Γρίβας, δίνει την τελευταία μάχη στη Μ. Ασία και στις 5 Σεπτεμβρίου αναχωρεί για τη Ραιδεστό της Θράκης.
Βιώματα και διδάγματα του Γ. Γρίβα από τη Μικρασιατική Εκστρατεία
Οι εμπειρίες του στις μάχες με τους Τσέτες του Κεμάλ αποτέλεσαν κατόπιν χρήσιμο εργαλείο στον ανταρτοπόλεμο της ΕΟΚΑ. Οι πικρές εμπειρίες της καταστροφής ήταν μαθήματα που ο Γεώργιος Γρίβας θυμόταν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του και του δίδαξαν την με πάθος πιστή αφοσίωση στα στρατιωτικά του καθήκοντα και την ανάγκη τυφλής υπακοής και σιδερένιας πειθαρχίας στους ανωτέρους του.
Τα συνταρακτικά και τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή που βίωσε τον δίδαξαν πολλά. Όπως γραπτά αναφέρει αργότερα: «Με ανατριχίασιν αναλογίζομαι σήμερον τα αποτελέσματα του εθνικού διχασμού, εις την διένεξιν Βασιλέως Κωνσταντίνου – Ελευθερίου Βενιζέλου, διχασμού ον έζησα και ο οποίος όχι μόνον κατέστρεψε τα όνειρα της Μεγάλης Ελλάδoς, αλλά και εβάρυνε επί ολοκλήρου του Έθνους επί δεκαετίες από το 1916, με τραγικάς συνεπείας και αποκορύφωμα τούτων την Μικρασιατικήν καταστροφήν».
Ο ίδιος, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, τάχθηκε με τον Βενιζέλο και τους συμμάχους, κατά την μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου διαμάχη επί του θέματος, χωρίς κανένα δισταγμό:
«Προσωπικώς ουδέποτε ταλαντεύθηκα ως προς την εκλογήν κατά την τοποθέτησίν μου μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Και όταν ακόμη, κατά τον Α΄ Παγκόσμιον πόλεμον, η Ελλάς εδιχάσθη και αι συνειδήσεις εταλαντεύοντο ως προς την εκτίμησιν των ηθικών κριτηρίων και των ιδεολογικών επιδιώξεων των αντιπάλων παρατάξεων, εγώ ετάχθην ανεπιφυλάκτως υπέρ των Συμμάχων, επειδή πραγματικώς ενόμιζα ότι εκείνοι ηγωνίζοντο υπέρ της ελευθερίας».
Στρατιωτική ανέλιξη και Σπουδές
Με ένα τραύμα στο σώμα, δύο Μετάλλια Ανδρείας και με τον βαθμό του υπολοχαγού, που έλαβε κατά τον πόλεμο στη Μ. Ασία τον Αύγουστο του 1923, από το 30ό Σύνταγμα Πεζικού μετατάχθηκε ξανά στο Επιτελείο της Χ Μεραρχίας μέχρι τον Οκτώβριο του 1924. Ακολούθως μετατέθηκε στο 27ο Σύνταγμα Πεζικού και τον Δεκέμβριο του ιδίου χρόνου στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων με έδρα την Κομοτηνή, της οποίας διετέλεσε φρούραρχος. Τον Σεπτέμβριο του 1925 προβιβάστηκε στον βαθμό του λοχαγού, μετά από σκληρή δουλειά και αφοσίωση στα καθήκοντα που του ανατίθεντο.
Στη συνέχεια, το 1926, ο Γεώργιος Γρίβας αποσπάται για μικρό διάστημα στο Υπουργείο Στρατιωτικών και κατόπιν φοιτά για πέντε μήνες στη Σχολή Εφαρμογών Πεζικού. Κατόπιν διαγωνισμού τον Απρίλιο του 1927 επιλέγεται για μετεκπαίδευση στη Γαλλία και φοιτά στις Σχολές Ecole de Tir και Ecole d’ Infanterie στις Βερσαλλίες, όπου διακρίνεται και του χορηγούνται επιπρόσθετα μαθήματα για Γάλλους αξιωματικούς της 8ης Μεραρχίας του Γαλλικού στρατού. Στη Γαλλία γνωρίζεται με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, γιο του Ελευθέριου Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη Στρατιωτικού Ακολούθου και με τον οποίο διατήρησε φιλικές σχέσεις μέχρι τον θάνατο του τελευταίου το 1964.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον Μάιο του 1928 τοποθετήθηκε ξανά στο 30ό Σύνταγμα Πεζικού και τον Μάρτιο του 1929 μπαίνει στο Κέντρο Ιππασίας Λαρίσης για τετράμηνη εκπαίδευση και στη συνέχεια φοιτά στη Σχολή Εφαρμογής Πεζικού. Το 1931 ξανακερδίζει μετά από διαγωνισμό την αποστολή του για εκπαίδευση στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Τελειώνει δεύτερος μεταξύ των συμφοιτητών του τις σπουδές του στη Γαλλική Ακαδημία Πολέμου και επιστρέφοντας στην Ελλάδα τοποθετείται, τον Απρίλιο του 1935, στο Επιτελείο του Δ΄ Σώματος Στρατού και τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου προβιβάζεται στο βαθμό του Ταγματάρχη.
Το 1938 παντρεύεται τη Βασιλική (Κική) Ντέκα στην Αθήνα, αναχωρούν στη Θεσσαλονίκη όπου διορίζεται καθηγητής έδρας της Γενικής Τακτικής στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου της Ελλάδος και από τότε γίνεται ένα από τα βασικότερα στελέχη του 3ου Επιτελικού Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Στη θέση αυτή τον βρίσκει, τον Οκτώβριο του 1940, η εκδήλωση της Ιταλικής επίθεσης κατά της Ελλάδος .Ο Γρίβας ζητά επίμονα μετάθεση στο μέτωπο και όταν το αίτημά του απορρίπτεται δεν ικανοποιείται και υποβάλλει παραίτηση, η οποία όμως δεν γίνεται δεκτή. Έτσι υπηρετεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο του Γενικού Επιτελείου Στρατού στα Ιωάννινα και τον Δεκέμβριο του 1940 προβιβάζεται σε Αντισυνταγματάρχη κατ’ εκλογήν. Ακολούθως αναλαμβάνει καθήκοντα Επιτελάρχη της ΙΙ Μεραρχίας και λαμβάνει μέρος στις επιχειρήσεις προς αντιμετώπιση της Ιταλικής και αργότερα της Γερμανικής επίθεσης εναντίον της Ελλάδος. Παίρνει μέρος στην άμυνα κατά την Ιταλική επίθεση από 15/1/1941 έως 15/2/1941 στην Κλεισούρα και στις 28/2/1941 αντεπιτίθεται προς Λέκλι, Πεστάνι και Δκόλικο. Για την ανδρεία που επέδειξε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο παρασημοφορείται και πάλιν.
Με την τελική συνθηκολόγηση και το άδικο τέλος του έπους του ’40 ο Γρίβας επιστρέφει στο σπίτι του στο Θησείο και αρχίζει επαφές για τη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης. Οι επαφές του αρχικά κατευθύνθηκαν προς φίλους του αξιωματικούς της ΙΙ Μεραρχίας που είχαν πολεμήσει μαζί κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Αργότερα γνωρίστηκε και με τον Μακάριο, που τότε ήταν διάκος σε εκκλησία της Αθήνας. Έτσι, τον Ιούνιο του 1941 ο Γρίβας ίδρυσε την εθνική αντιστασιακή οργάνωση «Χ». Σύμφωνα με τον ίδιο τον Γρίβα: “Τα στελέχη της οργάνωσης ήταν μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί του βορειοηπειρωτικού έπους και των μακεδονικών οχυρών. Αποκλειστικός σκοπός της Χ: Η διά παντός μέσου εκδίωξη του κατακτητή από την πατρώα γη. Πίστευα ακράδαντα ότι νίκη των συμμάχων θα σήμαινε όχι μόνο απελευθέρωση της Ελλάδος, αλλά και ολοκλήρωση της εθνικής μας ελευθερίας, διά της ενσωμάτωσης της Κύπρου, της Δωδεκανήσου και της Βορείου Ηπείρου. Εδαφών τα οποία ιστορικά και εθνολογικά ανήκουν στην Ελλάδα». Στη διάρκεια της κατοχής η δράση της “Χ” αφορά τη φυγάδευση Άγγλων αξιωματικών στη Μέση Ανατολή, την κατασκοπεία και τη συλλογή πληροφοριών για τις κινήσεις των Γερμανών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις αρχές του 1943 η ηγεσία της “Χ” έστειλε κατ’ εντολή της αγωνιστές της να ενταχθούν και να πολεμήσουν στα σώματα Ζέρβα και Ψαρρού. Η σημαντικότερη στιγμή της οργάνωσης έγκειται στο καλοκαίρι του 1942, όπου συνεργάστηκε με τον Ελληνοπολωνό σαμποτέρ Γιούρι Ιβάνωφ και ανατίναξε δεξαμενές καυσίμων στο αεροδρόμιο Τατοΐου.
Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι οι συνθήκες κατά την περίοδο του Β´ Παγκοσμίου πολέμου όσο και κατά τα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου (οπότε και τοποθετείται σημαντικό μέρος της δράσης του Γεωργίου Γρίβα), τόσο στην Ελλάδα-Κύπρο όσο και διεθνώς, διαφέρουν πολύ από τις σημερινές, παρότι ο ανταγωνισμός για απόκτηση ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αποτελεί μόνιμη επιδίωξη και, παράλληλα, οι πιο αδύναμες χώρες με καίρια θέση εγκλωβίζονται στη δίνη των επιδιώξεων των ισχυρών, με οδυνηρές συνήθως επιπτώσεις για τους αδύναμους. Μέσα σε μια τέτοια δίνη βρέθηκε μεταπολεμικά και ο Ελληνισμός, με αποτέλεσμα τον ολέθριο εθνικό διχασμό, κατά τον οποίο κλήθηκε ο παρασημοφορημένος για τη γενναιότητα και τις ικανότητές του, τόσο στο Μικρασιατικό πόλεμο όσο και στον γερμανοϊταλικό, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, Γεώργιος Γρίβας, να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Αποτέλεσμα: Να λατρευτεί ως σωτήρας από τη μια παράταξη, αλλά και να μισηθεί όσο λίγοι από την άλλη, την ηττημένη και ήδη συμπεφωνημένα εγκαταλειμμένη από την ίδια τη Σοβιετική ηγεσία.
Με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, σε συνεργασία με τα συμμαχικά βρετανικά στρατεύματα, προβάλλει σθεναρή αντίσταση στο Θησείο έναντι των κομμουνιστών που αποπειράθηκαν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την Αθήνα (Δεκεμβριανά του 1944). Αυτή του την προσφορά στην πατρίδα δεν αποδέχθηκαν ούτε κατανόησαν ποτέ οι αποτυχόντες φιλοσοβιετικοί κομμουνιστές της Ελλάδας και κατόπιν, και μέχρι σήμερα, οι αριστεροί της Κύπρου. Ο χαρακτηρισμός “κομμουνιστοφάγος” δεν έπαψε να τον συνοδεύει, με συνέπεια την εχθρική στάση της ηγεσίας του ΑΚΕΛ απέναντι στην ΕΟΚΑ και τον αρχηγό της, κάτι βεβαίως που εκ των υστέρων αναγνώρισε και η ίδια ως σφάλμα. Σφάλμα μέγα, γιατί ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν καθαρά εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός, με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ο δε Γεώργιος Γρίβας αποδείχθηκε μέγας πατριώτης και ικανότατος ηγέτης. Ένας ηγέτης που εξέφραζε το προαιώνιο αίτημα του Κυπριακού λαού για απελευθέρωση και ένωση με τον εθνικό κορμό, που υπήρξε εκφραστής μιας προϋάρχουσας ιδεολογίας, που μορφοποίησε τους οραματισμούς ολόκληρου του έθνους.
Προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου
Η σκέψη για ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Διγενής, εκφράστηκε κατά πρώτον το 1948 στους φίλους και συνεργάτες του στην Ελλάδα, τον Κύπριο δικηγόρο Χριστόδουλο Παπαδόπουλο και τον επίσης κυπριακής καταγωγής Αχιλλέα Κύρου: «Η εκ μέρους των Συμμάχων της Ελλάδος επιδειχθείσα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιον πόλεμον ανακολουθία προς τας υπ’ αυτών διακηρυχθείσας υψηλόφρονας αρχάς της αυτοδιαθέσεως των λαών, διά της μη επιλύσεως του Κυπριακού και το ιστορικόν αξίωμα ότι μόνον διά της ενόπλου δράσεως αποκτούν την ελευθερίαν των οι υπόδουλοι λαοί, μου υπηγόρευσαν την σκέψιν του ενόπλου αγώνος προς απελευθέρωσιν της γενέτειράς μου Κύπρου».
Το 1950 στρέφει εντονότερα την προσοχή του στην προσπάθεια για απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του από τον Βρετανικό ζυγό. Με καταγεγραμμένη την έκφραση της λαϊκής θέλησης με ποσοστό 96% στους τόμους του Ενωτικού Δημοψηφίσματος του 1950, που πανηγυρικά υποδέχτηκε ο Ελληνικος λαός και η Βουλή, όχι όμως η Κυβέρνηση, αρχίζουν οι πρώτες συζητήσεις για ένοπλη αντίσταση εναντίον της βρετανικής κατοχής στις αρχές της δεκαετίας του ᾽50, ανάμεσα στους κύκλους των λίγων, αλλά δικτυωμένων στα κέντρα αποφάσεων, Κυπρίων της Αθήνας. Πρωταγωνιστές ήταν η οικογένεια Κύρου, της εφημερίδας «Εστία», και οι αδελφοί Σάββας και Σωκράτης Λοϊζίδης, δικηγόροι από το Δίκωμο και εξόριστοι των Βρετανών.
Ο Γ. Γρίβας εκθέτει τις απόψεις του για ένοπλο αγώνα στον στρατηγό Γ. Κοσμά, αρχηγό του Γ.Ε.Σ., που τις ασπάζεται και τις μεταφέρει το 1951 στον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο. Αργότερα δέχεται πρόταση για ανάληψη ένοπλου αγώνα από τον Γεώργιο Στράτο, πρώην υπουργό Στρατιωτικών, και τους αδελφούς Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη. Τον Ιούλιο του 1951 πραγματοποιεί την πρώτη αναγνωριστική μετάβασή του στην Κύπρο για μελέτη του εδάφους και συναντά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο που εκφράζει δισταγμούς. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συναντά παρόμοιους δισταγμούς και από τον Παπάγο, που δεν επιθυμούσε να διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία και ήταν οπαδός της λύσης διά της διπλωματικής οδού. Ακολούθησαν συσκέψεις τον Ιούλιο του 1952 στην Αθήνα, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς και νομικούς, όπου ελήφθη η απόφαση για έναρξη απελευθερωτικού αγώνα με τη συγκρότηση πολιτικής και στρατιωτικής επιτροπής. Όποτε βρισκόταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στην Αθήνα η πολιτική επιτροπή συνεδρίαζε στην παρουσία του.
Οι προσπάθειες επισημοποιήθηκαν στις 7 Μαρτίου 1953 με την ορκωμοσία για την ανάληψη αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου, που έγινε ενώπιον του Μακαρίου στο σπίτι του καθηγητή Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού 36β, στα Εξάρχεια. Εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό οι: Νικόλαος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Στράτος, Γεράσιμος Κονιδάρης, Αντώνιος Αυγίκος, Σάββας Λοϊζίδης, Σωκράτης Λοϊζίδης, Γεώργιος Γρίβας, Ηλίας Τσατσόμοιρος, Δ. Σταυρόπουλος, Δημήτριος Βεζανής, Ηλίας Αλεξόπουλος. Στο τελετουργικό της ορκωμοσίας προφανές πρότυπο ήταν η Φιλική Εταιρεία και η επανάσταση του 1821. Η ορκωμοσία έγινε σε έντονο κλίμα συγκίνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος έβαλε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και ανέγνωσε τον όρκο, φράση με φράση, τον οποίο επαναλάμβαναν οι παριστάμενοι που είχαν θέσει τα χέρια τους στο Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη που επιλέχθηκε πρόχειρα από τη βιβλιοθήκη του Κονιδάρη: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου…» Ήταν το τέλος της αρχής του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Στόχος της ΕΟΚΑ ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Γρίβας κήρυξε την έναρξη του ένοπλου εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα την 1η Απριλίου 1955 με βομβιστικές επιθέσεις και με μια προκήρυξη που μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Με την βοήθειαν τού Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου τού Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα διά την αποτίναξιν τού Αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι πρόγονοί μας ως ιεράν παρακαταθήκην: “´Η τάν ή επί τάς”». [31]
Η προκήρυξη έφερε την υπογραφή «Διγενής». Οι Άγγλοι είχαν αόριστες πληροφορίες ότι πίσω από τις επιθέσεις βρίσκεται κάποια οργάνωση «Χ» αλλά δεν γνώριζαν κάτι ιδιαίτερο γι᾽ αυτήν, ενώ το «Διγενής» δεν γνώριζαν αν είναι όνομα προσώπου ή οργάνωσης. Πληροφορήθηκαν ότι «Διγενής» είναι ο Γρίβας από ένα άρθρο του Ζαχαριάδη που μεταδόθηκε από τον ραδιοσταθμό του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα» στις 24/4/1955.
Θα ήταν πλεονασμός να αναφερθώ σε λεπτομέρειες του Αγώνα της ΕΟΚΑ του ᾽55-᾽59 τον οποίον με τόση γενναιότητα και επιτυχία διεξήγαγε ο Διγενής και τα παλληκάρια του. Ο τετραετής απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Διγενή σημάδεψε τη γενιά μας και συνεπήρε το Πανελλήνιο. Υπό την έμπειρη στρατιωτική του καθοδήγηση, η νεολαία της Κύπρου ανδρώθηκε στα βουνά, τις φυλακές και τα στρατόπαιδα συγκέντρωσης και όταν χρειάστηκε κάποιοι έδωσαν μάχες, άλλοι έγιναν ολοκαύτωμα και άλλοι βάδισαν τον δρόμο προς την αγχόνη ψέλνοντας θούριους για τη λευτεριά και υποτιμώντας τον θάνατο, που δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε με το μικροσκόπιο την ώρα της θυσίας τους.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Αγώνας της ΕΟΚΑ αποτελεί την πρώτη ουσιαστική ένοπλη δράση των Κυπρίων για Ελευθερία, Αυτοδιάθεση – Ένωση. O πρώτος αυτός αγώνας πέτυχε την απελευθέρωση της Κύπρου και μετέτρεψε το “ουδέποτε” των Άγγλων σε παραχώρηση στον Κυπριακό λαό μιας κολοβωμένης ανεξαρτησίας, αλλά δεν ολοκλήρωσε τον σκοπό για τον οποίον έγινε, την Ένωση με τον εθνικό κορμό.
Την ευθύνη για τη μη πραγμάτωση του σκοπού του Αγώνα και την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, ανέλαβαν η Ελληνική Κυβέρνηση Καραμανλή και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς την ενημέρωση και συμφωνία του Διγενή και χωρίς την έγκριση του Κυπριακού λαού. Με τις εμπειρίες του διχασμού του Ελληνισμού και με πικρία αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, απογοητευμένος από την πολύ κακή λύση που η πολιτική ηγεσία αποδέχτηκε.
Αναχώρησε για την Ελλάδα, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές ήρωα και η Βουλή των Ελλήνων, με τον Νόμο 3944 που δημοσιεύτηκε στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Α 51 στις 20 Μαρτίου 1959, προήγαγε ομόφωνα τον Γεώργιο Γρίβα από αντισυνταγματάρχη σε αντιστράτηγο, του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του Αξίου Τέκνου της Πατρίδος. (τίτλο που πριν από τον Γρίβα είχε απονείµει µόνο στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί τον Ελευθέριο Βενιζέλο και σε κανένα µετά από αυτόν). Η Βασιλική Ακαδημία Αθηνών απένειμε στον Γρίβα το Χρυσό Μετάλλιο, την ύψιστη τιμή απ᾽ όσες διαθέτει, κατά την πανηγυρική της συνεδρία της 24ης Μαρτίου 1959.
Ο Γρίβας όμως και η ΕΟΚΑ έγιναν παράδειγμα προς μίμηση για άλλους υπόδουλους λαούς και ενέπνευσαν πολλά απελευθερωτικά κινήματα και μεγάλους επαναστάτες. Σημειώνω χαρακτηριστικά την πολιτικοστρατιωτική μελέτη του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα με τίτλο “Αγών ΕΟΚΑ και Ανταρτοπόλεμος” που κυκλοφόρησε το 1962 στην Αθήνα, μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Αγγλία με τίτλο “Guerrilla warfare and EOKA’s struggle: a politico-military study” (London: Longmans, 1964) και στις ΗΠΑ με τίτλο “General Grivas on guerrilla warfare” (New York: Praeger [1965, c1964]). Το βιβλίο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο καλών πρακτικών για τον ανταρτοπόλεμο σε στρατιωτικές σχολές του εξωτερικού, εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι το μελέτησε ακόμα και ο ηγέτης της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τις ικανότητες του αρχηγού της. Παραθέτω δύο αποσπάσματα από δύο επιστολές του Κάστρο, η πρώτη προς τον Διγενή και η δεύτερη κατά τον θάνατό του:
“Στρατηγέ, ο Αγώνας σας με γοήτευσε και αποτέλεσε παράδειγμα για την Απελευθέρωση της Πατρίδος μου. Συγχαρητήρια. Εύχομαι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη να βασιλεύσουν επιτέλους στον κόσμο” (1959).
“Εφήρμοσα κατά τον απελευθερωτικό Αγώνα της χώρας μου, τα ανταρτικά σχέδια που είχε χρησιμοποιήσει ο Στρατηγός Γρίβας στον Αγώνα της ΕΟΚΑ” (1974)
Εξόχως ενδιαφέρουσα εξάλλου είναι και η εκτενής αναφορά του Βρεττανού ταξίαρχου Μάγκαν, που πολέμησε για τη διάλυση της ΕΟΚΑ στην Κύπρο και έγραψε το 1959, λαμβανομένου υπ᾽όψιν ότι υπήρξε αντίπαλός του: «Ο Γρίβας είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει αρχές… Όταν έχει να κάνει με χρήματα είναι έντιμος, όχι σχετικά έντιμος με βάση τα πρότυπα των Λεβαντίνων, αλλά αυστηρά έντιμος με όποια πρότυπα κι αν γίνει η σύγκριση». Ο Βρετανός θεωρεί ότι είναι φανατικός υποστηρικτής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. «Είναι σκληραγωγημένος, εργατικός, λιτοδίαιτος και εξαιρετικά τσιγκούνης. Δεν πτοείται από τους κινδύνους και τα τυχαία γεγονότα της ημέρας που παρουσιάζονται στο προσκήνιο, επειδή έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και διαθέτει την επινοητικότητα να τα αντιμετωπίσει. Είναι πανούργος, καχύποπτος, προσεκτικός, απότομος και ειλικρινής. Τον απασχολούν τα τρέχοντα προβλήματα και η πρακτική επίλυσή τους».
Θα μπορούσα να περατώσω την ομιλία μου εδώ, αφού το σημερινό φιλολογικό μνημόσυνο του Διγενή αφορά τα 60 χρόνια από το πέρας του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ζώντας όμως τη σημερινή συστηματική προσπάθεια ορισμένων να αμαυρώσουν τη μνήμη του αγωνιστή για ιδέες ΔΙΓΕΝΗ και να μας πείσουν ότι η δική τους, υποχωρητική προς τους Τούρκους, πολιτική του εφικτού είναι προτιμότερη από την επιδίωξη του ευκταίου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η απελευθέρωση της κατεχόμενης μισής μας πατρίδας και η εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Δημοκρατικών Αρχών σε μια σύγχρονη κανονική πολιτεία, θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με περιληπτική αναφορά στη μέχρι τον θάνατό του, δράση του Γ. Γρίβα-Διγενή.
Μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Παρά την επιτυχία και του αγώνα της ΕΟΚΑ και του Διγενή, στον ίδιο δεν δίνεται το δικαίωμά να μείνει στη Κύπρο και ζει στην Αθήνα.
Τον Ιούνιο του 1964, μετά την Τουρκοκυπριακή Ανταρσία, ο Διγενής αποδέχεται την πρόσκληση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και με την έγκριση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε, ως επικεφαλής 5.000 στρατιωτών, την αρχηγία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και στη συνέχεια και της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου με τη συναίνεση του προέδρουΜακάριου ως ΑΣΔΑΚ. Όπως προαναφέρθηκε, η Κύπρος μετατρέπεται τότε σε απόρθητο φρούριο για την Τουρκία και η επίτευξη του στόχου της Ένωσης ήταν όσο ποτέ άλλοτε κοντά.
Δυστυχώς, η λανθασμένη τοποθέτηση της Κυπριακής πολιτικής στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, μεσούντος τότε του ψυχρού πολέμου (1965-᾽67), και η αρνητική προς την παρουσία των Ελλήνων στρατιωτών συμπεριφορά και στάση παραγόντων και κομμάτων της Κύπρου οδήγησαν στην αποδόμηση του έργου αυτού του Διγενή.
Η ανάληψη τον Απρίλιο του ᾽67 της εξουσίας στην Ελλάδα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, προς την οποία ο Διγενής δεν έκρυβε την αντιπάθειά του, άλλαξαν πλήρως το διεθνές πολιτικό σκηνικό εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Η προβοκάτσια των γεγονότων της Κοφίνου, που ο ίδιος ο Διγενής δεν διέταξε αλλά ως στρατιωτικός εξετέλεσε με κάθε επιτυχία μετά από απόφαση της Κυπριακής και Ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν τον Νοέμβριο του 1967 στην απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Ο Διγενής τίθεται από τη Χούντα σε απομόνωση στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, από όπου οργανώνει με άλλους Έλληνες αξιωματικούς και Κύπριους φοιτητές τον αντιχουντικό του αγώνα.
Τόσο η έγνοια του για ην συνεχή διολίσθηση των ενδοκυπριακών διαπραγματεύσεων που διεξήγοντο στη Κύπρο όσο και οι συμφωνίες της Χούντας με την Τουρκία στα πλαισια του ΝΑΤΟ καθώς και η παρατεταμένη έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών οδήγησαν τον Διγενή στην κάθοδο του για τελευταία φορά στο νησί μυστικά, στις 31 Αυγούστου 1971. Παράλληλα με τη μυστική διοργάνωση μηχανισμού αντίδρασης προς την καταστροφική πορεία, επεδίωξε και πέτυχε συνάντηση και συνεννόηση με τον Μακάριο, η οποία δυστυχώς δεν έγινε σεβαστή εκ μέρους του Προέδρου και ανεκλήθη ή/και παραβιάστηκε αμέσως μετά τη συνομολόγηση της.
Τρία χρόνια αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στο κρησφύγετό του στη Λεμεσό. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, σε ειδική συνεδρία της στις 31 Ιανουαρίου 1974, ανακήρυξε τον Διγενή «άξιον τέκνον της Κύπρου διά τας εξαιρέτους υπηρεσίας τας οποίας προσέφερε προς την ιδιαιτέραν του Πατρίδα», ενώ η Ακαδημία Αθηνών απέδωσε τις οφειλόμενες τιμές.
Στον περιορισμένο χρόνο μιας ομιλίας δεν είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί πλήρως η προσωπικότητα και να εξαντληθούν όλες οι πτυχές της δράσης ενός μεγάλου ανδρός όπως ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής. Το έπος του 1955-59, οι ήρωες και ο Διγενής αποτελούν για εμάς την πιο ιερή παρακαταθήκη που δεν μας επιτρέπεται ούτε να αγνοούμε ούτε να χρησιμοποιούμε για εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε κομματικών σκοπιμοτήτων. Γιατί αυτό αποτελεί τυμβωρυχία και η τυμβωρυχία μέγιστη ύβρι και ασυγχώρητη ιεροσυλία.
Αντίθετα, το μέγα μάθημα που μας παρέχει η περίπτωση του Αγώνα της ΕΟΚΑ και του αρχηγού Διγενή είναι η πίστη στο δίκαιο του αγώνα για Ελευθερία και Δικαιοσύνη και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας στη γη μας, στους τάφους των προγόνων μας, στην πολιτιστική μας κληρονομιά, στο παρελθόν και στο μέλλον μας. Και αυτήν τη στιγμή, με τη μισή μας πατρίδα κάτω από τον τουρκικό ζυγό, το μάθημα αυτό είναι για εμάς περισσότερο απαραίτητο από ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου