Στά μέσα Μαΐου 1822, ο πρόεδρος τού Εκτελεστικού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ανέλαβε τήν αρχηγία σέ
μία στρατιωτική επιχείρηση, η οποία είχε ως στόχο τήν απελευθέρωση τού Σουλίου καί τήν εκκαθάριση τής Δυτικής Ελλάδος από τά εχθρικά
στρατεύματα. Πώς μπορούσε όμως ένας πολιτικός νά αναλάβει τήν αρχιστρατηγία σέ μία στρατιωτική επιχείρηση
καί νά τή φέρει εις πέρας επιτυχώς, όταν μάλιστα ο ίδιος αμφισβητούσε τό δικαίωμα
τών οπλαρχηγών νά ασχολούνται μέ τήν πολιτική;
Αφού συγκέντρωσε ένα ετερόκλητο πλήθος από ξένους φιλέλληνες, ατάκτους αρματολούς,
Μανιάτες, Μωραΐτες, Επτανήσιους, Ρουμελιώτες
καί Σουλιώτες ξεκίνησε τήν εκστρατεία του χωρίς ποτέ νά καταφέρει νά επιβάλλει τήν πειθαρχία
στό στράτευμά του.
«Διά νά αποκρουσθώσιν οι απειλούντες ήδη τήν Δυτικήν Ελλάδα εχθροί, αποφασίζει νά εκστρατεύση ο πρόεδρος τού
Νομοτελεστικού. Υπέρτατος άρχων τής Ελλάδος ο Μαυροκορδάτος διά
τήν απειρίαν τών Ελλήνων ως πρός τήν νέαν τάξιν τών πραγμάτων
καί διά τήν περί τό διαιρείν επιτηδειότητά του, αφ' ού δέν ημπόρεσε νά
κατορθώση ώστε νά ήναι διά τού νόμου πενταετής πρόεδρος καί εις αυτό τό
διάστημα τού χρόνου ν' ασφαλίση εις τόν εαυτό του τήν εξουσίαν, ήδη
καταγίνεται νά τήν ασφαλίση διά τής δυνάμεως τών όπλων καί διά ταύτα
θέλει
νά εκστρατεύση κατά τών Τούρκων, άν καί απόλεμος.
Είναι λοιπόν δυνατόν νά νικήση τούς Τούρκους; Καί όμως εκστρατεύει. Καί διά ν' αποκτήση εις τήν Ευρώπην
μεγαλοπράγμονος ανθρώπου υπόληψιν,
ελπίζων τέλος πάντων, άν τά πράγματα τών Ελλήνων καταντήσωσιν υπόθεσις τής Ευρώπης καί η Ελλάς κατασταθή
ηγεμονεία, νά διορισθή αυτός ηγεμών.
Καί επειδή τόν Υψηλάντη θεωρεί ως άνθρωπον τής Ρωσσίας, εκείνος θ' ακολουθήσει τήν Αγγλίαν εις τήν πολιτικήν του.
Καί δή παραλαβών τόν Μάρκον Μπότσαρην, τίθεται επι κεφαλής ατάκτων τινών Πελοποννησίων καί Επτανησίων, τών τε γυμνασθέντων από τόν
Μπαλέστ καί αποτελούντων τό πρώτον πεζικόν σύνταγμα τακτικών, ως καί τών εξ Ευρώπης συρρευσάντων
φιλελλήνων, οι οποίοι
διωργανίσθησαν εις έν τάγμα.
Συνήλθον υπό τάς σημαίας του τό πρώτον σύνταγμα υπό τόν Ταρέλλαν καί τό
τάγμα τών φιλελλήνων υπό τόν Δανίαν, εκ πεντακοσίων αμφότερα
συγκείμενα, τό σώμα εκ πενήντα Επτανησίων υπό τόν Σπύρον Πανάν, ο Μάρκος Μπότσαρης μέ διακόσιους, ο
Κανέλλος Δελιγιάννης μ' εκατόν πενήντα, ο Παναγιώτης Γιατράκος μ' ενενήντα, καί ο Θεόδωρος
Γρίβας ως σωματοφύλαξ.
Ο Καρατάσιος καί ο Γάτσος μετά τήν εκπόρθησιν τής Ναούσης μέ τριακόσιους
Μακεδόνας, καθώς καί ο Βαρνακιώτης, ο
Ανδρέας Ίσκου, ο Αλέξης Βλαχόπουλος, ο Δημοτσέλιος καί άλλοι Δυτικοελλαδίται.
Ο Μαυροκορδάτος τήν 2αν Ιουνίου 1822 κινείται εις τήν Λάσπην, όπου
προσκαλεί τούς οπλαρχηγούς καί τούς προκρίτους τής Δυτικής Ελλάδος, διά
νά συσκεφθώσι περί τής εκστρατείας. Ο σκοπός του αφώρα νά συναχθώσιν
εκεί στρατεύματα καί ήλπιζε ν' ανεβή ο αριθμός των είς δέκα χιλιάδας.
Αλλ' αποτυγχάνει καί εκστρατεύει εις Κομπότι μέ τέσσαρας χιλιάδας
Έλληνας, μεθ' ών συναριθμούνται καί οι φιλέλληνες.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου
Ο Μαυροκορδάτος από τήν αρχή παραγκώνισε τόν γηραιό καί αναγνωρισμένο από τούς πάντες έμπειρο
αρματολό Γεώργιο Βαρνακιώτη, μέ σκοπό
νά παραδώσει τήν αρχηγία τής Δυτικής Ελλάδος στόν νεότατο Μάρκο. "Διαίρει καί βασίλευε"
ήταν τό δόγμα τού πολιτικού, ο οποίος μέ αυτήν τήν εμμονή
του θά κατόρθωνε νά εξαναγκάσει τόν γέρο Βαρνακιώτη νά αποσυρθεί από τήν επανάσταση.
Στίς 10 Ιουνίου 1822, στή μάχη πού έγινε στό Κομπότι, λίγο νοτιότερα από τήν Άρτα,
τά χριστιανικά στρατεύματα τών Ευρωπαίων καί τών Ελλήνων νίκησαν τούς Τουρκαλβανούς.
Στή μάχη αρίστευσε ο νεώτατος Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο οποίος
σκότωσε ένα σημαντικό αξιωματικό τού Κιουταχή πασά.
Ο Γερμανός στρατιωτικός Κάρολος Αλβέρτος Νόρμαν διακρίθηκε στήν μάχη, όπως καί πολλοί
φιλέλληνες. Αυτή η νίκη γέμισε ελπίδες τούς Έλληνες πού αντιμετώπιζαν τόν εχθρό τόσο κοντά στή βάση του.
Εν τώ μεταξύ ο Γενναίος επέστρεψε στήν Πελοπόννησο, έπειτα από εντολή τού πατέρα του καί τό γεγονός αυτό
τό κατέκριναν οι πολέμιοι τού Κολοκοτρώνη.
Τό ελληνικό στρατόπεδο αποδυναμώθηκε όταν έφυγαν 1200 μαχητές πρός βοήθεια τών Σουλιωτών.
Μαζί τους ήταν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Αγγελής Γάτσος, Γεώργιος Βαρνακιώτης,
Αλεξάκης Βλαχόπουλος καί Αντρέας Ίσκος.
Δυστυχώς όμως, οι 1200 αυτοί μαχητές δέν μπόρεσαν νά
φτάσουν στό Σούλι αφού τουρκικές δυνάμεις τούς συνέτριψαν στό χωριό Πλάκα στίς 29 Ιουνίου 1822. Στό πεδίο τής μάχης έπεσαν
100 Έλληνες, μεταξύ τών οποίων ο οπλαρχηγός Δουράκης καί ο αδελφός τού Γάτσου. Οι υπόλοιποι γύρισαν στό χωριό Πέτα,
λίγο βορειότερα από τήν Άρτα, όπου είχαν οχυρωθεί καί οι υπόλοιποι Έλληνες.
Οι Τούρκοι τής Άρτας είχαν τρομάξει βλέποντας τόσες ρωμέϊκες δυνάμεις
σιμά τους. Είχαν όμως τήν τύχη νά συλλάβουν αιχμάλωτο τόν Ιταλό
Μονάλντι, ο οποίος αβίαστα τούς πληροφόρησε γιά όλες τίς ελληνικές
θέσεις. Οι Τούρκοι τόν αντάμειψαν κόβοντας τό κεφάλι του καί στήνοντάς
το
στό παζάρι τής πόλης. Αμέσως μετά ξεχύθηκαν έξω από τήν Άρτα μέ
προορισμό τό χωριό Πέτα. Επτά χιλιάδες ήταν τό τούρκικο ασκέρι μέ
κεφαλή τόν τρομερό Ρεσίτ πασά, γνωστό καί ως Κιουταχή.
Οι Τούρκοι υπερτερούσαν αριθμητικά καί τελικά μέ τό ισχυρό τους ιππικό
διέλυσαν τό ελληνικό στρατόπεδο, τρέποντας τούς αμυνομένους σέ φυγή
καί σκοτώνοντας εκατοντάδες από αυτούς.
Η μάχη τού Πέτα δέν ήταν απλά μία ήττα. Ήταν μία καταστροφή.
Ο Γώγος Μπακόλας, κατηγορήθηκε ότι άφησε αφρούρητο τό μέρος γιά τό οποίο ήταν
υπεύθυνος, μέ αποτέλεσμα νά διεισδύσει από εκεί ο εχθρός καί νά βρεθεί στά νώτα τών αμυνομένων.
Αυτή η μάχη θά ήταν η τελευταία πού έδωσε ο Γώγος Μπακόλας. Λίγο αργότερα θά εγκατέλειπε τήν επανάσταση
καί θά αυτομολούσε στούς Τούρκους.
Οι Επτανήσιοι καί οι φιλέλληνες Ευρωπαίοι έπαθαν μεγάλη συντριβή.
Οι φιλέλληνες δέν είχαν φροντίσει νά φτιάξουν προμαχώνες,
παρά τίς συμβουλές
τών Ελλήνων. Ο Δάνια (Ντάνια) είχε δηλώσει στόν
Μπακόλα ότι τά στήθη τους θά αποτελούσαν τούς προμαχώνες. Πράγματι οι ξένοι
πολέμησαν παλικαρίσια, έχοντας δημιουργήσει μέ
τά σώματά τους ένα τετράγωνο, τό οποίο όμως ήταν εύκολος στόχος γιά τούς Τούρκους σπαχήδες. Ο Γερμανός στρατηγός
Νόρμαν τραυματίστηκε καί όταν συνάντησε τόν Μαυροκορδάτο τού είπε:
- "Τό πάν απωλέσαμεν πλήν τής τιμής!"
Ο Νόρμαν θά πέθαινε λίγο αργότερα στό Μεσολόγγι. Η μοίρα τών φιλελλήνων
αιχμαλώτων ήταν πιό σκληρή από αυτούς πού σκοτώθηκαν
καθώς αναγκάστηκαν νά κουβαλήσουν μέχρι τήν Άρτα
τά κεφάλια τών συντρόφων τους καί εκεί νά υποκύψουν έπειτα από σκληρά βασανιστήρια.
Αξίζει νά αναφέρουμε ότι καθόλη τή διάρκεια τής μάχης, ο Μαυροκορδάτος βρισκόταν ασφαλής στό χωριό
Λαγκάδα, όπου υποτίθεται ότι είχε
στήσει τό στρατηγείο του.
Οι Ευρωπαίοι πού σκοτώθηκαν ήταν: 34 Γερμανοί, 12 Ιταλοί, 9 Πολωνοί, 7 Γάλλοι, 3 Ελβετοί, 1 Ολλανδός, 1 Ούγγρος.
Τήν ίδια μέρα χάθηκε καί στήν Σπλάντζα, (παραλία τού σημερινού Δήμου Φαναρίου Πρεβέζης) στίς
εκβολές τού Αχέροντα, καί ο
Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο οποίος είχε σταλεί
γιά νά κτυπήσει τόν εχθρό από τά νώτα του. Οι περισσότεροι όμως Μανιάτες
τόν είχαν εγκαταλείψει, διότι δέν είχε μισθούς νά τούς πληρώσει
καί είχε μείνει μέ μερικούς πιστούς μαχητές. Μαζί του
πολέμησαν καί μερικοί Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Λάμπρο Ζάρμπα, Ζώη
Πάνου, Βασίλειο Ζέρβα καί αυτή ήταν η πρώτη φορά πού πολέμησαν
μαζί οι πιό εμπειροπόλεμοι Έλληνες τής επανάστασης, οι Μανιάτες καί οι
Σουλιώτες.
Δυστυχώς η νίκη τών Ελλήνων συνοδεύτηκε μέ τόν θάνατο τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη.
Οι απογοητευμένοι Μανιάτες αποφάσισαν νά επιστρέψουν στήν πατρίδα τους, παίρνοντας
μαζί καί τήν αιματοβαμμένη ζώνη
τού αρχηγού τους γιά νά τήν παραδώσουν στήν οικογένειά
του στή Μάνη. Η ειρωνεία είναι ότι στήν ίδια μάχη σκοτώθηκε καί ο αντίπαλος Τούρκος αρχηγός,
εναντίον τού οποίου ο Κυριακούλης είχε πολεμήσει ένα χρόνο πρίν, στή μάχη τού Βαλτετσίου.
«Τά τέσσερα πλοία τών Ελλήνων μετά τού Κυριακούλη έφθασαν εις τήν Σπλάντζαν (Αμμουδιά Πρεβέζης) καί εξήλθαν έξω
ο Κυριακούλης καί οι μετ' αυτού. Οι
Σουλιώτες μαθόντες τούτο έστειλαν δύναμιν αρκούσαν πρός επικουρίαν των,
διότι οι Τούρκοι λαβόντες τήν είδησιν τής ελεύσεως
τών πλοίων καί
τού στρατού εξαπέστειλαν τρείς χιλιάδας στρατόν υπό τόν κεχαγιάμπεϊ διά
νά τούς αποκρούση, οίτινες τήν 4ην Ιουλίου 1822 έφθασαν
ενταύθα καί επετέθησαν κατά τών Σπαρτιατών καί τών Σουλιωτών, αλλ' ούτοι
αντιστάντες γενναίως τούς ενίκησαν καί τούς έτρεψαν εις φυγήν,
φονευθέντος
καί τού αρχηγού των κεχαγιάμπεϊ τού Χουρσίτη. Ατυχώς όμως εις τήν μάχην
ταύτην εφονεύθη καί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης.
Κατ' αυτήν τήν ημέραν τής 4ης Ιουλίου 1822 όπου εγένετο η μάχη
εις τήν Σπλάντζαν, τήν αυτήν ημέραν εξήλθον οι Τούρκοι εξ Άρτης,
συγκείμενοι εξ
επτά χιλιάδων υπό τούς αυτούς πασσάδες τούς προσβαλόντας τούς εν Πλάκα
Έλληνας, έχοντας έμπροσθεν τό πεζικόν καί όπισθεν τό ιππικόν, οι
δέ εν Πέτα Έλληνες είχον τοποθετήσει τά μέν δύο ελληνικά τακτικά τάγματα
πρός τό κέντρον έχοντα δύο πυροβόλα καί δέκα πυροβολιστάς,
ο δέ λόχος τών φιλελλήνων αριστερά, τό σώμα τών Επτανησίων δεξιά, οι δέ
μή τακτικοί πρός τό όπισθεν μέρος τού χωρίου, οι μέν πρός τό
κέντρον υπό τόν Βαρνακιώτην καί Βλαχόπουλον, οι δέ πρός αριστερά υπό τόν
Μαρκοβότσαρη, οι δέ πρός δεξιά υπό τόν Γώγον, ο Ίσκος καί ο
Γάτσος παρεφέδρευαν»
Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα
Μετά τήν καταστροφή τού Πέτα, οι
Σουλιώτες θά εγκατέλειπαν οριστικά τήν πατρίδα τους. Ο Άγγλος αρμοστής
πρόθυμα τούς έδωσε άδεια νά
εγκαταλείψουν τίς εστίες τους καί αφού τούς αφόπλισε τούς περιόρισε στό
χωριό Άσσος τής Κεφαλονιάς, ώστε νά απαλλαγούν οι Τούρκοι από
αυτούς τούς τρομερούς πολεμιστές. Πολλοί από τούς Σουλιώτες χάθηκαν από
τίς αρρώστειες καί τίς κακές συνθήκες διαβίωσης.
Ο Μάρκος Μπότσαρης μέ αφορμή τίς άσχημες συνθήκες διαβίωσης τών
συμπατριωτών του θά δήλωνε ότι όπου κυματίζει η εγγλέζικη σημαία
οι άνθρωποι είναι δούλοι. Όμως οι Σουλιώτες δέν θά πέθαιναν ποτέ δούλοι.
Σύντομα θά επέστρεφαν στό Μεσολόγγι γιά νά συνεχίσουν τόν
αγώνα τους κατά τού προαιώνιου εχθρού τής πατρίδος τους. Πατρίδα τους
δέν ήταν πλέον τό βουνό τους, αλλά η Ρωμιοσύνη ολάκερη.
ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου