(Απόσπ. επιστολής Γ.Ρήγα στον εκδότη Δικαίο)
Αλ. Παπαδ. ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ, σελ. 218-9, “Δόμος)
..αναπαύσου, κυρ-Αλέξανδρε, από τους κόπους της σκληρής, αλλά γεμάτης προσφορά ζωής σου. Το έργο σου μας στηρίζει και μας εμπνέει για τα ωραία και τα υψηλά, όσα δεν “μαυρίζουν” από τις δυσκολίες του κόσμου αυτού.Παντοτινά ευγνώμονες σε εσένα που εν ζωή δεν ευτύχησες να δεις ούτε ένα έργο σου τυπωμένο σε βιβλίο. “ουδείς προφήτης δεκτός εν τη πατρίδι αυτού…”“Άμα λείψω απ’ αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χρήσιμος είμαι”, έλεγες…
Αν για κάποιον συγγραφέα τα έργα του καθορίζουν την θέση του στην αιωνιότητα, νομίζω πως η δική σου συνεχώς θα βελτιώνεται…
Σε ευχαριστούμε, ο Θεός να αναπαύει την ψυχή σου.
Ο δε θάνατός του συνέβη ως εξής:
Ησθένησε την 29ην Νοεμβρίου του 1910. Την τρίτην ημέραν της ασθενείας
του ελιποθύμισε. Όταν δε συνήλθε, “Τι μου συνέβη;” είπε, “Δεν είναι
τίποτε/ μια λιποθυμία μικρά” του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις
αδελφαί του. “Τόσα έτη”, λέγει ο Αλέξανδρος, “εγώ δεν ελιποθύμισα/ δεν
εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου; Φέρετε αμέσως τον παπά
και μην αναβάλλετε”.
Εθρήνουν τότε αι αδελφαί του, ο δε
Παπαδιαμάντης βλέπων αυτάς και συλλογιζόμενος ότι εάν αποθάνη δεν
έχουσιν άλλον βοηθόν και συντηρητήν, ταις απέτεινε τους εξής παρηγόρους
λόγους: “Έχω καλούς φίλους, οι οποίοι θα εκδώσουν τα έργα μου/ ησυχάσατε
φιλόστόργές μου αδελφές”.
Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον
συγχρόνως και ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο
χριστιανός και χριστιανός ευσεβής, Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε
εις αυτόν/ “Τι θέλεις εσύ εδώ;” “Ήρθα να σε ιδώ” του λέγει ο ιατρός. “Να
ησυχάσης” του λέγει ο ασθενής “εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά (δηλ.
θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ”.
– “Ήθελα να κάμω το παλληκάρι” έλεγε κατά το διάστημα της ασθενείας του “αλλά την έπαθα”. – “Άμα λείψω απ’ αυτόν τον κόσμον, τότε θα καταλάβουν πόσον χρήσιμος είμαι”, έλεγε κατά τας προ του θανάτου του ημέρας. Είχε σώας τα φρένας του μέχρι τέλους και επεθύμει να συγγράψη διήγημά τι.
Ο νους του μέχρι της τελευταίας του
αναπνοής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν
αποθάνη έστειλε να κληθή ο ιερεύς δια να κοινωνήση. “Ξεύρεις! μήπως
αργότερα δεν καταπίνω!” έλεγε.
– Ήτο παραμονή του θανάτου του και ως τις ειρωνεία του ανηγγέλη η απονομή της παρασημοφορίας του δια του Σταυρού του Σωτήρος.
– Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου,
παραμονήν του θανάτου του, “Ανάψτε ένα κηρί”, είπε, “φέρτε μου ένα
βιβλίο” (Σημ. δηλ. εκκλησιαστικόν βιβλίον). Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο
δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε/
“Αφήστε το βιβλίο/ απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω”. Και ήρχισε
ψάλλων τρεμουλιαστά “Την χείρα σου την αψαμένην”
(Σημ. Είναι τούτον τροπάριον εκ των Ωρών της παραμονής των Φώτων). Αυτό
ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα
κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου
παρέδωκεν την ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.
Του Αγίου Ανδρέα τον εκτύπησε πόνος στην ωμοπλάτην του, μετά τρεις ημέρας ελιποθύμησε, και όταν συνήλθε: «Τι μου συνέβη; τόσων ετών δεν λιποθύμησα! Δε βλέπετε ότι είναι προοίμια του θανάτου μου;» Και επειδή ημείς κλαίγαμε, μας παρηγορούσε και μας έλεγε: «Τώρα
που θα φύγω εγώ έχω καλούς φίλους και με αγαπούν, και θα με
ενθυμούνται, και τα βιβλία μου θα τυπώσουν, και λεπτά θα σας δώσουν».
Εγνώριζε ότι μόνον αυτόν είχαμε εις τον κόσμον στήριγμα.
Ήλθεν ο ιατρός: «Μπα, τι θέλεις συ εδώ; Θα κάμω πρώτον τα χριστιανικά, αύριον να έλθεις». Την Παρασκευή ήλθε και ο ιατρός, αλλά είχε προχωρήσει πλέον ο πόνος, είχαν απεράσει πέντε ημέρες.
Μας έλεγε: «Βάλτε τώρα τα ποτήρια, κάμετε και γιατρικά. Θαρρούσα να κάμω το παλληκάρι σαν άλλες φορές αλλά την έπαθα».
Είχε δύσπνοιαν, είχε συγκοπάς, τριάντα πέντε ημέρας δεν έπεσε να
κοιμηθή ήσυχα, όλον ακουμπισμένος στα μαξιλάρια. Τρεις φορές εκοινώνησε,
τρεις του διάβασαν την μεγάλην ευχήν εν είδει εξομολογήσεως, του
έψαλλαν αγιασμόν και ευχέλαιον.
Προσέτι δε έστειλε την μικροτέραν αδελφήν μας εις το
εικονοστάσιον μας να επικαλεσθή εξ ιδίων του την βοήθειαν του Αγίου
Ταξιάρχου, αρχαίον εικόνισμα του από πατρός παππού μας.
Εις τας 2 Ιανουαρίου, Κυριακή, ήλθαν και του είπαν δια τον σταυρόν, και μετά 9 ώρας , μία το μεσονύχτιον εσηκώθη και είπε «να πάγω μιά εις του Ζιμπλού», γειτονικό παντοπωλείον, και επειδή εκλονίζετο, τον καθίσαμε εις την καρέκλαν και ήρχισεν να κλαίη σαν μικρό παιδί.
Τον βάλαμε δίπλα και μετά πέντε λεπτά εξέπνευσε.
Έκλεισε μόνος του τα μάτια, χωρίς να τα πιάση άλλος.
Την Δευτέρα τον θάψαμε και χάσαμε την τελευταία ελπίδα μας. 3 Ιανουαρίου 1911…»
Απόσπασμα από αλληλογραφία Σοφίας, Κυρατσούλας και Χαρίκλειας Παπαδιαμάντη.
Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:
“Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.
Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη “ἡ Μετανάστις” ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν “Σωτήρα”. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη “Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν” εἰς τὸ “Μὴ χάνεσαι”. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.”
Ρήσεις
Τὸ
ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δεν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως
δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, να ὕμνῳ μετὰ λατρείας τὸν
Χριστόν μου, να περιγράφω μετ΄ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ
στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ,
ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν οὐ μή
σου μνησθῶ.
Ἄγγλος
ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται να εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ
ὄ,τιδηποτε . Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα.
Τώρα εἶναι ἐλεύθερος να ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν
καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει να κάμῃ
δημοσία τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ’
ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον να φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας.
Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ’ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει
καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.
Ἡ
γλῶσσα αὔτη, εἰς ἣν εἶναι γεγραμμένα τὸ τὲ Εὐαγγέλιον καὶ τὰ ἱερὰ
ᾄσματα, ἔχει τὸ μοναδικὸν εἰς τὸν κόσμον προνόμιον να ἐξακολουθὴ καὶ
μετὰ εἴκοσι αἰῶνας να εἶναι ζωντανή, εἰς τὴν ἀκοὴ τουλάχιστον. Ἂς
δοκιμάσῃ τις να μεταφράση ἐν τροπάριον εἰς τὴν δημώδη, καὶ τότε θὰ ἴδῃ
ὅτι ἡ γλῶσσα ἥτις εἶναι ζωντανὴ εἰς τὰ ἡρωικὰ καὶ ἐρωτικὰ ᾄσματα τοῦ
λαοῦ, εἶναι ψυχρὰ μέχρι νεκροφανείας διὰ τὰ τροπάρια. π.χ. “Ἀνοίξω τὸ
στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται πνεύματος…” Θ’ ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ θὰ
γεμίση πνέμμα (ἢ πλέμμα, ἢ καὶ πλέγμα)° καὶ λόγο θὰ βγάλω (διότι πῶς
ἄλλως θ’ ἀποδοθῇ ἡ μεταφορὰ ἢ ἡ μετωνυμία τοῦ ἐρεύξομαι;). “Ἄξιόν ἐστιν
ὣς ἀληθῶς ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον…” Ἀξίζει ἀληθινὰ να σὲ
καλοτυχίζουμε σένα τῇ Θεοτόκο, ποὺ εἶσαι πάντα καλότυχη, καὶ καθαρώτατη,
καὶ μάννα τοῦ Θεοῦ μας.
Μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, εἰς ὅλον τὸ Γένος, περνὰ ἐξόχως τὸ ἐπάγγελμα τῆς θρησκείας, καθὼς καὶ τὸ τοῦ πατριωτισμοῦ.
Ἐγὼ
εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν
ἐπισκόπων τῆς. Ἐὰν δὲ τυχὸν πολλοὶ τούτων εἶναι ἁμαρτωλοί, ἁρμοδία να
κρίνῃ εἶναι μόνον ἡ Ἐκκλησία, καὶ μόνον τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς
πρέπει να ἐπικαλώμεθα.
Ἡ
μεγαλυτέρα αἰτία τῆς παρακμῆς τῶν μοναστηρίων εἶναι ἡ σκανδαλώδης
ἀνάμιξις τῆς Πολιτείας καὶ τῶν κοσμικῶν προσώπων εἰς τὰ καλογηρικὰ
πράγματα.
Ὁ
Χριστὸς εἶπεν “Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω” καὶ ἀπεφάνθη ὅτι ὁ
τελειότερος βίος δεν εἶναι δι’ ὅλους, ἀλλὰ δι’ ἐκείνους “οἷς δέδοται”,
ἐννοῶν τὴν ἁγνείαν καὶ τὴν ἀκτημοσύνην, ἅτινα εἶναι ἡ βάσις τῆς
μοναχικῆς πολιτείας. Ἀλλὰ θὰ εἴπῃς ὅτι τώρα ἡ καλογερικὴ ἐξέπεσε. Καὶ τὶ
δεν ἐξέπεσεν; Ὅλοι οἱ παλαιοὶ θεσμοὶ εἶναι καλοί, ὅλους τοὺς ἐνόθευσεν ἡ
ἀμάθεια καὶ ἡ κακία.
Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω
ὅτι οὐδεὶς τολμᾶ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθύ καὶ
ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς
πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ
πλουτοκρατία ἦτο καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς
ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾷ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη
φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς.
Τίς
ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν
ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ
κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Ἄλλως,
διὰ νὰ γίνουν νέα θρησκευτικὰ ᾄσματα πρέπει νὰ γίνῃ πρῶτα καὶ νέα
θρησκεία… Ἂς δοκιμάσουν λοιπὸν ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ὀνειροπολοῦν αὐτὰ νὰ
κάμουν θρησκείαν χειροποίητον, θρησκείαν γιὰ τὰ κέφια τους καὶ τότε θὰ
καταλάβουν καὶ οἱ ἴδιοι πόσον εἶναι μωροὶ καὶ τυφλοί.
ΑΝΤΕΧΟΥΜΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου