Σε ένα κιτρινισμένο κομμάτι χαρτί, που κινδυνεύει να θρυμματιστεί με το παραμικρό άγγιγμα, η 84χρονη Σοφία Ζωγράφου φυλάει τις τελευταίες λέξεις του πατέρα της. Έντεκα αράδες όλες κι όλες, γραμμένες με μολύβι. «Εν Μετώπω τη 10/2/41, Αγαπητή σύζυγος...», ξεκινάει την ανάγνωση, με μικρές παύσεις σε κάθε μία από τις 60 λέξεις, σα να προσπαθεί να διαστείλει τον χρόνο. Η οικογένειά της λάμβανε τακτικά επιστολές σαν κι αυτή από το πεδίο της μάχης. Δεν θα ακολουθούσαν, όμως, άλλες.
Στις 13 Φεβρουαρίου 1941, τρεις ημέρες μετά την ημερομηνία που φέρει το γράμμα, ο πατέρας της σκοτώθηκε. Οι συνθήκες δεν είναι ξεκάθαρες. Μαρτυρίες συμπολεμιστών μιλούν για έναν όλμο που έσκασε πλάι του. Λένε, ότι ο θάνατός του δεν ήταν ακαριαίος. Τα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού τοποθετούν την απώλειά του στο Καλιβάτσι, βορειοδυτικά του Πόγραδετς. Μέχρι σήμερα όμως οι συγγενείς του αγνοούν εάν ή πού τάφηκε.
«Όσα χρόνια και να περάσουν δεν ξεχνιέται ο γονιός, και μάλιστα τέτοιος γονιός που ήτανε», λέει η κ. Ζωγράφου για τον πατέρα της.
«Μακάρι να μπορούσα να μάθω ότι υπάρχουν έστω και τα οστά του, να πάω να τον δω».
Οι έρευνες και το DNA
Για την Ελλάδα ο εντοπισμός και η ταυτοποίηση πεσόντων στρατιωτών του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941 παραμένουν επί δεκαετίες μια ιστορική εκκρεμότητα. Για την κ. Ζωγράφου, όμως, είναι ένα ανεκπλήρωτο χρέος που συντροφεύει την ίδια αλλά και μέλη της οικογένειάς της που γνώρισαν τον πεσόντα μόνο από διηγήσεις και φωτογραφίες.
Στα τέλη Ιανουαρίου μεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή ξεκίνησε εργασίες εκταφής στα στενά της Κλεισούρας, στην Αλβανία. Την πρώτη ημέρα κιόλας εντοπίστηκαν τα οστά δύο Ελλήνων πεσόντων. Οι έρευνες συνεχίζονται και σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» τα ευρήματα έχουν αυξηθεί. Επίσημα δεν έχει γίνει ακόμη γνωστός ο συνολικός αριθμός τους. Οι αναζητήσεις, πάντως, δεν πρόκειται να ολοκληρωθούν σύντομα, καθώς αφορούν συνολικά 7.976 Ελληνες στρατιώτες.
Ο οικονομολόγος Αγαθοκλής Παναγούλιας, που έχει αφιερώσει δύο δεκαετίες ιδιωτικής έρευνας στην καταγραφή πεσόντων του αλβανικού μετώπου, επικαλούμενος ιταλικό έγγραφο λέει ότι στο συγκεκριμένο σημείο είχαν ταφεί εκατοντάδες Έλληνες. «Μετά τη λήξη του πολέμου οι Ιταλοί μάζεψαν και τους Έλληνες πεσόντες και τους έθαψαν σε αυτή την κοιλάδα στα στενά της Κλεισούρας», λέει.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν κινητοποιήσει την κ. Ζωγράφου. Η 84χρονη ετοιμάζεται να δώσει δείγμα DNA στις ελληνικές αρχές, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή, όσο προχωρούν οι έρευνες, θα προκύψει ταύτιση. Τα πρώτα δείγματα γενετικού υλικού συγγενών πεσόντων του ’40-’41 συλλέχθηκαν το 2015 από το Κέντρο Μοριακής Βιολογίας του 401 Γενικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Αθηνών. Τον τελευταίο μήνα δεκάδες ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να δώσουν αίμα.
«Από τη στιγμή που κυλάει το αίμα στις φλέβες μας από αυτούς τους ανθρώπους έχουμε υποχρέωση, έστω και τώρα», λέει η 59χρονη Ελένη Αθανασιάδου, κόρη της κ. Ζωγράφου και εγγονή του πεσόντος. Θυμάται ακόμη τις ιστορίες που άκουγε από μικρή και συγκινείται όποτε μιλάει για τον παππού της. Δεν τον γνώρισε, αλλά όπως έχει φανεί και από μεταγενέστερες περιπτώσεις οικογενειών αγνοουμένων ή πεσόντων του ’74 στην Κύπρο, η αίσθηση της απώλειας μπορεί να ταξιδέψει από γενιά σε γενιά.
«Κάθε 28η Οκτωβρίου όλοι τη θεωρούν μια γιορτινή μέρα, αλλά εδώ είναι πιο ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα. Όχι ότι πενθούμε, μη λέμε υπερβολές, αλλά κάτι μέσα μας καίει», λέει.
Το σημείο που αναφέρεται ως τόπος θανάτου του παππού της απέχει αρκετά από την κοιλάδα όπου εστιάζει για την ώρα τις έρευνές της η μεικτή επιτροπή. Ωστόσο δεν είναι σίγουρο πού μπορεί να τάφηκε ή να μεταφέρθηκε η σορός του. «Τους έθαβαν με διάταξη πόδια - κεφάλι - πόδια, σαν φερμουάρ, σε μια σειρά πρόχειρων τάφων», είχε μάθει από μαρτυρίες ντόπιων ο Μιχάλης Πολυμιάδης που αναζήτησε το 2011 τον τάφου του αδερφού του παππού του στο ίδιο σημείο.
Και ο δικός του συγγενής είχε υπηρετήσει στο 22ο Σύνταγμα Πεζικού, όπως ο πεσών της οικογένειας Ζωγράφου. Όπως έμαθε αργότερα, όμως ο κ. Πολυμιάδης, η επιχείρηση εκταφής των λειψάνων είχε γίνει αρκετά χρόνια νωρίτερα και τα ευρήματα πιθανότατα βρίσκονται σε ανώνυμα οστεοφυλάκια εκκλησιών στην Αλβανία.
Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Ο Νικόλαος Ζωγράφος γεννήθηκε στην Αρίσβη Λέσβου το 1911 και έζησε στο χωριό Κλειώ (ή Κλειού όπως το λένε οι ντόπιοι) στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Παντρεύτηκε, απέκτησε δύο κόρες και ξεχώριζε για το καλλιτεχνικό του χέρι. Συχνά αναλάμβανε να διακοσμήσει εκκλησίες με αγιογραφίες.
Η μικρότερη κόρη του, Σοφία, κοντά έξι χρόνων τότε, θυμάται αμυδρά συγκεκριμένες σκηνές από την ημέρα που αναχώρησε ο πατέρας της για το μέτωπο. Της είχαν κάνει εντύπωση τα φορτηγά στο χωριό που μάζευαν τους νέους. Λέει ότι επικρατούσε μια «ανακατωσούρα». Θυμάται αποχαιρετισμούς, κλάματα, αλλά και μια δική της στιγμή στο λιμάνι της Μυτιλήνης.
Αργότερα από το ύψωμα της Κλειούς μαζί με τη μητέρα, την αδερφή της και άλλους συγχωριανούς παρακολουθούσαν τα καράβια που μετέφεραν στην ηπειρωτική Ελλάδα τον πατέρα της και τους άλλους άνδρες του 22ου Συντάγματος Πεζικού. «Τα βλέπαμε από εκεί. Γεμάτα με παιδιά. Όλα τα νιάτα πήγαν», λέει.
Ακολούθησαν τα γράμματα. Σήμερα διασώζονται δύο από αυτά. Το πρώτο είναι και πιο επίσημο, γραμμένο στο «επιστολικόν δελτάριον» που διένειμε η στρατιωτική ταχυδρομική υπηρεσία. Στην μπροστινή όψη του σημειώνεται ότι «απαγορεύεται απολύτως η αναγραφή του τόπου σταθμεύσεως της μονάδος», σε περίπτωση που θα έπεφτε σε εχθρικά χέρια.
Ο Νικόλαος Ζωγράφος, τόσο σε αυτή την επιστολή όσο και στην τελευταία που έγραψε πιο πρόχειρα σε ένα απλό κομμάτι χαρτί τρεις ημέρες πριν από τον θάνατό του, προσπαθεί να καθησυχάσει τη σύζυγό του. Δεν αναφέρεται σε μάχες. Την ενημερώνει μόνο ότι είναι καλά. Ρωτάει για τη δική της υγεία και τη διαβεβαιώνει ότι έλαβε όλα τα δέματά της. «Να μη νοιάζεσαι», της γράφει.
Αυτή η τελευταία επιστολή όμως θα μπέρδευε τους οικείους του. Κάποιες ημέρες αργότερα, με μια άλλη επιστολή, ένας συμπολεμιστής και συγχωριανός του ενημέρωσε τους δικούς του συγγενείς για τον θάνατο του Ζωγράφου. Τα νέα έφτασαν γρήγορα στην πόρτα της συζύγου του. Αρχικά δεν ήθελε να τα δεχτεί. «Πώς γίνεται να πέθανε; Αφού λίγες ημέρες πριν μου έγραψε γράμμα», έλεγε.
Το Πολεμικό Ανακοινωθέν 110 που είχε δημοσιεύσει η «Καθημερινή» την επομένη της 13ης Φεβρουαρίου 1941 αναφερόταν μόνο στις ελληνικές επιτυχίες και όχι στα θύματα στο πεδίο της μάχης: «Κατόπιν τοπικών επιθετικών ενεργειών εξετοπίσθη ο εχθρός εξ' οχυρών θέσεων. Συνελήφθησαν περί τους 400 αιχμάλωτοι και περιήλθον εις χείρας μας πολλά αυτόματα όπλα, όλμοι, πυρομαχικά. Η αεροπορία μας έδρασεν επιτυχώς βομβαρδίσασα στόχους πεδίου μάχης. Έν εχθρικόν αεροπλάνον κατερρίφθη. Άπαντα τα ημέτερα επέστρεψαν εις τας βάσεις των».
Η μικρότερη κόρη του πεσόντος, Σοφία, δεν είχε συλλάβει αμέσως τη δυσάρεστη είδηση. «Εκείνη την εποχή ράβανε στις μοδίστρες κόκκινα παλτά. Ένα για μένα και ένα για την αδελφή μου. Όταν έμαθαν ότι πέθανε ο πατέρας μας τα έβαψαν μαύρα, με μπογιά. Τότε κλάψαμε πάρα πολύ. Καταλάβαμε ότι για να βάφουν τα παλτουδάκια μας ο μπαμπάς μας είχε σκοτωθεί», λέει.
Τα επόμενα χρόνια δεν κύλησαν εύκολα. Η κ. Ζωγράφου θυμάται ότι δεχόταν τα πειράγματα άλλων παιδιών επειδή μεγάλωνε χωρίς πατέρα. Σαν να μην έφτανε αυτό, λέει ότι στις παρελάσεις την τοποθετούσαν σε ειδικό τμήμα με τα παιδιά των πεσόντων. Αργότερα το πτυχίο της από την παιδαγωγική ακαδημία θα έγραφε «πατρός ορφανή», χωρίς κάποια διευκρίνιση.
Θυμάται ακόμη τη φιγούρα ενός βετεράνου του αλβανικού μετώπου στο χωριό της. Είχε ακρωτηριασμένο το αριστερό του πόδι κάτω από το γόνατο. «Τον βλέπαμε με τις πατερίτσες και έλεγε η μάνα μου: “Ας ερχόταν και ο δικός μου πίσω και ας ήταν ανάπηρος”», λέει.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου