«Κι εμείς κάψαμε σημαία
τους στη Θεσσαλονίκη και φωνάξαμε συνθήματα «να πάρουμε τα όπλα να πάμε
στα Σκόπια», φέρεται να σχολίασε «ανώτερος υπάλληλος του ελληνικού
υπουργείου Εξωτερικών» στον ΑΝΤ1 για την πυρπόληση της ελληνικής σημαίας
στη διαδήλωση που έγινε χθες στα Σκόπια, όπως μεταδίδει το «Βαλκανικό Περισκόπιο»…
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ασχέτως της ουσίας της υπόθεσης, είναι πραγματικά άξιον απορίας το για ποιον λόγο μας πιάνει πρεμούρα να «πυροβολούμε τα πόδια μας» και μάλιστα σε τόσο υψηλό επίπεδο, ενώ εγείρεται και ένα άλλο σοβαρότατο θέμα.
Αυτό είναι εάν δικαιούνταν να προβεί σε τέτοιες δηλώσεις ένας «υπάλληλος» υπουργείου, ασχέτως του πόσο υψηλόβαθμος είναι, αν και πληροφορίες κάνουν λόγο για διπλωματικό υπάλληλο. Κατά συνέπεια, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς, ότι η ενέργειά του έχει την έγκριση της πολιτικής ηγεσίας.
Τούτων λεχθέντων, αναρωτιέται κανείς εάν σκοπεύει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών να εξηγήσει τουλάχιστον στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής την πολιτική του στα Βαλκάνια, καθότι ολοένα και περισσότερο μας δίνει την εντύπωση ότι έχουμε καταλήξει ως Ελλάδα στο συμπέρασμα, ότι είναι προτιμότερη ή απλώς αναπόφευκτη εξέλιξη, στρατηγικά, η δημιουργία «Μεγάλης Αλβανίας» στα βορειοδυτικά μας σύνορα.
Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή του επικεφαλής του ΥΠΕΞ να κρατά κλειστά τα χαρτιά του, με τη δικαιολογία ότι οι γείτονες δεν πρέπει να έχουν εικόνα για τους σχεδιασμούς της ελληνικής διπλωματίας.
Στις συνομιλίες, ωστόσο, που είχε με τον Αλβανό ομόλογό του Ντ. Μπουσάτι περί τα τέλη Ιανουαρίου στην Κορυτσά (σε συνέχεια της συνάντησής τους στην Κρήτη τον περασμένο Νοέμβριο), εστίασαν σε «διμερή θέματα στα οποία υπήρξαν διαφωνίες ή εκκρεμότητες τα τελευταία 70 χρόνια».
Αν λοιπόν η πρόοδος είναι τόσο ουσιαστική όπως ισχυρίζεται το ΥΠΕΞ και οδεύουμε προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης βιώσιμων λύσεων σε ζητήματα που χρονίζουν, τότε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας θα βάλει με χαρά την υπογραφή του σε μια στρατηγική συμφωνία συνεργασίας με την κυβέρνηση Ράμα.
Κι όλα θα γίνουν, παραβλέποντας τις εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή, τις μετακινήσεις του προσφυγικού ρεύματος, την κατάσταση στο Κόσοβο, καθώς και τις επιβουλές των «θερμόαιμων» ακραίων αλβανικών κύκλων που σε κάθε ευκαιρία εγείρουν θέμα Τσάμηδων. Αυτά θα γίνουν, προς αμοιβαίο όφελος των δύο χωρών –όπως μας αρέσει να λέμε– και πάντα σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και αξίες!
Εάν όλα αυτά ισχύουν, τότε αναρωτιέται κανείς ποιος έδωσε το πράσινο φως, εάν συγκλήθηκε π.χ. το ΚΥΣΕΑ, εάν έχει υπάρξει οποιαδήποτε συνεννόηση με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, για να αναφέρουμε μόνο μερικά.
Να πληροφορηθούμε τέλος πάντων, ποια είναι η διαδικασία παραγωγής εξωτερικής πολιτικής, εάν κρίνονται όσοι την παράγουν κι εάν εξακολουθεί να είναι όμηρος η χώρα των προσωπικών απόψεων και πεποιθήσεων του οποιουδήποτε καταλαμβάνει το πόστο.
Συζητήθηκε, για παράδειγμα, εάν το βασικό επιχείρημα είναι η αποκοπή του δεσμού Τιράνων-Άγκυρας και πώς ακριβώς θεωρούμε ότι το διασφαλίζουμε αυτό τασσόμενοι υπέρ της αποδοχής της σταδιακής ανάδυσης «Μεγάλης Αλβανίας»; Συνυπολογίστηκε η δυνητική επίπτωση στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Σερβία; Δεν έχουμε απαντήσεις, ούτε διαμορφωμένες πεποιθήσεις.
Δεν αποκλείεται ακόμα και να έχουν δίκιο, το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι μια σχετική έννοια, αφού όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Κάτι δε νομίζετε όμως ότι λείπει «συστημικά» από τη χώρα μας; Και ότι αυτό είναι επικίνδυνο, πέραν του ότι δε συνάδει με την εικόνα μιας σοβαρής και οργανωμένης χώρας, η οποία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ;
DEFENCPOINT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ασχέτως της ουσίας της υπόθεσης, είναι πραγματικά άξιον απορίας το για ποιον λόγο μας πιάνει πρεμούρα να «πυροβολούμε τα πόδια μας» και μάλιστα σε τόσο υψηλό επίπεδο, ενώ εγείρεται και ένα άλλο σοβαρότατο θέμα.
Αυτό είναι εάν δικαιούνταν να προβεί σε τέτοιες δηλώσεις ένας «υπάλληλος» υπουργείου, ασχέτως του πόσο υψηλόβαθμος είναι, αν και πληροφορίες κάνουν λόγο για διπλωματικό υπάλληλο. Κατά συνέπεια, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς, ότι η ενέργειά του έχει την έγκριση της πολιτικής ηγεσίας.
Τούτων λεχθέντων, αναρωτιέται κανείς εάν σκοπεύει το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών να εξηγήσει τουλάχιστον στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής την πολιτική του στα Βαλκάνια, καθότι ολοένα και περισσότερο μας δίνει την εντύπωση ότι έχουμε καταλήξει ως Ελλάδα στο συμπέρασμα, ότι είναι προτιμότερη ή απλώς αναπόφευκτη εξέλιξη, στρατηγικά, η δημιουργία «Μεγάλης Αλβανίας» στα βορειοδυτικά μας σύνορα.
Μόνον έτσι μπορεί να εξηγηθεί η επιμονή του επικεφαλής του ΥΠΕΞ να κρατά κλειστά τα χαρτιά του, με τη δικαιολογία ότι οι γείτονες δεν πρέπει να έχουν εικόνα για τους σχεδιασμούς της ελληνικής διπλωματίας.
Στις συνομιλίες, ωστόσο, που είχε με τον Αλβανό ομόλογό του Ντ. Μπουσάτι περί τα τέλη Ιανουαρίου στην Κορυτσά (σε συνέχεια της συνάντησής τους στην Κρήτη τον περασμένο Νοέμβριο), εστίασαν σε «διμερή θέματα στα οποία υπήρξαν διαφωνίες ή εκκρεμότητες τα τελευταία 70 χρόνια».
Αν λοιπόν η πρόοδος είναι τόσο ουσιαστική όπως ισχυρίζεται το ΥΠΕΞ και οδεύουμε προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης βιώσιμων λύσεων σε ζητήματα που χρονίζουν, τότε ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας θα βάλει με χαρά την υπογραφή του σε μια στρατηγική συμφωνία συνεργασίας με την κυβέρνηση Ράμα.
Κι όλα θα γίνουν, παραβλέποντας τις εύθραυστες ισορροπίες στην περιοχή, τις μετακινήσεις του προσφυγικού ρεύματος, την κατάσταση στο Κόσοβο, καθώς και τις επιβουλές των «θερμόαιμων» ακραίων αλβανικών κύκλων που σε κάθε ευκαιρία εγείρουν θέμα Τσάμηδων. Αυτά θα γίνουν, προς αμοιβαίο όφελος των δύο χωρών –όπως μας αρέσει να λέμε– και πάντα σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και αξίες!
Εάν όλα αυτά ισχύουν, τότε αναρωτιέται κανείς ποιος έδωσε το πράσινο φως, εάν συγκλήθηκε π.χ. το ΚΥΣΕΑ, εάν έχει υπάρξει οποιαδήποτε συνεννόηση με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, για να αναφέρουμε μόνο μερικά.
Να πληροφορηθούμε τέλος πάντων, ποια είναι η διαδικασία παραγωγής εξωτερικής πολιτικής, εάν κρίνονται όσοι την παράγουν κι εάν εξακολουθεί να είναι όμηρος η χώρα των προσωπικών απόψεων και πεποιθήσεων του οποιουδήποτε καταλαμβάνει το πόστο.
Συζητήθηκε, για παράδειγμα, εάν το βασικό επιχείρημα είναι η αποκοπή του δεσμού Τιράνων-Άγκυρας και πώς ακριβώς θεωρούμε ότι το διασφαλίζουμε αυτό τασσόμενοι υπέρ της αποδοχής της σταδιακής ανάδυσης «Μεγάλης Αλβανίας»; Συνυπολογίστηκε η δυνητική επίπτωση στις σχέσεις της Ελλάδας με τη Σερβία; Δεν έχουμε απαντήσεις, ούτε διαμορφωμένες πεποιθήσεις.
Δεν αποκλείεται ακόμα και να έχουν δίκιο, το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι μια σχετική έννοια, αφού όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Κάτι δε νομίζετε όμως ότι λείπει «συστημικά» από τη χώρα μας; Και ότι αυτό είναι επικίνδυνο, πέραν του ότι δε συνάδει με την εικόνα μιας σοβαρής και οργανωμένης χώρας, η οποία είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ;
DEFENCPOINT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου