Του Αντιστρατήγου ε.α Λάμπρου Τζούμη
Μια ιστορική
ανασκόπηση από το 1974 μέχρι σήμερα, καταδεικνύει ότι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις σηματοδοτήθηκαν από επεισόδια και κρίσεις ποικίλης μορφής και έντασης, λόγω των μονομερών διεκδικήσεων της Τουρκίας στο χώρο του Αιγαίου.
Συμπληρώνονται 23 χρόνια από την κρίση των Ιμίων, η οποία διαφοροποιείται από τις προηγούμενες, διότι η Τουρκία έθεσε επίσημα για πρώτη φορά θέμα αμφισβήτησης εθνικού χερσαίου χώρου και πέρασε στην εφαρμογή της καινοφανούς θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» με την κατάληψη ελληνικού εδάφους. Είχε προηγηθεί το 1995 το περίφημο casus belli, όταν η τουρκική βουλή εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να λάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανόμενης και της κήρυξης πολέμου, αν η Ελλάδα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του Montego Bay.
Η κρίση των Ιμίων ξεκινά στις 26 Δεκ. 1995, όταν το τουρκικό εμπορικό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει στις βραχονησίδες Ίμια και ο πλοίαρχος αρνείται να τον ρυμουλκήσουν ελληνικά σκάφη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται σε έδαφος της Τουρκίας. Ακολουθούν ρηματικές διακοινώσεις και από τις δύο χώρες που αναφέρονται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησίδων, στη συνέχεια ο «πόλεμος των σημαιών» επί της βραχονησίδας και τέλος η αποκλιμάκωση κατόπιν παρέμβασης των ΗΠΑ με τη φράση : «Όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες». Το κυρίαρχο στοιχείο που προέκυψε από την κρίση ήταν το έντονο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης από τον «ατυχή» τρόπο χειρισμού, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο λόγω της τραγικής κατάληξης που είχε και η πίκρα για τα παλληκάρια του Πολεμικού μας Ναυτικού που χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου, από την πτώση του Ελικοπτέρου (Χριστόδουλος Καραθανάσης, Παναγιώτης Βλαχάκος και Έκτορας Γιαλοψός).
Από όσα διέρρευσαν μετά την κρίση μέσω δηλώσεων, αρθρογραφίας, βιβλιογραφίας, κ.λπ. των «πρωταγωνιστών», εξάγονται κάποια συμπεράσματα, τα κυριότερα των οποίων είναι τα εξής:
Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Υπάρχουν δηλ. περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας», των οποίων το καθεστώς εκκρεμεί και οι δύο χώρες θα πρέπει να καταθέσουν τα νομικά τους επιχειρήματα, προκειμένου να επιλυθεί το «πρόβλημα». Στην πραγματικότητα βέβαια, ελάχιστα ενδιαφέρει την Τουρκία η κυριότητα αυτών των μικρών νησιών. Το πραγματικό διακύβευμα είναι οι επιπτώσεις που θα έχει η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος αυτών, στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, εάν και όταν λάβει χώρα μια τέτοια διαδικασία. Ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι η συνδιαχείριση και συνεκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων του Αιγαίου και της Ν.Α. Μεσογείου.
Σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο μετά την κρίση δρομολογήθηκαν κάποιες δράσεις - ενέργειες για τη μείωση της έντασης στο χώρο του Αιγαίου όπως : Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, λειτουργία ανοιχτής «κόκκινης» γραμμής, προηγούμενη προειδοποίηση για ασκήσεις, απαγόρευση ασκήσεων ταυτόχρονα στην ίδια περιοχή, κ.λπ, οι οποίες δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω της πάγιας αναθεωρητικής στρατηγικής της Άγκυρας, εκμεταλλευόμενη την ακολουθούμενη κατευναστική πολιτική της χώρας μας. Η κρίση των Ιμίων οδήγησε σε μια σειρά διορθωτικών ενεργειών, παρεμβάσεων και σχεδιασμών σε στρατιωτικό επίπεδο από την πλευρά μας και απομένει να δούμε στην πράξη την αποτελεσματικότητα τους, αν κάποτε υλοποιηθούν.
Η ιδιαιτερότητα στη σχεδιαζόμενη άμυνα και αποτροπή στο χώρο του Αιγαίου είναι το πλήθος των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων που είναι κατανεμημένα σε όλο το μήκος και πλάτος του, με τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά να βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από τις Τουρκικές ακτές, ενώ απέχουν αρκετές δεκάδες μίλια από τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το γεγονός αυτό διευκολύνει εχθρικές αποβατικές ενέργειες της μορφής από «ακτή σε ακτή» και επιτρέπει την υποστήριξη τους με Πυροβολικό ταγμένο στις Μικρασιατικές ακτές. Επιπλέον διευκολύνει το ναυτικό αποκλεισμό των νησιών, τις καταδρομικές ενέργειες του εχθρού, μειώνει το χρόνο προπαρασκευών και αυξάνει σημαντικά τον τακτικό αιφνιδιασμό.
Σε ότι αφορά τις ελλείψεις σε πολιτικό επίπεδο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μετά από 23 χρόνια, δεν υφίσταται μέχρι σήμερα καταγεγραμμένη Εθνική Στρατηγική, η οποία να περιγράφει τον τρόπο χρησιμοποίησης του συνόλου του εθνικού δυναμικού, για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Την Εθνική Στρατηγική την καθορίζει η κυβέρνηση. Με βάση αυτή το ΚΥΣΕΑ διαμορφώνει και εγκρίνει την Πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΠΕΑΑ), η οποία χαράσσει το πλαίσιο των κυβερνητικών επιλογών, βάσει του οποίου θα αναπτυχθεί και θα χρησιμοποιηθεί η Εθνική Αμυντική Ισχύς, προκειμένου να προασπίζει και να προάγει τα εθνικά συμφέροντα.
Η Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική απορρέει από την ΠΕΑΑ και έχει ως στόχο τον καθορισμό της αποστολής και των κύριων επιχειρησιακών έργων των Ενόπλων Δυνάμεων, προκειμένου να εξασφαλισθεί αποτελεσματική αποτροπή και προάσπιση της χώρας από κάθε στρατιωτική απειλή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως είναι δυνατή η εκπόνηση των θεσμικών κειμένων ΠΕΑΑ και ΕΘΣΣ, όταν απαραίτητη προϋπόθεση είναι καταγεγραμμένη Εθνική Στρατηγική, γεγονός που δεν υφίσταται;
Τέλος, είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός θεσμικού πλαισίου στο στρατηγικό σχεδιασμό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, άμυνας και διαχείρισης κρίσεων. Είναι απαραίτητη η ίδρυση ενός επιτελικού οργάνου με ενδεικτική ονομασία Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, το οποίο να θέτει και να σχεδιάζει την εθνική πολιτική στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, καθώς επίσης να συντονίζει και να εισηγείται στην πολιτική ηγεσία που εμπλέκεται στην υλοποίησή της. Το όργανο αυτό θα έχει υποστηρικτικό ρόλο προς το ΚΥΣΕΑ, το οποίο θα έχει τον βασικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
ONALERT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Μια ιστορική
ανασκόπηση από το 1974 μέχρι σήμερα, καταδεικνύει ότι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις σηματοδοτήθηκαν από επεισόδια και κρίσεις ποικίλης μορφής και έντασης, λόγω των μονομερών διεκδικήσεων της Τουρκίας στο χώρο του Αιγαίου.
Συμπληρώνονται 23 χρόνια από την κρίση των Ιμίων, η οποία διαφοροποιείται από τις προηγούμενες, διότι η Τουρκία έθεσε επίσημα για πρώτη φορά θέμα αμφισβήτησης εθνικού χερσαίου χώρου και πέρασε στην εφαρμογή της καινοφανούς θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» με την κατάληψη ελληνικού εδάφους. Είχε προηγηθεί το 1995 το περίφημο casus belli, όταν η τουρκική βουλή εξουσιοδότησε την κυβέρνηση να λάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία, συμπεριλαμβανόμενης και της κήρυξης πολέμου, αν η Ελλάδα επεξέτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., σύμφωνα με τα καθοριζόμενα στη σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας του Montego Bay.
Η κρίση των Ιμίων ξεκινά στις 26 Δεκ. 1995, όταν το τουρκικό εμπορικό πλοίο «Φιγκέν Ακάτ» προσαράζει στις βραχονησίδες Ίμια και ο πλοίαρχος αρνείται να τον ρυμουλκήσουν ελληνικά σκάφη, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι βρίσκεται σε έδαφος της Τουρκίας. Ακολουθούν ρηματικές διακοινώσεις και από τις δύο χώρες που αναφέρονται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησίδων, στη συνέχεια ο «πόλεμος των σημαιών» επί της βραχονησίδας και τέλος η αποκλιμάκωση κατόπιν παρέμβασης των ΗΠΑ με τη φράση : «Όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες». Το κυρίαρχο στοιχείο που προέκυψε από την κρίση ήταν το έντονο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης από τον «ατυχή» τρόπο χειρισμού, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο λόγω της τραγικής κατάληξης που είχε και η πίκρα για τα παλληκάρια του Πολεμικού μας Ναυτικού που χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου, από την πτώση του Ελικοπτέρου (Χριστόδουλος Καραθανάσης, Παναγιώτης Βλαχάκος και Έκτορας Γιαλοψός).
Από όσα διέρρευσαν μετά την κρίση μέσω δηλώσεων, αρθρογραφίας, βιβλιογραφίας, κ.λπ. των «πρωταγωνιστών», εξάγονται κάποια συμπεράσματα, τα κυριότερα των οποίων είναι τα εξής:
- Ο διεθνής παράγων και οι ΗΠΑ επέλεξαν την εύκολη οδό των ίσων αποστάσεων και της ουδετερότητας. Προτίμησαν την επίλυση των διαφορών μέσω διμερούς διαλόγου με την επιδιαιτησία τους. Χαρακτηριστικό περί αυτού είναι η δήλωση του εκπροσώπου του States Department, Nicolas Burns, ο οποίος ανέφερε: «Οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν ελληνική ή τουρκική κυριαρχία στα Ίμια. Μπορεί να είναι και μερικά άλλα νησιά ή νησίδες επί των οποίων έχουμε παρόμοια θέση». Ενδιαφέρον στοιχείο επίσης, αποτελεί η απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη διάρκεια της κρίσης και η καθυστερημένη αντίδραση της Ιταλίας που τη συγκεκριμένη περίοδο ασκούσε την προεδρία της Ε.Ε., με δεδομένο μάλιστα ότι είχε υπογράψει με την Τουρκία το «Πρωτόκολλο του Δεκ. 1932», το οποίο καθόριζε επακριβώς τα θαλάσσια σύνορα στην περιοχή. Σύμφωνα με αυτό, οι βραχονησίδες Ίμια δεν ανήκαν στην Τουρκία αλλά στην Ιταλία και η Ελλάδα υπεισήλθε ως διάδοχο κράτος στις σχετικές ρυθμίσεις της συμφωνίας αυτής, βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων της 10ης Φεβρουαρίου 1947, που εκχωρεί την κυριαρχία των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα.
- Υπήρξε αδυναμία συλλογής πληροφοριών από την πλευρά μας, αναφορικά με τους τουρκικούς σχεδιασμούς, και αγνοήθηκε η ΕΥΠ από την πολιτική ηγεσία. Χαρακτηριστικό αυτού, είναι η ύπαρξη πληροφοριών κατά τη διάρκεια της κρίσης περί πιθανής απόβασης τουρκικών δυνάμεων στα νησιά Κω, Καλολίμνου και Φαρμακονησίου. Σύμφωνα με δημοσίευμα μετά την κρίση της τουρκικής εφημερίδας Μιλιέτ, υπήρχε σχεδιαζόμενη πρόθεση από την Τουρκία για κατάληψη του Καστελορίζου, κάτι το οποίο η ελληνική πλευρά δεν γνώριζε.
- Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν ενεπλάκησαν εξ’ αρχής από κοινού στη διαχείριση της κρίσης, ώστε να εκτιμηθεί η εκάστοτε διαμορφούμενη κατάσταση και να ληφθεί απόφαση για τη λήψη των αναγκαίων στρατιωτικών μέτρων. Οι σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας δεν ήταν οι καλύτερες και οι αποφάσεις δεν ελήφθησαν στο φυσικό χώρο αντιμετωπίσεως κρίσεων που είναι το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων, αλλά στη βουλή. Δεν υπήρξαν πλήρως κατανοητοί από την πολιτική ηγεσία οι κανόνες αποτροπής, οι βασικές διαδικασίες κλιμάκωσης και αποκλιμάκωσης της κρίσης και οι δυνατότητες και περιορισμοί χρησιμοποίησης των στρατιωτικών δυνάμεων (π.χ. Εθνικοί Κανόνες Εμπλοκής, Εθνικό Σύστημα Συναγερμού, κ.λπ).
- Υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των μελών της κυβέρνησης και της στρατιωτικής ηγεσίας για τη διαχείριση της κατάστασης και την πρόθεση χρησιμοποίησης της στρατιωτικής ισχύος. Η διαχείριση της κρίσης χαρακτηρίσθηκε από έλλειψη συγκροτημένης στρατηγικής, ελλιπή σχεδιασμό και έγινε προσπάθεια αντιμετώπισής της με μια σειρά αντανακλαστικών, σπασμωδικών και ασυντόνιστων ενεργειών.
- Σημαντικό ρόλο στη δημιουργία και στην κλιμάκωση της κρίσης, είχαν εξωθεσμικοί παράγοντες και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Ο ανταγωνισμός των τηλεοπτικών σταθμών επέφερε σε κάποιες περιπτώσεις την αποκάλυψη επιχειρησιακών πληροφοριών θέτοντας σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια π.χ. απευθείας μετάδοση του απόπλου του ελληνικού στόλου από το ναύσταθμο με πληροφορίες αναφορικά με ώρες, αριθμό και τύπους πλοίων, κ.λπ.
Η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Υπάρχουν δηλ. περιοχές «ακαθορίστου κυριαρχίας», των οποίων το καθεστώς εκκρεμεί και οι δύο χώρες θα πρέπει να καταθέσουν τα νομικά τους επιχειρήματα, προκειμένου να επιλυθεί το «πρόβλημα». Στην πραγματικότητα βέβαια, ελάχιστα ενδιαφέρει την Τουρκία η κυριότητα αυτών των μικρών νησιών. Το πραγματικό διακύβευμα είναι οι επιπτώσεις που θα έχει η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος αυτών, στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, εάν και όταν λάβει χώρα μια τέτοια διαδικασία. Ο στρατηγικός στόχος της Τουρκίας είναι η συνδιαχείριση και συνεκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων του Αιγαίου και της Ν.Α. Μεσογείου.
Σε πολιτικο-στρατιωτικό επίπεδο μετά την κρίση δρομολογήθηκαν κάποιες δράσεις - ενέργειες για τη μείωση της έντασης στο χώρο του Αιγαίου όπως : Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, λειτουργία ανοιχτής «κόκκινης» γραμμής, προηγούμενη προειδοποίηση για ασκήσεις, απαγόρευση ασκήσεων ταυτόχρονα στην ίδια περιοχή, κ.λπ, οι οποίες δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, λόγω της πάγιας αναθεωρητικής στρατηγικής της Άγκυρας, εκμεταλλευόμενη την ακολουθούμενη κατευναστική πολιτική της χώρας μας. Η κρίση των Ιμίων οδήγησε σε μια σειρά διορθωτικών ενεργειών, παρεμβάσεων και σχεδιασμών σε στρατιωτικό επίπεδο από την πλευρά μας και απομένει να δούμε στην πράξη την αποτελεσματικότητα τους, αν κάποτε υλοποιηθούν.
Η ιδιαιτερότητα στη σχεδιαζόμενη άμυνα και αποτροπή στο χώρο του Αιγαίου είναι το πλήθος των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων που είναι κατανεμημένα σε όλο το μήκος και πλάτος του, με τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα από αυτά να βρίσκονται σε πολύ μικρή απόσταση από τις Τουρκικές ακτές, ενώ απέχουν αρκετές δεκάδες μίλια από τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το γεγονός αυτό διευκολύνει εχθρικές αποβατικές ενέργειες της μορφής από «ακτή σε ακτή» και επιτρέπει την υποστήριξη τους με Πυροβολικό ταγμένο στις Μικρασιατικές ακτές. Επιπλέον διευκολύνει το ναυτικό αποκλεισμό των νησιών, τις καταδρομικές ενέργειες του εχθρού, μειώνει το χρόνο προπαρασκευών και αυξάνει σημαντικά τον τακτικό αιφνιδιασμό.
Σε ότι αφορά τις ελλείψεις σε πολιτικό επίπεδο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μετά από 23 χρόνια, δεν υφίσταται μέχρι σήμερα καταγεγραμμένη Εθνική Στρατηγική, η οποία να περιγράφει τον τρόπο χρησιμοποίησης του συνόλου του εθνικού δυναμικού, για την επίτευξη των εθνικών στόχων. Την Εθνική Στρατηγική την καθορίζει η κυβέρνηση. Με βάση αυτή το ΚΥΣΕΑ διαμορφώνει και εγκρίνει την Πολιτική Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας (ΠΕΑΑ), η οποία χαράσσει το πλαίσιο των κυβερνητικών επιλογών, βάσει του οποίου θα αναπτυχθεί και θα χρησιμοποιηθεί η Εθνική Αμυντική Ισχύς, προκειμένου να προασπίζει και να προάγει τα εθνικά συμφέροντα.
Η Εθνική Στρατιωτική Στρατηγική απορρέει από την ΠΕΑΑ και έχει ως στόχο τον καθορισμό της αποστολής και των κύριων επιχειρησιακών έργων των Ενόπλων Δυνάμεων, προκειμένου να εξασφαλισθεί αποτελεσματική αποτροπή και προάσπιση της χώρας από κάθε στρατιωτική απειλή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως είναι δυνατή η εκπόνηση των θεσμικών κειμένων ΠΕΑΑ και ΕΘΣΣ, όταν απαραίτητη προϋπόθεση είναι καταγεγραμμένη Εθνική Στρατηγική, γεγονός που δεν υφίσταται;
Τέλος, είναι επιτακτική η ανάγκη δημιουργίας ενός θεσμικού πλαισίου στο στρατηγικό σχεδιασμό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, άμυνας και διαχείρισης κρίσεων. Είναι απαραίτητη η ίδρυση ενός επιτελικού οργάνου με ενδεικτική ονομασία Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, το οποίο να θέτει και να σχεδιάζει την εθνική πολιτική στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, καθώς επίσης να συντονίζει και να εισηγείται στην πολιτική ηγεσία που εμπλέκεται στην υλοποίησή της. Το όργανο αυτό θα έχει υποστηρικτικό ρόλο προς το ΚΥΣΕΑ, το οποίο θα έχει τον βασικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων.
ONALERT
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου