Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,
Ο Γιώργης Κουτεντάκης δεν φανταζόταν ότι κάποτε θα επέστρεφε στην πατρική του στέγη. Το σπίτι του, άλλωστε, είχε γίνει ερείπιο.
Τα κεραμίδια είχαν σωριαστεί στη γη και στους τοίχους είχαν φωλιάσει κοράκια. Όπως κάθε οικογένεια, έτσι και η δική του έφυγε από την Εθιά, του νομού Ηρακλείου, ένα χωριουδάκι στα Αστερούσια Όρη, δεκαετίες πριν. Με τα χρόνια τα πέτρινα κτίσματα ρήμαξαν και ο πληθυσμός του χωριού, που κάποτε φιλοξενούσε εκατοντάδες ανθρώπους, μειώθηκε σε μονοψήφια νούμερα.
Για να προσεγγίσεις την Εθιά δεν πρέπει να έχεις τον νου σου σε πινακίδες – δεν υπάρχουν. Η πρώτη ένδειξη για το χωριό εμφανίζεται αφού ο ταξιδιώτης διανύσει 50 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο και φτάσει στο χωριό Ροτάσι. Από εκεί ακολουθεί ανάβαση σε φρέσκια άσφαλτο που ελίσσεται σε γυμνές πλαγιές. Η Εθιά βρίσκεται σ’ ένα από τα πιο νότια σημεία της Ελλάδας. Λίγα υψώματα πιο πέρα από τα σπίτια ατενίζεις το Λιβυκό πέλαγος.
Παρά την έκτασή του και την απόμακρη τοποθεσία του, αυτό το χωριό παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με άλλους μικρούς οικισμούς της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργαστηρίου Χωροταξίας και Οικιστικής Ανάπτυξης του ΕΜΠ, βάσει της απογραφής του 2011, συναντάται στην Ελλάδα ένας αστερισμός 6.356 μικρών οικισμών με πληθυσμό από έναν έως 100 κατοίκους. Οπως εξηγεί στην «Κ» η καθηγήτρια στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, με την τουρκοκρατία οι χριστιανικοί οικισμοί «σπρώχτηκαν» σε ορεινές δυσπρόσιτες θέσεις. Ετσι και στην Εθιά έφτασαν Κρητικοί κυρίως από τα Σφακιά, κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Αργότερα βρήκαν εδώ καταφύγιο και οικογένειες που ήθελαν να χαθούν τα ίχνη τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της κρητικής βεντέτας.
Μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους και τα κύματα μετανάστευσης στο εξωτερικό η ερήμωση των μικρών οικισμών της Ελλάδας ολοκληρώθηκε με την αγροτική έξοδο προς τα αστικά κέντρα. Το ίδιο συνέβη και στην Εθιά. Από τα μέσα του ’60 και μετά σταδιακά ερήμωσε. Οι κάτοικοι μετακόμισαν κυρίως για εκπαιδευτικούς και βιοποριστικούς λόγους. Το χωριό φαίνεται να είχε παλιότερα παραγωγή λαδιού και σουλτανίνας, δεν διέθετε όμως γυμνάσιο.
«Η Εθιά αριθμούσε κάποτε 300 κατοίκους και είχε 70 παιδιά στο δημοτικό σχολείο. Η δίψα για γράμματα όμως έκανε τις οικογένειες να μετακομίσουν», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μαθιουδάκης που έφυγε από το χωριό στα 13 του.
Ο πληθυσμός της Εθιάς μοιράστηκε τότε σε περιφερειακά κεφαλοχώρια, στο Ηράκλειο και στο εξωτερικό. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι σήμερα έχουν κορνιζάρει φωτογραφίες συγγενών τους που ζουν στο Τορόντο.
Η Μαρία Κακουδάκη είναι από τους λίγους κατοίκους της Εθιάς που δεν εγκατέλειψε το σπίτι της ακόμα και τότε, παρότι ο σύζυγός της παραπονιόταν ότι δεν είχε παρέα.
«Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα, παντρεύτηκα και έκανα δύο κορίτσια», λέει η 85χρονη. Το σπίτι της είναι σήμερα το μουσείο του χωριού. Έχει κρεμάσει στους τοίχους τα παλιά σύνεργα υφαντικής και τα παρουσιάζει σαν εκθέματα στους επισκέπτες. «Το χωριό μια στιγμή είχε χαλαρώσει. Δεν ήξερα κι εγώ τι να κάνω αλλά έμεινα».
Το 1994 όμως, μετά το κάλεσμα που απηύθυνε ο πολιτικός μηχανικός και παλιός κάτοικος του χωριού Γιάννης Ανδρουλάκης, οι πρώτες αξίνες έπιασαν δουλειά. «Ήταν συναισθηματικοί οι λόγοι. Ήθελα να ζωντανέψει πάλι το χωριό», λέει στην «Κ». «Φώναξα τους χωριανούς στο Ηράκλειο και τους ανακοίνωσα τότε τη σκέψη μου. Τους είπα αρχικά να φυτεύαμε κάποια δέντρα, δεν αποκάλυψα όλο τον συλλογισμό μου αμέσως για να μη φοβηθούν», προσθέτει. Ήθελε να ξαναχτίσουν το χωριό.
Χωρίς επιδοτήσεις
Χωρίς κοινοτικές επιδοτήσεις και κρατική επιχορήγηση, μαζεύοντας χρήματα από δωρεές σε μνημόσυνα και κηδείες, οι κάτοικοι κατάφεραν σταδιακά να φτιάξουν το οδικό δίκτυο, να υδροδοτήσουν το χωριό και να πλακοστρώσουν σοκάκια. «Αντί για στεφάνια τους λέγαμε να δίνουν τα χρήματα για την ανάπλαση. Και πολλοί συνεισέφεραν με δωρεάν εργασία», λέει ο κ. Ανδρουλάκης. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει πόσο κόστισαν συνολικά οι επεμβάσεις. Τα έργα πάντως συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
«Ξεκινήσαμε πάλι από το μηδέν. Το στήσαμε σιγά σιγά», λέει ο κ. Κουτεντάκης όταν τον συναντήσαμε στο αναστηλωμένο πατρικό του. Κάθεται στην ίδια γωνιά όπου γεννήθηκε πριν από 65 χρόνια. Μετακόμισε στην Εθιά το 2012, αφού έζησε στην Αθήνα και στο Ηράκλειο διευθύνοντας βιοτεχνία κατασκευής σκαφών αναψυχής. Είναι ο τελευταίος κάτοικος και ο νεότερος σε ηλικία που επέστρεψε μόνιμα εδώ, στη νοτιοδυτική πλευρά του υψώματος Ασφεντηλιάς.
Με προσωπικά τους έξοδα οι κάτοικοι ανέλαβαν να αναστηλώσουν και τα παλιά τους σπίτια διατηρώντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική τους. Περισσότερα από 50 κτίσματα στέριωσαν ξανά, ενώ τουλάχιστον άλλα 30 παραμένουν διαλυμένα.
Ο Μάριος Στογιάνι, μετανάστης από το Λάτσι της Αλβανίας, είναι σήμερα ο πρωτομάστορας της Εθιάς. Έχει χτίσει δύο εκκλησίες και μια πεντάδα σπίτια. Όταν τον συναντήσαμε ολοκλήρωνε ακόμη ένα.
«Οι μόνοι τεχνίτες που έχουν μείνει εδώ και ξέρουν να δουλεύουν την πέτρα είναι από την Αλβανία», λέει ο Νίκος Μαθιουδάκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ανάπλασης Εθιάς.
Μια ντουζίνα άνθρωποι ξεχειμωνιάζουν πλέον μόνιμα εδώ, ενώ τα έργα συνεχίζονται. Τους τοίχους του παλιού σχολείου τούς κοσμούν φωτογραφίες των έργων ανάπλασης, αλλά και πορτρέτα παλιών κατοίκων που είναι θαμμένοι στο νεκροταφείο του χωριού.
«Εγώ εδώ δεν νιώθω μοναξιά. Έχω τόσες αναμνήσεις που όπου και να
πάω έχω να λέω πράγματα», λέει ο κ. Κουτεντάκης καθώς μας δείχνει
τα γειτονικά χαλάσματα.
«Δεν με ενδιαφέρει το Ηράκλειο, δεν με ενδιαφέρει άλλο η πολιτεία».
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»
ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Ο Γιώργης Κουτεντάκης δεν φανταζόταν ότι κάποτε θα επέστρεφε στην πατρική του στέγη. Το σπίτι του, άλλωστε, είχε γίνει ερείπιο.
Τα κεραμίδια είχαν σωριαστεί στη γη και στους τοίχους είχαν φωλιάσει κοράκια. Όπως κάθε οικογένεια, έτσι και η δική του έφυγε από την Εθιά, του νομού Ηρακλείου, ένα χωριουδάκι στα Αστερούσια Όρη, δεκαετίες πριν. Με τα χρόνια τα πέτρινα κτίσματα ρήμαξαν και ο πληθυσμός του χωριού, που κάποτε φιλοξενούσε εκατοντάδες ανθρώπους, μειώθηκε σε μονοψήφια νούμερα.
Για να προσεγγίσεις την Εθιά δεν πρέπει να έχεις τον νου σου σε πινακίδες – δεν υπάρχουν. Η πρώτη ένδειξη για το χωριό εμφανίζεται αφού ο ταξιδιώτης διανύσει 50 χιλιόμετρα από το Ηράκλειο και φτάσει στο χωριό Ροτάσι. Από εκεί ακολουθεί ανάβαση σε φρέσκια άσφαλτο που ελίσσεται σε γυμνές πλαγιές. Η Εθιά βρίσκεται σ’ ένα από τα πιο νότια σημεία της Ελλάδας. Λίγα υψώματα πιο πέρα από τα σπίτια ατενίζεις το Λιβυκό πέλαγος.
Παρά την έκτασή του και την απόμακρη τοποθεσία του, αυτό το χωριό παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με άλλους μικρούς οικισμούς της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του Εργαστηρίου Χωροταξίας και Οικιστικής Ανάπτυξης του ΕΜΠ, βάσει της απογραφής του 2011, συναντάται στην Ελλάδα ένας αστερισμός 6.356 μικρών οικισμών με πληθυσμό από έναν έως 100 κατοίκους. Οπως εξηγεί στην «Κ» η καθηγήτρια στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Σοφία Αυγερινού-Κολώνια, με την τουρκοκρατία οι χριστιανικοί οικισμοί «σπρώχτηκαν» σε ορεινές δυσπρόσιτες θέσεις. Ετσι και στην Εθιά έφτασαν Κρητικοί κυρίως από τα Σφακιά, κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Αργότερα βρήκαν εδώ καταφύγιο και οικογένειες που ήθελαν να χαθούν τα ίχνη τους και να ξεφύγουν από τον φαύλο κύκλο της κρητικής βεντέτας.
Μετά τους Παγκόσμιους Πολέμους και τα κύματα μετανάστευσης στο εξωτερικό η ερήμωση των μικρών οικισμών της Ελλάδας ολοκληρώθηκε με την αγροτική έξοδο προς τα αστικά κέντρα. Το ίδιο συνέβη και στην Εθιά. Από τα μέσα του ’60 και μετά σταδιακά ερήμωσε. Οι κάτοικοι μετακόμισαν κυρίως για εκπαιδευτικούς και βιοποριστικούς λόγους. Το χωριό φαίνεται να είχε παλιότερα παραγωγή λαδιού και σουλτανίνας, δεν διέθετε όμως γυμνάσιο.
«Η Εθιά αριθμούσε κάποτε 300 κατοίκους και είχε 70 παιδιά στο δημοτικό σχολείο. Η δίψα για γράμματα όμως έκανε τις οικογένειες να μετακομίσουν», λέει στην «Κ» ο Νίκος Μαθιουδάκης που έφυγε από το χωριό στα 13 του.
Ο πληθυσμός της Εθιάς μοιράστηκε τότε σε περιφερειακά κεφαλοχώρια, στο Ηράκλειο και στο εξωτερικό. Οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι σήμερα έχουν κορνιζάρει φωτογραφίες συγγενών τους που ζουν στο Τορόντο.
Η Μαρία Κακουδάκη είναι από τους λίγους κατοίκους της Εθιάς που δεν εγκατέλειψε το σπίτι της ακόμα και τότε, παρότι ο σύζυγός της παραπονιόταν ότι δεν είχε παρέα.
«Εδώ γεννήθηκα, μεγάλωσα, παντρεύτηκα και έκανα δύο κορίτσια», λέει η 85χρονη. Το σπίτι της είναι σήμερα το μουσείο του χωριού. Έχει κρεμάσει στους τοίχους τα παλιά σύνεργα υφαντικής και τα παρουσιάζει σαν εκθέματα στους επισκέπτες. «Το χωριό μια στιγμή είχε χαλαρώσει. Δεν ήξερα κι εγώ τι να κάνω αλλά έμεινα».
Το 1994 όμως, μετά το κάλεσμα που απηύθυνε ο πολιτικός μηχανικός και παλιός κάτοικος του χωριού Γιάννης Ανδρουλάκης, οι πρώτες αξίνες έπιασαν δουλειά. «Ήταν συναισθηματικοί οι λόγοι. Ήθελα να ζωντανέψει πάλι το χωριό», λέει στην «Κ». «Φώναξα τους χωριανούς στο Ηράκλειο και τους ανακοίνωσα τότε τη σκέψη μου. Τους είπα αρχικά να φυτεύαμε κάποια δέντρα, δεν αποκάλυψα όλο τον συλλογισμό μου αμέσως για να μη φοβηθούν», προσθέτει. Ήθελε να ξαναχτίσουν το χωριό.
Χωρίς επιδοτήσεις
Χωρίς κοινοτικές επιδοτήσεις και κρατική επιχορήγηση, μαζεύοντας χρήματα από δωρεές σε μνημόσυνα και κηδείες, οι κάτοικοι κατάφεραν σταδιακά να φτιάξουν το οδικό δίκτυο, να υδροδοτήσουν το χωριό και να πλακοστρώσουν σοκάκια. «Αντί για στεφάνια τους λέγαμε να δίνουν τα χρήματα για την ανάπλαση. Και πολλοί συνεισέφεραν με δωρεάν εργασία», λέει ο κ. Ανδρουλάκης. Δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει πόσο κόστισαν συνολικά οι επεμβάσεις. Τα έργα πάντως συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
«Ξεκινήσαμε πάλι από το μηδέν. Το στήσαμε σιγά σιγά», λέει ο κ. Κουτεντάκης όταν τον συναντήσαμε στο αναστηλωμένο πατρικό του. Κάθεται στην ίδια γωνιά όπου γεννήθηκε πριν από 65 χρόνια. Μετακόμισε στην Εθιά το 2012, αφού έζησε στην Αθήνα και στο Ηράκλειο διευθύνοντας βιοτεχνία κατασκευής σκαφών αναψυχής. Είναι ο τελευταίος κάτοικος και ο νεότερος σε ηλικία που επέστρεψε μόνιμα εδώ, στη νοτιοδυτική πλευρά του υψώματος Ασφεντηλιάς.
Με προσωπικά τους έξοδα οι κάτοικοι ανέλαβαν να αναστηλώσουν και τα παλιά τους σπίτια διατηρώντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική τους. Περισσότερα από 50 κτίσματα στέριωσαν ξανά, ενώ τουλάχιστον άλλα 30 παραμένουν διαλυμένα.
Ο Μάριος Στογιάνι, μετανάστης από το Λάτσι της Αλβανίας, είναι σήμερα ο πρωτομάστορας της Εθιάς. Έχει χτίσει δύο εκκλησίες και μια πεντάδα σπίτια. Όταν τον συναντήσαμε ολοκλήρωνε ακόμη ένα.
«Οι μόνοι τεχνίτες που έχουν μείνει εδώ και ξέρουν να δουλεύουν την πέτρα είναι από την Αλβανία», λέει ο Νίκος Μαθιουδάκης, πρόεδρος του Συνδέσμου Ανάπλασης Εθιάς.
Μια ντουζίνα άνθρωποι ξεχειμωνιάζουν πλέον μόνιμα εδώ, ενώ τα έργα συνεχίζονται. Τους τοίχους του παλιού σχολείου τούς κοσμούν φωτογραφίες των έργων ανάπλασης, αλλά και πορτρέτα παλιών κατοίκων που είναι θαμμένοι στο νεκροταφείο του χωριού.
«Εγώ εδώ δεν νιώθω μοναξιά. Έχω τόσες αναμνήσεις που όπου και να
πάω έχω να λέω πράγματα», λέει ο κ. Κουτεντάκης καθώς μας δείχνει
τα γειτονικά χαλάσματα.
«Δεν με ενδιαφέρει το Ηράκλειο, δεν με ενδιαφέρει άλλο η πολιτεία».
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»
ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου