Του Παντελή Σαββίδη
Όσο και αν φαίνεται παράξενο, και τηρουμένων των αναλογιών, υπάρχει ένας προβληματισμός γύρω από τη «φινλανδοποίηση» της Ελλάδας από την Αλβανία.
Ενώ μετά το 1989 τα πράγματα με την Αλβανία έδειχναν να εξελίσσονται
διαφορετικά, και εκεί που επί κομμουνιστικής δικτατορίας οι Έλληνες της
μειονότητας θεωρούνταν περιθωριακοί αναδείχθηκαν σε ελκυστικό είδος με
τη μεταπολίτευση, η συνέχεια έφερε την Ελλάδα σε δύσκολη θέση.
Οι προκαταλήψεις είναι βαθιές και η σύγχρονη αναφορά τους ίσως βρίσκεται στα χρόνια της δημιουργίας του αλβανικού κράτους για τα όρια του οποίου οι δύο λαοί διαφώνησαν και ήρθαν σε αντιπαράθεση.
Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία είναι η αδυναμία της σύγχρονης Ελλάδας να διαχειριστεί, μετά το 1989, τους γείτονές της, παρόλο που γνώριζε ότι οι βαλκανικοί λαοί με την επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν παρακολούθησαν τις Δυτικές αντιλήψεις στην εξέλιξη της έννοιας του κράτους έθνους.
Πρόεδρος της χώρας ήταν ακόμη ο κομμουνιστής ηγέτης Ραμίζ Αλία, και το γεγονός –για όσους είχαν γνώση του θέματος– προκάλεσε έκπληξη, διότι οι κομμουνιστές ήσαν καχύποπτοι απέναντι στους τσάμηδες τους οποίους θεωρούσαν συνεργάτες του φασισμού.
Μπορεί –και είναι εύλογο– σε ατομικό επίπεδο οι τσάμηδες να εγείρουν οικονομικές αξιώσεις απέναντι στο ελληνικό κράτος, αλλά η αποδοχή και καλλιέργεια των αιτημάτων τους από τις εκάστοτε αλβανικές κυβερνήσεις αποσκοπούσε και αποσκοπεί στο να διευρύνει την ατζέντα των διαφορών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προφανώς και με παραγγελία των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών και αμερικανικών κύκλων, βοήθησε τον Σαλί Μπερίσα στη διεκδίκηση της εξουσίας, αλλά το νέο αλβανικό πολιτικό αστέρι ταλαιπώρησε τα μέγιστα τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Ωστόσο θα ήταν λάθος η μονοδιάστατη προσέγγιση των ελληνοαλβανικών σχέσεων ως αποτέλεσμα των προσωπικών επιλογών των ηγετών τους.
Οι Αλβανοί, κυρίως από το Κοσσυφοπέδιο αλλά και από την αλβανική χώρα, έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ένα σημαντικό λόμπι στις ΗΠΑ το οποίο ενεργοποίησε τον αμερικανικό παράγοντα στο θέμα της απόσχισης του Κοσσυφοπεδίου.
Μπορεί η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η διαμόρφωση του σλοβενικού, του κροατικού, ακόμη και του βοσνιακού κράτους να εξυπηρετούσαν τον διεθνή παράγοντα, το Κοσσυφοπέδιο όμως δεν έδειχνε να προκαλεί ανάλογο ενδιαφέρον. Από γεωπολιτικής απόψεως δεν είναι σαφές γιατί η Δύση διακινδύνευσε έναν πόλεμο και τις σχέσεις της με τη Σερβία για την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου. Η διακύβευση ήταν μεγάλη για να αποδοθεί στις καλές σχέσεις Ολμπράιτ-Θάτσι.
Η άλλη παράμετρος που ευνόησε –και ως έναν βαθμό εξακολουθεί να ευνοεί– την αλβανική πολιτική ήταν και είναι η ετοιμότητά της να ρευστοποιήσει, ακόμη και με τρομοκρατικές ομάδες, τα βαλκάνια. Και αυτή η απειλή καλλιεργεί μια ανησυχία σε πιο σταθερές βαλκανικές δημοκρατίες, που δεν είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν σκληρή αντιπαράθεση.
Μια τρίτη παράμετρος που ευνοεί τα Τίρανα απέναντι της Αθήνας είναι ότι σε μεγάλο μέρος της αλβανικής κοινωνίας υπάρχουν έντονες προκαταλήψεις κατά των Ελλήνων που όχι μόνο δεν αίρονται με ό,τι και αν κάνει η ελληνική πλευρά, αλλά ενεργοποιούνται και εύκολα.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα αγοραία στοιχεία που «φινλανδοποιούν» την Ελλάδα.
Η επίθεση Ράμα κατά της ελληνικής μειονότητας, κυρίως στη Χιμάρα, και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να την υποστηρίξει, ενισχύει αυτήν την αντίληψη.
Φαίνεται όμως πως υπάρχει και επεξεργασμένο αλβανικό σχέδιο για την άμυνα των Τιράνων σε περίπτωση επίκλησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της γειτονικής χώρας. Δεν είναι χωρίς βάση η αλβανική δήλωση πως η Ελλάδα δεν θα τολμήσει να θέσει εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία των Τιράνων, μετά τις επιφυλάξεις των Αθηνών έναντι των Σκοπίων, λόγω της ονομασίας – δήλωση που αποκαλύπτει την προσπάθεια της γειτονικής χώρας να αναζητήσει ευρωπαϊκά ερείσματα και συμμάχους στη λογική ότι η Ελλάδα είναι προβληματική χώρα.
Οι έννοιες της ήπιας ή σκληρής ισχύος ή του συνδυασμού τους ήσαν άγνωστες, και πάντως δεν χρησιμοποιήθηκαν όταν και όπως έπρεπε. Παρόλο που οικονομικά η Ελλάδα είχε μια σημαντική παρουσία στη γειτονική χώρα και ένα μεγάλο μέρος Αλβανών κατάφερε να επιβιώσει λόγω της παρουσίας του στην Ελλάδα –αρκετοί, μάλιστα, και να πλουτίσουν–, το γεγονός έμεινε ανεκμετάλλευτο. Ο λεπτός τρόπος αξιοποίησης αυτής της αλβανικής παρουσίας δεν χρησιμοποιήθηκε. Αντιθέτως, είδαμε ακραίες καταστάσεις που επιδείνωσαν, αντί να αξιοποιήσουν τον παράγοντα αυτό.
Η ήπια πολιτική προϋποθέτει και ενεργοποίηση στο ιδεολογικό πεδίο. Και εδώ, παρόλο που υπήρξαν, δεν αξιοποιήθηκαν ευκαιρίες είτε με τη δημιουργία δεξαμενών σκέψης είτε με την αξιοποίηση των υπαρχουσών, είτε με μέσα ενημέρωσης που θα δραστηριοποιούνταν στη γειτονική χώρα με σεβασμό στις ιδιαιτερότητές της, αλλά ταυτόχρονα της καλλιέργειας μιας συμπάθειας προς τον ελληνισμό.
Οι προκαταλήψεις είναι βαθιές και η σύγχρονη αναφορά τους ίσως βρίσκεται στα χρόνια της δημιουργίας του αλβανικού κράτους για τα όρια του οποίου οι δύο λαοί διαφώνησαν και ήρθαν σε αντιπαράθεση.
Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία είναι η αδυναμία της σύγχρονης Ελλάδας να διαχειριστεί, μετά το 1989, τους γείτονές της, παρόλο που γνώριζε ότι οι βαλκανικοί λαοί με την επικράτηση των κομμουνιστικών καθεστώτων δεν παρακολούθησαν τις Δυτικές αντιλήψεις στην εξέλιξη της έννοιας του κράτους έθνους.
Η έννοια αυτή στη Δύση εξακολουθεί να υπάρχει, με σαφείς διαφοροποιήσεις όμως από αυτό που είχε ως περιεχόμενο, ακόμη και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.Την πρώτη κρυολουσία η ελληνική εξωτερική πολιτική πρέπει να την υπέστη κατά την επίσκεψη Μητσοτάκη στα Τίρανα, το 1991, όταν ξαφνικά και ενώ ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός διεξήγε συνομιλίες με τον ομόλογό του, ο εκπρόσωπος της αλβανικής κυβέρνησης έθεσε στους δημοσιογράφους θέμα τσάμηδων.
Πρόεδρος της χώρας ήταν ακόμη ο κομμουνιστής ηγέτης Ραμίζ Αλία, και το γεγονός –για όσους είχαν γνώση του θέματος– προκάλεσε έκπληξη, διότι οι κομμουνιστές ήσαν καχύποπτοι απέναντι στους τσάμηδες τους οποίους θεωρούσαν συνεργάτες του φασισμού.
Μπορεί –και είναι εύλογο– σε ατομικό επίπεδο οι τσάμηδες να εγείρουν οικονομικές αξιώσεις απέναντι στο ελληνικό κράτος, αλλά η αποδοχή και καλλιέργεια των αιτημάτων τους από τις εκάστοτε αλβανικές κυβερνήσεις αποσκοπούσε και αποσκοπεί στο να διευρύνει την ατζέντα των διαφορών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προφανώς και με παραγγελία των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών και αμερικανικών κύκλων, βοήθησε τον Σαλί Μπερίσα στη διεκδίκηση της εξουσίας, αλλά το νέο αλβανικό πολιτικό αστέρι ταλαιπώρησε τα μέγιστα τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.
Λίγο-πολύ η πολιτική εξέλιξη κατέγραψε ήπιες ελληνοαλβανικές σχέσεις με κυβερνήσεις σοσιαλιστών και έντονες με κυβερνήσεις Μπερίσα, ώσπου ήρθε ο σοσιαλιστής Έντι Ράμα και ανέτρεψε τις ισορροπίες.Το χαρακτηριστικό του Ράμα –πέραν της φιλοδοξίας και εξουσιομανίας του– είναι ότι θέλει να πλουτίσει και έχει προσδεθεί στο άρμα Ερντογάν. Οι σχέσεις τους δεν είναι μόνο πολιτικές, αλλά έχουν και παρεξηγήσιμες διαστάσεις. Οι μέρες θα δείξουν αν το διαφαινόμενο τέλος του Ερντογάν θα συμπαρασύρει και τον Ράμα – κυρίως προσωπικά.
Ωστόσο θα ήταν λάθος η μονοδιάστατη προσέγγιση των ελληνοαλβανικών σχέσεων ως αποτέλεσμα των προσωπικών επιλογών των ηγετών τους.
Οι Αλβανοί, κυρίως από το Κοσσυφοπέδιο αλλά και από την αλβανική χώρα, έχουν καταφέρει να αναπτύξουν ένα σημαντικό λόμπι στις ΗΠΑ το οποίο ενεργοποίησε τον αμερικανικό παράγοντα στο θέμα της απόσχισης του Κοσσυφοπεδίου.
Μπορεί η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και η διαμόρφωση του σλοβενικού, του κροατικού, ακόμη και του βοσνιακού κράτους να εξυπηρετούσαν τον διεθνή παράγοντα, το Κοσσυφοπέδιο όμως δεν έδειχνε να προκαλεί ανάλογο ενδιαφέρον. Από γεωπολιτικής απόψεως δεν είναι σαφές γιατί η Δύση διακινδύνευσε έναν πόλεμο και τις σχέσεις της με τη Σερβία για την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου. Η διακύβευση ήταν μεγάλη για να αποδοθεί στις καλές σχέσεις Ολμπράιτ-Θάτσι.
Η άλλη παράμετρος που ευνόησε –και ως έναν βαθμό εξακολουθεί να ευνοεί– την αλβανική πολιτική ήταν και είναι η ετοιμότητά της να ρευστοποιήσει, ακόμη και με τρομοκρατικές ομάδες, τα βαλκάνια. Και αυτή η απειλή καλλιεργεί μια ανησυχία σε πιο σταθερές βαλκανικές δημοκρατίες, που δεν είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν σκληρή αντιπαράθεση.
Μια τρίτη παράμετρος που ευνοεί τα Τίρανα απέναντι της Αθήνας είναι ότι σε μεγάλο μέρος της αλβανικής κοινωνίας υπάρχουν έντονες προκαταλήψεις κατά των Ελλήνων που όχι μόνο δεν αίρονται με ό,τι και αν κάνει η ελληνική πλευρά, αλλά ενεργοποιούνται και εύκολα.
Είναι προσφιλής η τακτική των Αλβανών ηγετών να ενεργοποιούν τα ανθελληνικά αντανακλαστικά των πολιτών τους όταν έρχονται σε δύσκολη θέση στη Βουλή της χώρας τους, ακόμη και σε άσχετο με την Ελλάδα θέμα.Ακόμη και η πληθώρα Αλβανών, εγκληματικών στοιχείων του κοινού ποινικού κώδικα που δρουν στον ελλαδικό χώρο, είναι παράμετρος που δρα στην φινλανδοποίηση της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της δολοφονίας Ζαφειρόπουλου. Και οι ηθικοί και οι φυσικοί αυτουργοί ήσαν Αλβανοί.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα αγοραία στοιχεία που «φινλανδοποιούν» την Ελλάδα.
Η επίθεση Ράμα κατά της ελληνικής μειονότητας, κυρίως στη Χιμάρα, και η αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να την υποστηρίξει, ενισχύει αυτήν την αντίληψη.
Φαίνεται όμως πως υπάρχει και επεξεργασμένο αλβανικό σχέδιο για την άμυνα των Τιράνων σε περίπτωση επίκλησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της γειτονικής χώρας. Δεν είναι χωρίς βάση η αλβανική δήλωση πως η Ελλάδα δεν θα τολμήσει να θέσει εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία των Τιράνων, μετά τις επιφυλάξεις των Αθηνών έναντι των Σκοπίων, λόγω της ονομασίας – δήλωση που αποκαλύπτει την προσπάθεια της γειτονικής χώρας να αναζητήσει ευρωπαϊκά ερείσματα και συμμάχους στη λογική ότι η Ελλάδα είναι προβληματική χώρα.
Βεβαίως θα υπάρξει αντίδραση από ελληνικής πλευράς, αλλά το θέμα της «φινλανδοποίησης», με τους περιορισμούς και τις αναλογίες που αναφέραμε, αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων.Φαίνεται, λοιπόν, πως η Αθήνα τα χρόνια μετά το 1989 αδράνησε να διαμορφώσει μια συνολική και συνεκτική βαλκανική πολιτική την οποία να υποστηρίξει με συνέπεια και, βεβαίως, με τις αναγκαίες προσαρμογές, προϊόντος του χρόνου.
Οι έννοιες της ήπιας ή σκληρής ισχύος ή του συνδυασμού τους ήσαν άγνωστες, και πάντως δεν χρησιμοποιήθηκαν όταν και όπως έπρεπε. Παρόλο που οικονομικά η Ελλάδα είχε μια σημαντική παρουσία στη γειτονική χώρα και ένα μεγάλο μέρος Αλβανών κατάφερε να επιβιώσει λόγω της παρουσίας του στην Ελλάδα –αρκετοί, μάλιστα, και να πλουτίσουν–, το γεγονός έμεινε ανεκμετάλλευτο. Ο λεπτός τρόπος αξιοποίησης αυτής της αλβανικής παρουσίας δεν χρησιμοποιήθηκε. Αντιθέτως, είδαμε ακραίες καταστάσεις που επιδείνωσαν, αντί να αξιοποιήσουν τον παράγοντα αυτό.
Η ήπια πολιτική προϋποθέτει και ενεργοποίηση στο ιδεολογικό πεδίο. Και εδώ, παρόλο που υπήρξαν, δεν αξιοποιήθηκαν ευκαιρίες είτε με τη δημιουργία δεξαμενών σκέψης είτε με την αξιοποίηση των υπαρχουσών, είτε με μέσα ενημέρωσης που θα δραστηριοποιούνταν στη γειτονική χώρα με σεβασμό στις ιδιαιτερότητές της, αλλά ταυτόχρονα της καλλιέργειας μιας συμπάθειας προς τον ελληνισμό.
Το συμπέρασμα όλων αυτών είναι πως η πολιτική δεν μπορεί να ασκείται μόνο σε επίπεδο κρατών.Υπάρχουν πολλές παράμετροι που θα πρέπει να αξιοποιηθούν. Καιρός είναι για μια ριζική αναθεώρηση της ελληνικής βαλκανικής πολιτικής. Το χαρτί της ΕΕ είναι ισχυρό αλλά δεν φτάνει. Οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και όποιος δεν καταφέρει να προσαρμοστεί θα διακινδυνέψει πολλά.
ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου