Στην
Ελληνική Δυτική Θράκη, από την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα το 1920, πέραν της
πλειονότητας των ελληνόφωνων Ελλήνων διαβιούν και κάποιοι αλλόγλωσσοι και
αλλόθρησκοι πληθυσμοί, που με βάση τα νομικά κείμενα ορίζονται ως
«Μουσουλμανική Μειονότητα». Ο ορισμός αυτός δεν έγινε με βάση την φυλετική
καταγωγή ή εθνότητα αλλά στη βάση της θρησκείας. Οι πληθυσμοί αυτοί εξαιρέθηκαν
από την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης του
1923. Το αποτέλεσμα ήταν να προκύψει στην Ελληνική Θράκη ένα μωσαϊκό ομάδων με
διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες και πολιτιστικές παραδόσεις.
Πέραν
της Ελληνικής γλώσσας στην περιοχή ομιλείται ως μητρική γλώσσα η Τουρκική από
τους Τουρκογενείς, η Πομακική (χωρίς γραφή) που ομιλείται στην καθημερινή τους
ζωή από τους Πομάκους και η Ρομανική ή Τσιγγάνικη από τους Τσιγγάνους.
Περίοδος 1920 – 1950
Την
περίοδο αυτή δεν υπήρχαν τριβές και ανταγωνισμοί μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι
πληθυσμοί ήταν περιχαρακωμένοι, μέσα στα πλαίσια της δικής τους
εθνο-ομολογιακής ομάδας. Μάλιστα αυτή την περίοδο Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι
υπήρχαν και δρούσαν στα πλαίσια της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας και
οικονομίας. Η στάση της ελληνικής πολιτείας απέναντι στη μειονότητα
χαρακτηρίζεται από ηπιότητα και ειρηνική συνύπαρξη.
Ενώ
η Ελλάδα δεν είχε από την αρχή κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για τη μειονότητα, η
Τουρκία έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τους Μουσουλμάνους της Θράκης από πολύ
νωρίς.
Με
την ίδρυση μάλιστα του τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή το 1930 αρχίζει η
συστηματική απόπειρα του τουρκικού κράτους για προσέγγιση της μειονότητας και
παρέμβαση στα εσωτερικά της. Η ελληνική πολιτεία, εκτός από κάποια προληπτικά
και περιοριστικά μέτρα κατά της μειονότητας, παρακολουθεί και δυσαρεστείται από
τις εξελίξεις αλλά δεν αντιδρά, επιθυμώντας να έχει καλές σχέσεις με την
Τουρκία.
Η
ελληνική πολιτεία αυτή την περίοδο διαπράττει ένα επικίνδυνο λάθος με την
υποχρέωση σε όλους του μουσουλμάνους να διδάσκονται στην Τουρκική γλώσσα. Αυτό
προξένησε σοβαρά προβλήματα ιδιαίτερα στους Πομάκους και στους Τσιγγάνους να
υποστούν μια ισχυρή πίεση εκτουρκισμού τους, διότι, όπως είναι γνωστό, η γλώσσα
ενός λαού διαμορφώνει εθνική συνείδηση. Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε το τουρκικό
προξενείο και η ΄Αγκυρα με την προπαγάνδα, τους καταναγκασμούς και τις
ιδιαίτερες εξυπηρετήσεις για βοήθεια στις σπουδές και σε πολλούς άλλους τομείς.
Περίοδος 1950 – 1965
Την
περίοδο αυτή, ενώ από τη μια πλευρά συντελείται η πολιτισμική ομογενοποίηση των
Ελλήνων Χριστιανών Θρακιωτών με τον υπόλοιπο Ελληνισμό, από την άλλη πλευρά η
μειονότητα ακολουθεί σε γενικές γραμμές μια μάλλον καθοδική πορεία εξ αιτίας της
σημαντικής διαρροής μειονοτικών κεφαλαίων αλλά και εγκεφάλων στην Τουρκία, που
ακολουθείται από τη μετανάστευση σημαντικού αριθμού μειονοτικών.
Παράλληλα
μέσα από τη μειονοτική εκπαίδευση που ελέγχεται πια σε μεγάλο βαθμό από την
Τουρκία, επιχειρείται συστηματικά η καλλιέργεια τουρκικής εθνικής ταυτότητας
και η μετεξέλιξη των «Μουσουλμάνων σε Τούρκους.
Εκείνη
την περίοδο ψυχραίνονται οι σχέσεις των πλειονοτικών και των μειονοτικών εξ
αιτίας των δυσμενών συνθηκών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφενός εξ αιτίας του
Κυπριακού (Ε.Ο.Κ.Α. ΄Ενωση με την Ελλάδα κ.ά) και αφετέρου για τα καταπιεστικά
μέτρα διωγμού (1955 και 1965) που ασκεί
η Τουρκία στην Ελληνοορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης και για τα
απάνθρωπα ανθελληνικά γεγονότα από τουρκικές ορδές στην Κων/πολη και στη
Σμύρνη, τα λεγόμενα στην ιστορία «Σεπτεμβριανά» του 1955.
ΜΕΡΟΣ
Β΄
Περίοδος 1965 – 1978
΄Ηδη
από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, μέσα στο ευρύτερο ψυχροπολεμικό κλίμα, η
σχέση της μειονότητας με την Τουρκία αφενός ισχυροποιείται και αφετέρου
στιγματίζεται. Ωστόσο, δεν υπάρχουν σημαντικές κινήσεις σε βάρος των
μειονοτικών. Από το 1967 είναι διάχυτη η εκτίμηση ότι το μειονοτικό ζήτημα
αποτελεί έκφανση του «Τουρκικού κινδύνου» και πρέπει να αντιμετωπιστεί
δραστικά.
Αξιοσημείωτο
είναι ότι η πολιτική για τη μειονότητα δεν είναι δημοσίως διακηρυγμένη και
γνωστή, δεν έχει στη βάση της νόμους αλλά αποφάσεις και διεκπεραιώνεται μέσα
από μια σειρά απόρρητες αλληλογραφίες και ειδικές οδηγίες.
Το
1967, η έλευση της χούντας στην εξουσία, σηματοδοτεί την έναρξη άσκησης μιας
έντονης αντιμειονοτικής πολτικής. Η πίεση στους μειονοτικούς συνεχίζεται με τα
γνωστά μέτρα – προσκόμματα που δίνουν την ευκαιρία στην Τουρκία να τα
καπηλεύεται και να τα εκμεταλλεύεται παντοιοτρόπως.
Η
συμπεριφορά της Ελλάδας έχει άμεσες επιδράσεις στο εσωτερικό της μειονότητας.
Τα διάφορα περιοριστικά μέτρα σε βάρος της συσπειρώνουν και ομογενοποιούν επί
το «τουρκικότερο» και εθνικιστικότερο τους μειονοτικούς και επιτρέπουν στην
Τουρκία να εμφανίζεται και να επιχειρεί να παρέμβει, ως μητέρα – πατρίδα και
προστάτης. Οι δεν μειονοτικοί διαμαρτύρονται για στέρηση των δικαιωμάτων τους.
Περίοδος 1974 – 1981
Το
1974, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, σηματοδοτεί την έναρξη μιας εξάμηνης
περιόδου εξαιρετικά έντονων πιέσεων στη μειονότητα, στα πλαίσια της λογικής
περί – συλλογικής ευθύνης -. Η μειονότητα θεωρήθηκε σχεδόν συνυπεύθυνη για όσα
συμβαίνουν στην Κύπρο. Η μειονότητα, μετά τα δραματικά, και διεθνώς παράνομα
και καταδικαστέα με ψηφίσματα του ΟΗΕ,
γεγονότα της εισβολής και κατοχής στην Κύπρο, θεωρείται ακόμα
περισσότερο ανεπιθύμητη.
Την
περίοδο αυτή ξεκινά από υποστηρικτές των τουρκικών συμφερόντων μία διεθνής
εκστρατεία, με στόχο την προβολή στη διεθνή κοινή γνώμη της θέσης ότι στην
Ελληνική Θράκη υπάρχει μια τουρκομουσουλμανική κοινότητα η οποία καταπιέζεται
από την ελληνική διοίκηση. Μέρος της κίνησης αυτής αποτελεί, με την σαφή
ενθάρρυνση της ΄Αγκυρας, η ίδρυση συλλόγων Τούρκων της Δυτικής Θράκης. Η κίνηση
αυτή εκδηλώνεται τόσο στην Τουρκία όσο και σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, με
στόχο τη διεθνοποίηση του θέματος περιορισμού τάχα των δικαιωμάτων της
μειονότητας.
Περίοδος 1981 – 1988
Κατά
την περίοδο αυτή, η συνολικότερη βελτίωση των σχέσεων κράτους – πολίτη φαίνεται
να επηρεάζουν και την μειονοτική πολιτική. Ωστόσο υπάρχουν ακόμα περιορισμοί
στην μειονότητα.
Η
περίοδος αυτή είναι σημαντική, τόσο σε επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης, όσο
και δράσης της μειονότητας, και σημαδεύεται από μια σειρά κινητοποιήσεων. Το
1982, με αφορμή το ιδιοκτησιακό, γίνεται μια μαζική και μεγάλης κλίμακας
διαμαρτυρία των μειονοτικών. Ενώ σ΄αυτή τη δεκαετία μια από τις πιο σημαντικές
και προβεβλημένες κινητοποιήσεις της μειονότητας είναι ο αγώνας για την
αναγνώριση των πανεπιστημιακών τίτλων που αποκτούσαν οι μειονοτικοί από τα
πανεπιστήμια της Τουρκίας.
Ως
μέρος των μειονοτικών διεκδικήσεων/κινητοποιήσεων κατά τη δεκαετία του 1980,
μπορεί να θεωρηθεί και το ζήτημα της εκλογής Μουφτή. Η ελληνική πολιτεία
απαγορεύει τη χρήση των όρων Τουρκικός – από ονομασίες μειονοτικών Ενώσεων. Από
τότε οι μειονοτικοί κύκλοι, αρνούμενοι τον διορισμό Μουφτή από την πολιτεία,
προβαίνουν στην άτυπη εκλογή ως Μουφτή (ψευδομουφτή) ατόμων της αρεσκείας τους,
καθώς και της αρεσκείας του προξενείου. ΄Ετσι οι νομοί Ξάνθης και Ροδόπης
διαθέτουν από δύο Μουφτήδες, έναν νόμιμο και έναν παράνομο.
ΜΕΡΟΣ
Γ΄
Περίοδος 1988
– 1991
Η
περίοδος 1988 – 1991 μπορεί να χαρακτηριστεί ως η σημαντικότερη στην ιστορία
των σχέσεων πολιτείας και μειονότητας, κυρίως λόγω των έντονων αντιπαραθέσεων,
σε βαθμό σύγκρουσης, που είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγηθεί τελικά το Ελληνικό
κράτος σε αλλαγή μειονοτικής πολιτικής.
Αρχή
της περιόδου αυτής αποτελεί η μεγάλη κινητοποίηση της μειονότητας για στήριξη
του υπόδικου, ανερχόμενου τότε, μειονοτικού ηγέτη Αχμέτ Σαδίκ, κατά την
εκδίκαση των υποθέσεών του (κατηγορούνταν για συκοφαντική δυσφήμιση, διασπορά
ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία), τον Ιούνιο και κυρίως τον Δεκέμβριο του
1988. Κατά τις κινητοποιήσεις αυτές γίνεται για πρώτη φορά εμφανώς ορατή η παρουσία και η δράση της Τουρκίας.
Συνέχεια
των γεγονότων του 1988 (διαδηλώσεις στην Κομοτηνή και δίκες Αχμέτ Σαδίκ, κύριο
χαρακτηριστικό των οποίων υπήρξε η μεγάλη ένταση, αποτελεί η κάθοδος
ανεξάρτητων μειονοτικών συνδυασμών στις εκλογές της 18ης Ιουνίου
1989.
Οι
ανεξάρτητοι υποψήφιοι και ιδιαίτερα ο Αχμέτ Σαδίκ τυγχάνουν συστηματικής
υποστήριξης από την Τουρκία και προβάλλονται από την τουρκική τηλεόραση και το
ραδιόφωνο, που παρακολουθούν ανελλιπώς καθημερινά όλοι οι μειονοτικοί. Κινούνται
τονώνοντας το τουρκικό εθνικό φρόνημα – αίσθημα και δημιουργούν πόλωση και
διχασμό ανάμεσα στους πλειονοτικούς και μειονοτικούς.
Κατά
τις εκλογές της 08-04-1990, εκλέγονται οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί βουλευτές Α.
Σαδίκ στη Ροδόπη και Α. Φαίκογλου στην Ξάνθη και πάλι με τη συνήθη συστηματική
στήριξη του προξενείου και της Τουρκίας.
Περίοδος 1991
– 1995
Την
περίοδο αυτή η ελληνική πολιτεία, κινούμενη στα πλαίσια της παραδοσιακής
λογικής αντιμετώπισης του μειονοτικού ζητήματος, προχωρά στις 23-10-1990 στην
ψήφιση νέου εκλογικού νόμου που έθετε ως προϋπόθεση για εισαγωγή ενός κόμματος
στην ελληνική Βουλή την εξασφάλιση του 3% των ψήφων σε πανελλαδικό επίπεδο,
αποκλείοντας έτσι, ουσιαστικά, τη δυνατότητα εκλογής ανεξάρτητου μειονοτικού
βουλευτή. Αυτός ο νόμος δεν απέκλειε βέβαια την εκλογή μειονοτικού σε
ψηφοδέλτιο ελληνικού κόμματος.
Η
κίνηση που σηματοδοτεί την εφαρμογή της νέας ελληνικής πολιτικής πάνω στο
μειονοτικό είναι η ομιλία του τότε πρωθυπουργού στην Ξάνθη στις 13 Μαίου 1991.
Εκεί, ο έλληνας πρωθυπουργός μιλά για λάθη του παρελθόντος, θέτει το αποδεκτό
πλαίσιο –ταυτότητας- της μειονότητας, δηλαδή, (μουσουλμανική μειονότητα που
αποτελείται από Τουρκογενείς, Πομάκους και Τσιγγάνους), δηλώνει ότι το μειονοτικό
είναι αυστηρά εσωτερικό ζήτημα της Ελλάδας και τονίζει την αποφασιστικότητα της
πολιτείας να διασφαλίσει την ισονομία
και ισοπολιτεία για όλους τους
κατοίκους της Θράκης, και Χριστιανούς και Μουσουλμάνους.
Αυτό
βέβαια δεν σήμαινε ότι όλα τα προβλήματα θα λυνόταν αυτομάτως, διότι οι δηλώσεις
του πρωθυπουργού κινούνταν σε επίπεδο προθέσεων. Βέβαια η αλλαγή πολιτικής στο
μειονοτικό δεν είχε μόνο οπαδούς. Υπήρχαν αντιδράσεις τόσο από ΄Ελληνες
πλειονοτικούς όσο και από μειονοτικούς. ΄Ηταν εμφανές ότι πολλά ηγετικά στελέχη
της μειονότητας είχαν σημαντικές αντιρρήσεις, καθώς φοβούνταν ότι μπορεί να
χάσουν το ρόλο και την επιρροή τους. Γι αυτό προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν
κλίμα καχυποψίας, ανασφάλειας και δυσπιστίας ανάμεσα στα σύνοικα στοιχεία.
Μέρος Δ΄
(Τελευταίο)
Περίοδος 1995 – 2000
Κύριο
χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου αποτελεί η ομαλοποίηση της εκπροσώπησης
μειονοτικών σε εθνικό επίπεδο (μέσω ελληνικών κομμάτων) με την επάνοδο
Θρακιωτών μουσουλμάνων μειονοτικών βουλευτών στην Ελληνική Βουλή.
Η
πολιτική της –ισονομίας και ισοπολιτείας- συνεχίζεται με την κατάργηση της
επιτηρούμενης ζώνης (της λεγόμενης μπάρας)
από τον υπουργό Εθνικής Αμύνης (17-05-1995). Κίνηση που προξενεί ιδιαίτερη
ικανοποίηση στους μειονοτικούς και δυσαρέσκεια στην Τουρκία και σε κύκλους της
Θράκης.
Επόμενο
βήμα αποτελεί η κατάργηση του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας
(11-06-1998) από τον τότε υπουργό Εξωτερικών.
Την
περίοδο αυτή λαμβάνεται και το πρώτο μέτρο θετικής διάκρισης υπέρ των
μειονοτικών. Με εισήγηση του υπουργού Παιδείας και με τον νόμο 2341 (2:1)/ ΦΕΚ
208/Α/06-10-1995 εκχωρείται ποσοστό 0,5% πλέον των υπαρχόντων θέσεων σε Α.Ε.Ι.
και Τ.Ε.Ι. σε υποψήφιους φοιτητές που προέρχονται από τη μειονότητα. Ο νόμος
ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα, εκτός του ΚΚΕ, ενώ συναντά μεγάλη αντίδραση από μερίδα
της πλειονότητας στη Θράκη.
Στα
τέλη της δεκαετίας του 1990 φαίνεται πως είχε επέλθει εξομάλυνση στις σχέσεις
μεταξύ πολιτείας και μειονότητας και μια σημαντική βελτίωση στις σχέσεις μεταξύ
πλειονοτικών και μειονοτικών, ενώ παράλληλα άρχισε να γίνεται ορατή η μείωση
των κοινωνικοοικονομικών διαφορών μεταξύ πλειονοτικών και μειονοτικών. Ενώ η
΄Αγκυρα συνεχίζει να επιδιώκει την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης.
΄Αφιξη στη Θράκη προσφύγων από χώρες της πρώην
Σοβιετικής ΄Ενωσης.
Στην
αρχή της δεκαετίας του 1990 αρχίζουν να καταφθάνουν και στη Θράκη ελληνικής
καταγωγής πρόσφυγες από χώρες της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης, ενώ λίγο αργότερα
υπάρχει συστηματική και μαζική άφιξη τέτοιων πληθυσμών, στα πλαίσια ενός
κρατικού προγράμματος με προφανή και δηλωμένο στόχο «Την τόνωση του Ελληνισμού
στην ακριτική περιοχή της Θράκης».
Οι
πληθυσμοί που φθάνουν και εγκαθίστανται στη Θράκη προέρχονται από περιοχές του
Καυκάσου και έχουν θλιβερές εμπειρίες σύγκρουσης με μουσουλμανικούς πληθυσμούς,
ενώ παράλληλα, σε κάθε ευκαιρία, αναδεικνύουν την ελληνική τους καταγωγή και
προασπίζονται την ελληνικότητά τους.
Αντιλαμβάνονται
τον ρόλο που τους επιφυλάσσει το κράτος για ενίσχυση του ελληνοχριστιανικού πληθυσμού.
Ταυτόχρονα όμως καταλαβαίνουν καλά ότι είναι υποχρεωμένοι να ζήσουν στην αρχή
χωρίς περιουσία σε μια νέα χώρα και παράλληλα συνειδητοποιούν ότι οι γνώσεις
που φέρουν έχουν ελάχιστη ανταλλακτική αξία. ΄Ετσι είναι υποχρεωμένοι, τα πρώτα
χρόνια τουλάχιστον, να κάνουν βιοπορισμό μέσω «μαύρης» ή χαμηλά αμειβόμενης
εργασίας.
Οι
αλλαγές που επήλθαν στον τομέα αυτό στη Θράκη από την άφιξη των προσφυγικών
πληθυσμών από χώρες της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης δεν έχουν μελετηθεί σε βάθος.
Γεγονός αναντίρρητο είναι ότι η εγκατάσταση ελληνορθόδοξων προσφυγικών
πληθυσμών στη Θράκη είχε θετικές εξελίξεις και άλλαξε αρκετά τις πληθυσμιακές
ισορροπίες στην περιοχή μας.
Από
το 2000 και μέχρι σήμερα η
μειονοτική πολιτική της Ελλάδας χαρακτηρίζεται για την ηπιότητα και τον
κατευνασμό. Ενώ στο γενικότερο πλαίσιο των τουρκικών προκλήσεων και
διεκδικήσεων, κλιμακώνονται οι παρεμβάσεις της ΄Αγκυρας και οι επισκέψεις
Τούρκων αξιωματούχων στην Ελληνική Θράκη. Δυστυχώς η υποχωρητικότητα της σημερινής
κυβέρνησης την οδηγεί σε ψήφιση τροπολογίας για αναγνώριση της Τουρκικής
΄Ενωσης Ξάνθης παραβιάζοντας κατάφωρα τη Διεθνή Συνθήκη της Λωζάννης.
Πηγή: Ερευνητικό
Πρόγραμμα Πανεπιστημίου Μακεδονίας
ΠΟΜΑΚΟΧΩΡΙΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ