της Αθηνάς Τζινίκου-Κακούλη.
Φιλολόγου
"Η Μακεδόνισσα στο Θρύλο και στην Ιστορία"
(1453-1940 μ.Χ.)
Θεσσαλονίκη 1992
Και πραγματικά στο Μοναστήρι έγιναν εκδικητές των βουλγαρικών εγκλημάτων όχι μόνο άντρες, μα και γυναίκες. Κατά πληροφορία του Μόδη, όταν αποφασίζονταν να γίνει φόνος σ’ ένα δρόμο, ειδοποιούνταν οι νοικοκυρές να αγρυπνούν, να έχουν την πόρτα ανοιχτή και να κλείνουν αμέσως μόλις έμπαινε ο εκτελεστής, που από σπίτι σε σπίτι έφευγε μακριά, αφού είχε επιτελέσει την αποστολή του.
Τα λαμπρά του εκπαιδευτήρια ήταν η παλλόμενη καρδιά του βορείου Ελληνισμού κι οι ογδόντα Ελληνίδες δασκάλες του γαλβάνιζαν την εθνική συνείδηση των μικρών παιδιών με τέτοια τραγούδια:
«Του βουλγαρισμού η ψώρα Μακεδόνες δεν μολύνει...»
Καί πραγματικά στο Μοναστήρι έγιναν εκδικητές των βουλγαρικών εγκλημάτων όχι μόνο άντρες,
μα και γυναίκες.
Κατά πληροφορία του Μόδη, όταν αποφασίζονταν να γίνει φόνος σ’ ένα δρόμο, ειδοποιούνταν οι νοικοκυρές να αγρυπνούν, να έχουν την πόρτα ανοιχτή και να κλείνουν αμέσως μόλις έμπαινε ο εκτελεστής, πού από σπίτι σε σπίτι έφευγε μακριά, αφού είχε επιτελέσει την αποστολή του.
Ο Μόδης πληροφορεί επίσης ότι τον ’Ιούλιο του 1907 μια γριά με την εγγονή της επισκέφτηκαν βουλγαρικό γαλακτοπωλείο, έριξαν δηλητήριο στο ταλατόρι που έφαγε ο Κομιτατζής Τόντας Πεσκάς με άλλους πέντε ρουμανίζοντες και Βουλγάρους αξιωματικούς και τους σκότωσαν.
Όλες οι γυναίκες συνέδραμαν στον αγώνα, όπως μπορούσε η κάθε μιά.
Η Δομνίκη Νικολαΐδου με την αδελφή της μετέβαλαν το σπίτι τους σε οπλοστάσιο,
ενώ η Σάντα Θεοδώρου Βαφέα με τις μεγαλύτερες κόρες της Βίτα, Μαρίτσα και ’Ασπασία ερραθαν στολές Μακεδονομάχων και φρόντιζαν πληγωμένους.
Η Ζαχαρία Μακρή, έζησε το δράμα της δουλείας, τις συγκινήσεις και τους κινδύνους του Μακεδονικού Άγώνος προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες, εγκαταστάθηκε αργότερα στη Φλώρινα κι ευτύχησε να δει το σύζυγό της Νομάρχη και τον γυιό της Υπουργό.
Η Παρασκευή Μόδη, σύζυγος του πρωτομάρτυρα Θεοδώρου Μόδη, στάθηκε δίπλα του γενναία και δεν υπέστειλε τη σημαία του χρέους, ούτε και μετά τη δολοφονία του.
Μία άλλη μοναστηριώτισσα, η χήρα μάννα του Άνδρέα Κύμη, είχε δραματικό κι ηρωικό τέλος.
Τη μέρα που ο γυιός της ξεψυχούσε στο Μορίχοθο πολεμώντας με τον Ιερό Λόχο, η ίδια έπεφτε νεκρή μέσα στο σπίτι της, αφού πρώτα είχε αναχαιτίσει για πολλές ώρες λυσσαλέα επίθεση των Βουλγάρων.
’Ανάμεσα σ' ιστορία και θρύλο άχνοδιαγράφεται κι η μορφή της μοναστηριώτισσας καπετάνισσας Ελένης, που ντυμένη τη στολή του Μακεδονομάχου, με το τουφέκι στο χέρι πολέμησε γενναία.
’Αλλά και μέσα άπό οργανώσεις οι μοναστήριώτισσες έδωσαν τα χρόνια έκεΐνα δυναμικό παρόν.
Η «Φιλόπτωχος ’Αδελφότης Έλληνίδων Κυρίων Μοναστηριού»,
που άτυπα λειτουργούσε από τα μέσα του
προηγουμένου αιώνος το 1902 απέκτησε εγκεκριμένο καταστατικό και κατά τον Μ.Α. κυριαρχούσε σε κάθε φιλανθρωπική και πολιτική δράση ανακουφίζοντας απόρους και ασθενείς, παραχωρώντας βοηθήματα και βιβλία σε μαθητές και καταπολεμώντας τις ξένες προπαγάνδες.
Τότε ίδρυσε και το εργαστήριο άπορων κοριτσιών «Η Έργάνη Άθηνά», όπου 80-100 κορίτσια διδάσκονταν κοπτική και ραπτική.
Οι κυρίες μέλη έργάζονταν με πρωτοφανή ζήλο, ιδίως στον τομέα συμπαραστάσεως και άρωγής των φυλακισμένων, που προέρχονταν άπ’ όλη σχεδόν τη Μακεδονία.
Σάν φιλόστοργες μητέρες τους επισκέπτονταν, τους έφερναν γλυκά και πίτες, τους έπλεναν τα ρούχα κι έστελναν μηνύματα
στούς δικούς τους, ενώ η προσφορά τους κορυφώθηκε στις 3 ’Ιουνίου του 1906, οπότε στις φυλακές διαδραματίστηκαν αιματηρά γεγονότα.
Τη μέρα εκείνη Τούρκοι κρατούμενοι σχημάτισαν στους τοίχους της τουαλέτας του θαλάμου 6 με ακαθαρσίες μεγάλο σταυρό, πράγμα πού πλήγωσε τη φιλοτιμία των Ελλήνων συγκρατουμένων κι έτσι άρχισαν οι φονικές συμπλοκές, που είχαν σαν επίλογο από ελληνικής πλευράς επτά νεκρούς, έβδομήντα τραυματίες κι άλλα πέντε θύματα που ύπέκυψαν στα τραύματά τους μετά από λίγες μέρες.
Τότε χιλιάδες μοναστηριώτισσες χωρίστηκαν σ’ ομάδες για να παρασταθούν και να θρηνήσουν τα παλληκάρια, ενώ κατά την ταφή μαυροφορεμένες τους συνόδευσαν ώς το κοιμητήρι, ίδιες ζωντανεμένες φιγούρες άπ’ αρχαία τραγωδία.
Ο Γ. Μόδης άφηγεΐται σχετικά:
«Το νοσοκομείο, όπου μεταφέρθηκαν οι νεκροί κι οι τραυματίες, γέμισε οχλοβοή.
Είχε πλημμυρίσει άπό αγριεμένο και έξαλλο κόσμο που έκλαιε, έβριζε η έκανε το σταυρό του.
Πλούσιες κυρίες, φτωχές γυναικούλες, πόρνες, μαυροφορεμένες
χαροκαμένες γριές, κορίτσια, που δέν έβγαιναν εύκολα άπό το σπίτι τους, ξέπλεναν, έντυναν, έκλαιαν και μοιρολογούσαν τους νεκρούς σαν να ήταν σπιτικοί τους.
Τα ρούχα βρέθηκαν γρήγορα και περίσσεψαν(...) (...)
Η κηδεία έγινε νωρίς.
Επειδή, η άστυνομία είχε άπαγορέψει τα στεφάνια και τη μουσική, ένα παιδάκι βάδιζε μπροστά μ’ ένα σταυρό στο χέρι άπό κόκκινα τριαντάφυλλα σαν το αίμα των παλικαριών που πέθαναν γιά το σταυρό.
Τα έπτά φέρετρα τα κρατούσαν πολλοί νέοι, ψηλά στούς ώμους, γιά να φαίνονται καλύτερα.
Όλη η πόλη άκολουθούσε βουβή.
Γιά πρώτη φορά είχαν βγάλει τα φεσάκια και τα κρατούσαν στα χέρια...».
Στο ίδιο βιβλίο ο Μόδης πληροφορεί, ότι μια κοπέλα που την έλεγαν Δόμνα,είχε δώσει μυστικό αρραβώνα με ένα άπό τα θύματα, τον κρητικό Παύλο Μαρκάκη, γιαυτό και μετά τα γεγονότα έπεσε σέ κατάθλιψη και σύντομα πέθανε από ψυχικό μαρασμό.
Για τη λευτεριά της Μακεδονίας όλες οι γυναίκες πρόσφεραν τότε τις πολύτιμες ύπηρεσίες τους.
Ακόμα κι όσες έφεραν το στίγμα της « παστρικιάς», της «κοινής» όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ίσως γιατί ήθελαν να εξαγνιστούν απέναντι στη συνείδησή τους, ίσως γιατί αποζητούσαν να βρούνε ένα ιδανικό στην ερημιά της αμαρτωλής και ταπεινωμένης ζωής τους, πολλές φορές έκαναν τόσο μεγαλειώδεις πράξεις, που δίκαια θά μπορούσαν να τις καταξιώσουν σε εθνικές ηρωίδες.
Μιά τέτοια γυναίκα ήταν η περιβόητη Κία —ή Βασιλική— από το Μοναστήρι, που μαζί με την αδερφή της διατηρούσε «οίκο» στα τέλη του περασμένου αιώνα.
Η Κία ήταν πολύ όμορφη:
Άφράτη, καλλίγραμμη, ροδόλευκη, με ευγενικά χαρακτηριστικά προσώπου και λαμπερά μαλλιά, ίδια η ενσάρκωση της καλλονής κατά τα ιδεώδη της εποχής της.
Μα διέθετε και πνεύμα σπινθηροβόλο που την έκανε περισσότερο ελκυστική.
Και τη σαγήνη των φυσικών της προσόντων φρόντιζε να έπαυξάνει με μεθυστικά αρώματα, μακιγιάζ, πανάκριβα κοσμήματα, φανταχτερές καπελίνες και ολομέταξα εύρωπαίκά φορέματα.
Γιαυτό κι οι δουλειές της πήγαιναν περίφημα και την έκαναν έξαιρετικά έκλεκτική.
Δέν μπορούσε ο τυχόντας να δρασκελίσει το κατώφλι του «οίκου» της. Έπρεπε να είναι ο «Κάποιος», με τίτλους και αξιώματα και με πορτοφόλι, που να αντέχει στίς παράλογες απαιτήσεις των έκλεπτυσμένων της γούστων.
Σωστή «έταίρα» των καιρών της η Κία δημιούργησε γύρω της εναν κύκλο ύψηλών άφοσιωμένων θαυμαστών, ένδύθηκε ακτινοβολία και διασημότητα κι άπέκτησε μια μυθική συλλογή άπό κοσμήματα κι άλλα πανάκριβα δώρα.
Όμως με την κήρυξη του Μακεδονικού Άγώνος μέσα της έγινε σεισμός.
Ο φανταχτερός κόσμος της πρόσχαρης πεταλουδίτσας του; πληρωμένου έρωτα κομματιάστηκε κι απ’ τα συντρίμμια του έξαγνισμένη άναδύθηκε η αύστηρή δωρίδα πατριώτισσα, που άπαρνούμενη τη χλιδή και τις έφήμερες απολαύσεις αφιερώθηκε σύψυχη στην ύπηρεσία του ύψηλοϋ ιδανικού, το όποιο ήρθε τότε να δώσει πρωτόγνωρο, βαθύ περιεχόμενο στη ζωή της.
Σάν «έλευθερώτρια» πέρασε στα χρονικά του αγώνος, αφού ώς κύρια άποστολή της άνέλαβε την άπελευθέρωση των παλληκαριών άπ’ τις φυλακές Μοναστηριού.
Γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα, έκμεταλλευόμενη φιλίες και συμπάθειες και χρησιμοποιώντας την άκαταμάχητη γοητεία της κατόρθωνε να έπηρεάζει τις άποφάσεις των δικαστών η και να έξαφανίζει δικογραφίες, ενώ προσφέροντας με άπλοχεριά«μπαχτσίσι» στούς δεσμοφύλακες μπαινόβγαινε στίς φυλακές, έφερνε ροϋχα καθαρά, πίτες καί γλυκά ατούς φυλακισμένους, τους εμψύχωνε κι οργάνωνε επιτυχημένες αποδράσεις.
Σ’ αυτήν οφείλεται η απόδραση κι η σωτηρία των έξι συντρόφων του Παύλου Μελά του Βολάνη, του Καλομενόπουλου και των άλλων, που πιάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο αμέσως μετά την μοιραία μάχη στη Στάτιστα στίς 13 ’Ο κτωβρίου του 1904.
Για τη σωτήρια του καπετάν-Κώττα η Κία κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες.
Μήνες και μήνες έτρεχε άπό γραφείο σέ γραφείο, μα οι γνωστοί της στο Μοναστήρι δίσταζαν να την βοηθήσουν.
Τέλος πήγε στη Θεσσαλονίκη να παρακαλέσει κάποιον παλιό της φίλο, αξιωματούχο με μεγάλη θέση στη διοίκηση, κι αφού απέσπασε την υπόσχεση του, γύριζε αισιόδοξη πώς μετά άπό άγώνα δεκάξι μηνών τούτη τη φορά χτύπησε τη σωστή πόρτα.
Ήταν 28 Σεπτεμβρίου του 1905. Ήταν όμως τόσο αργά...
Βρήκε τον ήρωα νεκρό στη Μητρόπολη, όπου άλλες Έλληνίδες τον είχαν ξενυχτήσει με σπαραγμό μετά τον άπαγχονισμό του την προηγούμενη μέρα.
Η Κία παρά την απέραντη θλίψη συνέχισε τον άγώνα άκατάβλητη. Άπό το πρωί ώς το βράδυ, χειμώνα καλοκαίρι,μέ βροχή η ήλιο έτρεχε φορτωμένη πίτες, ψωμί, γλυκά, ροϋχα και μηνύματα γιά τά «παιδιά» της, όπως έλεγε τους φυλακισμένους, η κάτω άπό τις βαριές της στόφες μετέφερε πιστόλια, σφαίρες και γραμμένες όδηγίες γιά τα αλλα «παιδιά» της, του εκτελεστικού .
Έτρεχε και στα χωριά.
Όπου υπήρχε επείγουσα ανάγκη και κίνδυνος, πρώτη αύτή. Χρόνια ολόκληρα.
Το ταμείο της μέρα με τη μέρα άδειαζε.
Ένα-ενα πούλησε και τα ακριβά της κοσμήματα.
Η σκέπη της ξεθώριασε και κολλούσε στο κεφάλι απ’ τις βροχές η τον ιδρώτα.
Τα ροϋχα της ξέφτισαν. Άρχισε και να βήχει...νά βήχει... Η ομορφιά της μαράθηκε. Οι δυνάμεις την εγκατέλειπαν κι η φυματίωση ύπουλα κατέσκαβε τα σωθικά της. Έγινε η σκιά του έαυτού της, μα παρέμενε ολόρθη στις επάλξεις του χρέους, μέχρι το 1908, οπότε οι Νεότουρκοι εθεσαν τέρμα στον αγώνα.
Τότε ξανάνοιξε τον « οίκο» της, όχι βέβαια γιά να έξασκήσει την παλιά τέχνη, μα γιά να αισθάνεται λιγότερη μοναξιά και να γλυκαίνει τον πόνο της άρρώστειας της η παρήγορη παρουσία άγαπημένων φίλων.
Πέθανε όμως σύντομα, νέα και πικραμένη.
Εξαιρετική πατριωτική διαγωγή έδειξαν κι άλλες κοινές γυναίκες τα χρόνια έκεινα.
Ο Γ. Μόδης στις «Μακεδονικές 'Ιστορίες», μνημονεύει συχνά την ιερόδουλο Δόμνα, που εγινε σπουδαίο μέλος της «Εσωτερικής Όργανώσεως» και σαν την Κία έκμεταλλευόμενη γνωριμίες και διαθέτοντας σπάταλα τον προσωπικό της πλούτο μπαινόβγαινε ελεύθερα στίς φυλακές και με κάθε τρόπο συνέδραμε τον άγώνα στο Μοναστήρι.
Όμως και άπό την γύρω περιοχή οι γυναίκες έδειξαν έμπρακτα τον πατριωτισμό τους.
Η Νάτσαινα από τη Γραδένιτσα του Κάμπου τον Δεκέμβριο του 1906 φιλοξενούσε τρεις τραυματίες του σώματος Γερογιάννη: Τόν Φίλιππο άπό το Μπούκοβο, τον Νίδα άπό το Μοναστήρι και τον ’Αγησίλαο η Σίλα από τη Λαμία.
Ο Τόντας Πεσκάς τους πρόδωσε κι όταν οι Τούρκοι κατέφθασαν, πρόλαβε, τους έκρυψε κι υστέρα με τους άλλους χωρικούς κίνησε για το ξωκλήσι, όπου τους μάντρωσαν οι άβτζή ταμπούρ για να ψάξουν άνενόχλητοι τα σπίτια.
Η κρυψώνα της όμως είχε πάρει νερό κι έμοιαζε με ύγρό τάφο, ενώ τα χτυπήματα των Τούρκων από πάνω πολλαπλασίαζαν την αγωνία και το μαρτύριο των κρυμμένων Μακεδονομάχων.
Δυό μερόνυχτα εμειναν έκει κι όταν τους έβγαλαν, ήταν κι οι τρεις σ’ αφασία
Η Νάτσαινα με μητρική στοργή και περιποιήσεις κατόρθωσε να τους συνεφέρει.
Μα ο Σίλας ήταν όλότελα τρελλός πιά...Φώναζε, καταριόταν τους Τούρκους κι εγινε δημόσιος κίνδυνος.
Τότε οι χωρικοί έβγαλαν την άπόφαση, πώς επρεπε να τον σκοτώσουν γιά να τον λυτρώσουν, μια και δέν μπορούσαν πιά να του προσφέρουν κάτι καλύτερο.
Πετάχτηκε τότε άνάμεσά τους η Νάτσαινα και κλαίοντας, απειλώντας η παρακαλώντας, τους θύμισε ότι το παλληκάρι ήρθε να πολεμήσει γιά τη δική τους λευτεριά και ότι είχαν χρέος να το στείλουν στη μαννούλα του, που θά το καρτερούσε.
Η ίδια φρόντισε να φτάσει σώος στο Μοναστήρι της Παναγίας στον Τίρναβο, που ήταν γιά τους τρελλούς, απ’ όπου το Κομιτάτο τον έστειλε σπίτι του.
Μιά άλλη γυναίκα, η χήρα Βάσω άπό το Μπόκοβο το 1906 παρουσιάστηκε στον καπετάν Γιάννη Πούλακα και έξ ονόματος όλων των γυναικών του ζήτησε να μιλήσει στούς άντρες τους, να μήν τις άπαγορεύουν να κεντούν τις φορεσιές τους με το πρόσχημα ότι τάχα χασομερούν.
Επειδή δε εκείνος δεν ήθελε να επέμβει του είπε σέ έντονο ύφος:
«Ξεχνάς καπετάν Γιάννη, πώς γιά σένα τρεις μέρες και τρεις νύχτες βασανίστηκα άπό τους Τούρκους να φανερώσω που κρυβόσουν και που ύπήρχε οπλισμός, μα έγώ απαντούσα: «Σκοτώστε με αν θέλετε. Έγώ δέν ξέρω τίποτα άπ’ αύτά που με ρωτάτε».
Μιά άλλη γυναίκα άπό το Λεσκοβίκι τροφοδοτούσε το σώμα του καπετάν Μακρή, ενώ οι Σαρακατσάνισσες της φάρας Σουλτογιάννη τροφοδοτούσαν τον Βολάνη με τους άντρες του.
Στή Γρούνιτσα Μοριχόβου τον Νοέμβριο του 1907 η χωρική Νικολίτσα φιλοξενούσε μέρες τον πληγωμένο άντάρτη Θεμιστοκλή.
Τότε όμως συνέπεσε να κάνουν έφοδο στο χωριό κι οι Τούρκοι «άβτζή ταμπούρ» ψάχνοντας γιά κρυμμένους άντάρτες. Κρυψάνα το σπίτι δέν διέθετε.
Τί να κάνει η Νικολίτσα;
Ντύνει τον Θεμιστοκλή σαν ετοιμόγεννη που κοιλοπονά και με τη βοήθεια των πεθερικών της σφάζουν και κρεμούν σέ δέντρο της αυλής τον οίκόσιτο χοίρο.
Μόλις οι Τούρκοι δρασκέλισαν το κατώφλι της έξώπορτας με άποτροπιασμό όπισθοχώρισαν κραυγάζοντας μεταξύ τους.
— Ντέρι πέρ ντέρ (γουρούνας γουρούνια) κι ετσι η πανέξυπνη Νικο- λίτσα έσωσε την κατάσταση.
Μάρτυρες Περιοχής Μοναστηριού
Μέ τον έρχομό του καπετάν Ρέμπελου στο Μορίχοβο, άνοιξε φριχτός λογαριασμός αίματος μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, οι όποιοι έκτόνωναν την οργή τους γιά τις πολεμικές τους ήττες κατασφάζοντας τους άμάχους.
Στίς 8-9-1904 στην Πεταλίνα βασανίστηκε και θανατώθηκε η σαρακατσάνα Παναγιώτα Ί. Γκόγκου.
Στίς 9-10-1904 οί Βούλγαροι στο Μπρόντ κατέσφαξαν σέ ώρα λειτουργίας τον παπά, την παπαδιά και δυό προκρίτους του χωρίου, ενώ στο ’Ίβεν στις αρχές Μαίου έθαψαν ζωντανές τη μάννα και την αδελφή του Χρήστου και Θανάση Σγουράκη, γιατί δέ στάθηκαν οί ίδιοι να τους συλλάβουν και να τους θανατώσουν.
Παρόμοιο φριχτό έγκλημα διαπράχτηκε στο ίδιο χωριό και ενα χρόνο αργότερα.
Στίς 14 Μαΐου του 1905, έπειδή ο Πέτρος Σουγκαράκης κατόρθωσε να άποφύγει την δολοφονική ένέδρα τους, έκαναν έφοδο στο σπίτι του, βασάνισαν κατά τον πιό απάνθρωπο τρόπο την μητέρα κι αδερφή του κι άφοϋ τις έξώρυξαν τους οφθαλμούς, τυφλές και αίμόφυρτες τις έθαψαν ζωντανές στούς άγρούς.
Στίς 22-7-1905 η συμμορία του Μήτρου Βλάχου στην Όστιμα δολοφόνησε τη Χρήσταινα Δέλιου και τη Βασιλική Ράμου, ενώ την ίδια μέρα στο Κουμανίτσοβο την όγδοντάχρονη Φιλιώ Γρηγορίου και τη Σουλτάνα Νικολάου..
Στίς 8-8-1905 στο Μπράτιπολ δολοφονήθηκε η ’Αγγελική Στέκου με τον άντρα της, στίς 11-8-1905 στο Αιάκοβο η Καλλίνα Μπόικου και η Βόσνα Νάιδου, στίς 28-11-1905 στο Σκότσιβιρ η ’Ιωάννα Γεωργίου και στίς 19-5-1906 στο Τγκρι κατακρεουργήθηκε η χήρα Στόινα.
Yauna Takabara
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου