Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1859 - 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1943) : ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΤΙΤΑΝΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΠΟΥ Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΘΑ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΟΤΕΡΕΣ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΑΝΘΕΟ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Πηγὲς πληροφοριῶν: Θ. Ροδάνθης, Μαλλιάρης Παιδεία, Ὑδρία, Δομή καὶ Πάπυρος Larousse Britannica

Ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς εἶναι ὁ νεότερος ἐθνικὸς ποιητής μας καὶ μία ἀπὸ τὶς κορυφαῖες πνευματικὲς φυσιογνωμίες τοῦ νεότερου ἑλληνισμοῦ, στὸν ὁποῖο ὀφείλουμε τὴν θεμελίωση τῆς νέας λογοτεχνίας μας.

Γεννήθηκε στὴν Πάτρα, στὶς 13 Ἰανουαρίου 1859. Ἦταν ὅμως Μεσολογγίτης, καὶ στὸ Μεσολόγγι πῆγε νὰ μείνει, ὅταν ἔγινε ὀχτὼ χρονῶν, ὁπότε ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ γονεῖς. Ἐκεῖ τελείωσε τὶς γυμνασιακές του σπουδές. Τὸ 1875 ἦρθε στὴν Ἀθήνα καὶ γράφτηκε στὴ Νομικὴ σχολή. Παράλληλα ἐργαζόταν σὲ διάφορα περιοδικά, κι ὕστερα μπῆκε ὡς συντάκτης ἢ συνεργάτης σὲ διάφορες ἐφημερίδες. Ἡ ἐργασία του στὸν τύπο δὲν ἦταν μόνο ἐπαγγελματική, ἀλλὰ καὶ λογοτεχνικῆς μορφῆς. Τὰ γράμματα, ἡ ποίηση, ἡ κριτική, ἡ τέχνη τὸν ἀπασχολοῦσαν τόσο, ὥστε τελικὰ ἐγκατέλειψε τὶς νομικὲς σπουδές, γιὰ ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὴ λογοτεχνία.


Ἡ ποίηση ἦταν ἀκόμα τότε ρομαντική, φλύαρη καὶ πλαστογραφοῦσε τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Ὁ Παλαμᾶς φιλοδόξησε κάτι καινούργιο, ἑλληνικό, πραγματικό. Καὶ τὸ πέτυχε, μὲ τὸν ὄγκο τοῦ ποιητικοῦ ἔργου του, μὲ τὴν ποιότητα τῆς προσφορᾶς του καὶ μὲ τὶς κάθε εἴδους ἐργασίες, μὲ τὶς ὁποῖες γνώρισε στὸ ἑλληνικὸ κοινὸ τὶς προόδους τῶν Εὐρωπαίων, καὶ ἀνέβασε τὴ στάθμη τῆς ἐγχώριας λογοτεχνικῆς παραγωγῆς.

Γιὰ πολλὰ χρόνια ἔγραφε ἄρθρα στὴν «Ἀκρόπολη» καὶ χρονογραφήματα στὸ «Ἐμπρός». Ὡς κύριο ὅμως βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα εἶχε τὴ θέση του στὸ Πανεπιστήμιο, ὅπου διορίστηκε Γενικὸς Γραμματέας τὸ 1897 καὶ ὑπηρέτησε μέχρι τὸ 1928. Δηλαδὴ πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια, τὰ πιὸ ἀποδοτικὰ τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ ἐργαζόταν ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ, μόνο τὴ νύχτα, ξαγρυπνώντας, μποροῦσε ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὰ δικά του γραψίματα. Μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τὸ 1926, ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα ἱδρυτικὰ μέλη της, καὶ τὸ 1930 ἔγινε Πρόεδρός της.

Ἐπίσης ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες ἔμενε στὸ ἴδιο σπίτι τῆς ὁδοῦ Ἀσκληπιοῦ ἀριθ.3. Ἀπὸ τὸ παράθυρό του ἔβλεπε πάντα τὴν ἴδια εἰκόνα μὲ τὸ κυπαρίσσι, ποὺ μᾶς ζωγραφίζει στὸ σχετικὸ ποίημα, στὴ συλλογὴ Ἀσάλευτη ζωή. Τὸ γραφεῖο του, τὸ «κελλί» του ὅπως τὸ ἔλεγε, ἦταν ὁ ναός του. Ἀπ᾿ ἐκεῖ πέρασε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς του, νὰ τὸν ἰδεῖ. Γιατί ὁ ἴδιος, δύσκολος στὶς ἀλλαγές, στὰ ταξίδια, στὶς μετακινήσεις, εἶχε καθηλωθεῖ σὲ μίαν «ἀσάλευτη ζωή». Ὅλες του οἱ μετακινήσεις καὶ τὰ ταξίδια γίνονταν μὲ τὴ φαντασία, στοὺς κόσμους τοῦ πνεύματος καὶ στὸ βάθος τῆς ἱστορίας. Ὅταν τὸ σπίτι αὐτὸ χρειάσθηκε νὰ γκρεμιστεῖ, ὁ Παλαμᾶς «μετώκησε» στὴν ὁδὸ Περιάνδρου 5, ὅπου καὶ πέθανε κατὰ τὴν Κατοχή, σεβάσμιος πρεσβύτης, 84 ἐτῶν, στὶς 27 Φεβρουαρίου 1943.

Ὁ θάνατός του ἀποτέλεσε ἐθνικὸ πένθος. Χιλιάδες κόσμος συγκεντρώθηκαν αὐθόρμητα στὸ νεκροταφεῖο, νὰ τὸν ξεπροβοδίσουν στὴν τελευταία του κατοικία. Ἐκεῖ ὁ Σικελιανὸς τὸν ἀποχαιρέτησε μὲ τὸ βροντερὸ ποίημά του, ποὺ ἀρχίζει: «Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες»…, ἐνῶ ἡ λαοθάλασσα τῶν θαυμαστῶν του τραγουδοῦσε τὸν Ἐθνικό μας ὕμνο. Ἀπὸ τότε μύριες ὅσες τιμητικὲς ἐκδηλώσεις ἔχουν γίνει στὴ μνήμη του. Κυκλοφόρησαν ἀναμνηστικὰ τεύχη, στήθηκε ἡ προτομή του, γιορτάστηκε τὸ Ἔτος Παλαμᾶ, κυκλοφόρησαν γραμματόσημο μὲ τὴν εἰκόνα του, καί, τέλος, ἱδρύθηκε τὸ Ἵδρυμα Παλαμᾶ, γιὰ νὰ ἐκδώσει πλήρη, ὑπεύθυνα καὶ σχολιασμένα τὰ Ἅπαντά του, καὶ τὰ ὁποῖα τελικὰ ἐκδόθηκαν σὲ δεκαέξι τόμους, 8986 σελίδες!

Τὴν ἐποχὴ ποὺ παρουσιάστηκε ὁ Παλαμᾶς στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, γύρω στὰ 1876, τὴν πνευματικὴ ζωὴ τὴν ἔπνιγε ἡ συμφορὰ τοῦ ἄκρατου ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ ἄχαρου καὶ ἄψυχου «ἠθογραφισμοῦ». Ἡ ποίηση ἄψυχη, ρηχή, καὶ ψεύτικη ρητορεία, δὲν εἶχε οὔτε ὕφος, οὔτε οὐσία. Ὅλη ἡ μεγάλη προσφορὰ τοῦ Σολωμοῦ ἔμενε ἄγνωστη κι ἄγονη πνευματικὴ κληρονομιά, ἀχρησιμοποίητη καὶ παραπεταμένη. Ὁ Παλαμᾶς ἔβγαλε τὴν ποίηση ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο. Ἔγινε ὁ ἀνακαινιστὴς κι ἀναγεννητής της, καὶ τῆς ἄνοιξε ξανὰ διάπλατους τοὺς δρόμους της. Ὁ Παλαμᾶς ἦταν γεννημένος ποιητής.

Γράφει στίχους ἀπὸ τὰ 17 του χρόνια κι ὕστερα ἀπὸ τὰ Τραγούδια τῆς πατρίδος μου, τοὺς Ἰάμβους καὶ Ἀνάπαιστους, φθάνει τὴν ποίηση στὸ μεσουράνημα μὲ τὴ συλλογὴ Ἀσάλευτη ζωή. Μὲ τὴν πολυμορφία του, μὲ τὴν πολύτροπη τεχνική του, μὲ τὴν ἐξαιρετικὴ ποικιλία τῶν ρυθμῶν, τὰ ἐκφραστικὰ μέσα τοῦ ἔμμετρου λόγου, πλούτισε τὴν ποιητικὴ γλώσσα ὅσο κανένας ἄλλος ἴσαμε σήμερα. Ὁ Παλαμᾶς στάθηκε πενήντα χρόνια ὁ μεγάλος δάσκαλος καὶ ὁ μεγάλος δημιουργός, καὶ γιατί καλλιέργησε καὶ προίκισε τὴν ποίησή μας μ᾿ ἕνα παντοδύναμο ἐκφραστικὸ ὄργανο, τὴ νεοελληνικὴ δημοτική μας γλώσσα, καὶ γιὰ ὅσα συντέλεσε ὁ ἴδιος καὶ γιὰ ὅσα βοήθησε γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῆς χώρας του καὶ γιὰ τοὺς σπόρους ποὺ ἄφησε νὰ βλαστήσουν στὸ μέλλον.

Ὁ Παλαμᾶς μέχρι τὸ 1890, περίπου, δούλευε τὸ στίχο στὴ δημοτικὴ καὶ τὰ γραπτά του στὴν καθαρεύουσα. Τὴ μεγάλη κι ὁλοκληρωτικὴ στροφὴ πρὸς τὴ γλώσσα τοῦ λαοῦ τὴν ἔκαμε μετὰ τὸ Ταξίδι τοῦ Ψυχάρη, ἂν καὶ εἶχε βαθιὰ συγκινηθεῖ, ἀπὸ τὸν ἀγώνα τοῦ Ροΐδη στὰ 1877, μὲ τὶς διαλέξεις του «Περὶ συγχρόνου Ἑλληνικῆς ποιήσεως» καὶ «Περὶ συγχρόνου Ἑλληνικῆς κριτικῆς». Ποτίστηκε μὲ ἀνησυχίες καὶ γλυκοχάραξαν στὴ φαντασία του ἄπειρες φιλοδοξίες γιὰ τὸ μέλλον. Ὁ Ψυχάρης μὲ τὸ «Ταξίδι» του ἔριξε τὴν κανονιὰ ποὺ ἔφερε ἀναστάτωση πρωτοφανῆ στοὺς φιλολογικοὺς κύκλους, καὶ στοὺς ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων τῆς ἐποχῆς καὶ γενικότερα στὴν κοινωνία. Ἔγινε ὁ ἡγέτης, ὁ πολεμιστής, ποὺ διακήρυξε: «Θέλω δόξα καὶ γροθιές». Ὁ Παλαμᾶς ὅμως ἦταν προορισμένος νὰ λύσει τὸν γόρδιο δεσμὸ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὴ φιλολογία τῆς νέας γενιᾶς πρὸς νέους δρόμους, πρὸς καινούργια ἀπάτητα μονοπάτια, ἀφοῦ περνοῦσε ἀπὸ μία κάθαρση, ποὺ χρόνια περίμενε τὸ ἔθνος. Καὶ πραγματικά, ὁ ποιητὴς στάθηκε ὁ Μεσσίας τοῦ στίχου καὶ τοῦ τραγουδιοῦ, ποὺ ἔφερε τὴν ποθητὴ ἀναγέννηση καὶ σύνδεσε τὸν «Ἐρωτόκριτο» μὲ τὸν Σολωμό, καὶ τὴν ἐποχή του.

Ἡ παλαμικὴ σκέψη καὶ ἡ παλαμικὴ ποίηση στάθηκαν ὡς μιὰ προσπάθεια, γιὰ νὰ νιώσουμε τὸ ἔργο τοῦ Σολωμοῦ, μὲ τὸ ἀνέβασμα ποὺ ἔφερε γενικὰ στὴ στάθμη τοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ, στὴ σύνδεσή μας μὲ τὶς νέες ἰδέες τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος καὶ στὸ αἰσθητικό μας ὡρίμασμα. Τὸ κριτικὸ ἔργο τοῦ Παλαμᾶ ἀγκαλιάζει ὄχι μόνο τὴν ἑλληνική, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν εὐρωπαϊκὴ σκέψη τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι σχεδὸν ἴσο σὲ ἔκταση μὲ τὸ ἔργο τῆς ποιητικῆς δημιουργίας του καὶ στὰ Ἁπαντά του, ποὺ βγῆκαν σὲ δεκαέξι τόμους, καλύπτουν σχεδὸν τοὺς ὀχτώ. Ὁ Παλαμᾶς στάθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τὴ ζωή του μὲ τὴν πένα καὶ τὸ καλέμι στὸ χέρι, ἔγραφε καὶ χτένιζε τὸν πεζό του λόγο μὲ τὴν ὑπομονὴ τῆς μέλισσας καὶ σμίλευε τὸ στίχο του μὲ «νεραϊδοδέματα καὶ ἡλιαχτίδες».

Ἀναμφισβήτητα, ὁ θεωρητικὸς ἀγώνας τοῦ Ψυχάρη ἐνίσχυσε τὴ θέση τῶν λίγων δημοτικιστῶν καὶ τόνωσε τὶς πεποιθήσεις μὲ τὴν ἐπιστημονικὴ πολεμική του. Ἡ πεζογραφία κέρδισε κι ἔδωσε ἀφορμὴ στοὺς πρωτοπόρους νὰ δοκιμάσουν τὶς δυνάμεις τους καὶ στὸν πεζὸ λόγο. Κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἦταν κι ὁ Παλαμᾶς, «ὁ ἐθνικότερος καὶ πατριωτικότατος τῶν ποιητῶν τῆς ἐποχῆς», ὅπως τὸν εἶχε ὀνομάσει ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης. Βέβαια γιὰ νά ῾μαστε δίκαιοι – ὁ Χριστοβασίλης, ὁ Ἐφταλιώτης, ἀκόμα κι ὁ Καρκαβίτσας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ γράφουν διηγήματα στὴ δημοτική.

Νά, ὅμως, κι ὁ Παλαμᾶς στὰ 1891 δημοσιεύει στὴν «Ἑστία» τὸ διήγημα Ὁ Θάνατος τοῦ παλικαριοῦ, ποὺ στάθηκε καὶ τὸ ἀριστούργημά του, παρόλο ποὺ ἔγραψε ἀργότερα κι ἄλλα διηγήματα. Οὐσιαστικὰ τὸ διήγημα αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ σὰν ἕνα ἔπος στὸν πεζὸ λόγο, ποὺ συνεχίζει στὴν πρόζα τὶς ἰδέες τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς χώρας. Ἐπιστροφὴ στὸ λαὸ καὶ τὴ δημοτικὴ παράδοση. Τὸ ἡρωικὸ πνεῦμα τῆς Ρούμελης, ἡ λεβεντιά, τὰ νιάτα, ἡ μητρικὴ ἀγάπη, ἡ ἀφοσίωση, ὁ καημὸς τέλος τοῦ Μήτρου, τοῦ ἥρωα τοῦ διηγήματος, γιὰ τὴ χαμένη ὀμορφιὰ καὶ ἀρτιότητα τῆς σωματικῆς του διάπλασης ἀναπηδοῦν σὲ κάθε σελίδα του. Μὰ σύγχρονα καὶ οἱ προλήψεις τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἡ ἀντιπάθεια πρὸς τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀλήθεια, ὅλα μαζὶ ἀπαρτίζουν τὸ σύνολο τοῦ διηγήματος. Μὲ τὸ διήγημα αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς θέλησε νὰ στηλιτεύσει τὴν πραγματικότητα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἡρωικὴ ψυχὴ τῆς Ἑλλάδας κλείνεται μέσα στὴ λεβέντικη ψυχὴ τοῦ Μήτρου. Ὅπως ἐκεῖνος σαπίζει πάνω στὸ κρεβάτι του, θύμα τῶν κομπογιαννίτικων γιατρῶν, ἔτσι καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι θύμα τῆς πολιτικῆς ψευτιᾶς καὶ ἀκολασίας, τῶν κοινωνικῶν προλήψεων καὶ τῶν φανατισμῶν χωρὶς περιεχόμενο, μὲ μόνο τὸ πάθος γιὰ ὁδηγό. Ἡ γλώσσα τοῦ διηγήματος εἶναι ρουμελιώτικη, πλουτισμένη μὲ ἄπειρα στοιχεῖα δανεισμένα ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἰδιώματα, μ᾿ ἐκλεκτικότητα καὶ καλαισθησία. Καὶ τόσο καλὰ τοποθετημένα ποὺ θυμίζουν ἔμμετρο καὶ ὄχι πεζὸ λόγο. Ἔτσι, «Ὁ θάνατος τοῦ παλικαριοῦ», εἶναι ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ γράφτηκε, μὰ καὶ σήμερα ἀκόμα, κάτι τὸ μοναδικὸ γιὰ τὴ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Ἀκόμα κι ὁ Ψυχάρης, ποὺ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀπαρνήθηκε τὸν Παλαμᾶ, τὸ διήγημα αὐτὸ τὸ θεωροῦσε πραγματικὸ ἀριστούργημα. Ὁ πεζογράφος Παλαμᾶς ποτὲ δὲν θὰ ξαναγράψει πεζὸ κείμενο μὲ τέτοια γλώσσα καὶ τέτοια παραστατικὴ δημοτικὴ μουσική. Ἡ καταπληκτική του ἐξέλιξη θὰ φανεῖ πιὰ στὸ στίχο, ὄχι στὴν πρόζα. Ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ πέρα ὁ ποιητὴς ὅλο κι ἀνεβαίνει στὸν Παρνασσὸ γιὰ νὰ φτάσει στὴν κορφή του μὲ τὸ Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου, καὶ νὰ γίνει ὁ «ποιητὴς τοῦ καιροῦ του καὶ τοῦ Γένους του», ὅπως ἔγραψε κι ὁ ἴδιος.

Τὸ 1897 ὁ Παλαμᾶς διορίζεται Γενικὸς Γραμματέας τοῦ Πανεπιστημίου. Ὁ διορισμός του ἦταν ἄσχετος πρὸς κάθε πολιτικὸ μέσο καὶ ὑπαγορεύτηκε ἀπὸ τιμητικὴ διάθεση πρὸς ἕναν ποιητή, ποὺ ὁλοένα κέρδιζε καὶ μεγαλύτερη θέση στὸν ἑλληνικὸ Παρνασσό. Κι ὅμως, ἡ ὑπαλληλική του αὐτὴ ἐξάρτηση – ποὺ τοῦ ἔδινε κάποια οἰκονομικὴ ἀξιοπρέπεια – τοῦ στάθηκε πολλὲς φορὲς ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Πολέμησε γιὰ τὶς ἰδέες του μὲ φιλοσοφικὴ ἐγκαρτέρηση καὶ δὲν σάλεψε βῆμα ἀπὸ τὸ μετερίζι του. Κι ὅταν ὅλοι ξεσηκωμένοι ἀπὸ τοὺς πολιτικοὺς δημαγωγοὺς καὶ τὸν πνευματικὸ σκοταδισμὸ (Μιστριώτης κ.ἄ.), ὅταν τὸ κράτος κι ἡ ἐκκλησία καὶ σχεδὸν τὸ Ἔθνος ὁλόκληρο, παρασυρμένο ἀπὸ τὸ πάθος ἐξεγέρθηκε στὰ Εὐαγγελικὰ (1901) καὶ Ὀρεστειακὰ (1903) μὲ ἀφορμὴ τὴ μετάφραση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ἀγαμέμνονα, τῆς Ὀρέστειας τοῦ Αἰσχύλου στὴ δημοτικὴ γλώσσα, μόνος ὁ Παλαμᾶς ἔμεινε στὶς ἐπάλξεις, παρὰ τὶς ἀπειλές, τὶς καταδιώξεις καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς. Εἶχε τὴ δύναμη, καὶ τότε ἀκόμα, νὰ διακηρύξει μεγαλόφωνα, ὅταν τὸν σταμάτησε ὁ ὄχλος τῆς Ἀθήνας, τὸ πολυσήμαντο καὶ ἐπικὸ ἐκεῖνο «Εἶμαι δημοτικιστὴς καὶ τὸ καυχῶμαι»!.

«Κι ὅταν ὁ Ψυχάρης ἡσύχαζε στὸ Παρίσι – γράφει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος – κι ὁ Πάλλης, ὁ Ἑφταλιώτης κι ὁ Βλαστὸς ζοῦσαν πλούσια στὶς Ἰνδίες κι οἱ ἄλλοι δημοτικιστὲς τά ῾στριβαν καὶ κρύβονταν, μόνος ὁ Παλαμᾶς δέχτηκε ὅλα τὰ χτυπήματα καὶ τοῦ Κράτους καὶ τῆς Πολιτείας καὶ δυστυχῶς καὶ τῆς κοινωνίας, μ᾿ ἐλάχιστες ἑξαιρέσεις. Ἦταν πεπρωμένο αὐτὸς ὁ μικροκαμωμένος ἄνθρωπος… νὰ σταθεῖ ἀλύγιστος καὶ νὰ ὑψωθεῖ σὲ πραγματικὸ ἥρωα τῆς ἰδέας τοῦ δημοτικισμοῦ, κατὰ τὴν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή. Ὁ Παλαμᾶς κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀνέβηκε στὸ ψηλότερο βάθρο τοῦ ἥρωα καὶ τοῦ μάρτυρα, μόνος αὐτός».

«Κατάλαβε βαθιὰ τὴν ἀποστολή του – γράφει ὁ Μάρκος Αὐγέρης – καὶ δείχτηκε πνευματικὸς ἥρωας καὶ ὁδηγὸς πανάξιος, ἀποφασιστικὸς μ᾿ ὅλη τὴ φυσική του ἀσθενικότητα, ἀδίστακτος μ᾿ ὅλη τὴν κοινωνική του συστολή, ἄφοβος μπροστὰ στὴν ἀλήθεια καὶ στὸ χρέος». Τὴν πίκρα του αὐτῆς τῆς ἐποχῆς μᾶς τὴν ἔδωσε στοὺς παρακάτω σφοδρούς, ἐπιτιμητικοὺς καὶ καυτεροὺς στίχους γιὰ τὴν ἐγκατάλειψη ἀπ᾿ ὅλους τοὺς δημοτικιστὲς καὶ τοῦ ἀγώνα καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, στὴ συλλογή του Ἀσάλευτη ζωή:



Τὸ χέρι τ᾿ ἀκριβό της Ὁδηγήτρας μου
ποῦ μὲ κρατοῦσε, ἀνοίχτηκε πρὸς ἄλλα χάδια… Μόνος.
Σὲ βάθη μυστικὰ περνοῦνε ἀστράφτοντας,
τῶν ἀσκητάδων ὁ χορός, τοῦ μαρτυρίου ὁ θρόνος.Φωτιά ῾βαλαν, τὸ κάψανε τὸ σπίτι μου
καὶ σύντριψαν τὴ λύρα μου μὲ τὴ βαθιὰ ἁρμονία.
Τὴν Πολιτεία δυὸ Λάμιες τὴ ρημάζουνε:
ἡ λύσσα τοῦ καλόγερου καὶ τοῦ δασκάλου ἡ μανία…

Μόνος. Ἕν᾿ ἄδειο ἀπέραντο τριγύρω μου,
καὶ μιᾶς πολέμιας χλαγοῆς ἀσώπαστη φοβέρα.
Κι ὅταν ἐκείνη κατακάθεται,
μόνος, θανάσιμη σιωπὴ παγώνει πέρα ὡς πέρα.
Μόνος. Μ᾿ ἀρνήθηκαν οἱ σύντροφοι,
κι ἀπὸ τὸ πλάι μου γνωστικὰ τ᾿ ἀδέρφια τραβηχτῆκαν.
Μ᾿ ἔδειξε κάποιος, – Νάτος! – Κατ᾿ ἐπάνω μου
γυναῖκες, ἄντρες, γέροντες, παιδιά, σκυλιά, ριχτῆκαν.

Μὲ ὅλους ὅμως τοὺς κατατρεγμοὺς ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς δὲν κλονίστηκε. Γνώριζε πὼς ὁ δημοτικισμὸς δὲν ἦταν ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν ἐπικράτηση μονάχα τῆς δημοτικῆς γλώσσας, ἀλλ᾿ ἀγώνας εὐρύτερος γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ πνευματικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ κράτους ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τοῦ παρελθόντος καὶ τὰ δεσμὰ τῶν προλήψεων, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ Παλαμᾶς γίνεται ἡ φωνὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴν ἑλληνικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, γίνεται ὁ ἐθνικὸς βάρδος, μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξης, ποὺ ἀγωνίζεται μὲ τὸ στίχο καὶ μὲ τὸ λόγο ἀδιάκοπα, γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῆς πατρίδας του καὶ τὴ συμφιλίωσή της μὲ τὸν πολιτισμὸ τῆς Εὐρώπης.

Μὲ τὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογή του, «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδας μου», ὁ ποιητὴς ἔκαμε ἐξαιρετικὴ ἐντύπωση, καὶ γιὰ τὴ ζωντανὴ ποιητική του γλώσσα καὶ γιὰ τὸν πλοῦτο τῶν θεμάτων του. «Τὰ τραγούδια τῆς Πατρίδας μου», φέρνουν μέσα τους τὸν νέο λυρισμὸ καὶ τὴν ἔντεχνη παλαμικὴ τελειότητα. Ἀπὸ τὴν πρώτη του αὐτὴ συλλογὴ ἀναγνωρίζει κανεὶς ποιὰ εἶναι τὰ μεγάλα θέματα, ποὺ θὰ θρέψουν τὸ λυρισμὸ τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ: ἡ ἔγνοια τῆς πατρίδας, τὸ τραγούδι τοῦ λαοῦ, τὸ ὑλικὸ τῆς ἱστορίας. Ἀπὸ τὴν πρώτη συλλογὴ καταπιάνεται μὲ τὰ ποικίλα μέτρα καὶ ρυθμικὰ γυμνάσματα, ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξουν ἀργότερα τὸν ἄφταστο καὶ ἀξεπέραστο δάσκαλο στὴν τέχνη τοῦ ἑλληνικοῦ στίχου. Ἀκολουθεῖ ὁ «Ὕμνος πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν» καὶ ὕστερα ἢ συλλογὴ «Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου», ποὺ βραβεύτηκε στὸν Φιλαδέλφειο ποιητικὸ διαγωνισμό. Ὁ στίχος του πιὰ γίνεται πλουσιότερος, καὶ τὸ ὕφος του λυρικότερο καὶ εὐγενέστερο. Στὸ ποίημα Ἀσκραῖος καὶ στὸ μικρότερο τὸν Ὀλυμπιακὸ Ὕμνο, ἀσκεῖται στὸ ἀρχαιότροπο ὕφος, μὲ τὴ λιτότητα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ.

Καὶ ἡ ἀνοδικὴ πορεία τοῦ τραγουδιοῦ τοῦ ποιητὴ φτάνει στοὺς «Ἴαμβους καὶ Ἀνάπαιστους» καὶ ὕστερα στὸν «Τάφο», σὲ πρωτόφαντη μορφικὴ τελειότητα, ποὺ θεμελιώνει γιὰ πάντα τὴν ὑπόστασή του ὡς δημιουργοῦ καὶ μεγάλου τεχνίτη. Στοὺς «Ἴαμβους καὶ Ἀνάπαιστους» ἡ πλαστικότητα στὴν ἔκφραση, ἡ λαμπρότητα τῶν εἰκόνων, συνταιριαγμένη μὲ τὴν ποικιλία τῶν ρυθμῶν, δημιουργοῦν μία κλασικὴ διαύγεια καὶ μία τέτοια ἐξισορρόπηση τῶν ποιητικῶν στοιχείων, ποὺ ἡ ποίηση ξαναβρίσκει τὴν αὐθεντική της συγγένεια μὲ τὴν ἀρχαία. Γιὰ τοὺς «Ἴαμβους καὶ Ἀνάπαιστους» ὁ Jean Moreas (Ἰωάννης Παπαδιαμαντόπουλος) ἔγραψε μὲ θαυμασμὸ ποὺ ξεπερνάει κάθε ὅριο: «Ὁ Παλαμᾶς ἔχει δώσει πάρα πολλὰ ἔργα. Προτιμῶ ἕνα μικροσκοπικό του βιβλίο ποὺ ἐπιγράφεται «Ἴαμβοι καὶ Ἀνάπαιστοι». Γιὰ μένα εἶναι ἀριστούργημα, πὼς ἀνταμώνονται ἀξεχώριστα τὸ παθητικὸ καὶ τὸ συνηθισμένο! Ἡ τέχνη ποὺ ξέρει τί θέλει, ἀκριβόλογη, γεμάτη χάρη!». Στὴ συλλογὴ αὐτὴ ὑπάρχει καὶ τὸ περίφημο τραγούδι «Καβάλα πάει ὁ χάροντας τὸ Διγενῆ στὸν Ἅδη…».

Στὸ πολύστιχο ποίημά του «Τάφος», ἕνα ἀπροσδόκητο γεγονός, ὁ θάνατος τοῦ τετράχρονου παιδιοῦ του Ἄλκη, ἔδωσε ἀφορμὴ στὸν ποιητὴ νὰ μοιρολογήσει τὸ χαμό του καὶ γενικότερα τὸ θάνατο, μὲ κάποιους ἀγνώριστους καὶ πρωτάκουστους ἤχους, ποὺ ἀγγίζουν ὅλες τὶς καρδιές, καθολικεύουν τὸ προσωπικὸ αἴσθημά του καὶ τὸ κάνουν κοινὸ γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους.

Στὰ 1903, ὁ Παλαμᾶς ἐκδίδει τὸ μοναδικὸ θεατρικό του ἔργο τὴν «Τρισεύγενη», ἕνα ποιητικὸ δράμα, γραμμένο στὸ πρότυπό του «Ἐρωτόκριτου», ποὺ ἡ κυριαρχικὴ ἰδέα του εἶναι ἡ ἀναγέννηση, ἡ καλυτέρευση καὶ ἡ πρόοδος, τὸ γκρέμισμα τῶν παλιῶν ἀξιῶν, τὸ κοινωνικὸ καὶ πολιτιστικὸ ἀνέβασμα τοῦ λαοῦ καὶ ἡ πραγματικὴ λευτεριά του. Τὸ ἔργο, βέβαια, δὲν ἔχει μεγάλη δραματικὴ πλοκὴ καὶ δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ δεδομένα τῆς σκηνικῆς τέχνης. «Τὸ δράμα δὲν ἔγινε μὲ τὸ μονάκριβο σκοπὸ νὰ παρασταθεῖ» ἔγραψε ὁ ἴδιος. Ἔγινε γιὰ νὰ δημιουργήσει ἀνησυχίες καὶ νὰ ἐνισχύσει τὰ πνεύματα πρὸς μία κοινωνική, καὶ μία πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους.

Τὸν ἑπόμενο χρόνο 1904, ὁ ποιητὴς κυκλοφόρησε μία νέα ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο «Ἀσάλευτη Ζωή», στὴν ὁποία συμπεριέλαβε πολλὰ ποιήματα, κι ἀνάμεσά τους τὶς περίφημες «Ἑκατὸ Φωνές», ἑκατὸ ὀχτάστιχα, ποὺ εἶναι ἀπὸ τὰ μουσικότερα καὶ λυρικότερα ποιήματα τῆς συλλογῆς. «Μέσα στὰ ποιήματα τῆς «Ἀσάλευτης Ζωῆς» – γράφει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος – βρίσκουμε τὸν πατριώτη καὶ τὸν διεθνιστή, τὸν γκρεμιστῆ καὶ τὸν πλάστη, τὸ θρῆσκο καὶ τὸν ἄθεο, τὸν εἰδωλολάτρη καὶ τὸ χριστιανό, τὸν ἀηδιασμένο ἀπὸ τὸ παρὸν καὶ τὸν ὁραματιστὴ τοῦ μέλλοντος, ἑνὸς μέλλοντος ἐλπιδοφόρου τὸ δημιουργὸ μιᾶς νέας ζωῆς (…). Κι ἂν ὅλες οἱ μεταγενέστερες ἢ προγενέστερες συλλογές του χάνονταν, κι ἔμενε μονάχα ἡ «Ἀσάλευτη Ζωή», ἀρκοῦσε αὐτὴ γιὰ νὰ τὸν ἀποθανατίσει καὶ νὰ μᾶς περισώσει ἀνάγλυφο τὸν Παλαμᾶ ὅλων τῶν ἐποχῶν».

Καὶ ἐρχόμαστε τώρα στὰ δυὸ ἀριστουργηματικὰ ποιητικὰ σύνολα τοῦ Παλαμᾶ: «Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» (1907) καὶ «Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» (1910). Καὶ τὰ δυὸ ποιήματα ὁ ποιητὴς τὰ δούλευε ἀπὸ καιρό, ἴσως πρὶν ἀπὸ τὸ 1900. «Ὁ Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» δημοσιεύτηκε πρὶν ἀπὸ τὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» κι ὅμως εἶναι ὑστερότοκος. Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής. «Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» εἶναι ἡ ἀναβίωση τοῦ ἡρωικοῦ πνεύματος στὴν πατρίδα του, εἶναι ἕνα τραγούδι ἐπικό, μὲ σκοπὸ τὸ ξύπνημα τοῦ ἡρωικοῦ πνεύματος (ὕστερα μάλιστα ἀπὸ τὸ φιάσκο τοῦ 1897), ἕνας ἀπέραντος ὕμνος πρὸς τὸν πόλεμο, γιὰ τὸ ξεσκλάβωμα τῶν ἑλληνικῶν περιοχῶν πέρα ἀπὸ τὴ Θεσσαλία, γιὰ τὰ μεγάλα ἰδανικά μας. Μέσα στοὺς δώδεκα λόγους τῆς «Φλογέρας τοῦ Βασιλιᾶ», τῆς μεγάλης αὐτῆς ἐποποιίας ἢ ραψωδίας, ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ ἴδιος, προσπαθεῖ νὰ ζωντανέψει τὶς μεγάλες μορφὲς τοῦ παρελθόντος, καὶ μὲ τὸ παράδειγμά τους νὰ συνεπάρει καὶ νὰ ἐνθουσιάσει τὸ πνεῦμα τῶν Ἑλλήνων. Σὲ ὅλο τὸ ποίημα ἕνα πρόσωπο ἢ καλύτερα ἕνα ὄργανο μιλάει μὲ τὸ στόμα τοῦ ποιητῆ: ἡ φλογέρα τοῦ βασιλιᾶ. Περιγράφει τὶς πόλεις, τὰ διάφορα μέρη, τοὺς πολέμους, τὶς θάλασσες καὶ τὰ βουνὰ τῆς Ἑλλάδας μὲ τόση μουσικότητα καὶ λυρισμό, ποὺ μαγεύει τὸν ἀναγνώστη. Ποιὸς δὲν νιώθει βαθιὰ συγκίνηση, ὅταν περιγράφει τὴν Ἀθήνα στὸν ἕβδομο Λόγο:

«Πρωί, καὶ λιοπερίχυτη καὶ λιόκαλη εἶναι ἡ μέρα,
κι ἡ Ἀθήνα ζαφειρόπετρα στῆς γῆς τὸ δαχτυλίδι.
Τὸ φῶς παντοῦ κι ὅλο τὸ φῶς, κι ὅλα τὸ φῶς τὰ δείχνει..».

Στὸν ἔνατο Λόγο, ποὺ εἶναι ἕνας ὕμνος στὸ πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ συμβολίζεται μέσα στὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου, ὁ ποιητὴς ἀφιέρωσε τέτοιους στίχους ποὺ μοιάζουν σὰν τὰ ὡραιότερα τροπάρια τῆς ἐκκλησίας μας:

«Μητέρα τῶν ἀνέλπιδων κι ὅλου τοῦ κόσμου σκέπη,
νικήτρια Ἐσὺ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ σκέπη τῆς Ἀθήνας!
Στὸν πόλεμο ὁδηγήτρια Ἐσύ, μεσίστρα στὴν εἰρήνη,
Ὑπέρμαχη. Στρατήγισσα, σ᾿ Ἐσὲ τὰ νικητήρια!».

Στὸν ἑνδέκατο Λόγο ὁ ποιητὴς ξαναφέρνει μπρὸς στὰ μάτια μας τὴν εἰκόνα τοῦ Διγενῆ Ἀκρίτα καὶ μᾶς διηγεῖται τοὺς μεγάλους ἀγῶνες του. Μὲ τοὺς στίχους του αὐτοὺς τονώνει τοὺς ἀπελπισμένους καὶ φλογίζει ὅλες τὶς ἑλληνικὲς καρδιές:

«Ὅπου κλεισούρα καρτερῶ καὶ στέκουμαι ὅπου πόρτα,
κι ὅλο κρατῶ τ᾿ ἀπόμακρα μὲ τὴ γυμνὴ ρομφαία
τῆς Ρωμιοσύνης τὸν ἐχθρό…».

Καὶ τὸ ποίημα τελειώνει μ᾿ ἕναν ὕμνο γιὰ τὸν μεγάλο θρύλο τοῦ Μαρμαρωμένου βασιλιά.

Ἂν ἡ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» εἶναι τὸ σάλπισμα γιὰ τὴν ἀναβίωση τοῦ ἡρωικοῦ πνεύματος, ὁ «Δωδεκάλογοs» εἶναι ἡ κραυγὴ γιὰ τὴν ἀπολύτρωση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν ἠθικῶν καὶ κοινωνικῶν προλήψεων, καὶ τὴ δημιουργία ἑνὸς νέου Γένους ἀνθρώπων, ἐλεύθερων, ἀνώτερων καὶ πιὸ εὐτυxισμένων. Ὁ ἴδιος ὁ Παλαμᾶς μιλώντας γιὰ τὸ «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου» τὸν θεώρησε ὡς, τὸ ὁλοκληρωτικὸ τῶν ἰδεῶν του ποίημα. Ἔχουν γραφεῖ δεκάδες κριτικὲς γιὰ τὸν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου», στὶς ὁποῖες καθένας τὸν κρίνει ἀπὸ τὴ σκοπιά του, χωρὶς νὰ ὑπάρξει ἀκόμα συμφωνία. Αὐτὸ δείχνει πὼς ὁ «Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» μένει ἀγέραστος ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ πάντα νέος καὶ ἄξιος θαυμασμοῦ. Ἔτσι, δίκαια εἰπώθηκε ὅτι εἶναι τὸ χαρακτηριστικότερο καὶ τὸ θαυμασιότερο ἐπίτευγμα τοῦ ἑλληνικοῦ λυρικοῦ Λόγου. Γιατί, ὁ «Δωδεκάλογος τοῦ Γύφτου» ἀποτελεῖται ἀπὸ ὑπέροχα λυρικὰ κομμάτια, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνώτερα ποὺ ἔχουμε στὴ γλώσσα μας, δόξα ὄχι μόνο του ἑλληνικοῦ μὰ καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ λυρισμοῦ. Στοὺς δώδεκα Λόγους τοῦ «Δωδεκάλογου τοῦ Γύφτου», ὁ Παλαμᾶς πραγματοποίησε πέρα ὡς πέρα τὸ Πλατωνικὸ ἀξίωμα, «Μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου», ποὺ πρόταξε στὸ ἔργο. Σὰν ἀπὸ μακρινὲς κι ὁλόφωτες χῶρες ἀκοῦμε νὰ φτάνουν ὡς ἐμᾶς οἱ πρωτάκουστες μελωδίες τοῦ κατ᾿ ἐξοχὴν μουσικοῦ αὐτοῦ συνθέματος.

«Δὲν σταμάτησε καμιὰ πηγὴ – γράφει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος – δὲν ἔκλεισε καμιὰ βρύση ἀπὸ τὴν πλούσια νερομάνα τῆς ψυχῆς του, τὴ μουσική. Κι ἔτσι πλημμύρισε τὸ τραγούδι του ἀπὸ μελωδίες καὶ συγχορδίες. Καὶ μία τέτοια ρυθμικὴ καὶ μετρικὴ ταίριαξε, σ᾿ ἕνα τόσο ποικίλο περιεχόμενο, τόσο ὑψηλὸ καὶ μεγαλόπνοο».

Ὁ Παλαμᾶς, ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια, δὲν ἔπαψε νὰ πρωταγωνιστεῖ στὴ φιλολογικὴ κίνηση καὶ νὰ δημοσιεύει ὅλο καὶ νέα ἔργα. Ἀναγνωρισμένος ἀπ᾿ ὅλους ὡς ὁ Ἀρχηγός, ὁ Δάσκαλος, ὁ Ὁδηγητής, ὁ Πατριάρχης τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἐπὶ ἑξήντα χρόνια κράτησε τὴ δάδα τοῦ πνευματικοῦ ἱεροφάντη, μυώντας στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης τρεῖς ὁλόκληρες γενεές. Πολὺ πρὶν κλείσει τὰ μάτια του, εἶχε περάσει στὴν ἀθανασία, σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἕλληνες τῶν τελευταίων χρόνων. Ἡ Δόξα του δὲν ἦταν πιὰ ἑλληνική, μὰ εὐρύτερη. Ὁ Παλαμᾶς εἶχε νωρὶς μεταφραστεῖ καὶ τὸν γνώριζε καλὰ τὸ Εὐρωπαϊκὸ κοινό. Γιὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ αὐτὴ ἀναγνώρισή του καὶ τὴ δόξα του, θὰ μποροῦσε νὰ τὸν προσφωνήσει κανεὶς μὲ τοὺς στίχους τοῦ «Ἀσκραίου», ποὺ περιέχονται στὴ συλλογὴ «Ἀσάλευτη Ζωή», ποὺ λὲς καὶ γράφτηκαν γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὴ ζωή του:

«Βασανισμένε, ταπεινέ, καὶ λυτρωμένε, καὶ ἴσε!
Σὲ ξέρω, εἶναι τὸ στόμα σου τῆς ἁρμονίας κρουνιᾶ,
Θνητέ, ἂν δὲν ἔγινες Θεός, ἄνθρωπος πιὰ δὲν εἶσαι,
γιατί νοεῖς τ᾿ ἀθάνατα καὶ ζεῖς μαζὶ μ αὐτά…»

Καὶ ὅταν ὁ ποιητὴς ἔβλεπε γύρω του νὰ σκεπάζει τὰ πάντα ἡ μαυρίλα καὶ τὸ χάος τῆς ἀπελπισίας, ἄφηνε τὰ τραγούδια του γιὰ τὴν Ἱστορία, τὴ Φιλοσοφία, τὴν Ἐπιστήμη, καὶ τὸν Ἐθνικισμό, καὶ ἅρπαζε τὸ φραγγέλιο γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσει ἀπὸ τὸ λήθαργο. Μὲ βαριὲς φράσεις, μὲ πικρόχολες βρισιές, μᾶς ἐλέγχει καὶ προσπαθεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει πάλι στὸ δρόμο τοῦ καθήκοντος καὶ τῆς τιμῆς. Ἀπὸ τὸ 1910 κι ἔπειτα ὁ Παλαμᾶς δὲν μᾶς ἔδωσε πιὰ μεγάλα ποιήματα, ὅπως τὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ» καὶ τὸν «Δωδεκάλογο τοῦ Γύφτου». Ξαναγύρισε στὸ κομματιασμένο, μικρότερο καὶ γοργὸ λυρικὸ τραγούδι, κι ἔγραψε μερικὰ ἀπὸ τὰ αἰσθαντικότερα καὶ τρυφερότερα ποιήματα ποὺ ἔχουμε στὴ γλώσσα μας. Ἀπὸ τὸ 1913 κι ἐδῶθε τύπωσε ἑφτὰ ἀκόμα ποιητικὲς συλλογές: «Καημοὶ τῆς Λιμνοθάλασσας», «Βωμοί», «Παράκαιρα», «Δεκατετράστιχα», «Σκληροὶ καὶ δειλοὶ στίχοι», «Ὁ κύκλος τῶν τετραστίχων», «Περάσματα καὶ χαιρετισμοί», «Ξαντονισμένη μουσικὴ» (μεταφράσεις ξένων ποιητῶν).

Ἡ ποίηση τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἕνας ὠκεανός, ὅπου συναντιοῦνται τὸ ἐπικὸ καὶ τὸ λυρικό, τὸ δραματικὸ καὶ τὸ φιλοσοφικό. Δοκίμασε ὅλους τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὰ μέτρα, ὅλες τὶς ἐμπνεύσεις καὶ τραγούδησε τὸ αἰώνιο καὶ τὸ πρόσκαιρο, τὸ μεγάλο καὶ τὸ μικρό, τὸ προσωπικὸ καὶ τὸ ἀντικειμενικό. Τρυφερὸς καὶ λεπτός, ζωγραφικὸς καὶ αἰσθηματικὸς στὰ λυρικά του ποιήματα, ξέρει, ὅμως, κυρίως νὰ γίνεται μεγαλόπνευστος καὶ προφητικὸς μὲ τὰ μεγάλα ποιητικά του συνθέματα. Μέσα σ᾿ αὐτὰ περνάει ἡ δόξα καὶ ἡ τέφρα, ἡ αἴγλη καὶ τὰ ἐρείπια, ἡ μοίρα καὶ τὸ μέλλον τῆς Ἑλλάδας, τῆς αἰώνιας Ἑλλάδας ἀρχαίας – βυζαντινῆς – τουρκοκρατούμενης – ἐπαναστατημένης, ἐλευθερωμένης.

«Ὅπως ἡ συνείδηση τοῦ λαοῦ του – γράφει ὁ Κ. Τσάτσος, πρὶν ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας – ἔχει καὶ ἡ δική του ἕνα βαθύτατο ἄρωμα βυζαντινοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ μεσαιωνικῆς μυστικοπάθειας. Ἔχει ἀκόμα ἕνα στρῶμα ὅπου κλείνεται ὅλη ἡ θλίψη τῆς πολυαίωνης δουλείας, καὶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ κάτω κρύβεται ὁ ἀρχαῖος κόσμος. Ἡ θέα τῆς Ἀττικῆς, σὲ ὅποιαν ὥρα, εἶναι ἡ μόνη ποὺ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπ᾿ ὅλα, αὐτὰ τὰ ὑπερκείμενα στρώματα, τὸν κάνει ἐθνικὸν στὴν πίστη, κλασικὸν στὴ μορφή, Ἕλληνα δεμένον μὲ τὸ Λόγο μὲ τὴ χθόνια ζωή, τὴν εὐδαιμονία καὶ τὴν τραγικότητά της».

«Γόνιμος καὶ πολύπλευρος, ὁ Κωστὴς Παλαμᾶς – γράφει ὁ Μιχ. Περάνθης – ἀνησυχεῖ γιὰ ὅλα τὰ ἐρωτήματα ποὺ βασανίζουν τὴν ἀνθρώπινη σκέψη. Εὐρυμαθὴς καὶ κριτικότατος, ἀνακινεῖ διαρκῶς μέσα μας καὶ νέα προβλήματα. Μᾶς γνώρισε πρόσωπα καὶ ρεύματα τῆς ξένης φιλολογίας, καὶ ἐπέβαλε μὲ τὸ κύρος του τὴ δημοτικὴ γλώσσα (…). Πρῶτος καὶ σχεδὸν μόνος, μέσα στὸ σκάφος τῶν νέων πεπρωμένων, ἔζησε τὴ θέρμη τοῦ μισοῦ αἰώνα ἑλληνικῶν ὁραματισμῶν, διερμήνευσε τὰ ἰδανικὰ τῆς γενεᾶς του καὶ ἔγινε ἡ ποιητικὴ συνείδηση τῆς φυλῆς του…».

«Ἡ πολυσύνθετη φύση τοῦ Παλαμᾶ – γράφει ὁ Μάρκος Αὐγέρης – χαράζει πλατιὰ σύνορα στὴν πνευματική μας γεωγραφία. Στὴν πνευματική μας γεωγραφία, ἂν ὁ Σολωμὸς εἶναι ἕνα ὁρόσημο σὲ ὕψος, ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἕνα ὁρόσημο σὲ πλάτος. Ὁ Παλαμᾶς εἶναι οἰκοδόμος καὶ δημιουργὸς μεγάλων κτισμάτων. Ἀνήκει στοὺς Πατέρες τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς κι ἔθρεψε καὶ θὰ θρέψει γενιές. Εἶναι ἕνας πνευματικὸς Ἐθνάρχης ἀπὸ τοὺς πιὸ αὐθεντικούς, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους χτίστες τοῦ σημερινοῦ πνευματικοῦ μας πολιτισμοῦ. Ὁ Παλαμᾶς, ποὺ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ μισὸν αἰώνα ὁ πνευματικὸς φάρος τῆς χώρας, θὰ ἐξακολουθήσει νά ῾ναι πάντα, μὲ μερικὰ ζωτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἔργου του, ἐνεργητικὴ πνευματικὴ δύναμη καὶ γιὰ τοὺς μελλούμενους καιρούς».

«Ὁ Παλαμᾶς – γράφει ὁ Κ. Βάρναλης – ἄνοιξε καινούργιους δρόμους καὶ στὴν κοινωνική μας ἐξέλιξη. Κίνησε τὸν τροχὸ τῆς ἱστορίας πρὸς τὰ μπρός, τὴν ἐποχὴ ποὺ ὅλες οἱ δυνάμεις, πολιτικές, ἐκκλησιαστικές, πνευματικές, τραβούσανε τὴν Ἱστορία μας πρὸς τὰ πίσω. Ὁ Παλαμᾶς βρισκόταν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ σὲ ἄμεση καὶ ἀδιάκοπη συνάφεια καὶ μὲ τὰ τωρινὰ συμβάντα καὶ μὲ τὰ μελλούμενα. Ὁ Παλαμᾶς ἐπὶ ἑξήντα χρόνια ἦταν ἡ «ἐθνικὴ φωνή». Τὸν ὀνομάζει: «Πνευματικὸ πατέρα ὅλων» καὶ ὑπογραμμίζει:

«Ὅλοι πατήσανε στὰ φτερά του γιὰ νὰ πρωτοπετάξουν». Παρατηρεῖ ἀκόμα : «Ὁ Παλαμᾶς δὲν ἦταν μονάχα ἕνας ποιητὴς καινοτόμος μὲ πλατιὲς ἀντιλήψεις, δὲν εἶχε μονάχα τὴν ὑπέρτατη ἀρετὴ τοῦ λόγου καὶ τοῦ ἤθους. Ἦταν, καὶ προπαντός, μέγας γλωσσοπλάστης. Τὸ ἔργο του τὸ ποιητικό, τὸ πεζογραφικὸ καὶ τὸ κριτικὸ εἶναι ἀπέραντο».

Τέτοιος ὑπῆρξε ὁ Παλαμᾶς, ἕνας ἀληθινὸς Τιτάνας τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων, ποὺ ἡ μορφή του θὰ φαντάζει πάντοτε ἀνάμεσα στὶς φωτεινότερες, μέσα στὸ πνευματικὸ Πάνθεο τῶν νεοτέρων χρόνων.


ΑΒΕΡΩΦ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου