Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ : ΔΙΕΚΔΙΚΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ



Του Γιώργου Τσιάκαλου
 
Με αφορμή την πρόσφατη θλιβερή επέτειο των Ιμίων, από την οποία μας χωρίζουν πλέον εικοσιένα χρόνια, προκύπτουν ερωτήματα που χαρακτηρίζουν όχι μόνο την ελληνική πολιτική αλλά και την ίδια τη νοοτροπία του έθνους μας, όπως διαμορφώθηκε τη μεταπολιτευτική περίοδο και ιδίως τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτά έχουν να κάνουν όχι μόνο με την παθητική στάση της χώρας μας στις συνεχιζόμενες προκλήσεις των γειτόνων αλλά και την παραίτηση από τα αδιαμφισβήτητα εθνικά μας δίκαια. Καταρχάς, η ίδια η επέτειος των Ιμίων, δεν αφορά μόνο την απώλεια τριών Ελλήνων αξιωματικών εν ώρα καθήκοντος. Αφορά και την de facto οπισθοχώρηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από τις νησίδες των Ιμίων στις οποίες δεν τολμά να ανέβει κανένας μας, όπως και την αποδοχή των «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, όπως προέκυψαν, από τη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997. Άλλωστε πάνω σε αυτή την επαίσχυντη για τα κυριαρχικά μας δικαιώματα συμφωνία βασίζονται σε μεγάλο βαθμό οι συνεχιζόμενες τουρκικές διεκδικήσεις. Μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια περίπου, η κλιμάκωση των διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Πλέον ο χαρακτηρισμός ‘αποθράσυνση’ έχει χάσει τη σημασία του, καθώς σε καθημερινή βάση χαρακτηρίζονται ως τουρκικά πότε 28 πότε 130 νησιά και βραχονησίδες μας από το Καστελόριζο ως τα Ίμια, αναλόγως των επιθυμιών του εξ ανατολών γείτονα, αμφισβητούνται τα ναυτικά μας σύνορα ως το μέσον του Αιγαίου, καθώς οργώνουν το αρχιπέλαγος άφοβα όποτε θέλουν. Αμφισβητούν ιστορικές συνθήκες, όπως της Λωζάνης και απειλούν με πόλεμο σε περίπτωση που άκουσον άκουσον (!) τολμήσουμε και αρθρώσουμε λέξη στις διεκδικήσεις τους. Μα αυτή η ιταμή συμπεριφορά δεν προέρχεται μόνο από την Τουρκία, μα και από το δυτικό γείτονα την Αλβανία, η οποία επίσης σε καθημερινή σχεδόν βάση, αναλόγως των επιθυμιών της διεκδικεί όλη τη Δυτική Ελλάδα είτε μέχρι την Ηγουμενίτσα είτε μέχρι την Αμφιλοχία. Μάλιστα το προβάλλει ως κάτι το φυσιολογικό, καθώς ουδείς σοβαρά απαντά με πυγμή. Στα δε βόρεια σύνορά μας τα Σκόπια συνεχίζουν να απλώνουν το σκηνικό της γραφικής μα σταθερά διεκδικητικής αδηφαγίας τους για τη Μακεδονία.

Σε όλο αυτό το διαμορφωμένο τοπίο, οι πρώτες διαπιστώσεις αφορούν ένα γενικότερο σχόλιο. Αποδεικνύεται βέβαια, πως όλες αυτές οι ουτοπικές κορόνες περί φιλίας και αδερφοσύνης με τους γείτονες είναι πέρα για πέρα φρούδες. Ευρισκόμενη η Ελλάδα σε μια εσωτερική αδυναμία αμέσως προσέτρεξαν όλοι να στριμώξουν στη γωνία τη χώρα, προβάλλοντας ταυτόχρονα φωναχτά τις βλέψεις τους. Κάτι που ήταν λιγότερο ή περισσότερο γνωστό πλέον λέγεται ελεύθερα από τα χείλη τους με τον επισημότερο τρόπο. Υπάρχει μια πλειοδοσία διεκδίκησης εδαφών από τη μία πλευρά των συνόρων ως την άλλη. Άρα η φιλία και καλή γειτονία επιβάλλεται μόνον όταν είσαι αρκετά ισχυρός για να την επιβάλλεις, γιατί στην πρώτη αδυναμία κινδυνεύεις να ακρωτηριαστείς από τους λεγόμενους «φίλους». Συνήθως, προβάλλεται εντός της Ελλάδας από κάποιους καλοθελητές η δικαιολογία, πως όλα αυτά είναι μόνο λόγια των γειτόνων και πως γίνονται για εσωτερική πολιτική τους κατανάλωση. Αλήθεια όμως, αν για εσωτερική τους πολιτική κατανάλωση πράγματι κάνουν πράξη τα λόγια, τα οποία άλλωστε διατυμπανίζουν και διδάσκουν ως προπαγάνδα στα ίδια τους τα σχολεία ως εθνική πολιτική τους, τότε τι γίνεται; Άλλωστε η κίνηση των Τούρκων επιτελαρχών να ταξιδεύουν όλοι μαζί, ως βαρκάδα αναψυχής, ανενόχλητοι ως τα Ίμια, εντός ελληνικής επικράτειας για να μην ξεχνιόμαστε, θα ήταν εφικτή πριν είκοσι χρόνια; Φυσικά όχι. Τώρα όμως κατοχύρωσαν το δικαίωμα να το επιχειρήσουν ως κάτι το φυσιολογικό και αφού κατοχύρωσαν το δικαίωμα αυτό διεκδικούν και τα υπόλοιπα νησιά. Οι Αλβανοί ήταν δυνατόν ποτέ πριν δέκα ή είκοσι χρόνια να κάνουν λόγο για κατακτημένα εδάφη της Τσαμουριάς και να διεκδικούν στα σοβαρά επιστροφή περιουσιών και αποζημιώσεις, διαστρέφοντας τη λογική να διεκδικούν δηλαδή οι απόγονοι των σφαγέων τσάμηδων δικαίωση από τα θύματα τους; Στην κατάσταση που έφτασε η Ελλάδα και όμως είναι δυνατόν....

Όλη αυτή η κατάσταση αποδεικνύει την ολότελα λανθασμένη πολιτική του ‘καλού παιδιού’, που ακολούθησε σταθερά η Ελλάδα μεταπολιτευτικά. Η πολιτική αυτή συνοψίζεται στη φράση ‘δε διεκδικούμαι τίποτα’. Προφανώς και θα πρέπει να επιδιώκεις καλές σχέσεις γειτονίας με τα κράτη που σε περιβάλλουν. Όμως δε θα πρέπει να απεμπολής τα εθνικά σου δίκαια και σε καμία των περιπτώσεων να ξεχνάς κομμάτια από την ίδια τη σάρκα της Ελλάδας που πληγώνονται στο περίγυρό σου. Σε αντίθετη περίπτωση θα βρεθείς να προσπαθείς να διασφαλίσεις με νύχια και με δόντια αυτά που θεωρούσες αυτονόητα. Πού οδήγησε η πολιτική του ‘δε διεκδικώ τίποτα’; Βοήθησε σε κάτι όσον αφορά τη συμπεριφορά των γειτόνων; Μάλλον τους αποθράσυνε και εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο. Φτάσαμε στο σημείο να θρηνούμε πιλότους στο Αιγαίο και να φλερτάρουμε συνεχώς με θερμά επεισόδια. Κανείς σύμμαχος στο διεθνή περίγυρο δε θα διασφαλίσει στα σοβαρά τα εθνικά μας σύνορα.
Η μόνη απάντηση είναι η διεκδίκηση από την Ελλάδα ξανά των δικαίων, αυτών που ιστορικά και αναπάντητα είναι κομμάτι του ελληνισμού, που στο πέρασμα των ιστορικών χρόνων για διάφορους λόγους έμειναν έξω από τον εθνικό κορμό. Η επαναφορά στο δημόσιο διάλογο των περιπτώσεων της Βορείας Ηπείρου με το συμπαγή πληθυσμό των 200.00 έως 300.000 Ελλήνων, της Κύπρου με τους 700.000 Έλληνες και των νησιών της Ίμβρου ή της Τενέδου ακόμη και της βόρειας Μακεδονίας, της περιοχής του Μοναστηρίου, με τους ελληνόφωνους Βλάχους κατά δήλωση του πρώην αρχηγού του κράτους των Σκοπίων Γκλιγκόροφ, που ζουν εκεί θα πρέπει να υπάρχει έστω σε θεωρητικό επίπεδο σε κάθε συζήτηση ως αντιστάθμισμα στις επεκτατικές βλέψεις των γειτόνων. Χωρίς να παραβλέπονται οι επικρατούσες κάθε φορά συνθήκες και αν είναι οι κατάλληλες για πιο δυναμικές τέτοιες διεκδικήσεις, ώστε να αποφεύγονται ολέθριες και υπερφίαλες ενέργειες , είναι απαραίτητο να υπάρχει πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η αυτονόητη θεωρητική διεκδίκηση των ιστορικών και αλησμόνητων πατρίδων στον περίγυρό μας. Ενώ η Ελλάδα έχει και το ιστορικό δίκαιο με το μέρος της για περιοχές, από αρχαιοτάτων χρόνων ελληνικές, με καθαρά ελληνικούς πληθυσμούς και σε περιπτώσεις όπως της Βορείας Ηπείρου κατοχυρωμένους με διεθνείς συνθήκες με το καθεστώς της αυτονομίας εντός της Αλβανίας, αρχομένης από τη συνθήκη της Κέρκυρας το 1914, τους χαρίζει ως αδιάφορους αιχμαλώτους στην τύχη τους. Ακόμη και όταν αυτοί οι ελληνικοί πληθυσμοί υπόκεινται σε τρομοκρατία και ταπείνωση κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, παρά ανακαλύπτονται από άλλους, ξένους και ντόπιους ομοϊδεάτες τους, δήθεν επιχειρήματα χωρίς κανένα λογικό έρεισμα για να δημιουργούν εντυπώσεις και να στηρίζουν επεκτατικές βλέψεις εντός της Ελλάδας....
Η διεκδίκηση είναι ζωτική για την εξασφάλιση ενός ανεξάρτητου και στιβαρού έθνους. Σε περίπτωση μάλιστα που είναι και σύμφωνη με τα εθνικά δίκαια και βέβαια το ζήτημα της αυτοδιάθεσης, τότε είναι και σύμφωνη με τις διακηρυγμένες δημοκρατικές αξίες, όπως σημειώνει και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, πατέρας της πρώτης ελληνικής δημοκρατίας το 1924, στο έργο του για τον εθνικισμό, σε πείσμα των δήθεν δημοκρατών «made in America». Επίσης πατρογονικά εδάφη, όπως της Βορείας Ηπείρου ή της Κύπρου, ο τελευταίος κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός, που διεκδίκησε σθεναρά ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964, δείγμα μιας άλλης νοοτροπίας του ελληνικού έθνους και όχι φασιστικής ή πολεμοκάπηλης όπως τη χαρακτηρίζουν κάποιοι σύγχρονοι ανοητίζοντες. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε και την απόδειξη για την ελληνικότητα των εδαφών αυτών, καθώς και της απαθούς ελληνικής πολιτικής από την άλλη, το πρόσφατο αποχαρακτηρισμένο έγγραφο της αμερικανικής υπηρεσίας πληροφοριών CIA, το οποίο έκανε σαφέστατα λόγο για αποδοχή ουσιαστικά από μέρους των ΗΠΑ μιας περίπτωσης ενσωμάτωσης στον εθνικό κορμό της Βορείας Ηπείρου στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Δε θα πρέπει τέλος να ξεχνούμε πως το ελληνικό κράτος και ο ελληνισμός, από ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους το 1830 ουδέποτε έχασε σπιθαμή εδάφους ενσωματωμένο στον κορμό του, αλλά πάντα, σε ότι κατάσταση και να βρισκόταν, σήκωνε δυνατά τη γροθιά του και διεκδικούσε τα δίκαιά του με πάθος καταφέρνοντας το στόχο του στο δρόμο προς την εθνική ολοκλήρωση, χωρίς να φοβάται την απώλεια των ήδη κεκτημένων.

Η πολιτική αυτή, ζωτική για κάθε έθνος, για την επιβίωση ενός κράτους, δε θα μπορούσε παρά να εκφραστεί καλύτερα έτσι όπως εκφράζεται, από τον όρκο των έφηβων Αθηναίων, στην αρχαία Αθήνα, όταν ορκίζονταν οι νέοι οπλίτες στο ιερό της Αγλαύρου στην Ακρόπολη, (Λυκ. Λεωκρ. 77), «…τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι…,»(την πατρίδα δε θα την παραδώσω μικρότερη, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ’ ότι την παρέλαβα). Τώρα όμως;...

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου