Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Γ' ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ 1966 : ΣΤΗΝ ΓΕΦΥΡΑ ΤΟΥ ΔΕΒΟΛΗ

(Φωτογραφία ἀπό τό:
  anemourion.blogspot.gr)
Του Χρῆστου Π. Ζαλοκώστα
«Πίνδος» 1947

Ὁ Σπύρος ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ μίκραινε, ἐκεῖ τοὺ ἦταν ἔτσι ἄσχημα κρυμμένος, πίσω ἀπὸ ἀραιὲς τοῦφες ἰτιᾶς. Ἀπέναντί του ἔστεκε ἰταλικὸ ἀπόσπασμα καὶ φρουροῦσε μιὰ γέφυρα·γύρω του ἁπλωνόταν ἡ κοιλάδα τῆς Βίγλιστας καὶ τοῦ φαινόταν ὅτι σ’ ὅλον αὐτὸ τὸν ξεσκέπαστο κάμπο ἦταν ὁ μόνος ῞Ελληνας, μέσα σὲ πολυάριθμο πλῆθος ᾽Ιταλῶν ποὺ ὑποχωροῦσαν. Ἀποροῦσε κι ὁ ἴδιος,πῶς εἶχε κατορθώσει νὰ πλησιάση τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Δεβόλη,χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθῆ κανείς. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἔπρεπε νὰ πέση στὸ νερὸ ἀπαρατήρητος, ἤθελε νὰ μποροῦσε νὰ γινόταν ἄφαντος, ἕνα τόσο δὰ μικρὸ χαλικάκι. Τὸ ποτάμι κυλοῦσε τὰ βρώμικα νερά του,χωρὶς θόρυβο, κι αὐτὴ ἡ ἡσυχία ἐμπόδιζε τὸ Σπύρο νὰ ἐκτελέση τὴν ἀποστολή του.

Δὲν εἶχαν προφθάσει νὰ χορτάσουν οἱ φαντάροι τὴν κατάληψη τῆς Μόροβας, καὶ ἦρθε διαταγή ἂν ὑπάρχη ἀνάμεσά τους κανένας δύτης τὸ ἐπάγγελμα ἢ τουλάχιστον καλὸς κολυμβητής,νὰ παρουσιασθῆ στὸ συνταγματάρχη. Ὁ Σπύρος πῆγε στὴ διοίκηση καὶ εἶπε πὼς ξέρει κολύμπι.
Ὁ ἀσπρομάλλης συνταγματάρχης, ὅταν ἔβαλε τὰ γυαλιά του,τὸν ἀνεγνώρισε:
– ᾽Εσὺ εἶσαι, λοχία; Ξέρεις καλό, μὰ καλὸ κολύμπι;
– Εἶμαι ἀθλητὴς τῶν 400 μέτρων.
– Τί λές; Τότε θὰ σὲ στείλω σὲ μιὰ σπουδαία ἀποστολή. Στὸ Δεβόλη ὑπάρχει γέφυρα, ποὺ μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη, γιὰ νὰ περάσωμε τὸ πυροβολικό μας. ῾Η γέφυρα αὐτὴ εἶναι ὑπονομευμένη ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς.Ἑτοιμάζονται νὰ τὴν τινάξουν στὸν ἀέρα, γιὰ νὰ μᾶς σταματήσουν.Πρέπει λοιπὸν νὰ πάη κάποιος κολυμπώντας κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα καὶ νὰ κόψη τὸ φυτίλι τῆς πυροδοτήσεως. Ἀναλαμβάνεις νὰ τὸ κάνης ἐσύ;
– Μάλιστα, κύριε Διοικητά.
– Μπράβο! Θὰ σοῦ δώσω ἀμέσως ζῶο νὰ σὲ κατεβᾴση κάτω.
Ὁ συνταγματάρχης σηκώθηκε ὀρθὸς καὶ τοῦ εὐχήθηκε:
– Καλὴ ἐπιτυχία!
Καθισμένος τώρα ὁ Σπύρος πίσω ἀπὸ τὶς ἰτιές, λογάριαζε μὲ τί τρόπο θὰ ἔπεφτε στὸν ποταμό. ῎Εβγαζε ἀργὰ – ἀργὰ τὶς ἀρβύλες του,χωρὶς νὰ ξεκολλᾶ τὸ μάτι ἀπὸ τὸ Ἰταλικὸ ἀπόσπασμα, ποὺ φρουροῦσε τὴ γέφυρα καὶ ποὺ φαινόταν νὰ περιμένη νὰ περάσουν τὰ τελευταῖα τμήματα, γιὰ νὰ τὴν τινάξη στὸν ἀέρα. Μακριὰ ἀκούονταν πολυβόλα,ὕστερα σώπαιναν καὶ πάλι σὲ λίγο ξανάρχιζαν.
Ἅμα ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ ροῦχα του ὁ Σπύρος, ξαπλώθηκε στὴ μουσκεμμένη γῆ δίπλα στὸ νερὸ καὶ περίμενε εὐκαιρία νὰ κοιτάξουν ἀλλοῦ οἱ σκοποί, γιὰ νὰ γλιστρήση στὸ Δεβόλη. Ἔκρινε πὼς ἀπὸ κεῖ ποὺ βρισκόταν, ἡ βουτιὰ θὰ ἦταν πολὺ μακριὰ για τὴν ἀναπνοή του κι ἔκοψε μὲ τὸ ψαλίδι ποὺ βαστοῦσε ἕνα καλάμι καὶ τὸ κράτησε στὸ στόμα σὰν πίπα.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐβούισαν ἀεροπλάνα, καὶ καθὼς οἱ Ἰταλοὶ ἐσήκωσαν τὰ κεφάλια νὰ τὰ δοῦν, ὁ λοχίας πῆρε βαθιὰ ἀναπνοή, μπῆκε στὸ ποτάμι ὅσο πιὸ ἀθόρυβα μπόρεσε κι ἄρχισε τὸ μακροβούτι του πρὸς τὴ γέφυρα. Δὲν ἔβλεπε τίποτα, γιατὶ τὸ νερὸ κατέβαζε πολὺ χῶμα κι ἔτσι ἀναγκάστηκε νὰ ψάχνη μπροστά του μὲ τὰ χέρια καὶ νὰ προχωρῆ σιγά. Ψαχουλεύοντας, ἄλλοτε ἄγγιζε κάτι πράγματα μαλακὰ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν πτώματα, ἄλλοτε κούτσουρα καὶ ρίζες δένδρων.
Τέλος, ὅταν κόντευε πιὰ ν’ ἀδειάση τὸ στῆθος του ἀπὸ ἀέρα, βρῆκε τὴ βάση τῆς γέφυρας καὶ σταμάτησε. Ἔβγαλε ἔξω ἀπ’ τὸ νερὸ τὸ καλάμι του καὶ πῆρε βιαστικὰ ἀναπνοή, ἐνῶ κατάπινε κάμποσα βρωμόνερα.
Ὕστερα, ψάχνοντας τὴ βάση, δοκίμασε νὰ περπατήση στὸ βυθό, μὰ ἡ λάσπη ἦταν πλαδαρὴ καὶ βούλιαζε. Κολυμπώντας πάλι, μιὰ πρὸς τὰ ἐδῶ, μιὰ πρὸς τὰ ἐκεἴ, γύρευε νὰ βρῇ τὸ φυτίλι τῆς πυροδοτήσεως.Ὅταν σωνόταν ἡ ἀναπνοή του, τὴν ἀνανέωνε μὲ τὸ καλάμι. Κάποτε τὸ χέρι του ἄγγιξε τέλος σύρμα καὶ σὰν ἀστραπὴ, ἅρπαξε, τὸ ψαλίδι καὶ τὸ ἔκοψε.
Ὁ ὑπολοχαγὸς τοῦ μηχανικοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε πρὸς τὴ γέφυρα τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι γιὰ ἀσφάλεια σὲ τέτοιες περιρστάσεις, συνηθίζουν νὰ βάζουν διπλοὺς ἀγωνοὺς ἀπὸ σύρματα, ὥστε, ἄν πάθη κάτι ὁ ἕνας ἀγωγός,νὰ λειτουργήση ὁ ἄλλος. Ἔπρεπε λοιπόν νὰ ψάξη μὲ προσοχή,ὅσο νὰ βρῆ καὶ δεύτερο σύρμα.
Τὸ κολύμπι δὲν ἦταν εὔκολο, γιατὶ τὸ ρεῦμα τοῦ Δεβόλη παράσερνε κι εἶχε νὰ παλευη, έναντίον του. Ἄν δυσκολεύτηκε τόσο νὰ βρῆ τὸ πρῶτο φυτίλι, τὸ δεύτερο ἦταν ανεύρετο. Πήγαινε ἀπὸ τὴ μιά πλευρά,πήγαινε άπὸ τὴν ἄλλη, βουτοῦσε βαθιά, ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια,πουθενὰ δὲν συναντοῦσαν τὰ δάχτυλά του σύρμα.
Μιὰ στιγμή, ποῦ κολυμποῦσε στῆ μέση τοῦ ποταμοῦ, τὸν χτύπησε στὰ νεφρὰ κορμὸς δένδρου, ποὺ κατέβαζε τὸ ποτάμι, κι ἦταν τόσο δυνατὸς ὁ βρόντος, ὥστε τον τίναξε ψηλά. Μὰ κανένας δὲν ἔτυχε νὰ τὸ ἰδῆ, κι ὁ Σπύρος βούτηξε βαθύτερα καὶ πήγε δίπλα στὴ βάση τῆς γέφυρας,ὅπου στάθηκε νὰ ξαποστάση. Ἐπειδὴ ἡ ἀναπνοή του εἶχε λιγοστέψει κι ἡ καρδιά του χτυπούσε δυνατά, ἀναγκάστηκε νὰ βγάλη μὲ προσοχὴ τὸ κεφάλι του ἔξω ἀπ’ τὸ νερό γιὰ νὰ συνέλθη. Καθὼς βρισκόταν κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ πάτωμα τοῦ γεφυριοῦ, δὲν εἶχε φόβο νὰ τὸν ἰδοῦν καὶ στάθηκε ἐκεῖ λίγα λεπτὰ χορταίνοντας τὸν ἐλεύθερον ἀέρα.
Ὕστερα πάλι ἄκουσε φωνες καὶ θόρυβο αὐτοκινήτων στὴν ἀπέναντι ὄχθη καὶ βήματα ἀνθρώπων ποῦ περνοῦσαν γρήγορα ἀπὸ πάνω του. Συλλογίστηκε πὼς ἴσως νὰ εἶχε φτάσει ἡ ὀπισθοφυλακή,ποὺ περίμενε τ’ ἀπόσπασμα,κι ὅτι μόλις διάβαιναν αὐτοί, θὰ τίναζαν τὴ γέφυρα. Ξαναβούτηξε λοιπὸν κι ἄρχισε νὰ γυρεύη τὸ φυτίλι μὲ μανία ἀπελπισμένου. Τοῦ περνοῦσε ἀπὸ τὸ νοῦ ἡ ἰδέα, πὼς δὲν θὰ ὑπῆρχε δεύτερος ἀγωγός, κι ὅμως δὲν ἐννοούσε νὰ ἐγκαταλείψη τὴν προσπάθειά του.Τὸ ἄνοιγμα, ποὺ ἄφηνε ἡ γέφυρα ἀνάμεσα στὶς βάσεις της, τὸ ἔψαξε τέσσερις φορὲς κολυμπώντας μὲ τὸ ἕνα χέρι, ἐνῶ μὲ τ’ ἄλλο πασπάτευε τὸ βοῦρκο.
Μιὰ στιγμὴ αἰσθάνθηκε δυνατὸ ρίγος, νὰ περιβρέχη τὴ ράχη του, μὰ καὶ πάλι δὲν σταμάτησε τὸ ψάξιμο. ᾽Επέμεινε, ἔως ὅτου τὸ μικρὸ του δάχτυλο γαντζώθηκε τυχαῖα σὲ σύρμα. Τ’ ἅρπαξε κι ἑτοιμαζόταν νὰ τὸ ψαλιδίση, μὰ κατάλαβε πὼς ἦταν τὸ ἴδιο ποὺ εἶχε κόψει πρίν. Κολύμπησε ἀκόμη λίγο κι ὅταν ἔνιωσε πιὰ τὴ δύναμή του νὰ ἐξαντλῆται, ἀποφάσισε νὰ ἑτοιμάση τὴν ἀναπνοή τῆς ἐπιστροφῆς κι ἔβγαλε ἀπότομα τὸ κεφάλι ἔξω ἀπ’ τὸ νερό, γιατὶ ἡ κούραση δὲν τὸν ἄφηνε τώρα νὰ πάρη προφυλάξεις.Αἰσθανόταν ἐξασθενημένος καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ γυρισμό. Δὲν μπόρεσε νὰ κάμη διὰ μιᾶς τὴ διαδρομὴ ὡς τὸ μέρος, ποὺ εἶχε ἀφήσει τὰ ροῦχα του. Δυὸ φορὲς νόμισε πὼς ἦταν φτασμένος καὶ δυὸ φορὲς γελάστηκε, γιατὶ ὁ πλημμυρισμένος Δεβόλης, ρέοντας ἀντίθετά του τὸν ἐμπόδιζε.


***
Ἐπὶ τέλους, μὲ τὴν ψυχὴ στὸ στόμα, βγῆκε στὴν ὄχθη, ἐκεῖ στὶς ἴδιες ἰτιὲς ποὺ κρυβόταν πρὶν καί, μόλις ξαπλώθηκε, ἄρχισαν ρίγη νὰ περιτρέχουν τὸ σῶμα του. Τὰ δόντια του χτυποῦσαν. Τὰ μάτια του ἔτσουζαν γεμάτα βρῶμες, στὴ γλώσσα του εἶχε τὴ γεύση τῆς χωματίλας καὶ ἡ σιχασιὰ τόσης λάσπης, ποὺ κατάπιε, τοῦ ἔφερνε ἐμετό.
Ἔτσι ὅπως ἦταν μουσκεμένος φόρεσε γρήγορα παντελόνι, ἀμπέχωνο,μανδύα καὶ τράβηξε πρὸς ἕνα ἐρημοκλήσι, γιὰ νὰ συναντήση τὸν ὑπολοχαγὸ τοῦ μηχανικοῦ, ποὺ τὸν περίμενε κεῖ. Μιλώντας ἄσχημα,ἐξ αἰτίας τοῦ σαγονιοῦ του ποὺ ἔτρεμε, διηγήθηκε ὁ Σπύρος μὲ πόσα βάσανα βρῆκε ἕνα μόνον φυτίλι.
Ὁ ὑπολοχαγὸς τοῦ εἶπε:
– ῎Εμεινες μιὰ ὥρα στὸ ποτάμι. Ὅταν ἄκουσα τ ἀεροπλάνα, εἶπα πὼς θὰ ἐπωφεληθῆς, γιὰ νὰ βουτήξης καὶ πραγματικὰ σὲ εὶδα νὰ γλιστρᾶς στὸ νερό. Ἅμα ὅμως ἄργησες νὰ φανῆς, ἀνησύχησα μήπως πνίγηκες.
Ὁ Σπύρος ζήτησε κονιάκ, μὰ δὲν εἶχαν νὰ τοῦ δώσουν· ζήτησε νερὸ καὶ πρὶν πιῆ, ἔκανε γαργάρα κι ἔφτυσε, γιὰ νὰ φύγη ὁ βοῦρκος ἀπὸ τὸ στόμα του.
– Λέτε, κύριε ὑπολοχαγέ, νὰ ὑπάρχη καὶ δεύτερο σύρμα; ρώτησε.
Ὁ ἀξιωματικὸς κουνώντας τὸ κεφάλι:
– Δὲν πιστεύω… τοῦ ἀπάντησε.
Κοίταξαν ὕστερα πρὸς τὴ γέφυρα καὶ κατασκόπευαν τὸ ἰταλικὸ ἀπόσπασμα. Ὁ Σπύρος ἀνησυχοῦσε:
– Ἅμα νιώσουν ὅτι κόψαμε τὸ φυτίλι, προφταίνουν νὰ βάλουν νέο;
– Ἴσως, ἀλλὰ τότε θὰ τοὺς ἰδοῦμε νὰ μπαίνουν στὸ νερό!
Ὁ Σπύρος θεωροῦσε τὴ σωτηρία αὐτῆς τῆς γέφυρας ζήτημα προσωπικό. Φοβόταν ὀτι ὁ κόπος του θὰ χανόταν ἀδίκως καὶ πρότεινε νὰ πᾶν κοντύτερα, γιὰ νὰ ἐπιτηροῦν τοὺς Ἰταλούς. Ἡ καρδιά του εἶχε πετρώσει ἀπὸ τὴν ἀνησυχία, καὶ μόνον ἂν τὸ γεφύρι ἔμενε ἄβλαβο θὰ πήγαινε στὴ θέση της.Τώρα μετανοοῦσε, ὅτι δὲν εἶχε ἐπιμείνει ψάχνοντας καὶ ἂς πνιγόταν.
– Μὴ κάνης ἔτσι, λοχία, τοῦ εἶπε ὁ ὑπολοχαγός.
Ἀλλὰ σὲ λίγο ἀκούστηκαν φωνὲς καὶ καμιὰ ἑκατοστὴ εὔζωνοι φάνηκαν νὰ τρέχουν ζωηρὰ τὸν κάμπο, σὰν πουλάρια τὴν ἄνοιξη καὶ πῆραν τὴ γέφυρα. Οἱ φρουροὶ της τὸ ἔσκασαν πρὸς τὴν Κορυτσά,χωρὶς νὰ ρίξουν τουφεκιά.
Ὁ Σπύρος πετάχτηκε πάνω ἀπὸ τὴ χαρά του κι ὁ ὑπολοχαγὸς τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν φίλησε.


Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα Γ’ Γυμνασίου (1966)
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΑΒΕΡΩΦ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου