Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Στις
αρχές της δεκαετίας του ’30, η χώρα περνούσε μεγάλη οικονομική κρίση,
παρόμοια με τη σημερινή. Η πείνα θέριζε τις φτωχές οικογένειες που δεν
είχαν ψωμάκι να θρέψουν τα παιδιά τους. Η μεγάλη απόγνωση που ένοιωθε
ένας πολύτεκνος στην Αθήνα, ο Σταμάτης Τζιμούλης, τον ανάγκασε να
προβεί σε παραστάσεις στις Αρχές για να κάνει γνωστό το πρόβλημα του και
να λυπηθούν τα νηστικά και ρακένδυτα επτά παιδιά του. ΄Ηταν μερικούς
μήνες μετά την πτώχευση που ανακοίνωσε στη Βουλή ο πρωθυπουργός Ελ.
Βενιζέλος και ο δυστυχής πολύτεκνος, στο σπίτι του δεν είχε ούτε ένα
ψίχουλο στο τραπέζι λόγω της ανεργίας.
Κάθε
βοήθεια του κράτους προς τους πολύτεκνους έχει καταργηθεί και τα
καθημερινά οικογενειακά δράματα που είχαν ως αιτία την φτώχεια, φέρνουν
σε απόγνωση μανάδες να εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, πατεράδες να τα
πωλούν(!!!), ενώ μια τραγική μάνα στη Καλαμάτα, τρελαμένη έπνιξε στο
αίμα την ίδια τη ζωή που δημιούργησε…
Ο
Τζιμούλης γεμάτος απόγνωση, πήρε τα επτά παιδιά του και τα εγκατέλειψε
εξω από το σπίτι του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου στην οδό Πλουτάρχου στο
Κολωνάκι για να εκδηλώσει έτσι την διαμαρτυρία του για την έλλειψη
κοινωνικής πρόνοιας.
Ο
τραγικός ανάπηρος οικογενειάρχης, καταγόταν από το χωριό Κάντζικο
Κονίτσης και όταν εξερράγη ο πόλεμος του 1912-13, γεμάτος ενθουσιασμό
κατετάγη ως ηπειρώτης, εθελοντής στον 1ο Λόχο Πεζικού και τραυματίσθηκε
σοβαρά στο πόδι, στα υψώματα της Γιουβέσνας εξω από τη Θεσσαλονίκη.
Το
1920 ο Τζιμούλης γνώρισε την πτωχή χωριατοπούλα Μαρία Καμπόλη από τα
Καλύβια Αττικής και την παντρεύτηκε χωρίς προίκα, αφού δεν είχε.
Δούλευαν σκληρά και οι δύο σε οικοδομές για να ζήσουν και απέκτησαν
επτά παιδιά, τους Γιώργο, Δημήτρη, Παναγιώτα, Γιάννη, Ανδρέα,
Σταυρούλα και Αναστασία. Το μεγαλύτερο 12 ετών και το μικρότερο 9 μηνών.
Στην αρχή το κράτος του έδινε ως ανάπηρο πολέμου 60 δρχ, αλλά μετά
διέκοψε, λόγω αδυναμίας καταβολής, όλων των επιδομάτων.
Ο
Τζιμούλης και η γυναίκα του, εξ αιτίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης,
έμειναν άνεργοι κι έτσι άρχισε το μεγάλο δράμα τους. Τα παιδιά έκλαιγαν
από την μεγάλη πείνα και η Μαρία, που δεν είχε να τους δώσει ψωμί να
φάνε, στα κλάματα των παιδιών της, απαντούσε με τα δικά της δάκρυα…
Μέσα
στην απόγνωση του, το ζευγάρι πήρε τα επτά παιδιά και κατέφυγαν στο
Υπουργείο Προνοίας να ζητήσει από το Κράτος προστασία. Έμειναν εκεί από
τις 9 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι, χωρίς κανείς να τους δώσει
σημασία. Απογοητευμένη η Μαρία εγκατέλειψε την οικογένεια της κι έφυγε,
ενώ ο Τζιμούλης πήρε τα παιδιά και τραβηξε για το σπίτι του
πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου. Ζήτησε από τον σκοπό να του επιτρέψει να δει
τον πρωθυπουργό, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Τότε ο δυστυχής ανάπηρος
πολύτεκνος εγκατέλειψε εκεί τα επτά παιδιά του κι έφυγε, αφού δεν είχε
ούτε μία δεκάρα για να τα μεταφέρει στο σπίτι του.
Καθώς
όμως απομακρυνόταν, ένας αστυφύλακας ο υπ’ αρίθ. 71Γ του Γ΄
Αστυνομικού Τμήματος, τον συνέλαβε και μαζί με τα παιδιά του τον οδήγησε
στο Τμήμα, όπου ο διοικητής προσπάθησε να τον πείσει να πάρει τα
παιδιά του, που έκλαιγαν λόγω της πείνας και να τα πάει στο σπίtτι του.
«Τι να τα κάνω, δεν έχω να τα ταΐσω, δεν μπορώ να τα δω να πεθαίνουν μπροστά μου από την πείνα…» Έτσι αρνήθηκε να τα πάρει τα παράτησε, έφυγε και οι συγκινημένοι αστυνομικοί φρόντισαν να τα ταΐσουν…
Το τέλος της τραγικής μάνας
Την
τραγική κατάσταση των παιδιών επιβάρυνε ακόμα περισσότερο η εξαφάνιση
της μητέρας τους. Και τους βύθισε στο πένθος όταν μαθεύτηκε ότι η
δύσμοιρη μάνα κάτω από το βάρος της αυξανόμενης δυστυχίας και της
τραγικής κατάστασης των παιδιών της, έδωσε τέλος στη ζωή της! Την
επομένη, συγκλονισμένη η Οργάνωση Παλαιών Πολεμιστών, με εράνους
οργάνωσε συσσίτια στα γραφεία της στην οδό Αιόλου, όπου βρήκαν στοργή
τα επτά παιδιά του Τζιμούλη, δεινοπαθούσες οικογένειες αναπήρων
πολεμιστών και πολυτέκνων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Οι πρώτοι που
πρόσφεραν τον οβολό τους ήταν ανώτατοι αξιωματικοί, κυρίες ευκατάστατων
οικογενειών και τράπεζες…
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
Palmografos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου