Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ : ΓΙΑΤΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΕΘΝΟΣ;



Του Γεωργίου Α. Τσιάκαλου
 
Τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα κάνει την εμφάνισή της στο δημόσιο διάλογο η λέξη «έθνος», μέσα από τα λόγια είτε υποστηρικτών είτε κατηγόρων της σημασίας, που κουβαλά η συγκεκριμένη έννοια του «εθνους». Μα τέλος πάντων τί είναι αυτή η λέξη; Γιατί προκαλεί τόση ένταση στις συζητήσεις που την αφορούν; Γιατί επιδιώκεται με τόση μανία η παραχάραξή της από τους πολέμιους της; Η απάντηση δεν είναι τόσο δύσκολη αν αναλογιστεί κανείς την στενή σύνδεση της με το ύψιστο ιδανικό της πατρίδας. Απόρροια του ελληνικού πνεύματος, που οδήγησε τον κόσμο στο να αναγνωρίσει μέσω αυτού ένα υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής αντίληψης, να μυηθεί στην μαγεία της εξιδανίκευσης της αγάπης να θυσιάζεται κανείς για το «εμείς» πέρα από το εγωιστικό «εγώ», να ξεφύγει από τη δουλεία των υλικών αγαθών φιλοσοφώντας ανώτερα πνευματικά ιδανικά, που συνάμα όμως είναι τόσο ισχυρά που εξασφαλίζουν την αξιοπρέπεια, την ανεξαρτησία την δυνατότητα-το σημαντικότερο-να αναπνέει ελεύθερο αέρα. Έχοντας εξασφαλίσει όλα αυτά έχει πλέον το κατάλληλο έδαφος να βάλει τις βάσεις για να οργανώσει τον υλικό του κόσμο ελεύθερος από δεσμεύσεις, όπως θέλει ο ίδιος, για να υπηρετούν τον ίδιο και όχι ο ίδιος να γίνεται δούλος αυτών, που σήμερα ονομάζονται με την αφηρημένη έννοια «αγορές»....

Η λέξη «έθνος» δεν θα μπορούσε παρά να είναι στενά συνδεδεμένη, αλληλένδετη, με τις λέξεις πατρίδα και θρησκεία γιατί απλούστατα όλες μαζί εξασφαλίζουν σε μια κοινωνία την δυνατότητα να επιβιώσει και να έχει πρωτεύουσα θέση στον κόσμο εξασφαλίζοντας το μέγιστο προτέρημα που θα μπορούσε να έχει, αυτό της ταυτότητας. Ο ελληνικός πολιτισμός είχε επίγνωση αυτής της δύναμης, που απορρέει από την συγκρότηση της κοινωνίας με αυτά τα ιδανικά και οι φωτισμένοι κήρυκές του, φρόντισαν να μεταλαμπαδεύσουν την σημασία τους στις κατοπινές γενεές ως φωτεινό φάρο πλοήγησης στις ιστορικές δυσκολίες της ανθρωπότητας. Ήδη, από τον 5ο αιώνα π. Χ., ο μεγάλος ιστορικός Ηρόδοτος (8.144.14-16), μέσα από τα λόγια των Αθηναίων, είχε αποκρυσταλλώσει μια για πάντα τα χαρακτηριστικά, που αναγνωρίζουν το έθνος των Ελλήνων με μια συλλογική ταυτότητα, έχοντας σφυρηλατηθεί με το πέρασμα των αιώνων στην κολυμπήθρα της ιστορίας: το κοινό αίμα, η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, ο κοινός τρόπος ζωής, «τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, τῶν προδότας γενέσθαι Ἀθηναίους οὐκ ἂν εὖ ἔχοι». Η σφυρηλάτηση της εθνικής ταυτότητας είναι καθοριστική γιατί η κοινωνία των Ελλήνων περνά από την απρόσωπη λέξη «λαός» στην αυτογνωσία της λέξης «εθνος» ήδη από τον 5ο αιώνα π. Χ. με τον πλέον επίσημο τρόπο. Αποτέλεσμα ήταν η ένωση και ο θρίαμβος των Ελλήνων ενάντια στην περσική απειλή, που κατέληξε στην συντριβή της στα πεδία του Μαραθώνα, της Σαλαμίνας, των Πλαταιών, της Μυκάλης των Θερμοπυλών....

Ο μεγάλος φιλόσοφος Πλάτωνας, είχε κάνει σαφή την διάκριση των Ελλήνων από τους λαούς που τους περιέβαλλαν και πιστοποιούσε την εθνική ταυτότητα τους κατηγορηματικά μέσα από το αθάνατο φιλοσοφικό του έργο στην Πολιτεία του (Ε 470 c-d), λέγοντας ότι το έθνος /γένος των Ελλήνων είναι οικείο και συγγενές σε αντίθεση με τους λαούς/ βαρβάρους που ήταν ξένοι και διαφορετικοί ως προς τα χαρακτηριστικά που είχαν, «φημὶ γὰρ τὸ μὲν Ἑλληνικὸν γένος αὐτὸ αὑτῷ οἰκεῖον εἶναι καὶ συγγενές, τῷ δὲ βαρβαρικῷ ὀθνεῖόν τε καὶ ἀλλότριον». Η φράση αυτή κατέχει κεντρική βάση στη σκέψη του για τον τρόπο οργάνωσης της ιδανικής πολιτείας, κάνοντας ακόμη πιο σαφή τη θέση του εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του, ως κάτι αφύσικο, για τις συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και οριοθετώντας για πρώτη φορά τον όρο εμφύλιος πόλεμος με τη λέξη «στάσι» σε αντιδιαστολή με τη λέξη «πόλεμος», ως κάτι φυσικό, που χαρακτηρίζει τη σύγκρουση με τους βαρβάρους, «Ἕλληνας μὲν ἄρα βαρβάροις καὶ βαρβάρους Ἕλλησι πολεμεῖν μαχομένους τε φήσομεν καὶ πολεμίους φύσει εἶναι, καὶ πόλεμον τὴν ἔχθραν ταύτην κλητέον: Ἕλληνας δὲ Ἕλλησιν, ὅταν τι τοιοῦτον δρῶσιν, φύσει μὲν φίλους εἶναι, νοσεῖν δ᾽ ἐν τῷ τοιούτῳ τὴν Ἑλλάδα καὶ στασιάζειν».
Για να μεγαλουργήσει το έθνος, η κοινότητα των ανθρώπων, που μοιράζεται την πίστη σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, θα πρέπει να προστατεύσει την πατρίδα του, τον τόπο που κατοικεί και του ανήκει. Η πατρώα γη λοιπόν είναι το υπέρτατο αγαθό, που εξασφαλίζει την ελευθερία του ατόμου και αποτελεί κεντρικό σημείο στον πυρήνα της σκέψης του. Χαρακτηριστικό των έξυπνων ανθρώπων, που γνωρίζουν ποια είναι η πηγή της ασφαλούς και σεβαστής ζωής, δηλαδή να μεγαλώνουν σε ένα τόπο σταθερό, όπως μεγάλωσαν και οι προγονοί τους σε αυτόν και για αυτό είναι ότι σεμνότερο και αγιότερο, που θα πρέπει να προστατεύουν ως κόρη οφθαλμού, μακριά από τα βάσανα μιας προσφυγικής ζωής ή τον τυχοδιωκτισμό της μετανάστευσης. Τα παραπάνω λόγια μόνο ένας σοφός άνδρας, όπως ο Σωκράτης (Πλατ., Κριτων 51β) θα μπορούσε να ξεστομίσει, γνήσιο τέκνο της ελληνικής αντίληψης, «μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἀπάντων τιμιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾿ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι». Την ιερότητα του αγώνα για την πατρίδα, την θρησκεία και την οικογένεια ως καρδιά του ελληνικού πνεύματος την έχουμε κληροδοτήσει από την ίδια την αρχαία μας γενιά, όπως μαρτυρεί ο τραγικός Ευριπίδης στο έργο του Αντιόπη (717-718) παρακινώντας το νεαρό παιδί να ακολουθεί το κανόνα αυτό απαρέγκλιτα στο βίο του αν θέλει να έχει το ηθικό στεφάνι της δόξας, «ΤΡΕΙΣ ΕΙΣΙΝ ΑΡΕΤΑΙ ΤΑΣ ΧΡΕΩΝ Σ΄ΑΣΚΕΙΝ,ΤΕΚΝΟΝ,ΘΕΟΥΣ ΤΕ ΤΙΜΑΝ ΤΟΥΣ ΤΕ ΘΡΕΨΑΝΤΑΣ ΓΟΝΕΙΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΕ ΚΟΙΝΟΥΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.ΚΑΙ ΤΑΥΤΑ ΔΡΩΝ ΚΑΛΛΙΣΤΟΝ ΕΞΕΙΣ ΣΤΕΦΑΝΟΝ ΕΥΚΛΕΙΑΣ ΑΕΙ (τρεις είναι οι αρετές που θα πρέπει να ασκείς παιδί μου, να τιμάς τους θεούς, τους γονείς που σε ανέθρεψαν, τους κοινούς νόμους της Ελλάδας. Κάνοντας αυτά θα έχεις το καλύτερο στεφάνι αξιοσύνης για πάντα)»....

Χαρακτηριστικό της ταυτόσημης αντίληψης των πραγμάτων, τόσο στην ιωνική όσο και στην δωρική Ελλάδα, που αφορούν την πατρίδα, το μόχθο για αυτήν και την ιερότητα του αγώνα είναι και η εξασφάλιση ενός καλύτερου μέλλοντος για τα παιδιά που θα παραλάβουν τις τύχες του τόπου τους στα χέρια τους. Παρά τις τοπικιστικές διαφορές η αντίληψη είναι πέρα για πέρα κοινή. Ο μεγάλος λυρικός ποιητής Τυρταίος (Λυκ. Λεωκρ. 1-2) τον 7ο αιώνα π. Χ. παρακινεί τους Σπαρτιάτες να πεθάνουν για την πατρίδα γιατί είναι η μεγαλύτερη τιμή ένας τέτοιος θάνατος (τεθνάμεναι γὰρ καλὸν ἐνὶ προμάχοισι πεσόντα ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν περὶ ᾗ πατρίδι μαρνάμενον και μεταφράζοντας ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός και ιστορικός Σπυρίδων Τρικούπης το 19ο αιώνα ως εξής: τι τιμή στο παλικάρι όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στα δεξιά). Ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει στα παιδιά τους ένα ελεύθερο και καλύτερο κόσμο μια δυνατή και σεβαστή πατρίδα, «θυμῷ γῆς πέρι τῆσδε μαχώμεθα καὶ περὶ παίδων θνήσκωμεν ψυχέων μηκέτι φειδόμενοι». Στην αθηναϊκή πολιτεία, οι νέοι με την παραλαβή των όπλων τους, όταν καλούνταν να υπηρετήσουν τη θητεία τους ορκίζονταν μπροστά στους θεούς στο ιερό της Αγλαύρου στην Ακρόπολη, να μην ατιμάσουν τα όπλα τους, να μην εγκαταλείψουν το συμπολεμιστή τους, να αμυνθούν και μόνοι και με τους συντρόφους τους, την πατρίδα να μην την παραδώσουν μικρότερη αλλά μεγαλύτερη και καλύτερη απ» ότι την παρέλαβαν, «Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ’ ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι…» (Λυκ. Λεωκρ. 77). Ο θρησκευτικός όρκος ενώπιον των θεών έδενε την αέναη και αδιάσπαστη ένωση πίστης και πατρίδας, αυτονόητης στην κοσμοθεωρία του αθάνατου ελληνικού πολιτισμού....

Η νεολαία είναι ταυτόσημη με την προάσπιση των υψηλών ιδανικών της πατρίδας και βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία των αγώνων. Καθήκον των νέων να προστατεύουν και να σέβονται τους γηραιότερους, να αγωνίζονται για τις γυναίκες και τα μικρότερα παιδιά, να κάνουν κτήμα τους τον τόπο που πατούν ως ακοίμητοι φρουροί της προπατορικής τους κληρονομιάς. Οι νέοι είναι αυτοί που θα μεταφέρουν το πνεύμα της αντίστασης εφοδιασμένοι με την ευλογία των ηρωικών ιστοριών. Τα χείλη των νέων ήταν αυτά που τραγουδούσαν το αθάνατο τραγούδι, τον παιάνα, όταν ξεχύνονταν εναντίον των Περσών στα στενά της Σαλαμίνας το 480 π. Χ., όπως τον διέσωσε ο μεγάλος ποιητής Αισχύλος στην τραγωδία του «Πέρσες» το 472 π. Χ., στην ναυμαχία, που ήταν παρόν και ο ίδιος ως πολεμιστής. Καθόλου τυχαίο λοιπόν, που ο Αισχύλος (Περσ. 402-405) τοποθετεί τους νέους στην πνευματική ναυαρχίδα του αγώνα για την πατρίδα πρώτους, στο γλυκό παιάνα της νίκης, «Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ» ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων αγών».
Ως συμπλήρωμα, στην σημασία του έθνους, της πατρίδας και της θρησκείας ως άλλης καρδιάς στο σώμα του ελληνισμού από την εμφάνισή του στο ιστορικό προσκήνιο, δίνοντας ζωντάνια στο ταξίδι του Έλληνα στον ιστορικό χρόνο για χιλιετίες δεν θα μπορούσε να λείπει το δέσιμό του με το χώμα που πατά. Η γη, σύμμαχός του Έλληνα πάντα στους μεγάλους αγώνες ζυμώθηκε μαζί του στο πέρασμα των αιώνων αποτελώντας κάθε σπιθαμή του εδάφους της αφορμή για νέους αγώνες στην προάσπισή της. Τα βουνά, τα δάση, οι θάλασσες, οι πεδιάδες αποτέλεσαν σύμμαχό του στην συντριβή των εχθρών του και ζητούν την συνδρομή του στην προστασία τους από το πάτημα των βαρβάρων, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στον μεγάλο ποιητή Αισχύλο στην τραγωδία του Πέρσες (792) να κραυγάσει ως απειλή μέσα από τον Πέρση που προειδοποιεί τον βασιλιά του Ξέρξη: «μην εκστρατεύσεις στον ελληνικό τόπο, ακόμη και αν συγκεντρώσεις τον μεγαλύτερο στρατό Μήδων που μπορείς, γιατί αυτή η γη σύμμαχος είναι των Ελλήνων-μὴ στρατεύοισθ᾽ ἐς τὸν Ἑλλήνων τόπον, μηδ᾽ εἰ στράτευμα πλεῖον τὸ Μηδικόν αὐτὴ γὰρ ἡ γῆ ξύμμαχος κείνοις πέλει!»...
Όμως, ποιά μπορεί να είναι η σωστή αντιμετώπιση των μελών μιας κοινωνίας για την εύρυθμη λειτουργία ενός «έθνους-κράτους», του ιδανικού πολιτικού σχηματισμού που μπορεί να στεγάσει τις αγωνίες και τις ελπίδες μιας ομάδας ανθρώπων που μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά; Αναμφισβήτητα, η αλληλεγγύη μεταξύ τους, η κινητήριος δύναμη που διαπερνά κάθε ομάδα ανθρώπων, που αγκαλιάζει όλους ανεξαιρέτως και δε ξεχωρίζει πλούσιους και φτωχούς, ευγενείς και εργάτες, αστούς και αγρότες. Θα πρέπει να είναι βίωμα του καθενός , πως θα πρέπει να αντιμετωπίζουν την πατρίδα ως σπίτι τους και τον κάθε πολίτη ως συγγενή, καθώς προτρέπει ο ιστορικός και φιλόσοφος Ξενοφώντας (Ιερ. 11.14), «νόμιζε δὲ τὴν μὲν πατρίδα οἶκον, τοὺς δὲ πολίτας ἑταίρους». Η συναίσθηση αυτή είναι από μόνη της ικανή να περιορίσει τις αδικίες και να γιατρέψει τις συμφορές που μπορεί να βρεθεί ένα κομμάτι των συνανθρώπων γύρω μας. Όπως κανείς συγκροτημένος άνθρωπος δεν θα άφηνε το σπίτι του έρμαιο στο κάθε επίβουλο εισβολέα έτσι ακριβώς δεν θα πρέπει να αφήνει και την πατρίδα του ακάλυπτη στις ορέξεις δυνάμεων που εγείρουν αξιώσεις εις βάρος της.
Ως κατακλείδα, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη πέρα από μια απλή διαπίστωση. Ελληνισμός σημαίνει πατριωτισμός και πατριωτισμός αγάπη για το έθνος....

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου