Γράφει ο Τάκης Α. Σαλκιτζόγλου
Δικηγόρος – Συγγραφέας
Ναυπλιακά Ανάλεκτα VII, Έκδοση Δήμου Ναυπλιέων, Δεκέμβριος 2009.
[ Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης
γεννήθηκε στις Κυδωνίες ( Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας. Στις 2 Ιουνίου 1821,
οι Τούρκοι καταστρέψανε την πόλη για να εκδικηθούν τους Έλληνες που
είχαν πυρπολήσει ένα πλοίο τους ( δίκροτο) στην Ερεσό, στις 27 Μαΐου
1821. Μεταξύ αυτών που σώθηκαν από την σφαγή, ήταν και ο Δημήτριος
Μοσχονησιώτης καθώς και ο πατέρας του Νικόλαος. Κατέφυγαν στο Ναύπλιο,
όπου εντάχτηκαν στις Ελληνικές δυνάμεις. Ο Δημήτριος υπηρέτησε αρχικά
υπό τις διαταγές του Οπλαρχηγού Θάνου και κατόπιν – κατά την άλωση του
Παλαμηδιού – υπό τον Στάϊκο Σταϊκόπουλο ως Ενωμοτάρχης. Ο
Δημήτριος Μοσχονησιώτης μαζί με τον πατέρα του Νικόλαο, είναι εκείνοι
που σχεδίασαν και υλοποίησαν- με την έγκριση του Σταϊκόπουλου- το σχέδιο
της εκπόρθησης του Παλαμηδιού, την παραμονή του Αγίου Ανδρέα στις 30
Νοεμβρίου 1822 ].
Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σώζεται μια αίτηση – αναφορά του Δημητρίου Μοσχονησιώτη, που πρωτοστάτησε μαζί με το Στάϊκο Σταϊκόπουλο κατά τις ιστορικές ώρες της άλωσης του Παλαμηδιού.
Είναι γραμμένη στις 15 Μαρτίου 1825 από άτομο γραμματισμένο, που
γνωρίζει καλά τα ελληνικά. Φέρει όμως την ιδιόχειρη υπογραφή του ίδιου
του Μοσχονησιώτη, που προτάσσει μάλιστα με σεμνότητα στα χαραγμένα με
έκδηλο κόπο ανορθόγραφα κολλυβογράμματα της υπογραφής του τις λέξεις
«δουλουσας ταπηνως» (δούλος σας ταπεινός), ανορθόγραφο κι αυτό αλλά
αυθόρμητο δείγμα της ευπείθειάς του προς τις Αρχές. Το κείμενο της
αίτησης αυτής (που έρχεται πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας και
παρατίθεται σε φωτοτυπία) έχει ως εξής:
Προς την Σεβαστήν Διοίκησιν
Ο υποσημειούμενος ηγωνίσθην με όλην
μου την δυνατήν προθυμίαν εις τον υπέρ της Ελευθερίας της Πατρίδος ιερόν
αγώνα, δια διάστημα τριών ήδη χρόνων, υπό διαφόρους. Κατά το 1822 μετά
του μακαρίτου κυρίου Θάνου εις διάστημα 7 μηνών, χωρίς να λάβω κανένα
μισθόν, εσυντρόφευσα τον ρηθέντα εξ Άργους εις τα πλοία και εγώ διέμενα πολεμών κατά των εχθρών, έως ού ούτοι κατεδιώχθησαν. Μετά ταύτα συνενώθην μετά του καπετάν Στάϊκου Σταϊκόπουλου, υπό την οδηγίαν του οποίου εδούλευσα ένδεκα μήνας, χωρίς ποτέ να λάβω ούδ ‘ οβολόν.
Ότε δε έγινε η έφοδος Παλαμηδιού, εγώ πρώτος πηδήσας ένδον του τείχους, εγώ πρώτος και μόνος εμβήκα εις όλας τας δάπιας, και
αναβαίνων την κλίμακα και με τα εργαλεία ανά χείρας ήνοιγα τας θύρας
και εισήρχοντο οι λοιποί (ως φαίνεται από το εσώκλειστον αποδεικτικόν
και καθώς ημπορούν και όλοι όσοι τότε εις την έφοδον παρήσαν). Μετά δε
την έφοδον, μ ‘ όλον ότι ο καπετάν Στάϊκος κατά την στιγμήν ενώ είμεθα
πλησίον εις τα τείχη του Παλαμηδίον μου υπεσχέθη επί παρρησία όλων των συντρόφων εάν έμβω πρώτος να μου δίδη αμοιβήν
του κινδύνου τα ίδια του τα όπλα και τας πιστόλας του, πέντε μερίδια
από τα λάφυρα του Παλαμηδιού και χίλια γρόσια δώρον, μ’ όλον τούτο αφού
εμβήκαμεν μέσα εις το Παλαμήδι δεν έλαβα ειμή μόνον δια τον εαυτόν μου
και τους δέκα συντρόφους μου γρόσια 101 και 25.
Αλλ’ όταν του εζητούσα το δώρον μου,
μού έλεγε συχνά ότι η Διοίκησις θέλει γνωρίσει τους κόπους μου και θέλει
με επιβραβεύσει. Ήδη λοιπόν όπου δεν έχω άλλον πόρον πλέον τροφής,
λαμβάνω το θάρρος να αναγγείλω ταύτα εις την Σεβαστήν Διοίκησιν και να
την παρακαλέσω να γνωρίση τα δίκαια μου και τους αγώνας μου και να
συγκατάνευση εις το να προνοήση και δι’ εμέ πόρον τινα, δι’ ού να ημπορώ
να θρέψω εμαυτόν και την οικογένειάν μου. Ομοίως να με τιμήση και με
ένα ανάλογον βαθμόν αξιώματος των εκδουλεύσεων όπου έκαμα και κινδύνων
όπου υπέφερα.
Ων δ’ ευελπις επί των αιτήσεών μου, μένω ευσεβάστως
Τη 15 Μαρτίου 1825 ο ευπειθής πατριώτης
Ναύπλιον δουλουσας ταπηνως δημητριως μωσχουνησοτης
Ενυπόγραφη αναφορά του Δημ. Μοσχονησιώτη |
Στην οπισθία όψη της αιτήσεως υπάρχει ο αριθμός 982 και αναγράφεται το όνομα Δ. Μοσχονησιώτης
με την εξής επισημείωση, γραμμένη από άλλο χέρι: «Το υπουργείον του
Πολέμου να εξετάση και να αναφέρη, 19 Μαρτίου 1825, Ναύπλιον, 5135, ο
προσ (ωρινός) Γεν. Γραμμ. (υπογραφή δυσανάγνωστος)». Οι αριθμοί 982 και
5135 σχετίζονται μάλλον με το πρωτόκολλο.
Η αίτηση είναι γραμμένη από εγγράμματο γραφέα, πολύ καλό γνώστη της ελληνικής,
που απέδωσε με την πέννα του όσα θα του εξέθεσε ο ίδιος ο
Μοσχονησιώτης. Ίσως μάλιστα ο γραφέας να ήταν κάποιος συμπατριώτης του,
που θα είχε φοιτήσει στην περίφημη Ακαδημία των Κυδωνιών, με δασκάλους
τον Βενιαμίν τον Λέσβιο και τον Θεόφιλο Καΐρη, και τα σωστά ελληνικά του
τον είχαν οδηγήσει, πρόσφυγα τώρα και τον ίδιο, να βγάζει το ψωμί του
ως αναφορογράφος μέσα στο Ναύπλιο.
Όσο για τον ίδιο τον αγράμματο αγωνιστή, η
ίδια η υπογραφή του, εκτός από τα αναπόφευκτα ορθογραφικά του λάθη, τη
διακοπή της συνέχειας της γραφής σε απροσδόκητο σημείο (στην επάνω
σειρά γράφει δημη και στην κάτω -τριως), την αυτόβουλη έκφραση υποταγής
(δουλουσας ταπηνως), αποπνέει τον κόπο και την προσπάθεια που φαίνεται
πως κατέβαλε για να καταφέρει να την βάλει επιτέλους πάνω στο χαρτί. Η
γραφή του αγνοεί την ύπαρξη των κεφαλαίων γραμμάτων και είναι καθαρά
φωνητική, φέρει δηλαδή έκδηλα τα φαινόμενα του λεσβιακού γλωσσικού ιδιώματος των Κυδωνιών,
όπου το όμικρον εκτείνεται σε ου (δούλους, μωσχουνησότης). Είναι γνωστό
πως οι Αϊβαλιώτες και οι Μοσχονησιώτες ήταν στην πλειοψηφία τους
Μυτιληνιοί, που από τη γειτονική Λέσβο άρχισαν να εγκαθίστανται στις
Κυδωνιές (ή Αϊβαλί) περί τα μέσα του 16ου αιώνα.
Δεν είναι γνωστή η απάντηση της Σεβαστής
Διοίκησης, ούτε και διαθέτουμε άλλες πληροφορίες για την περαιτέρω τύχη
του Δημ. Μοσχονησιώτη. Στις καταστάσεις των αγωνιστών που φυλάσσονται
στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και στο Μητρώο Αγωνιστών της Εθνικής
Βιβλιοθήκης αναφέρεται και κάποιος άλλος Μοσχονησιώτης Δημήτριος ο
οποίος αγωνίσθηκε υπό τον καπετάνιο Παντελή Ποριώτη, δεν είναι όμως
βέβαιο αν είναι ο ίδιος ο ήρωας του Παλαμηδιού ή αν πρόκειται περί συνωνυμίας.*
Τα γεγονότα της Άλωσης του Παλαμηδιού είναι
γνωστά από τους ιστοριογράφους της Επανάστασης, ιδιαίτερα από τον Μιχ.
Γ. Λαμπρυνίδη και από τη διεξοδική μονογραφία του Πάνου Λιαλιάτση που
δημοσιεύθηκε προσφάτως σε οκτώ συνέχειες σε ημερήσια εφημερίδα των
Αθηνών. Όλοι τονίζουν την αποφασιστική συμβολή του Αϊβαλιώτη αγωνιστή
Δημητρίου Μοσχονησιώτη, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να ανέβει πρώτος στα τείχη,
υπερπήδησε τις επάλξεις, όρμησε πρώτος και μόνος μέσα στο κάστρο και
με το θάρρος και την άφοβη παλικαριά του εξουδετέρωσε την τουρκική
φρουρά. Αμέσως έδωσε το σύνθημα στους Έλληνες που ακολουθούσαν για να
εφορμήσουν κι αυτοί και να ολοκληρώσουν την άλωση του Παλαμηδιού.
Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης είχε συλλάβει
την προηγούμενη νύχτα δυο Αλβανούς και μια γυναίκα, που είχαν βγει από
το Παλαμήδι και μάζευαν χόρτα έξω από το κάστρο. Τους οδήγησε αμέσως στο
Στ. Σταϊκόπουλο, στον οποίον αυτοί αποκάλυψαν ότι οι περισσότεροι
Τούρκοι είχαν αποχωρήσει από το φρούριο, εξουθενωμένοι από την
πολιορκία και την έλλειψη τροφής.
« Ο Α. Μοσχονησιώτης, σίγουρος ότι οι Αρβανίτες είπαν την αλήθεια» γράφει ο Πάνος Λιαλιάτσης «παρακίνησε
τον Σταϊκόπουλο να πάρει την απόφαση για το ρεσάλτο. Για να πείσει
αυτόν και τους άλλους καπεταναίους ότι οι πληροφοριοδότες είπαν την
αλήθεια, δέχθηκε πρώτος αυτός ν’ ανεβεί με σκάλα τα τείχη της Γιουρούς
ντάπιας και, αν οι στρατιώτες που ήταν κοντά της ακούσουν πυροβολισμό,
να καταλάβουν ότι σκοτώθηκε. Αν ακούσουν μόνο φωνές να καταλάβουν ότι
πιάστηκε, οπότε να φύγουν και να τιμωρήσουν αυστηρά τους δυο Αρβανίτες…
Στην περίπτωση όμως που θα βρει τον προμαχώνα αφρούρητο αμέσως θα τους
ειδοποιήσει ν’ ανεβούν κι αυτοί στα τείχη».
Όταν έφτασε η ώρα του ρεσάλτου ο
Δημήτριος Μοσχονησιώτης, πατώντας σε μια σκάλα που είχαν κουβαλήσει οι
πολιορκητές, έκανε το σταυρό του και πήδηξε μέσα στη ντάπια, άρπαξε
αιφνιδιαστικά τον Τούρκο φρουρό, τον αδρανοποίησε, μάζεψε όλα τα όπλα
που υπήρχαν μέσα στο φυλάκιο και κάλεσε τα άλλα παλικάρια που περίμεναν
από κάτω να ανέβουν κι’ αυτά γρήγορα στο τείχος. Αφού ολοκληρώθηκε η
κατάληψη της Γιουρούς ντάπιας, κουβάλησαν τη σκάλα στη διπλανή Καρά
ντάπια, όπου πάλι ο Μοσχονησιώτης με τον ίδιο τρόπο πήδηξε πρώτος μέσα
από τα τείχη και πάλι με τον ίδιο τρόπο την κυρίευσε, ειδοποιώντας τους
Έλληνες να ορμήσουν μέσα. Σε λίγο όλες οι ντάπιες κυριεύθηκαν και το άπαρτο Παλαμήδι έπεσε. Ήταν ξημερώματα της 30 Νοεμβρίου 1822. Η απελευθέρωση και του Ναυπλίου ήταν πια εύκολη υπόθεση.
Πέρασαν δυόμιση σχεδόν χρόνια. Το Έθνος
αγωνιζόταν να ολοκληρώσει κι’ αυτό την απελευθέρωση του, που ήταν
υπόθεση ολοκλήρου του ελληνισμού. Στις τάξεις των αγωνιστών δεν έσπευσαν
να καταταγούν μόνο Ελλαδίτες (Μωραΐτες, Ρουμελιώτες, Σουλιώτες,
Αιγαιοπελαγίτες κ.α.) αλλά και Έλληνες του Μείζονος Ελληνισμού, της
Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Κύπρου, ακόμα και Μανιάτες της
Κορσικής.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Δημήτριος
Μοσχονησιώτης, που καταγόταν από το Αϊβαλί, τις ελληνικότατες Κυδωνιές
της Μικράς Ασίας. Σίγουρα θα ήρθε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή και
την πυρπόληση της πατρίδας του από τους Τούρκους που έγινε στις 3
Ιουνίου 1821. Τότε που ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός των Κυδωνιών
σφαζόμενος, διωκόμενος και όχι απλώς «συνωστιζόμενος» (κατά μία μοντέρνα
έκφραση) έτρεχε να σωθεί και να προλάβει να μπει στα καράβια του
Τομπάζη και του Μιαούλη, που τον οδήγησαν στα Ψαρά και στα άλλα νησιά
του Αιγαίου. Αμέτρητοι ήταν όσοι έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα,
ενώ περισσότεροι από 30.000 ήταν οι Κυδωνιάτες και Μοσχονήσιοι
πρόσφυγες που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η πατρίδα τους
ερημώθηκε και έμεινε για αρκετά χρόνια ακατοίκητη. Όσοι γλίτωσαν τη
σφαγή έβλεπαν από τα καράβια μια ολόκληρη πόλη, την πόλη τους, να
πυρπολείται και τα σπίτια τους, τα σχολεία και τις εκκλησίες τους να
καπνίζουν σε ερείπια.
Από τους Αϊβαλιώτες που έφτασαν πρόσφυγες στην Ελλάδα, όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα,
κατατάχθηκαν στα επαναστατικά στρατιωτικά σώματα αλλά και στον τακτικό
στρατό. Ο αριθμός των αγωνιστών από τις Κυδωνιές δεν έχει υπολογισθεί
με ακρίβεια, είναι βέβαιο όμως ότι ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες. Από
σχετική έρευνα στα Μητρώα Αγωνιστών της Εθνικής Βιβλιοθήκης, τα Γενικά
Αρχεία του Κράτους (Αρχείο Αγώνος, Συλλογή Βλαχογιάννη), τα Αρχεία της
Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας και από άλλες πηγές προβάλλουν τα
ονόματα σωρείας Αϊβαλιωτών αγωνιστών.
Αναφέρουμε εδώ μερικούς,
όπως οι πέντε ηρωικοί αδελφοί Πίσσα (Αθανάσιος, Δημήτριος, Ευστράτιος,
Νικόλαος και Παναγιώτης από τους οποίου οι δυο τελευταίοι πρόσφεραν την
ίδια τη ζωή τους στον Αγώνα)**, οι Άγγελος Ζωντανός και
Μανουήλ Αμμανίτης που έπεσαν ηρωικά στη μάχη του Πέτα, ο
Χατζη-Αποστόλης ο οποίος οδηγούσε δικό του σώμα από 80 Αϊβαλιώτες που
εμάχοντο υπό τον Γιατράκο, ο Δημ. Καπαντάρος που επικεφαλής 300 συμπατριωτών του πολέμησε στο Άργος τον Δράμαλη,
οι Γεώργιος Σεϊταρής, Γεώργιος Γεωργίτσας, ο Κωνσταντίνος Αϊβαλιώτης,
που επικεφαλής σώματος 50 συμπατριωτών του έλαβε μέρος στην πολιορκία
και την άλωση της Τριπολιτσάς***, οι Στρατής Αϊβαλώτης –
Λαχανάς, Γαβριήλ Αμμανίτης, Στυλιανός Γονατάς (πρόγονος του ομώνυμου
στρατηγού της Επανάστασης του 1922), και Δημ. Σαλτέλης, ο Ιωάννης
Σαλτέλης που βρήκε ένδοξο τέλος στα Ψαρά, ανατινάζοντας την
πυριτιδαποθήκη και παρασύροντας στο θάνατο μαζί με τους συμπολεμιστές
του και πολλούς Τούρκους, ο Νικόλαος Σκορδομπέκης, ο Δημήτριος
Τζίτζιρας, που σκοτώθηκε εφορμώντας και αυτός πρώτος στην πολιορκουμένη
Ακρόπολη των Αθηνών, οι 100 Αϊβαλιώτες που ανήκαν στο σώμα του Κριεζώτη
και υπεράσπιζαν την Ακρόπολη των Αθηνών από τον Κιουταχή, και τόσοι
άλλοι που θα χρειάζονταν πολλές σελίδες για να αναφέρει κανείς τα
ονόματα και τη δράση τους.
Όλοι αυτοί (οι Κυδωνιάτες) πολέμησαν στον τακτικό στρατό ή σε ομάδες συμπατριωτών τους (μπουλούκια), συνήθως υπό την αρχηγία ενός συμπατριώτη τους, αλλά υπό την γενική ηγεσία στρατηγών όπως οι Κολοκοτρώνης, Νικηταράς, Χατζηχρήστος, Βάσος Μαυροβουνιώτης, Ιωάννης Νοταράς, Καραϊσκάκης, Μακρυγιάννης, Ιω. Γκούρας κ.α.
Ανάμεσα στους ανώνυμους αυτούς αγωνιστές
ήταν και ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που θα είχε ασφαλώς λάβει μέρος σε
αρκετές μάχες, αφού κατά την άλωση του Παλαμηδιού αριθμούσε ήδη 18 μήνες
στον ιερό Αγώνα, από την αρχή δηλαδή της Επανάστασης μέχρι τα τέλη
Νοεμβρίου του 1822.
Όλοι αυτοί δεν αγωνίζονταν μόνο για την
Ελλάδα. Αγωνίζονταν παράλληλα και για την επιβίωση των μελών των
οικογενειών τους, που περιφέρονταν στη μητέρα πατρίδα ανέστιοι και
πένητες, ρακένδυτοι και μονοσάνδαλοι, και έφτασαν στο σημείο ακόμα και
να επαιτούν, όπως η παλιά αρχόντισσα των Κυδωνιών Πανωραία Χατζηκώστα, που κατάντησε να την αποκαλούν στο Ναύπλιο Ψωροκώσταινα.
Ούτε περιουσίες ή χωράφια είχαν στην Ελλάδα, ούτε σπίτια (πολλοί
κατοικούσαν σε σπηλιές), ούτε συγγενείς για να τους συμπαρασταθούν. Η
αιώνια μοίρα των προσφύγων.
Από την ανάγνωση του κειμένου της
αιτήσεως του ηρωικού παλικαριού από τις Κυδωνιές, μπορεί κανείς να κάνει
μερικές ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και να οδηγηθεί σε κάποιες σκέψεις.
Κατ’ αρχάς η αίτηση ομιλεί περί «εσωκλείστου αποδεικτικού»,
από το οποίο προκύπτει η αλήθεια των περιστατικών της άλωσης του
κάστρου και περί επιβεβαιωτικής μαρτυρίας όσων παρευρέθησαν την
ιστορική εκείνη στιγμή κάτω από τα τείχη του Παλαμηδιού.
Το αποδεικτικό αυτό έγγραφο υπάρχει σε
επίσημο αντίγραφο, υπογράφεται από τον Γενικό Αστυνόμο Ναυπλίου και
φυλάσσεται κι’ αυτό στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πρόκειται περί
πιστοποιητικού που υπέγραψαν ο καπετάνιος του Στάϊκος Σταϊκόπουλος και ο
αδελφός του Αθανάσιος Σταϊκόπουλος και δημοσιεύεται κι αυτό σήμερα.
Το κείμενο του έχει ως εξής:
Τη 3 Φεβρουαρίου 1823 εν Ναυπλίω
Ο το παρόν επιφέρων Μήτρος
Μοσχονησιώτης Νικολάου Κυδωνιάτης εις την του Παλαμηδιού έφοδον επήδησεν
πρώτος αυτός με μεγάλην ηρωικήν ανδρείαν τα τείχη, και πρώτος αυτός
επήδησεν εις τας τάπιας, και εις παντοτινήν ένδειξιν της αρετής του, του
εδώσαμεν το παρόν ενυπόγραφον, όπου παρρησιάζοντάς το εις την πατρίδα
να λάβη τους καρπούς αναλόγως των αγώνων του, και υποσημειούμεθα
Στάικος Σταϊκόπουλος
Αθανάσιος Σταϊκόπουλος
Ότι ίσον απαράλλακτον του πρωτοτύπου τη 4 Ιουλίου 1824,
Ναύπλιον ο Γενικός Αστυνόμος Ναυπλίου (Τ.Σ.) Ν. Ευαγγελίδης
Το πιστοποιητικό έγγραφο που βεβαιώνει το ανδραγάθημα του Δημ. Μοσχονησιώτη. |
Μετά και από αυτό, οι ισχυρισμοί του
Μοσχονησιώτη αποδεικνύονται βάσιμοι, αφού προκύπτει ότι αυτός
αναρριχήθηκε όχι μόνο στις δυο πρώτες ντάπιες αλλά και στις υπόλοιπες,
γεγονός που ανεβάζει ακόμα περισσότερο το δείκτη του ηρωισμού του.
Δεύτερο περιστατικό που επικαλείται ο Αϊβαλιώτης αγωνιστής είναι η δελεαστική προσφορά
του Στ. Σταϊκόπουλου, που του έταξε όχι μόνο πενταπλάσια λάφυρα από όσα
κανονικά θα εδικαιούτο, όχι μόνο το σημαντικό ποσό των χιλίων γροσίων,
αλλά και τα ίδια τα άρματα του και τις πιστόλες του. Όλα αυτά τα
υπεσχέθη ο καπετάνιος τη δραματική και κρίσιμη εκείνη στιγμή, που ο
Μοσχονησιώτης αποφάσιζε να εφορμήσει επάνω στα τείχη, πρώτος και μόνος
αυτός, παίζοντας τη ζωή του «κορώνα-γράμματα».
Όλοι ξέρουμε πόσο ιερά ήταν για τους
αγωνιστές του 21 τα όπλα και οι πιστόλες τους, τα οποία δεν διανοούνταν
ποτέ να τα αποχωριστούν. Αυτά ήταν το καμάρι τους και η απόδειξη της
λεβεντιάς τους. Συνήθως ο καλά οπλισμένος αγωνιστής, όπως θα ήταν ένας
καπετάνιος σαν τον Σταϊκόπουλο, που οδηγούσε πάνω από 300 άνδρες στις
πολεμικές επιχειρήσεις, έφερε στη ζώνη ένα ζευγάρι πιστόλες, ένα
γιαταγάνι (παραξιφίδα) και πολλές φορές και
μία σπάθη. Είχε ακόμη και μία ή δύο παλάσκες. Όλα αυτά τα άρματα ήταν
πολλές φορές ασημοκέντητα και μαλαμοστόλιστα, και είχαν συχνά κερδηθεί
στο πεδίο της μάχης με ανδραγαθίες. Ο Σταϊκόπουλος υποσχέθηκε να τα
προσφέρει ως «γέρας αΐδιον» στον παράτολμο Μικρασιάτη, αναγνωρίζοντας
εκ προοιμίου το μέγεθος του κινδύνου που αναλάμβανε.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τον τρόπο με τον οποίο εκάλυπταν τις καθημερινές βιοτικές τους ανάγκες
οι αγωνιστές του 21. Τα άτακτα σώματα των επαναστατών σχηματίζονταν
γύρω από ένα καπετάνιο εγνωσμένης ικανότητος και πολεμικής ανδρείας, που
περιστοιχιζόταν από ένα ρευστό αριθμό στρατιωτών, οι οποίοι τον
αναγνώριζαν για αρχηγό τους και τον ακολουθούσαν. Τα έξοδα της
καθημερινής διαβίωσης τους, τη μισθοδοσία και το λιτότατο σιτηρέσιο, τα
έδινε ο ίδιος ο καπετάνιος, που τα εισέπραττε από την κυβέρνηση, σε όχι
τακτικά διαστήματα και μετά από πολύμηνες καθυστερήσεις. Οι ίδιοι οι
αγωνιστές ήταν υποχρεωμένοι να έχουν και να συντηρούν τον ιματισμό τους,
τα τσαρούχια τους και τα όπλα τους.
Τις περισσότερες φορές όμως η κυβέρνηση
αδυνατούσε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Το μηνιαίο μισθό των
στρατιωτών, που ανερχόταν σε 10 συνήθως γρόσια, αναγκάζονταν τότε οι
καπεταναίοι να τον αντλούν φορολογώντας αυθαιρέτως τις κοινότητες,
προκαλώντας έτσι συχνά τις αντιδράσεις των χωρικών, όπως συνέβη στην
Αττική, όταν φρούραρχος των Αθηνών ήταν ο Γκούρας. Τα λάφυρα από τις
μάχες και τις εκπορθήσεις των κάστρων ήταν μια οικονομική ανάσα για τους
κακοπληρωμένους και στερημένους αγωνιστές. Μετά τη νικηφόρα μάχη ο
καπετάνιος έπαιρνε ένα μεγάλο μερίδιο (κάποτε τα μισά από τα λάφυρα),
υποχρεωνόταν όμως με αυτά να καλύπτει διάφορες ανάγκες του στρατεύματος
του. Τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους άνδρες του ανάλογα με το βαθμό τους
και την προσφορά τους.
Η φερεγγυότητα του καπετάνιου
ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων του αυτών ήταν ουσιώδης λόγος για
τη βιωσιμότητα του στρατιωτικού του σχηματισμού. Καπετάνιος που δεν
εξασφάλιζε τη μισθοδοσία και δεν φρόντιζε τις ανάγκες των ανδρών του,
έβλεπε το ασκέρι του να φυλλορροεί και τα παλικάρια του να του φεύγουν
για να ενταχθούν στα σώματα άλλων αρχηγών. Άλλωστε η έννοια της
πειθαρχίας ήταν σχεδόν άγνωστη στα επαναστατικά στρατεύματα και η
εγκατάλειψη ενός στρατιωτικού σχηματισμού δεν εθεωρείτο λιποταξία.
Κάπως καλύτερα ήταν τα πράγματα στον τακτικό στρατό που δημιούργησε ο Δημ. Υψηλάντης στην Καλαμάτα από τις αρχές της Επανάστασης, με πρώτο διοικητή τον φιλέλληνα Μπαλέστρα.
Μετά από αυτά η πικρία του Μοσχονησιώτη
για την παραγνώριση του ήταν δικαιολογημένη. Όχι μόνο δεν είχε πάρει τα
λίγα γρόσια που έπρεπε να του δώσει ο άλλος καπετάνιος για τους 7 μήνες
που είχε προηγουμένως αγωνιστεί με το ασκέρι του, αλλά και ο επόμενος
καπετάνιος του, ο Σταϊκόπουλος, δεν του έδωσε ποτέ «ουδ’ οβολόν»
για τους 11 μήνες που διατέλεσε υπαξιωματικός του. Συνάγουμε δε ότι
ήταν υπαξιωματικός, διότι αναφέρει ότι αυτός και οι δέκα σύντροφοι του
δεν εισέπραξαν από τα λάφυρα παρά μόνον 100 γρόσια (αν διαβάζουμε καλά
το δυσανάγνωστο αριθμό αυτό).
Οι δέκα αγωνιστές αποτελούσαν μια μάγκα (ενωμοτία) και ο επικεφαλής τους, ο μάγκατζης,
ήταν ο Δημ. Μοσχονησιώτης, Όσο για τα υπόλοιπα που ο Σταϊκόπουλος
γενναιόδωρα του είχε τάξει, φαίνεται, αν πιστέψουμε τον Μοσχονησιώτη,
ότι αυτός ανέβαλε διαρκώς να εκπληρώσει τα υπεσχημένα και τον παρέπεμπε
στην κυβέρνηση (τη Σεβαστή Διοίκηση), η οποία εκώφευε από τότε, όπως
συχνά κωφεύει μέχρι σήμερα σε ανάλογες περιπτώσεις.
Απευθυνόμενος προς τη Σεβαστή Διοίκηση ο
Μοσχονησιώτης, μετά την αποτυχία των διαβημάτων του προς τον
Σταϊκόπουλο, δεν ζητάει παρά αορίστως κάποιο πόρο για να θρέψει τον
εαυτό του και την οικογένεια του, η οποία Κύριος οίδε υπό
ποίας συνθήκας θα ζούσε, ίσως μέσα στο ίδιο το Ναύπλιο. Τολμά μάλιστα
να ζητάει και κάποιο βαθμό, που φαίνεται ότι μέχρι τότε οι αρμόδιοι του
Υπουργείου Πολέμου της Επανάστασης είχαν ξεχάσει να του απονείμουν.
Η παράλειψη αυτή νομίζουμε ότι είναι σοβαρότερη. Οι βαθμοί απενέμοντο τότε αφειδώς
και χωρίς να αντιπροσωπεύουν πάντα την αξία και την προσφορά του
προαγόμενου. Κριτήριο της προαγωγής του αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε η
αγωνιστική του δράση. Ήταν συχνά οι φιλικές σχέσεις του με τους
στρατηγούς και τους αρμόδιους του Υπουργείου Πολέμου, οι πολιτικές και
τοπικιστικές συμμαχίες, και βεβαίως η καταγωγή του από κάποια γνωστή
οικογένεια κοτζαμπάσηδων ή πολεμαρχών.
Ο ατυχής Μοσχονησιώτης δεν θα είχε στο
Ναύπλιο στηρίγματα πολιτικά ή στρατιωτικά, σαν πρόσφυγας και ετερόχθονας
που ήταν, και φυσικό ήταν να τον αγνοούν στις αλλεπάλληλες και
γενναιόδωρες προαγωγές στις οποίες αθρόως προέβαινε το Υπουργείο
Πολέμου, αν κρίνουμε από τα σωζόμενα σχετικά έγγραφα των Γενικών Αρχείων
του Κράτους.
Χαρακτηριστικό της ευκολίας με την οποία απεδίδοντο οι βαθμοί είναι ότι, όταν ο Καποδίστριας επιθεώρησε
τον τακτικό στρατό στα Μέθανα και παρατήρησε έκπληκτος ότι ο αριθμός
των αξιωματικών του τακτικού στρατού ήταν πολύ μεγαλύτερος από τους
απλούς στρατιώτες, ο Φαβιέρος του απάντησε, και δικαίως, ότι «οι
προαγωγές ήταν οι μόνες αμοιβές για τις εκδουλεύσεις των στρατιωτικών
προς την πατρίδα, αφού τον περισσότερον καιρόν υπηρετούν αμισθί και
χωρίς μάλιστα να καταπιέζουν τους αμάχους για να πορισθούν τροφές,
χρήματα κ.λ.π.».****
Αν αυτά παρετηρούντο στον τακτικό στρατό
που διοικούσε ο Φαβιέρος, στα άτακτα σώματα των καπεταναίων και των
οπλαρχηγών η απονομή των βαθμών δεν ήταν πάντοτε υπόδειγμα αμεροληψίας.
Ο Αμβρόσιος Φραντζής παρατηρεί τα εξής: «Τα
διπλώματα κατ’ εκείνην την εποχήν εδόθησαν με τόσην αφθονίαν χωρίς
τινός διακρίσεως, ώστε κατήντησε το έθνος να έχη υπέρ τας 12 χιλιάδας
αξιωματικούς, εκ των οποίων πολλοί προεβιβάσθησαν εις βαθμούς
στρατηγίας, αντιστρατηγίας, χιλιαρχίας, υποχιλιαρχίας μέχρι
εικοσιπενταρχίας, χωρίς ποτέ να ρίψωσιν ουδέ καν ένα τουφέκι εις τας
κατ’ εχθρών γενομένας μάχας».
Για τις αθρόες απονομές βαθμών ευθύνονται
βεβαίως ο φατριασμός, ο παραγοντισμός και οι τοπικιστικές προτιμήσεις,
τις οποίες γνώριζε πολύ καλά ο Μάρκος Μπότσαρης όταν, την παραμονή της
μάχης στο Κεφαλόβρυσο της Ευρυτανίας, όπου σκοτώθηκε ηρωικά μαχόμενος,
έσχισε επιδεικτικά το δίπλωμα του στρατηγού. Χαρακτηριστικό της
κατάχρησης απονομής βαθμών είναι ότι μόνο τα ονόματα των Μανιατών
στρατηγών και αντιστράτηγων ξεπερνούσαν συνολικά τους σαράντα! Φυσικό
ήταν λοιπόν να αισθάνεται πικρία και παραγκωνισμό ο ήρωας του
Παλαμηδιού.
Ο Δημήτριος Μοσχονησιώτης, που ήρθε από
το κατεστραμμένο Αϊβαλί να αγωνιστεί για την Ελλάδα, μάταια περίμενε
δυόμιση χρόνια, από τον καπετάνιο του πρώτα κι’ από την επαναστατική
κυβέρνηση ύστερα, να αναγνωρίσουν (να «γνωρίσουν» όπως γράφει η αναφορά
του) το ηρωικό του τόλμημα, να τηρήσουν τουλάχιστον τα υπεσχημένα. Μετά
από την αίτηση – αναφορά που υπέβαλε στις 15 Μαρτίου 1825 τα αβέβαια
ίχνη του χάνονται.
Το Ναύπλιο
που αναπνέει την ελευθερία του εδώ και σχεδόν δυο αιώνες μετά την άλωση
του Παλαμηδιού, ετίμησε δικαίως, τον Στάικο Σταϊκόπουλο με το άγαλμα
που του έστησε στην ομώνυμη πλατεία του.
Δεν ξέχασε όμως ούτε τον Δημήτριο Μοσχονησιώτη,
στον οποίο έχει αφιερώσει μια οδό στο όνομα του, ενώ μια εντοιχισμένη
αναμνηστική πλάκα επάνω στο Παλαμήδι, παρά το σφάλμα του μικρού του
ονόματος (τον αποκαλεί Νικόλαο αντί Δημήτριο) θα υπενθυμίζει πάντα το
ηρωικό κατόρθωμα του παλικαριού από τις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας.
Υποσημειώσεις
* Οι συνωνυμίες είναι
πολλές στις καταστάσεις των Μικρασιατών αγωνιστών. Τούτο διότι πολλοί
απεκαλούντο με επίθετο πατριδωνυμικό που εξελισσόταν σε επώνυμο. Έτσι
απαντάται συχνότατα το επίθετο Αϊβαλιώτης ή Κυδωνιάτης, Σμυρναίος,
Περγάμαλης, Κουσαντιανός (από το Κουσάντασι), Τραπεζανλής (από την
Τραπεζούντα) κ.λ.π. Με το επίθετο Μοσχονησιώτης υπάρχουν αρκετοί
αγωνιστές, που το επίθετο τους μαρτυρεί το γεγονός ότι ήλθαν στην
επαναστατημένη Ελλάδα από τα Μοσχονήσια, συστάδα μικρών νήσων που
βρίσκονταν μπροστά από το λιμάνι των Κυδωνιών (αρχαία Εκατόννησος). Με
το μικρό όμως όνομα Δημήτριος και με επίθετο Μοσχονησιότης ο γράφων μόνο
δύο αγωνιστές κατόρθωσε να εντοπίσει.
** Από τους πέντε αδελφούς Πίσσα
οι Νικόλαος και Παναγιώτης έπεσαν μαχόμενοι, ο μεν Νικόλαος
αγωνιζόμενος κατά του Δράμαλη στα 1822, ο δε Παναγιώτης στην εκστρατεία
της Καρύστου το 1826. Αξιοσημείωτο είναι ότι στο ηρωικό εγχείρημα
διάσπασης της πολιορκίας και ανεφοδιασμού με πυρομαχικά των
πολιορκουμένων στην Ακρόπολη των Αθηνών στις 30/11/1826 ο επικεφαλής
του ενός από τα τρία τάγματα Αϊβαλιώτης Ευστράτιος Πίσσας είχε
συμπεριλάβει και τους δύο άλλους μόνους επιζώντας αδελφούς του, τον
Αθανάσιο και τον Δημήτριο στη δύναμη του τάγματος του. Ο Φαβιέρος
έκπληκτος τον κάλεσε να εξαιρέσει έναν, τον μικρότερο. «Πρέπει», του
είπε, «τουλάχιστον αυτός, να μη μετάσχει στο παρακινδυνευμένο τόλμημα,
ώστε να μείνει κάποιος γιος για να περιθάλπει τους γέροντες γονείς σας».
Κανένας όμως δεν δέχθηκε να αποχωρήσει! (Παρασκευαΐδη Φ ι λ. Επικήδειος
εις τον Ευστράτιον Πίσσαν, Εφημ. Ακρόπολις της 3/1/1885).
*** Επέδειξε τέτοια
αγριότητα κατά των Τούρκων στην άλωση της πόλης αυτής, ώστε περιέπεσε
στη δυσμένεια του Δημ. Υψηλάντη (Εγκυκλ. Λεξικό Ηλίου, λήμμα Αϊβαλιώτης
Κων/ νος).
**** Β υ ζ ά ν τ ι ο ς Χ p.,
ο.π., σελ. 155 . – Δείγμα της κατάστασης αυτής μας δίνει και ο τότε
ταγματάρχης του τακτικού στρατού Ευστρ. Πίσσας «Μετά την εις Μέθανα
άφιξίν μας ….ήσχολήθην κατά χρέος εις την κατάλληλον τοποθέτησιν των
διαφόρων λόχων , την εξάσκησιν αυτών δις της ημέρας και εις διατήρησιν
της αυστηροτέρας πειθαρχίας, καίτοι μη λαμβανόντων των στρατιωτών ούτε
μισθούς, ούτε σιτηρέσιον, ειμή μόνον ξηρόν άρτον». Πίσσα Ευστρατίου.,
Απομνημονεύματα, (στα Άπαντα των Γ.Α.Κ., τόμ. 14-15 του Διαμαντή Κωνστ.,
Αθήναι 1992, σελ. 272).
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου