Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ : ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕΛΑ

Ήταν 7 Ιουνίου 1907 όταν ο Τέλλος Άγρας, ψευδώνυμο του υπολοχαγού του ελληνικού στρατού Σαράντου Αγαπηνού, αφού συνελήφθη, μετά απο ενέδρα, απο τους κομιτατζήδες  Κασάπτσε και Ζλατάν διαπομπεύτηκε στα γύρω χωριά της λίμνης των Γιαννιτσών και κρεμάστηκε μαζί με τον στενό του συνεργάτη Αντώνη Μίγγα, σε ένα δέντρο μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας).

Ο Τέλλος Άγρας, ο δεύτερος Παύλος Μελάς, ήταν ένας απο τους συμαντικότερους συντελεστές της ελληνικής νίκης στον αγώνα που έδωσαν για την ελληνόκτητα της Μακεδονίας. Ο Σαράντος Αγαπηνός γεννήθηκε στα 1880 στο Ναύπλιο, επειδή ο καταγόμενος από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας πατέρας του, Ανδρέας Αντωνίου Αγαπηνός υπηρετούσε εκεί ως εφέτης. Ο Σαράντος Αγαπηνός είχε δυο αδελφούς, τον Αντώνη (Τρίπολη 1877 – Σύρος Ιαν. 1923) και το Νίκο (Ναύπλιο 1890 – Beni Suef Αιγύπτου 1947).

Ο μικρός Σαράντης Αγαπηνός έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Ναύπλιο. Εκεί πήγε σχολείο. Όταν τον ρωτούσαν : «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», απαντούσε με σιγουριά : «Θα γίνω αξιωματικός και θα πάω στον πόλεμο». Σε ηλικία 10 ετών περίπου, χάνει τον πατέρα του από συγκοπή καρδιάς. Ήταν τότε εφέτης και υπηρετούσε στο Ναύπλιο. Ένας συγγενής του παίρνει την οικογένεια στην Αθήνα και ο μικρός Τέλλος με τους δύο αδελφούς του, τον Αντώνη και το Νίκο, συνεχίζει πλέον εκεί το σχολείο. Σε ηλικία μόλις 15 ετών τελειώνει το Γυμνάσιο και μπαίνει στη Σχολή Ευελπίδων.

Οι Αγαπηνοί των Γαργαλιάνων ήταν ντόπιοι. Ο παππούς του καπετάν Άγρα, ο Αντώνιος Αγαπηνός, ήταν έφορος της επιμελητείας του Αγώνα του 1821. Ο αδελφός τού παππού του, ο Διονύσιος Αγαπηνός, ήταν οπλαρχηγός κατά την Επανάσταση. Επικεφαλής 100 Γαργαλιανιωτών έλαβε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων, όπως: στα Δερβενάκια, στην εκστρατεία των Αθηνών, στην μάχη που έγινε στην περιοχή των Παλαιών Πατρών και στην πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο. Τόσο ο παππούς τού καπετάν Άγρα, όσο και ο αδελφός τού παππού του, υπογράφουν ως δημογέροντες των Γαργαλιάνων σε πλήθος εγγράφων που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ο προαναφερθείς Διον. Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ακόμη, το όνομα του Διον. Αγαπηνού το βρίσκουμε στα αρχεία της τσαρικής αστυνομίας ως συνδρομητή των Δεκεμβριστών, δηλ. των Ρώσων Επαναστατών του Δεκεμβρίου του 1825.

Η μία γιαγιά του ήταν της οικογενείας Παπατζώνη, επίσης οικογένεια ηρώων του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, της οποίας γόνος ήταν και ο σημαντικός ποιητής μας Τ. Π. Παπατζώνης. Ο παππούς του Αντώνιος Αγαπηνός ήταν Έφορος της Επιμελητείας του Αγώνα για την περιοχή των Γαργαλιάνων. Ο αδελφός του παππού του Διονύσιος ή Νιόνιος Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Το όνομά του το βρίσκουμε ακόμη στη μαύρη λίστα της φοβερής αστυνομίας του Τσάρου, διότι μαζί με άλλους Έλληνες Επαναστάτες πατριώτες συνέδραμαν τους περίφημους Δεκεμβριστές τους Ρώσσους Επαναστάτες του Δεκεμβρίου του 1825.

Κατά την διάρκεια της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως ο Νιόνιος Αγαπηνός, επικεφαλής πολεμικού σώματος από 100 Γαργαλιανιώτες, λαμβάνει μέρος μαζί με το Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κων/νο Δεληγιάννη και τον Δημητράκη Πλαπούτα στη πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο, στην θέση των Παλαιών Πατρών, στην Εκστρατεία της Αθήνας και στα Δερβενάκια κατά του Δράμαλη, όπου επέδειξε μεγάλη γενναιότητα και ηρωισμό.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο που και ο Σαράντος αποφάσισε να ακολουθήσει το στρατιωτικό επάγγελμα και να ακολουθήσει την πολεμική και περιπετειώδη ζωή των συγγενών και προγόνων του. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1895 ο Τέλλος Αγαπηνός εισάγεται στη Σχολής των Ευελπίδων και φορά με υπερηφάνεια τη στολή του Εύελπη. Στη Σχολή διαπρέπει. Βρίσκεται ανάμεσα στους δύο καλύτερους μαθητές. Μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο φαίνεται η πίστη του στις ακατάλυτες αξίες που τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή.

Χαρακτηριστικό των πιστεύων του και της πίστης του στον αγώνα είναι και ένα συνοριακό επεισόδιο στο οποίο ως αξιωματικός πρωταγωνίστησε. Συγκεκριμένα, στο συνοριακό φυλάκιο που υπηρέτησε έγινε ήρωας αρκετών επεισοδίων με τους απέναντι Τούρκους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, πήδησε τα σύνορα και μπήκε στο Τούρκικο φυλάκιο προκειμένου να φέρει πίσω ένα όπλο Γκρας που ανήκε στον Ελληνικό Στρατό και το κρατούσαν οι Τούρκοι από τον πόλεμο του 1897. Μετά το επεισόδιο αυτό, έλεγε στους παλαιότερους αξιωματικούς συναδέλφους του για τους Τούρκους : «Απορώ, βρε αδελφέ, πώς τέτοια ζώα σας εκυνήγησαν στον πόλεμο του 1897».

Τοποθετημένος στη Φρουρά Αθηνών σε ηλικία 21 ετών ένιωθε ασφυξία, ενώ επληροφορείτο τους αγώνες για τη Μακεδονία. Και ζήτησε παρακλητικά το «μεγάλο ρουσφέτι» από τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, να τον βοηθήσει να μετατεθεί στα σύνορα. Εκεί η βοή των θηριωδιών των Βουλγάρων έφθανε ισχυρότερη και ο Αγαπηνός αντελήφθη ότι το καθήκον του προς την πατρίδα ήταν να περάσει στη Μακεδονία, όπου διεξήγετο ο αγώνας για την αντιμετώπιση των κομιτατζήδων της Βουλγαρίας που επεδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της ελληνικής αυτής περιοχής, που βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Αν και νέος, ο Αγαπηνός πέτυχε να τοποθετηθεί αρχηγός αντάρτικου Σώματος που προετοίμασε για τον αγώνα ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν.

Αναγκάστηκε να καταφύγει στη μεσολάβηση του φίλου του Μακεδονομάχου Υπολοχαγού Ν. Ρόκκα (καπετάν Κολιός). Τελικά τού έδωσαν την άδεια. Και μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1906, αυτός αρχηγός με καπετάνιο τον Γεώργιο Τηλιγάδη και δώδεκα ευζώνους Ρουμελιώτες φεύγουν με ιστιοφόρο από το Τσάγεζι (το σημερινό Στόμιο) της Λάρισας για τη Μακεδονία.
Μαζί με το σώμα του Άγρα, το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης αποστέλλει στη λίμνη των Γιαννιτσών δύο ακόμα νεοσυγκροτηθέντα ελληνικά σώματα, τα σώματα του Υπολοχαγού του Πεζικού Σάρρου Κωνσταντίνου (Κάλα) και Ανθυποπλοίαρχου Δεμέστιχα Ιωάννη (Νικηφόρου) με εικοσιπέντε άνδρες ο καθένας. Πρωταρχική αποστολή των σωμάτων ήταν η απομάκρυνση των βουλγαρικών συμμοριών από τη λίμνη, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί με ισχυρές δυνάμεις στο νοτιοδυτικό τμήμα της, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει βάση εξόρμησης και κέντρο ανεφοδιασμού των ελληνικών σωμάτων για τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας.

Αποβιβάζονται στις εκβολές του Λουδία νύχτα, από το ιστιοφόρο. Με μύριες προφυλάξεις φθάνουν στη Νάουσα, που ήταν το κέντρο του αγώνα της περιοχής. Έδρα και ορμητήριό του θα έχει την Λίμνη των Γιαννιτσών. Ο Άγρας ανέλαβε να εκδιώξει τους Κομιτατζήδες από τον Βάλτο.

Ο Άγρας φθάνοντας στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1906 ήλθε σ' επαφή με τους ανθρώπους που το Προξενείο μας είχε επιφορτίσει να βοηθούν τους Μακεδονομάχους σε κάθε περιοχή. Έτσι και στη Νάουσα στην Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα συμμετείχε ένα εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας. Ήταν ο βιομήχανος Ζαφείριος Λόγγος.

Ο Ζαφείριος Λόγγος διατηρούσε μεγάλο εργοστάσιο νηματουργίας στη Νάουσα με την επωνυμία : «Νηματουργία Λόγγου Κύρτση και Τουρπάλη». Παλαιότερα στο εργοστάσιό του είχε εργασθεί ο Βάννης Ζλατάν, ο Βοεβόδας τού Βουλγαρικού Κομιτάτου, ο κύριος αντίπαλος του Άγρα στη Λίμνη των Γιαννιτσών. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Ζλατάν καταγόταν από τη Γκολέσιανη το σημερινό χωριό Λευκάδια της Νάουσας και είχε πάει σε Ελληνικό σχολείο. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εργοδότη του Ζαφείριο Λόγγο, έβγαιναν μάλιστα μαζί για κυνήγι. Στη Νάουσα επίσης ο Άγρας γνωρίστηκε με τον Τώνη Μίγγα, έναν οικογενειάρχη από τον κύκλο των ανθρώπων τού Μακεδονικού Αγώνα. Ο Τώνης Μίγγας ήταν ράπτης γουνοποιός στο επάγγελμα. Ο Ζλατάν ήταν πελάτης του. και ο Τώνης Μίγγας του είχε ράψει μια γούνα.

Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Ίλιντεν το 1903, καταδιωκόμενοι από τα τουρκικά αποσπάσματα βρήκαν καταφύγιο στη λίμνη. Έτσι σιγά σιγά εκτόπισαν τους ντόπιους ψαράδες. Όλος ο γύρω κάμπος καταδυναστευόταν από τους κομιτατζήδες αυτούς, που την ημέρα έβγαιναν και τρομοκρατούσαν τα γύρω χωριά και το βράδυ τρύπωναν στις κρυφές και απόρθητες έως τότε καλύβες τους. Έτσι, σιγά σιγά αναγκάζονταν οι δυστυχείς αυτοί Έλληνες χωριάτες να δηλώνουν υποταγή στους αδίστακτους κομιτατζήδες, γιατί διαφορετικά αντιμετώπιζαν το δολοφονικό μαχαίρι, τη φωτιά και το δυναμίτη.

Ο Τουρκικός στρατός της περιοχής, η δύναμη του οποίου υπολογιζόταν σε 160 περίπου τάγματα και είχε στην απόλυτη εξουσία και διοίκησή του τρία βιλαέτια (Θεσ/νίκης, Μοναστηρίου, Κοσσόβου), δεν μπόρεσε να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της λίμνης. Απέφευγε τα ύπουλα νερά της, όπου παραμόνευαν ο βούρκος, η ελονοσία και οι κομιτατζήδες.

Ήταν ένα ανεξάρτητο κομιτατζίδικο βασίλειο στην καρδιά του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών ασχολούνταν κυρίως με το ψάρεμα και κατασκεύαζαν καλύβες, στα αβαθή, απαραίτητες για την δουλειά τους. Οι καλύβες αποτελούνταν από πάτωμα φτιαγμένο από δοκάρια, καλάμια και χώμα τοποθετημένο πανω σε πασσάλους που ήταν μπηγμένοι στο βυθό, τοίχο από πλεγμένα καλάμια, σκεπή χαμηλή καλαμένια και πρστατευτικό περιτοίχισμα από κλαδιά, πέτρες και λάσπη. Ηταν σωστά οχυρά.

Η συγκοινωνία ανάμεσά τους γινόταν με τις πλάβες, ενώ από τις "σκάλες" επικοινωνούσαν με τα γύρω χωριά. Αυτές τις καλύβες και τα πατώματα κατέλαβαν οι Βούλγαροι αφού εκτόπισαν βίαια τους ψαράδες και τις μετέτρεψαν σε οχυρά και ορμητήρια. Η βία και ο τρόμος απλώθηκαν στα γύρω χωριά, ενώ έλεγχαν όλους τους δρόμους επικοινωνίας την Κεντρική Μακεδονία.

Η κύρια δύναμή τους ήταν συγκεντρωμένη στο Ν.Δ. τμήμα της λίμνης κοντά στο Ζερβοχώρι και το Γκόλο-Σέλο (Ακρολίμνη) όπου διατηρούσαν και έξι από τις σημαντικότερες καλύβες τους, καθώς και το αρχηγείο τους, με επικεφαλής τον Βοεβόδα Αποστόλ Πέτκοφ, αρχιτρομοκράτη της περιοχής. Η συνολική δύναμή του έφτανε του 250 άντρες. Οσο καιρό δρούσαν ανενόχλητα τα βουλγαρικά σώματα, μπορούσαν να ελέγχουν αποτελεσματικά και τις περιοχές της Νάουσας, της Βέροιας και των Βοδενών (Εδεσσα).

Η στρατηγική σημασία της λίμνης εντοπίστηκε έγκαιρα και από τις Ελληνικές δυνάμεις. Το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης ήταν το πραγματικό αρχηγείο του Μακεδονικού αγώνα και το κέντρο λήψης όλων των αποφάσεων. Επικεφαλής των υπηρεσιών του σ'ολη την διάρκεια του αγώνα ήταν, ο Λάμπρος Κορομηλάς, άνθρωπος προικισμένος με σημαντικές διοικητικές, πολιτικές και διπλωματικές ικανότητες. Πλαισιωμένος από ένα εκλεκτό επιτελείο συμβούλων (Εξαδάκτυλος, Μαζανάκης, Ταβουλάρης) κατέστρωνε σχέδια, έδινε εντολές σε οπλαρχηγούς, ανεφοδίαζε με οπλισμό τα ανταρτικά σώματα, έστελνε εκπαιδευτικούς στα Ελληνικά σχολεία και γενικά επόπτευε και συντόνιζε τα πάντα.

Το αρχηγείο του αγώνα, μετέφερε σταδιακά από το φθινόπωρο του 1904 τον αγώνα στην λίμνη, στέλνοντας κρυφά πολλούς νέους και ικανούς αξιωματικούς μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, εμπόρους και κληρικούς, με σκοπό την οργάνωσή του, καθώς και την ισχυροποίηση των Ελληνικών θέσεων. Η ιδιαιτερότητα των συνθηκών του βάλτου και το βαρύ ανθυγιεινό κλίμα, υποχρέωναν το Προξενείο να αλλάζει πολύ συχνά τους καπεταναίους των σωμάτων. Κατά την διάρκεια των τεσσάρων χρόνων (έως το 1908) πέρασαν από την περιοχή οι αξιωματικοί : Κ.Μπουκουβάλας (Πετρίλος), Μιχ. Αναγνωστάκος (Ματαπάς), Τέλλος Απαπηνός (Τέλλος Αγρας), Γ.Δεμέστιχας (Νικηφόρος) και πολλοί άλλοι, που όλοι τους συνεργάστηκαν πολύ στενά με ντόπιους αρχηγούς, με πιο σημαντικό από αυτούς τον Γκόνο Γιώτα.

Ο Βάλτος ήταν μία τεράστια περιοχή 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων νότια των Γιαννιτσών. Λάσπη, πυκνοί καλαμιώνες μαζί με βούρλα και ραγάζι, ψηλό ως δύο μέτρα. Τα φυλλώματα των φυτών ήταν τόσο πυκνά που δεν έβλεπες πέρα από λίγα μέτρα. Κουνούπια, ψάρια, χέλια, αλλά και βατράχια και βδέλλες, το κάθε είδος κατά μυριάδες, αποτελούσαν τον πλούτο του βυθού. Νερόκοτες, αγριόπαπιες, αγριόχηνες και άλλα υδρόβια πουλιά έβρισκαν άσυλο στη λίμνη. Στη δασωμένη ακρολιμνιά λούφαζαν διάφορα αγρίμια, όπως αλεπούδες, κουνάβια, αγριόχοιροι και λύκοι, που κατέβαιναν ως εκεί το χειμώνα. Τις φωνές αυτών των ζώων μιμούντο οι κομιτατζήδες για να συνεννοούνται μεταξύ ξηράς και καλυβών.

Η ζωή μέσα στη λίμνη ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το καλοκαίρι οι ελώδεις πυρετοί οργίαζαν. Δεν υπήρχε κάτοικος της λίμνης που να μην έχει προσβληθεί. Έτσι κάθε ατσαλένιος οργανισμός μετά από λίγους μήνες έφευγε απ’ το Βάλτο παίρνοντας στα σωθικά του τη θανατηφόρο ελονοσία και τους ρευματισμούς, που γρήγορα τον οδηγούσαν στο θάνατο ή τον κάρφωναν για πολλά χρόνια στο κρεβάτι του πόνου και της φθοράς. Γι’ αυτό κανένας Μακεδονομάχος, λένε, δεν είχε αντέξει να μείνει στη Λίμνη των Γιαννιτσών πάνω από έξι μήνες, εκτός από τον ντόπιο οπλαρχηγό, τον Καπετάν Γκόνο Γιώτα, που άντεξε μέσα εκεί όλα τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.

Την απέραντη αυτή λίμνη εκμεταλλεύονταν ψαράδες από τα γύρω χωριά. Πήγαιναν εκεί να κόψουν το χρήσιμο ραγάζι. Μ’ αυτό γέμιζαν στρώματα και έφτιαχναν σαμάρια για τα ζώα. Μάζευαν βδέλλες που τις πουλούσαν στο εξωτερικό, για ιατρική, τότε, χρήση, και κυνηγούσαν τις αγριόπαπιες και τα άλλα χρήσιμα ζώα της λίμνης. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο χωριό τους αυθημερόν, έφτιαχναν «πατώματα» μέσα στη λίμνη από δέντρα, χοντρές ρίζες από καλάμια που τα συνέδεε μεταξύ τους με δοκούς και έριχναν επάνω χώμα. 

Αργότερα, πάνω στα πατώματα έβαζαν πασσάλους και πλέκοντας το ραγάζι έφτιαχναν τοίχους και τριγωνική ή κωνική στέγη. Αυτές ήταν οι «καλύβες». Στο μέσον της καλύβας είχαν φτιάξει και εστία που έκαιγε με υδροχαρή φυτά, που έβγαζαν περισσότερο καπνό παρά φωτιά. Στις καλύβες έφταναν εύκολα με τις πλάβες, τις βάρκες δίχως καρίνα που εύκολα αναποδογύριζαν αλλά μπορούσαν να κινούνται και σε ρηχά νερά χρησιμοποιώντας το πλατσί, ένα ειδικό κουπί. Κάποτε υπήρχε και ένα δεύτερο πλατσί που το χρησιμοποιούσε ο πλαβαδόρος για τιμόνια της πλάβας. Έτσι η λίμνη έγινε και καταφύγιο κάθε κακοποιού στοιχείου, όπως ληστών, φυγοδίκων και λιποτακτών.

Ο Άγρας, λοιπόν, ανέλαβε να τους εκδιώξει από το Βάλτο. Προκαλώντας τους να αναμετρηθούν μαζί του, κατάφερε να καταλάβει την περίφημη Καλύβα των Βουλγάρων, γνωστή με το όνομα Κούγκα. Με την βοήθεια του ντόπιου σώματος τού καπετάν Γκόνου Γιώτα, πρόσβαλε το Ζερβοχώρι που ήταν το ορμητήριο των Κομιτατζήδων.

Στις 14 Νοεμβρίου του 1906 εξορμά για να καταλάβει την κεντρική Βουλγάρικη Καλύβα του Ζερβοχωρίου. Καθώς όμως δεν είχε επαρκή δύναμη για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στις γειτονικές βουλγάρικες καλύβες, βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Στην πεισματώδη σύγκρουση, οι απώλειες ήταν τρεις σύντροφοι του Άγρα νεκροί και τρεις τραυματίες, μεταξύ των οποίων ο υπαρχηγός του, Τηλιγάδης, καθώς και ο ίδιος ο Άγρας, ο οποίος τραυματίστηκε στον δεξιό ώμο και στο δεξί χέρι.

Το κέντρο του αγώνα κάλεσε τον Άγρα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευτεί από τα τραύματά του. Στη Θεσσαλονίκη παραμένει για λίγες μόνο ημέρες. Το μυαλό του βρίσκεται πίσω στο Βάλτο και τα παλληκάρια του. Χωρίς να έχει αποθεραπευθεί γυρίζει στη λίμνη και συνεχίζει τον αγώνα ως το Φεβρουάριο του 1907.

Οι νεκροί ήσαν ο Δημ. Μακρακιώτης από την Δωρίδα, ο Γεώργιος Θεμελής από την Καστοριά και ο Φώτης Τριζόπουλος από την Κουλακιά. Το Κέντρο του Αγώνα, τον καλεί να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευθεί από τα τραύματά του. Με δική του ευθύνη παραμένει μόνο 4 ημέρες και κατόπιν επιστρέφει πίσω στο Βάλτο και στα παλληκάρια του. 

Στις φωτογραφίες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη, βλέπουμε τον Άγρα με τους συντρόφους του στο Βάλτο φορώντας γάντι στο δεξί χέρι γιατί του έλειπε η ονυχοφόρος φάλαγγα από το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού του. Αυτό το γάντι μαζί με το όπλο του, ένα μάνλιχερ, νεότατο τότε όπλο, και την ξιφολόγχη του τα έστειλαν στους συγγενείς του για ενθύμιο. Τα πήρε ο μικρός αδελφός του Νίκος που έζησε στο Benisuef της Αιγύπτου, ο οποίος και τα πέταξε στον ποταμό Νείλο όταν ο Νάσερ με δικτατορικό τρόπο εφάρμοσε ειδικά μέτρα για τους Έλληνες και τους άλλους ξένους της Αιγύπτου.

Στο Βάλτο η υγεία του έχει βλαφθεί ανεπανόρθωτα. Τον Φεβρουάριο του 1907 το Κέντρο του Αγώνα της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην Νάουσα, απ' όπου θα συνεχίσει την οργανωτική δουλειά. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας του δε σταμάτησε να διευθύνει τον αγώνα της περιοχής του, πολλοί αγγελιοφόροι από τα πλησιέστερα χωριά τον επισκέπτονταν, για να λάβουν εντολές και να του υποβάλλουν τις αιτήσεις και τις πληροφορίες που είχαν.

Εντούτοις, τον Απρίλιο του 1907, το Προξενείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αντικαταστήσει τους αρχηγούς και τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν δοκιμαστεί και εξαντληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανάμεσά τους και ο Άγρας, του οποίου τα τραύματα δεν πάνε καθόλου καλά και η ελονοσία τον έχει καταστήσει πλέον φάντασμα του εαυτού του. Λίγο πριν φύγει από τα αιματοβαμμένα χώματα της αγαπημένης του Μακεδονίας θέλει να κάνει κάτι μεγάλο. Κάτι που αν πετύχει, ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή θα έληγε με νίκη κατά κράτος των ελληνικών δυνάμεων.

Ο Άγρας ήταν αρχηγός με ακατάβλητη αγωνιστική διάθεση. Παρά τον κλονισμό της υγείας του και παρά τα τραύματά του εξακολουθούσε να παραμένει στο καθήκον, αν και θα μπορούσε να ζητήσει άμεση αποχώρηση στην ελεύθερη Ελλάδα. Η πίστη του για τον αγώνα και η αγάπη του για τη Μακεδονία δεν του επέτρεπαν να προβεί σε τέτοια ενέργεια, την οποία θεωρούσε εγκατάλειψη του αγώνα.

Ο Βοεβόδας Ζλατάν αρχηγός των κομιτατζήδων του Βάλτου, κατανικημένος από τον Άγρα, διωγμένος από αρχηγός των Βουλγαροκομητατζήδων, ζητάει από τον Ζαφείριο Λόγγο να τον φέρει σε επαφή με τον Άγρα, καθώς ήθελε, όπως έλεγε, να ενταχθεί στα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Ο Ζαφείριος Λόγγος το αναφέρει στον Άγρα. Καθώς υπήρχαν αρκετές πληροφορίες για την πτώση του ηθικού των βουλγαρικών συμμοριών και τη διάθεση πολλών στελεχών των κομιτάτων να διακόψουν τους δεσμούς τους με αυτά και να προσχωρήσουν στον ελληνικό αγώνα, και εφόσον ο Άγρας σε λίγες μέρες θα έφευγε για την Αθήνα, θεωρεί το γεγονός μεγάλη ευκαιρία. Αν κατάφερνε να πάρει μαζί του στην Αθήνα τον Ζλατάν, η ελληνική υπόθεση θα κέρδιζε ένα ακόμη στέλεχος με μεγάλη επιρροή στα βουλγαρίζοντα χωριά του κάμπου της Νάουσας.

Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Οι θρυλικοί μάρτυρες του Μακεδονικού Αγώνα Κώττας, καπετάν Γκόνος Γιώτας, καπετάν Νικοτσάρας και πολλοί άλλοι ήσαν μετεστραφέντες κομιτατζήδες, τους οποίους οι Βούλγαροι ονόμαζαν μετά Γραικομάνους. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις στη Νάουσα, όπου ερχόντουσαν απεσταλμένοι του Ζλατάν για να συζητήσουν. Οι συζητήσεις γίνονταν κυρίως νύχτα ή Σάββατο, την ημέρα του παζαριού, συνήθως στο σπίτι του Μίγγα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήσαν δύο χωρικοί από το χωριό Μαρίνα, ο Μήτση Πέσιος και ο Γιώργης Γκότσης.

Μετά από αυτές τις επαφές κανονίζεται να γίνει συνάντηση των δύο αρχηγών, την 3η Ιουνίου. Στην συνάντηση παραυρίσκονται ως εγγυητές ο Ζαφείριος Λόγγος, ο Τώνης Μίγγας, καθώς και τέσσερις ακόμη οδηγοί. Όλοι είναι άοπλοι κατά τη συμφωνία. Μόνο ο Άγρας φέρει το ατομικό του περίστροφο. Στο σημείο της συμφωνίας τους περιμένει ο Ζλατάν αλλά και πλήθος από κομιτατζήδες που είναι καλά κρυμμένοι στην γύρω περιοχή. Με το κατάλληλο σύνθημα συλλαμβάνουν τον καπετάν Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους συνοδούς τους. Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμάλωτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων.

Τη νύχτα της 5ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας). Η θυσία του καπετάν Άγρα αντί να φοβίσει, αντίθετα ξεσηκώνει τους Έλληνες. Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκιώργκη Κασάπτσε, που πρωτοστάτησε στη σύλληψη και στο βασανισμό του Άγρα, εξοντώνεται από το σώμα του καπετάν Αμύντα και ο Ζλατάν δέχεται 9 σφαίρες από το Μάνλιχερ και το Γκρά των αδελφών Τόλιου.

Πολλοί βλέπουν τον καπετάν Άγρα ως Απόστολο της Βαλκανικής συνεννόησης. Λένε ότι ο καπετάν Άγρας είδε ότι οι αγώνες των Ελλήνων και των Βουλγάρων δεν κατέληγαν πουθενά και αποφάσισε να συναντήσει τους Βουλγάρους προκειμένου να συνεννοηθούν για κοινή εργασία κατά των Τούρκων. Άλλοι μάλιστα προχωρούν πιο πέρα και ονομάζουν τον Άγρα «ειρηνιστή αξιωματικό», «άγγελο της ειρήνης και της καταλλαγής».

Του βάζουν στο στόμα φράσεις όπως : «Γιατί χριστιανοί με χριστιανούς ν' ακονίζουμε εναντίον αλλήλων τα μαχαίρια; Να λύσουμε με ειρήνη τις διαφορές μας και από κοινού να εκδιώξουμε τους Τούρκους». Ακόμη πριν από πέντε χρόνια σε ιστορικοφιλολογικό περιοδικό εγράφη από πρόσωπο του Πανεπιστημιακού χώρου, ότι ο Άγρας εμφορείτο από μια «αντιπολεμική ιδεολογία». Αυτά και άλλα παρόμοια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, επειδή το να είναι κάποιος ειρηνιστής σήμερα, θεωρείται πιο σπουδαίο από το ν' αγωνίζεται για την Ελευθερία της Πατρίδας του. Για να εξετάσουμε όμως τι ακριβώς συνέβη με τον καπετάν Άγρα εκείνους τους κρίσιμους μήνες που τραυματισμένος και ανήμπορος να παραμείνει πλέον στο Βάλτο των Γιαννιτσών εγκαταστάθηκε στη Νάουσα.

Στη Νάουσα που παρέμεινε νοσηλευόμενος διαπίστωσε ότι οι κομιτατζήδες των γύρω χωριών είχαν επιβάλλει έναν οικονομικό αποκλεισμό στην πόλη. Απαγόρευαν στους χωρικούς να πηγαίνουν στο παζάρι της Νάουσας, καθώς και για οικονομικές συναλλαγές, επί ποινή θανάτου. Αυτό το έκανε το Βουλγαρικό κομιτάτο για να μην επηρεάζονται οι χωρικοί από τους Έλληνες προκρίτους από τους οποίους λόγω της δημοσιονομικής και κοινωνικής δομής είχαν κάποια εξάρτηση. Έτσι οι έμποροι και οι βιομήχανοι της Νάουσας υπέφεραν και αναγκάζονταν να βρουν έναν τρόπο διευθέτησης του προβλήματος. Αυτό το κλίμα επικρατούσε στη Νάουσα και πιο πριν, από την εποχή του προηγούμενου αρχηγού, του καπετάν Ακρίτα. 

Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Ακρίτα, μερικοί πρόκριτοι Ναουσαίοι προσπαθούσαν να τα βρουν με τους κομιτατζήδες. Γι'αυτό ο Άγρας μιλάει χλευαστικά για τους προκρίτους αυτούς, τους οποίους στην κρυπτογραφική αλληλογραφία του με το Προξενείο αποκαλεί «λεοντόκαρδους». Ο Άγρας θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν να επιστρέψουν στον Ελληνισμό. Σε ένα πρώτο σημείωμά του προς το κέντρο Θεσσαλονίκης με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1907 αναφέρεται ένας πρώτος υπαινιγμός για μια συνάντηση :

«Κατόρθωσα να φέρω ενταύθα κεφαλάς «Βρομερών» (εννοεί Βουλγάρων), οι οποίοι είχαν δύο έτη να έλθωσιν. Πιστεύω αν δεν συμβεί τίποτε το έκτακτον, κάτι θα επιτύχω. Πάντως, έχουν μετανιώσει βλέποντας το άδικο και το μάταιον του αγώνος ον διεξάγουν... Δεν κοιμούμαι διόλου την νύχτα, καθόσον μόνον την νύχτα έρχονται «Βρομεροί» και ομιλούμε. Τους βλέπω όλους έχοντας όρεξιν ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΣΙΝ... Ίδωμεν».

Όπως βλέπουμε και από αυτό το σημείωμα φαίνεται καθαρά ότι οι συζητήσεις του Άγρα με τους Βουλγάρους ήταν για να συνταχθούν με τις ελληνικές θέσεις και όχι για να κάνουν κάποια συμφωνία.

Οι επαφές και οι συνεννοήσεις προχώρησαν όπως φαίνεται με επιτυχία. Δέκα ημέρες προ της εξόδου του από τη Νάουσα, γράφει : «Κυοφορώ κάτι σπουδαίο. Πιθανόν όμως να είναι και ανεμογκαστριά». Οι υπαινιγμοί του Άγρα είναι ευκολονόητοι. Όμως, γεννάται το ερώτημα, γιατί το Προξενείο παρέβλεψε και δεν έδωσε προσοχή; Γιατί σε καμία επιστολή δε ζητάει διευκρινίσεις ή έστω γιατί δεν δίνει οδηγίες και συμβουλές; Και ενώ στις 24 Μαΐου 1907, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Άγρας πληροφορεί το Προξενείο Θεσσαλονίκης για την αισία έκβαση τού εγχειρήματός του, ξαφνικά, στις 6 Ιουνίου του 1907, ο πρόξενός μας στη Θεσσαλονίκη Λ. Κορομηλάς αποστέλλει στην Αθήνα, στο Υπουργείο Εξωτερικών, το παρακάτω τηλεγράφημα :

«Εξωτερικόν - Απόρρητον :

Αρχηγός Άγρας Αγαπηνός επινοήσας έλθει συνεννόησιν προς Βουλγάρους οπλαρχηγούς χωρίς να ζητήσει ημετέραν άδειαν, χωρίς να ανακοινώσει πράγμα εις κανέναν εκ Ναούσης, εξήλθεν Κυριακή πρωί άοπλος μηδένα τωνοπλιτών παραλαβών, συνοδευόμενος υπό τεσσάρων κοινών Ναουσαίων και ενός Βουλγάρου, προς συνάντησιν Βουλγάρων. Τρεις ώρας δυτικώς Ναούσης παρά θέσιν Γαβράν Κάμιν, συνήντησε πρώτον απόσπασμα βλαχοποιμενικόν, είτα σώμα Βουλγάρων Ζλατάνη καί Γκεόργκι Κασάπτσε. Ούτοι επί δύο ώρες υπεκρίθησαν αισθήματα φιλίας μέχρις ου επείσθησαν ότι αρχηγός ουδέν είχε λάβει προφυλακτικόν μέτρον. Είτα συνέλαβον αυτόν και ένα, τον πιστότερον κατά κρίσιν των σύντροφον και απήγαγον. Τους άλλους απέλυσαν. Ολίγας ελπίδας έχω διασώσεως, παρ' όλα αμέσως ληφθέντα μέτρα.

Κορομηλάς.»

Η φράση του τηλεγραφήματος «επινοήσας έλθει συνεννόησιν προς Βουλγάρους», ασφαλώς υπονοεί ότι την ενέργεια αυτή επινόησε καθ' ολοκληρίαν ο Άγρας. Από τα στοιχεία όμως που αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι το Προξενείο γνώριζε ότι κάτι κυοφορείται. Πλην όμως, όπως αναφέρθηκε, δεν έδωσε προσοχή κι έτσι άφησε τον Άγρα να τραβήξει προς το δρόμο του μαρτυρίου του. Δύο ημέρες μετά το πρώτο τηλεγράφημα του Κορομηλά, το Υπουργείο έλαβε το παρακάτω τηλεγράφημα :

«10 Ιουνίου 1907.

Άγρας και εις οδηγός του εφονεύθησαν Πέμπτην υπό Βουλγάρων. Λεπτομερείας ταχυδρομικώς εν σημερινώ ημερολόγισ Κορομηλά.»

Το ημερολόγιο ανέφερε: 

«Την Παρασκευήν πρωί, χωρικοί εκ Τεχόβου ερχόμενοι εις Βοδενά μετά τινός χωροφύλακος, ευρον εις διασταυρώσεις οδών αγουσών εις Σαρακίνοβο - Τέχοβο - Βουλκογιάνοβο και επί δένδρου καρυδίας κρεμάμενα δύο πτώματα. Ειδοποιήθη ο Καϊμακάμης Βοδενών (Εδέσσης) όστις μετέβη επί τόπου και η ταυτότης τού Τώνη Μίγγα ανεγνωρίσθη υπό γνωριζόντων αυτόν χωρικών. Επί των πτωμάτων υπήρχεν επιγραφή εις Βουλγαρικήν. Εις μεν τον Άγραν : «Εκ Ναυπλίου γενικός αρχηγός σώματος Ναούσης συνεργαζόμενος με Τούρκους και Γκέκηδες, κατά το 85ον άρθρον του Κανονισμού τού Κομιτάτου ετιμωρήθη». Επί δε του Μίγγα : «Άντώνιος Μίγγας, Ναουσαίος». Ο καϊμακάμης και ο Γιούσμπασης ήθελαν να ταφώσιν εν Τεχόβω, τη παρακλήσει όμως προσδραμόντων χωρικών εκ Βλαδόβου και μεσολαβήσει του παρισταμένου χριστιανού αστυνόμου Άλέκου, επετράπη η μεταφορά αυτών εις Βλάδοβον όπου και ετάφησαν, ψαλείσης της νεκρωσίμου ακολουθίας και παρισταμένων όλων τών ορθοδόξων κατοίκων. Οι νεκροί εφωτογραφήθησαν. Δεν έφερον άλλας πληγάς πλήν των εκ του σχοινίου εις τον λαιμόν και εις τας χείρας. Κατά πληροφορίας των εν Βοδενοίς, ο Άγρας από ημέρας της συλλήψεώς του δεν ηθέλησεν να φάγη τίποτε.

Κορομηλάς.»

Ο Άγρας σε πολλές περιπτώσεις συμμάχησε και με τους Τούρκους για να χτυπήσουν τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Ο καπετάν Άγρας είχε φιλία με τον πανίσχυρο Τούρκο της Καβάσιλας Νησίου, τον Χαλήλ μπέη. Ο Χαλήλ μπέης είχε τσιφλίκι δυτικά της λίμνης των Γιαννιτσών κοντά στη δημοσία οδό Βεροίας - Θεσσαλονίκης. Ο Χαλήλ μπέης ήταν υποστηρικτής του Ελληνικού αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Όταν ο Άγρας τραυματίστηκε, με τη βοήθεια του φίλου του Χαλήλ μπέη μετέβη στη Θεσσαλονίκη και μετά από λίγες ημέρες επέστρεψε στη Νάουσα μεταμφιεσμένος σε χωρικό, ξανά με τη δική του βοήθεια.

Κοντά στη λίμνη των Γιαννιτσών ήταν και το τσιφλίκι του Ραχμή μπέη, Τούρκου από σημαίνουσα οικογένεια, ο οποίος βοήθησε τους Έλληνες. Στο τσιφλίκι αυτό έγινε η συγκρότηση του ανταρτικού σώματος του καπετάν Γεωργάκη από τον Κων. Μαζαράκη.

Ο Άγρας ήταν τόσο συνδεδεμένος με τον Τούρκο τσιφλικά Χαλήλ μπέη, ώστε ο τελευταίος πολλές φορές τροφοδοτούσε τους πεινασμένους άνδρες του. Αλλά και με τον Τούρκο φρούραρχο της Βεροίας, Ασήμπεη, είχε συνεργασία ο καπετάν Άγρας. Είχε φθάσει στο σημείο να οργανώσει πολεμική επιχείρηση με τη χρήση τουρκικού πυροβολικού εναντίον των κομιτατζήδων της λίμνης. Τρεις χιλιάδες Τούρκοι είχαν πολιορκήσει τη λίμνη και έκαναν πρόταση να συνεργασθούν με τον Άγρα για την εξόντωση των Βουλγάρων.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα, είναι το εξής : Το προξενείο μας στη Θεσσαλονίκη που ήταν η προϊσταμένη του αρχή, γνώριζε τις κινήσεις του Άγρα στη Νάουσα;

Στις 7 Ιουνίου 1997 έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη Συμπόσιο με θέμα: «Ο Μακεδονομάχος Καπετάν Άγρας (Τέλλος Αγαπηνός). 90 χρόνια από τη θυσία του απόστολου της Βαλκανικής συνεννόησης». Σ' αυτό έλαβε μέρος και ο αείμνηστος Γεώργιος Τουσίμης, Ιστορικός ερευνητής από την Έδεσσα.

Στην ανακοίνωσή του, παρουσίασε στοιχεία από το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, ο Άγρας μετά τον τραυματισμό του διετάχθη να πάει στη Νάουσα και να εγκατασταθεί εκεί. Στη διαταγή αυτή ο Άγρας απάντησε : «Ελάβομεν την επιστολή σας. Τα πάντα εγένοντο δεκτά». Στην αλληλογραφία του με το προξενείο χρησιμοποιεί συνθηματικές λέξεις για λόγους ασφαλείας. Επειδή καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορεί να παρακολουθεί τα «μαθήματα του σχολείου», δηλαδή δεν θα μπορεί να λαμβάνει μέρος στις εξωτερικές επιχειρήσεις του σώματος, ζητά να τεθεί επικεφαλής 90 - 100 «μαθητών», δηλαδή οπλιτών, αν θέλουν αποτελέσματα. «Ειδεμή, γράφει προς το προξενείο, θα τρώγουμε, θα πίνουμε, και τίποτε δεν θα γίνει». Είναι αποφασισμένος να φέρει εις πέρας την αποστολή προσθέτοντας ότι: «Μια φορά που άρχισε η δουλειά, πρέπει να τελειώσει επί των ημερών μας».

Σε άλλο σημείωμά του προς το προξενείο γράφει:  

«Σχεδόν πάντες θερμαίνονται. Προπαντός δε εγώ. Παλαιοί μαθηταί μου (εννοεί τους στρατιώτες του) σας βεβαιώ ότι είναι πραγματικοί ήρωες, καθ'όσον εργάζονται με την ψυχή στα δόντια, διότι η υγεία τους κλονίστηκε στη Γενεύη (εννοεί τη λίμνη των Γιαννιτσών). Όλοι είναι με ρευματισμούς, βασανίσθηκαν πολύ στη Γενεύη και τώρα ο Θεός κι εγώ ηξεύρω πώς τους συγκρατώ». Ζητά από το προξενείο να τον αντικαταστήσουν γιατί αισθάνεται ότι δεν μπορεί να προσφέρει στον αγώνα, αυτό που πρέπει : «Φροντίσατε δια την αντικατάστασιν εμού και των λοιπών συνοδών καθόσον τίποτα άλλο δεν είμεθα ικανοί, παρά να περιμένωμεν αποκλεισμένοι εντός των οικιών της Ναούσης».

Είναι λοιπόν δυνατόν ο Άγρας από τη μια μεριά να κάνει συμφωνίες ειρήνης με τους κομιτατζήδες και από την άλλη να ζητάει επιτακτικά να αντικατασταθεί; Στην έκκλησή του αυτή για αντικατάστασή του, το Γενικό Προξενείο απαντά ότι λόγω της δυσκολίας συγκρότησης νέου σώματος που θα αντικαθιστούσε το δικό του, πρέπει να παραμείνει 1,5 με 2 μήνες ακόμη. Παρόλαυτά οργανώνει ολόκληρο το γεωγραφικό χώρο της δικαιοδοσίας του από το Ρουμλούκι και τον ορεινό χώρο των Βοδενών ως την αρχαία Καρατζόβα (Αριδαία). Για το τμήμα αυτό προορίζει τον Υπαξιωματικό Καραπάνο, τον οποίο ενισχύει με ένα μικρό βοηθητικό σώμα που κατάρτισε ο ίδιος μέσα στη Νάουσα. Ήταν «σώμα των Ιλλυριών» επειδή αποτελείτο αποκλειστικά από Αλβανούς Γκέκηδες. Το σχέδιό του ήταν να μετατρέψει την άμυνα που επικρατούσε επί του προκατόχου του σε επίθεση καθ' όλη την έκταση της δικαιοδοσίας του.

Σε όλα τα σημειώματά του προς το Προξενείο που αναφέρει τη δράση του, απαντά κάθε φορά με τη δραματική επωδό: «Είναι αδύνατον να ακολουθήσω το σώμα μου εις οιανδήποτε εργασίαν και είναι πάλιν τελείως αδύνατον να αποχωρίζομαι αυτών και να κινούνται χωρίς να είμαι και εγώ μαζί». Και συμπληρώνει: «Θεώρησα καθήκον να ομολογήσω τα άνω, καθόσον δεν μου είναι δυνατόν να προσφέρω τι και μάλιστα εις σπουδαιότερον τμήμα». 

Δεν ζητάει την αντικατάστασή του από ανησυχία για την υγεία του, την ζητάει σκεπτόμενος το συμφέρον του Αγώνα. Αυτό φαίνεται στο παρακάτω σημείωμά του : «Μη φαντασθείτε ότι δι' άλλον λόγον ζητώ να φύγω. Ο μόνος λόγος είναι ότι είμαι ανίκανος να εργασθώ, κυρίως δια λόγους υγείας. Η επί πλέον παραμονή μου επιζήμια θα είναι παρά ωφέλιμος». Επειδή η "Θερμαΐδα", δηλαδή κρυπτογραφικά το Κέντρο Θεσσαλονίκης, δεν είναι σε θέση να τον αντικαταστήσει αμέσως, τον ερωτά μήπως κουράστηκε. 

«Έλαβα την επιστολή σου», απαντά ο Άγρας στον Εξαδάκτυλο, τον λοχαγό γραφέα του Προξενείου. «Δεν εκουράσθην. Δεν έχω την αντοχή και την απαιτούμενη δύναμιν δια να εργασθώ, όπως εγώ εννοώ». Παρά την επιδείνωση της υγείας του, εξακολουθεί να εργάζεται πυρετωδώς και να προετοιμάζει το σχέδιο δράσης για την Άνοιξη του 1907, ώστε να το βρει έτοιμο και να το εφαρμόσει ο διάδοχός του. 

Θεωρεί επιτακτική ανάγκη τη γρήγορη έλευση του διαδόχου του για να τον εισαγάγει ο ίδιος στη μέθοδο εργασίας του και όπως γράφει : «Να υπάρχει μεθοδική συνέχεια της εργασίας και στρατηγικής και να μην αρχίζει ο κάθε αρχηγός από το Άλφα». Λίγες ημέρες πριν το μαρτύριό του, αναφέρει : «Έχετε πεποίθηση εις εμέ. Εάν δεν ηδυνήθην τίποτα ηρωϊκόν ή άλλο τι να κατορθώσω, ένεκα ελλείψεως ιδικής μου ή των μέσων τα οποία διέθετα, έχω το θάρρος να είπω ότι ηδυνήθην να αντιληφθώ την μέθοδον της εργασίας εν τη λίμνη και να δύναμαι σήμερον να εισαγάγω τελείως τον νέον καθηγητή (αρχηγό)». Αφού κατάρτισε και το νέο σχέδιο δράσης για την άνοιξη του 1907 δεν απέμενε παρά η έλευση του διαδόχου του για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού.

Για το συμφέρον και μόνο της εθνικής εργασίας ο ίδιος ο Άγρας επείγεται να φύγει, επειδή το κόκαλο του δεξιού μεσαίου δακτύλου του είχε σοβαρότατη φλεγμονή, άρχισε τις αποξέσεις και υπέφερε πολύ.

Η στρατιωτική του τιμή δεν του επιτρέπει να παραμένει εφησυχάζων μέσα στη Νάουσα σε εποχή εργασίας : «Δι'αυτό εντρέπομαι», ομολογεί σε μια επιστολή του, «και το θεωρώ προσβολήν». Και πιο κάτω συμπληρώνει : 

«Και αν η υπηρεσία νομίσει ότι υπηρέτησα τιμίως και ευόρκως μέχρι της σήμερον και αν θέλει, είμαι πρόθυμος και πάλιν, μετά την ίασίν μου, να τεθώ υπό τας διαταγάς της».

Τα λείψανα του Καπετάν Άγρα και Τώνη Μίγγα σαβανώθηκαν από τη Μαρία Πάσχου, τη Μαρία Τζόλα και τη Μαρία Μπακιρτζή οι οποίες ήσαν κάτοικοι του χωριού Βλάδοβο (Άγρας). Την Εξόδιο Ακολουθία την έψαλε ο παπα-Χρίστος, ο εφημέριος του χωριού Βλάδοβο, με ψάλτη το δάσκαλο του χωριού Κωνσταντίνο Πάσχο. Οι δυο ήρωες ετάφησαν την παραμονή της Πεντηκοστής, το Ψυχοσάββατο 9 Ιουνίου 1907, στη νότια πλευρά του περιβόλου της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου όπου βρισκόταν και το κοιμητήριο του χωριού.

Στις 18 Οκτωβρίου 1961 έγινε μετακομιδή των οστών των δύο μακεδονομάχων στον τόπο θυσίας των, όπου κατασκευάστηκε ναΰδριο και τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη εντός του ναϋδρίου αυτού. Οι τάφοι των, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου διατηρούνται, αλλά είναι πλέον κενοτάφια.

Έτσι, τα οστά του Γαργαλιανιώτη Καπετάν Άγρα αναπαύονται στη Μακεδονική Γη μαζί με τα οστά του ντόπιου συναγωνιστή του Αντώνη Μίγγα. Και αυτό, για να δείχνουν στον αιώνα οι εθνομάρτυρες αυτοί ότι είχαν σαφή αντίληψη της ενότητας ολοκλήρου του Ελληνισμού και ότι είχαν χρέος να τρέχουν στο προσκλητήριο της πατρίδας και να χύνουν το αίμα τους για τη σωτηρία κάθε σπιθαμής ελληνικής γης όσο μακριά και αν βρισκόταν αυτή από τον τόπο καταγωγής τους.

Η δράση και ο μαρτυρικός θάνατος του καπετάν-Άγρα ενέπνευσαν την Πηνελόπη Δέλτα στο γνωστό μυθιστόρημα της «Τα μυστικά του Βάλτου».



ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
http://istorikatekmiria.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου