Κώστας Χατζηαντωνίου, «Ἐθνικισμός καὶ Ἑλληνικότητα»
(ἐκδ. «Πορθμός», 2003, σελ. 216-224)
11 Μαΐου 330 μ.Χ.: Ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο.
Ἡ Βασιλεύουσα Πόλις ἐπί 1100 χρόνια παρέμεινε ὁ προμαχὼν τοῦ Γένους μας.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι μια μυθική χώρα της λαϊκής συνείδησης. Εκεί είναι οι απαρχές του Νέου Ελληνισμού. Εκεί ανασαίνουν οι πατέρες μας. Ξένοι προς αρχαιολατρικές μονομέρειες και διεθνικές ιδεοληψίες, την αυτοκρατορία αυτή οι Έλληνες την αγάπησαν όσο τίποτε άλλο. Δομέστικοι και πατρικίες, ακρίτες και βασιλείς γοήτευσαν τη λαϊκή παράδοση, τη μήτρα του εθνικού μας πολιτισμού. Το αντίκρυσμα της κατεχόμενης Πόλης είναι τραύμα ανεπούλωτο. Όσο και αν η γνώση και ο χρόνος γκρέμισαν τις ιδανικές φωνές, τους αγαπημένους μύθους, κάθε Έλληνα τον πιάνει απέραντη θλίψη όταν σταθεί μονάχος απέναντι στην Πόλη, την Αγιά-Σοφιά, στα νερά που χρυσίζει η μνήμη, στις πέτρες που φωτίζουν το σκοτάδι. Η Μεγάλη Εκκλησιά έγινε ο Τόπος του ελληνικού πνεύματος. Ο «ένδοξός μας βυζαντινισμός» δεν λησμονιέται κι ας στέκει για πολλούς εκείνη η αυτοκρατορία «σημείον αντιλεγόμενον», προκαλώντας τον ρασιοναλισμό, την αμφιβολία και τον δυτικισμό.
Η απελευθέρωση των Ελλήνων από τη ρωμαιοκρατία υπήρξε δώρο της Πρόνοιας αλλά και έμπνευση της εθνικής ψυχής που διέβλεψε στη χριστιανική αποκάλυψη την οδό προς την Απελευθέρωση. Γι' αυτό και οι χιλιάδες Έλληνες Χριστιανοί μάρτυρες είναι συνάμα και εθνομάρτυρες. Μέσα από την Εκκλησία οι Έλληνες (που έγιναν χριστιανοί ελεύθερα, χωρίς πίεση από καμιά εξουσία -το αντίθετο μάλιστα επί τρεις αιώνες- πολύ πριν τον Δ' αι. οπότε η Εκκλησία αποκτά εξουσία) ξαναμπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο της Ιστορίας και μάλιστα ως πρωταγωνιστές. Δεν εγράφη ωραιότερο σχήμα περιγραφής της αναγεννητικής ορμής του Ελληνισμού από αυτό του Μεγάλου Φωτίου: «Κλάδος ευθαλής καρπούς ωραίους ενεγκών, περιήρηται. Αλλ' η ρίζα μένει, οίσει πάλιν ουκ ελάττονα. Απήλθεν η καλή και θαυμάσια εικών. Αλλ' ο Γραφεύς έτι την χείρα κινεί...».
Ο αρχαίος ελληνισμός παρήκμασε και υποδουλώθηκε πολύ πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Χρωστάμε την αναγέννησή μας στην Εκκλησία του Χριστού είτε πιστεύουμε σε αυτήν είτε όχι. Αποτελεί τεκμήριο προσωπικής εντιμότητας, ιστορικής αλήθειας και εθνικής υποχρέωσης να το αναγνωρίσουμε. Ανήρπασε τους Έλληνες από τη γραικυλική κατάντια της ρωμαιοκρατίας και τους κατέστησε πηδαλιούχους μιας αυτοκρατορίας. Έξοχα το συνέλαβε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος τον 19ο αιώνα αγωνιζόμενος κατά των αρχαιολατρών που αντιμάχονταν το εκκλησιαστικό γεγονός και τη βυζαντινή παράδοση. «Αι πηγαί της νεοελληνικής εθνότητος», έγραφε, «υποβλύζουν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της θείας ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον Παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι.» (Βυζαντιναί Μελέται, σ. 63, Αθήναι 1867).
Ποιητικότατα αλλά ακριβέστατα ο Ζαμπέλιος διέβλεπε «πνεύμα Κυρίου που ήλθεν επί την Ελλάδα» και «δύναμιν Υψίστου που επεσκίασεν αυτήν». Η αρχαία Ελλάδα, συνέχιζε ο μέγας ιστορικός μας, «συνθάπτεται τω Χριστώ» για να νικήσει διά του θανάτου τον θάνατο: «Συνθήκη κοσμοσωτήριος Ελλάδος και Χριστιανισμού, θεοκέλευστος συζυγία, το μέλλον αμφοτέρων εις τους αιώνας εξασφαλίζουσα! Η μεν Ελλάς παρέχει επ' αγαθώ της Οικουμένης τω Χριστιανισμώ παιδείαν, γλώσσαν, ευφυΐαν, καρτερίαν ακλόνητον εις βασανιστήρια. Προσφέρει θυσίαν αιματηράν τε και αναίμακτον. Ο δε Σωτήρ του κόσμου τίθησι εις τον δάκτυλον της μνηστής τον αρραβώνα της σωτηρίας (...) Θαύμα ξένον και όντως εκπληκτικόν! Διαλύεται εν σιγή η ενδοξοτέρα των εθνοτήτων της αρχαιότητος, το καύχημα των αιώνων αποσυντίθεται εν σκιά θυσιαστηρίου (...) Ο ανακαινιζόμενος Ελληνισμός πλεονεκτεί του πρεσβυτέρου προς συναίσθησιν εαυτού και προς πνευματικήν διαστολήν, άρα υπερτερεί και κατ' εθνικήν συνάφειαν (...) Πότε ανακύπτει ο Ελληνισμός των εμφυλίων ερίδων κεκαθαρισμένος; Πότε ει μη κατά τον μεσαίωνα, αναφαίνεται ακέραιος, ολομελής, απαραχάρακτος, καθάπερ σκεύος εξ αμιγούς φυράματος κατασκευασθέν;» (Βυζαντιναί Μελέται, σ. 43-45).
Διαφυλάσσοντας την ορθόδοξη πίστη και παράδοσή του ο Ελληνισμός διασώζει την πνευματική του αυτοτέλεια τόσο έναντι της ασιατικής Ανατολής όσο και έναντι της λατινικής Δύσης. Το άγιο βάπτισμα συχνότατα συνιστά και πράξη εξελληνισμού ενώ το συμβολο της Πίστεως διασώζει γένος και πίστη συνάμα. Διά της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διασώθηκε απλώς η γλώσσα του έθνους -και η γλώσσα δεν είναι όργανο επικοινωνίας αλλά τρόπος σκέψεως, μέσο συνειδητοποίησης του προσώπου, εμπειρία της ζωής του, έκβαση ιστορική και διακεκριμένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Διά της Ορθόδοξης Εκκλησίας υποτάχθηκε στην ελληνική ηγεμονία η ρωμαϊκή βούληση, διακόπηκαν οι βαρβαρικές διαβρώσεις, διαμορφώθηκε (επί Φωτίου και Κηρουλάριου) το Νεοελληνικό Εγώ, υπονομεύθηκε η σταυροφορική και λατινική κατάκτηση, αποσπάστηκαν από τον Μωάμεθ τα σωτήρια για το έθνος προνόμια. Η χριστιανική ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία (που οι Φράγκοι κατακτητές της Δύσης ονόμασαν «Βυζάντιο» αφ' ενός για να μην την αναγνωρίζουν ως τη μόνη νόμιμη διάδοχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφ' ετέρου διότι η ονομασία «ελληνική μεσαιωνική» θα υπενθύμιζε τα νόμιμα δικαιώματα του νεοελληνικού κράτους) αποτέλεσε το μεσαιωνικό σχήμα του ελληνικού έθνους που ως κίνημα παιδείας και πολιτισμού ίσταται υπεράνω φυλετικών αποκλειστικοτήτων. Αλλά δεν αποτέλεσε απλώς τη μεσαιωνική αυτοκρατορία του χριστιανικού Ελληνισμού. Οριοθέτησε την εθνική μας συγκρότηση την οποία χρωστούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι «κύρος και σφραγίς Θεότητος εντετύπωται τη παρελθούση και τη μελλούση ημών Πολιτεία, τύπος ζώντος Θεού, σφραγίς και αποστολή σωτηρίας ανεξαλείπτως ενεχαράχθησαν επί του βίου μας» (Ζαμπέλιος, ό. π., σ. 61).
Χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις, οι Βυζαντινοί είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος. Η ελληνικότητά τους δεν ήταν μουσειακή. Ήταν ζώσα και δυναμική. Παρά ταύτα, συχνά, ειδικά στις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους αλλά και ως τις μέρες μας επανέρχεται λόγος αμφισβήτησης αυτής της ελληνικότητας. Ένα ετερόκλητο μέτωπο διαφωτιστών και υπερορθοδόξων, αριστερών και φιλελεύθερων, παγανιστών και οικουμενιστών ομιλεί περί πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ασφαλώς δεν ήταν μια εθνοφυλετική αυτοκρατορία. Αλλά η Ιστορία έχει αποδείξει ότι πίσω από όλες τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες ένας εθνικός πολιτισμός κυριαρχεί και επιβάλλει την κυριαρχία του.
Ποιος αμφιβάλλει ότι η ΕΣΣΔ ήταν μια ρωσική αυτοκρατορία, ότι πίσω από την πολυεθνική σοβιετική αυτοκρατορία δέσποζε ο ρωσικός εθνικισμός διά της κομμουνιστικής ιδεολογίας, όπως στο Βυζάντιο ο ελληνισμός διά της ορθόδοξης πίστης συνέχιζε κυριαρχικά την εθνική του πορεία; Όπως ανέρχονταν στον βυζαντινό θρόνο πολλοί μη ελληνικής καταγωγής, έτσι και στο Κρεμλίνο εισέρχονταν πλήθος σοβιετικών μη Ρώσων αξιωματούχων. Αλλά το καίριο είναι ποιαν εθνική πολιτική και ποιον εθνικό πολιτισμό υπηρετούν. Και η βυζαντινή αυτοκρατορία διαπνέονταν από την οικουμενική αντίληψη του ελληνικού εθνισμού και ειδικά από τον πολιτισμό της ελληνιστικής περιόδου. Όταν αρχίζει η παρακμή, όλοι αυτονομούνται, συγκροτούν ξεχωριστά κράτη. Γιατί μένουν μόνοι οι Έλληνες να την υπερασπίζονται; Διότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από τους σοφούς του καιρού μας ότι είναι η δική τους αυτοκρατορία. Αυτούς ονομάζουν Ρωμαίους, Ρωμιούς. Αυτούς κατηγορούν ως σήμερα Τούρκοι, Βαλκάνιοι και Δυτικοί ότι «επιδιώκουν την ανασύσταση του Βυζαντίου». Η Κωνσταντινούπολις είναι η πρώτη πρωτεύουσα του έθνους -η πρώτη καθολικά αποδεκτή μετά από χιλιετίες πολλών ελληνικών κέντρων. Και είναι συνάμα η πρωτεύουσα του ελληνικού οικουμενισμού. Κληρονόμος των ελληνικών και ρωμαϊκών πολιτικών παραδόσεων, μοναδικό κέντρο της Εκκλησίας του Χριστού μετά την αποστασία του παπισμού, αποτελεί εσχατολογικό σύμβολο ενότητας του κόσμου καθώς αποτελεί εν ταυτώ νέα Ρώμη, νέα Ιερουσαλήμ και νέα Αθήνα. Συνθέτει δηλαδή τα κέντρα των τριών μεγάλων πολιτιστικών κύκλων του κόσμου. Το γεγονός αποδεικνύει την ποιοτική σημασία αυτής της περιόδου της εθνικής μας ιστορίας. Στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας, Δύσης και Ανατολής, η Πόλη (όπως την ονόμασαν οι Έλληνες για να υπογραμμίζουν τη μοναδικότητά της αλλά και να τη συνδέσουν με την ιερή μνήμη της λέξεως αυτής στη συλλογική συνείδηση) εκφράζει την εθνική ιδιοσυστασία και την πολιτισμική αποστολή όχι μόνο του μεσαιωνικού αλλά και του νέου Ελληνισμού. Η τριαδική συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχής (ελληνική, ρωμέικη, χριστιανική) έχει αφετηρία την πολιτική αναβίωση του έθνους, χάρη στην είσοδό του στην καινή κτίση του Χριστού και τέρμα το τέλος της Ιστορίας. Μεσολαβούν η χαίνουσα πληγή της 29ης Μαΐου 1453 και η εκκρεμής ενώπιον του Πνεύματος θεραπεία.
Ο μεσαιωνικός ελληνισμός, η Ρωμηοσύνη, είναι ο μητρικός μας χώρος. Η αυτοκρατορία που από χριστιανορωμαϊκή, εξελίχθηκε σε χριστιανική ελληνορωμαϊκή και κατέληξε σε ελληνορθόδοξη, εξελληνίστηκε ταχύτατα (δεν αναφερόμαστε ασφαλώς σε μια φυλετική κυριαρχία) και σφράγισε την παγκόσμια ιστορία. Δεν επιθυμούμε να την εξιδανικεύσουμε, αλλά δεν υπήρξε άλλη αυτοκρατορία, άλλη υπερδύναμη, που να πορεύθηκε χίλια εκατόν χρόνια ανάμεσα στο μεγαλείο και την εξαθλίωση, που βυθιζόταν στην αμαρτία λίγο πριν αναδυθεί στην αγιότητα, που έγινε όχημα εκπολιτισμού, εκχριστιανισμού και εξελληνισμού, που αντιστάθηκε σε βαρβάρους και σε σφετεριστές εξ όλων των σημείων του ορίζοντα. Δεν ήταν ένα κράτος όπως τα άλλα. Δεν θεμελιώθηκε από μια τυχαία πολιτική βούληση αλλά από την έξοχη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου στον οποίο χρωστούμε την πολιτική αναβίωση του Ελληνισμού.
Η πλήρης επικράτηση του Χριστιανισμού στο ομοιογενές ελληνικό- ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας οδήγησε τον Μέγα Κωνσταντίνο στην αναζήτηση μιας νέας οικουμενικής ταυτότητας. Καθώς η Ρώμη γκρεμίζεται μέρα με την ημέρα («πέθαινε και γελούσε» όπως έγραφε ο Σαλβιανός), ο Μέγας Κωνσταντίνος συλλαμβάνει την ιστορική στιγμή, τολμά και αποφασίζει τη μεγάλη πολιτειακή μετακόμιση. Η ελληνική Ανατολή μπορεί να σώσει την αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος αντελήφθη πρώτος μέσα στη ρωμαϊκή γραφειοκρατία πως μόνο ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ενότητα της αυτοκρατορίας ή έστω να διασώσουν το μείζον επίτευγμα, τη συνείδηση της οικουμενικότητας. Η προσοχή του συνεπώς φυσικό ήταν να στραφεί στην Ανατολή παρότι έτσι εξασθενούσε τη Δύση έναντι των βαρβάρων του βορρά. Αργότερα θα υπήρχαν οι ευκαιρίες, πίστευε, της εδαφικής αποκατάστασης της οικουμενικότητας -και οι εξελίξεις του 5ου αι. με τον Ιουστινιανό τον δικαίωσαν, έστω πρόσκαιρα, πριν τα γερμανικά φύλα σφετεριστούν οριστικά τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο εκχριστιανισμός μπορεί να εκπολίτισε αυτά τα φύλα αλλά το μόνιμο αίσθημα μειονεξίας απέναντι στην ελληνική Ανατολή δεν θεραπεύτηκε ποτέ παρότι χωρίς την ελληνοχριστιανική Ανατολή ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (για τον οποίο επαίρονται) δεν θα υπήρχε ποτέ. Τα φύλα που κατέκτησαν το δυτικό ρωμαϊκό κράτος τόσο πολύ ένοιωθαν τη βαρβαρότητά τους που αγωνίστηκαν να σφετεριστούν τη ρωμαϊκή κληρονομιά ονομάζοντας την Ανατολή «Βυζάντιο» και επιβάλλοντας τον όρο στη διεθνή ιστορική επιστήμη. Επέβαλαν μάλιστα στη γλώσσα τον όρο «βυζαντινολογώ» για το περιττό και το πομπώδες, τον «βυζαντινισμό» για τις «συνωμοσίες» κ.τ.ό., όρους, που σε απόδειξη ηθικής κατάπτωσης υιοθετήθηκαν και χρησιμοποιούνται από Έλληνες που προσβάλλουν μ' αυτόν τον αρκούντως γελοίο τρόπο τον εαυτό τους και τους πατέρες τους. Κι ας χρωστά τα μέγιστα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στην υπερφυή σύνθεση που συντελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ελληνικού πολιτισμού, ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας και χριστιανικής πίστης, στη σύνθεση που συνιστά μια οικουμενική ταυτότητα ανεπανάληπτης συγκινησιακής έντασης και διαχρονικού δυναμικού προσανατολισμού.
Στην πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος για να απελευθερωθεί από την παρηκμασμένη Ρώμη, ένας νέος κόσμος γεννιέται. Επιλέγουμε τη βασιλεία του Κωνσταντίνου ως απαρχή της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας διότι απ' αυτήν υπάρχει η ουσιώδης διαφοροποίηση. Η χριστιανική εκκλησία, η ανατολική παράδοση και ο ελληνισμός (χωρίς το όνομά του ακόμη αλλά με την ψυχή και το σώμα του) δίνουν μιαν άλλη ύπαρξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία αυτή ήταν πάντοτε κάρφος στα μάτια της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολύς Γίββων, ιστορικός δέσμιος των δυτικών ιμπεριαλιστικών προκαταλήψεων, που θεωρεί την υπερχιλιετή βυζαντινή αυτοκρατορία... απλή παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποκαλεί Ρωμαίους τους Βυζαντινούς όποτε νικούν ή φέρονται ευγενώς και Έλληνες αν ηττώνται ή φέρονται δολίως. Η γελοιότητά του φθάνει στο σημείο να αστεΐζεται με τις μοναχές που αρπάζονταν από τους Τούρκους κατά την άλωση, λέγοντας πως «ίσως αι πλείσται επροτίμων τας αγρυπνίας του χαρεμίου παρά τας του μοναστηρίου» (Ζ', σ. 325). Τέτοια επιστημονική ακρίβεια διέπει τη δυτική ιστοριογραφία που διά του Γίββωνος υμνεί τον Ιουλιανό, τον Μωάμεθ, τον Τζέγκις Χαν και ό,τι τέλος πάντων έπληττε την ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία. Δεν αντιλέγει κανείς πως η βυζαντινή ιστορία έχει και μελανές σελίδες και στίγματα (απάνθρωπες ποινές, εγκληματικά ήθη, ευνούχοι, δεισιδαιμονίες, ανθελληνικές φάσεις) αλλά αυτά είναι βάρη που η ρωμαϊκή (αρκούντως βαρβαρική) και η ανατολίτικη παράδοση (της ελληνιστικής περιόδου) κληροδότησαν στην αυτοκρατορία.
Το χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής (ο λαός του οποίου το αναγνώριζε πάντα ως «Ρωμανία», ως μια οικουμενική αυτοκρατορία και όχι ως μια αυτοκρατορία της Ανατολής) αναδύθηκε με την translatio imperii από τη Ρώμη στην Πόλη που θεμελίωσε στις 8 Νοεμβρίου 324 ο Κωνσταντίνος επί της αρχαίας πόλεως των Μεγαρέων, του Βυζαντίου. Η ίδρυση της νέας αυτοκρατορίας συντελείται, κατά την πίστη των κατοίκων της, κατά τρόπον υπερβατικό. Χαρακτηριστικό είναι το εξαποστειλάριο του όρθρου της εορτής των βασιλέων και ισαποστόλων της Εκκλησίας Κωνσταντίνου και Ελένης («ουκ εξ ανθρώπων είληφεν το βασίλειον κράτος, αλλ' εκ της θείας χάριτος») αλλά και η αναφορά του ίδιου του Κωνσταντίνου: «Ο Θεός που με έκρινε άξιο να εκπληρώσω τη βούλησή Του, με αναζήτησε και με έθεσε στην υπηρεσία του και εγώ (...) ανταποκρίθηκα στη θεία κλήση, απωθώντας και διασκορπίζοντας, χάρη σε κάποια ανώτερη δύναμη, τα δεινά που κατέχουν τον κόσμο ώστε το ανθρώπινο γένος (...) να επαναχθεί στο σεβασμό του θείου νόμου».
Το όραμα μιας νύχτας του Οκτωβρίου του 312, παραμονή της σύγκρουσης με τον Μαξέντιο έξω από τα τείχη της Ρώμης, αποτέλεσε την κρισιμότερη ώρα της αυτοκρατορίας αλλά και της ζωής του Κωνσταντίνου. Το λάβαρο με το μονόγραμμα του Χριστού που έδωσε τη νίκη στη Μουλβία γέφυρα αποτέλεσε σύμβολο και θεμέλιο όχι μόνο της πεποίθησης του Κωνσταντίνου ότι ήταν όργανο της θείας Πρόνοιας αλλά και συνολικά της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας που θεωρεί την αυτοκρατορία επίγειο απείκασμα της Βασιλείας του Θεού. Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος χριστιανός βασιλέας της παγκόσμιας ιστορίας και γενικότερα της χριστιανικής μοναρχίας, αυτής της μεγάλης παράδοσης των μέσων αιώνων. Το έργο του, απόρροια όχι μόνο πολιτικού ενστίκτου αλλά και μεταφυσικής πίστης (ο Κωνσταντίνος διακινδύνευε τα πάντα με τη ρήξη του με το κατεστημένο της Ρώμης), υπήρξε μοναδικό. Κατ' αρχήν το διάταγμα των Μεδιολάνων που νομιμοποιεί τον χριστιανισμό και περιγράφει ένα εξαίρετο πρόγραμμα ανεξιθρησκίας που δυστυχώς δεν ακολούθησαν οι διάδοχοι του. Η χριστιανικής εμπνεύσεως μεταρρύθμιση του ποινικού και δημόσιου δικαίου και η διοικητική μεταρρύθμιση συμπληρώνουν το έργο του γενάρχη του χριστιανικού ελληνισμού που υιοθετεί την ελληνική δημοκρατική παράδοση συγκαλώντας Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325) για τη λύση των δογματικών διαφωνιών. Αν οι διάδοχοί του δεν συνέχισαν το κλίμα ανοχής προς τις αιρέσεις, ακόμη και προς τον παγανισμό, που επεδείκνυε ο Κωνσταντίνος, δεν το έπραξαν από θεολογικές επιταγές ή εκκλησιαστική υποκίνηση αλλά από τη μεσαιωνική αντίληψη κρατικής ενότητας που απαιτούσε και τη θρησκευτική ενότητα, από την αντίληψη που θεωρεί την αίρεση πράξη εσχάτης προδοσίας. Το φιλελεύθερο πνεύμα του Κωνσταντίνου αποτυπώνεται έξοχα στα ίδια του τα λόγια: «Ειρηνεύειν σου τον λαόν και αστασίαστον μένει επιθυμώ, υπέρ του κοινού της οικουμένης και του πάντων των ανθρώπων χρησίμου. Ομοίαν τοις πιστεύουσιν οι πλανώμενοι χαίροντες λαμβανέτωσαν ειρήνης τε και ησυχίας απόλαυσιν. Αύτη γαρ η της κοινωνίας επανόρθωσις και προς την ευθείαν αγαγείν οόόν ισχύει. Μηόείς τον έτερον παρενοχλείτω. Έκαστος όπερ η ψυχή βούλεται τούτο και πραττέτω».
Ο ελληνικός πολιτισμός είναι το συμπαγέστερο βάθρο της βυζαντινής ιδεολογίας. Δεν ήταν απλώς μια παράδοση ή μια πνευματική καλλιέργεια που ενσωμάτωσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπήρξε μια δύναμη μεταμόρφωσης που ανοικοδόμησε την αυτοκρατορία και διαμόρφωσε τις εξελίξεις στο ανατολικό τμήμα που συνιστούσε ελληνική εθνολογική βάση. Ωστόσο, η χριστιανική αυτοκρατορία που ο Κωνσταντίνος θεμελίωσε δεν θα αποδεχθεί ποτέ τον περιορισμό της στην Ανατολή, η ιδέα της αποκατάστασης του οικουμενικού ρωμαϊκού μεγαλείου είναι άκαμπτη. Μοναδική κληρονόμος του ρωμαϊκού κράτους, η Κωνσταντινούπολη θεωρεί ηθικά απαράδεκτη τη διάρρηξη της οικουμενικής βασιλείας. Ο αυτοκράτορας δεν είναι ασύδοτος, όπως στη Ρώμη, σύντομα ονομάζεται «βασιλεύς» (όπως στην ελληνική παράδοση) και ο θεωρητικός της βυζαντινής μοναρχίας Συνέσιος θα υπενθυμίζει ότι «βασιλέως τρόπος ο νόμος, τυράννου δε ο τρόπος νόμος». Οι δήμοι και κυρίως ο στρατός, ο ένοπλος λαός (οι κατεξοχήν δημοκρατικοί θεσμοί λαϊκής συμμετοχής στη βυζαντινή πολιτική) θα επεμβαίνουν όποτε διαταράσσεται αυτή η αρχή.
Η πάλη κατά των αιρέσεων, η χριστολογική κρίση, η εικονομαχία είναι φάσεις της πάλης του Ελληνισμού κατά του ανατολικού πνεύματος ενώ η σύγκρουση με τη φραγκολατινική Δύση και οι θεολογικές έριδες των τελευταίων αιώνων είναι ουσιαστικά η πάλη κατά του βορείου πνεύματος. Διότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Δύση ουσιαστικά υποδουλώθηκε στο βόρειο πνεύμα και ό,τι καταχρηστικά ονομάζουμε δυτικός πολιτισμός είναι στην πραγματικότητα βόρειο ενώ η Ορθοδοξία αποτελεί έργο του Έλληνος ανθρώπου της χριστιανικής Ανατολής. Η πτώση της Δυτικής Ρωμηοσύνης αλλά και η προέλαση του Ισλάμ στην Ανατολή θα διαμορφώσουν το διμέτωπο αντιστασιακό πνεύμα του Νέου Ελληνισμού, αυθεντικού κληρονόμου των ελληνορωμαϊκών παραδόσεων. Η Ορθοδοξία πέρα από Εκκλησία θα αναδειχθεί σε πνευματικό πλαίσιο του έθνους εντός του οποίου εκφράζεται η εθνική συνείδηση, κτυπά η εθνική καρδιά, διασώζεται ένας κόσμος ενδόξου παρελθόντος και ένας κόσμος λυτρωτικής ελπίδας, ένας κόσμος καθαρός από δυτικές και ανατολικές αιρέσεις που θα αλλοίωναν την εθνική φυσιογνωμία. Γι' αυτό και ο αγώνες των ταπεινών Βυζαντινών υπέρ της Ορθοδοξίας αντικειμενικά ήσαν αγώνες και για τον Ελληνισμό.
(ἐκδ. «Πορθμός», 2003, σελ. 216-224)
11 Μαΐου 330 μ.Χ.: Ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο.
Ἡ Βασιλεύουσα Πόλις ἐπί 1100 χρόνια παρέμεινε ὁ προμαχὼν τοῦ Γένους μας.
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι μια μυθική χώρα της λαϊκής συνείδησης. Εκεί είναι οι απαρχές του Νέου Ελληνισμού. Εκεί ανασαίνουν οι πατέρες μας. Ξένοι προς αρχαιολατρικές μονομέρειες και διεθνικές ιδεοληψίες, την αυτοκρατορία αυτή οι Έλληνες την αγάπησαν όσο τίποτε άλλο. Δομέστικοι και πατρικίες, ακρίτες και βασιλείς γοήτευσαν τη λαϊκή παράδοση, τη μήτρα του εθνικού μας πολιτισμού. Το αντίκρυσμα της κατεχόμενης Πόλης είναι τραύμα ανεπούλωτο. Όσο και αν η γνώση και ο χρόνος γκρέμισαν τις ιδανικές φωνές, τους αγαπημένους μύθους, κάθε Έλληνα τον πιάνει απέραντη θλίψη όταν σταθεί μονάχος απέναντι στην Πόλη, την Αγιά-Σοφιά, στα νερά που χρυσίζει η μνήμη, στις πέτρες που φωτίζουν το σκοτάδι. Η Μεγάλη Εκκλησιά έγινε ο Τόπος του ελληνικού πνεύματος. Ο «ένδοξός μας βυζαντινισμός» δεν λησμονιέται κι ας στέκει για πολλούς εκείνη η αυτοκρατορία «σημείον αντιλεγόμενον», προκαλώντας τον ρασιοναλισμό, την αμφιβολία και τον δυτικισμό.
Η απελευθέρωση των Ελλήνων από τη ρωμαιοκρατία υπήρξε δώρο της Πρόνοιας αλλά και έμπνευση της εθνικής ψυχής που διέβλεψε στη χριστιανική αποκάλυψη την οδό προς την Απελευθέρωση. Γι' αυτό και οι χιλιάδες Έλληνες Χριστιανοί μάρτυρες είναι συνάμα και εθνομάρτυρες. Μέσα από την Εκκλησία οι Έλληνες (που έγιναν χριστιανοί ελεύθερα, χωρίς πίεση από καμιά εξουσία -το αντίθετο μάλιστα επί τρεις αιώνες- πολύ πριν τον Δ' αι. οπότε η Εκκλησία αποκτά εξουσία) ξαναμπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο της Ιστορίας και μάλιστα ως πρωταγωνιστές. Δεν εγράφη ωραιότερο σχήμα περιγραφής της αναγεννητικής ορμής του Ελληνισμού από αυτό του Μεγάλου Φωτίου: «Κλάδος ευθαλής καρπούς ωραίους ενεγκών, περιήρηται. Αλλ' η ρίζα μένει, οίσει πάλιν ουκ ελάττονα. Απήλθεν η καλή και θαυμάσια εικών. Αλλ' ο Γραφεύς έτι την χείρα κινεί...».
Ο αρχαίος ελληνισμός παρήκμασε και υποδουλώθηκε πολύ πριν την εμφάνιση του χριστιανισμού. Χρωστάμε την αναγέννησή μας στην Εκκλησία του Χριστού είτε πιστεύουμε σε αυτήν είτε όχι. Αποτελεί τεκμήριο προσωπικής εντιμότητας, ιστορικής αλήθειας και εθνικής υποχρέωσης να το αναγνωρίσουμε. Ανήρπασε τους Έλληνες από τη γραικυλική κατάντια της ρωμαιοκρατίας και τους κατέστησε πηδαλιούχους μιας αυτοκρατορίας. Έξοχα το συνέλαβε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος τον 19ο αιώνα αγωνιζόμενος κατά των αρχαιολατρών που αντιμάχονταν το εκκλησιαστικό γεγονός και τη βυζαντινή παράδοση. «Αι πηγαί της νεοελληνικής εθνότητος», έγραφε, «υποβλύζουν υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της θείας ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον επί Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον Παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι.» (Βυζαντιναί Μελέται, σ. 63, Αθήναι 1867).
Ποιητικότατα αλλά ακριβέστατα ο Ζαμπέλιος διέβλεπε «πνεύμα Κυρίου που ήλθεν επί την Ελλάδα» και «δύναμιν Υψίστου που επεσκίασεν αυτήν». Η αρχαία Ελλάδα, συνέχιζε ο μέγας ιστορικός μας, «συνθάπτεται τω Χριστώ» για να νικήσει διά του θανάτου τον θάνατο: «Συνθήκη κοσμοσωτήριος Ελλάδος και Χριστιανισμού, θεοκέλευστος συζυγία, το μέλλον αμφοτέρων εις τους αιώνας εξασφαλίζουσα! Η μεν Ελλάς παρέχει επ' αγαθώ της Οικουμένης τω Χριστιανισμώ παιδείαν, γλώσσαν, ευφυΐαν, καρτερίαν ακλόνητον εις βασανιστήρια. Προσφέρει θυσίαν αιματηράν τε και αναίμακτον. Ο δε Σωτήρ του κόσμου τίθησι εις τον δάκτυλον της μνηστής τον αρραβώνα της σωτηρίας (...) Θαύμα ξένον και όντως εκπληκτικόν! Διαλύεται εν σιγή η ενδοξοτέρα των εθνοτήτων της αρχαιότητος, το καύχημα των αιώνων αποσυντίθεται εν σκιά θυσιαστηρίου (...) Ο ανακαινιζόμενος Ελληνισμός πλεονεκτεί του πρεσβυτέρου προς συναίσθησιν εαυτού και προς πνευματικήν διαστολήν, άρα υπερτερεί και κατ' εθνικήν συνάφειαν (...) Πότε ανακύπτει ο Ελληνισμός των εμφυλίων ερίδων κεκαθαρισμένος; Πότε ει μη κατά τον μεσαίωνα, αναφαίνεται ακέραιος, ολομελής, απαραχάρακτος, καθάπερ σκεύος εξ αμιγούς φυράματος κατασκευασθέν;» (Βυζαντιναί Μελέται, σ. 43-45).
Διαφυλάσσοντας την ορθόδοξη πίστη και παράδοσή του ο Ελληνισμός διασώζει την πνευματική του αυτοτέλεια τόσο έναντι της ασιατικής Ανατολής όσο και έναντι της λατινικής Δύσης. Το άγιο βάπτισμα συχνότατα συνιστά και πράξη εξελληνισμού ενώ το συμβολο της Πίστεως διασώζει γένος και πίστη συνάμα. Διά της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν διασώθηκε απλώς η γλώσσα του έθνους -και η γλώσσα δεν είναι όργανο επικοινωνίας αλλά τρόπος σκέψεως, μέσο συνειδητοποίησης του προσώπου, εμπειρία της ζωής του, έκβαση ιστορική και διακεκριμένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Διά της Ορθόδοξης Εκκλησίας υποτάχθηκε στην ελληνική ηγεμονία η ρωμαϊκή βούληση, διακόπηκαν οι βαρβαρικές διαβρώσεις, διαμορφώθηκε (επί Φωτίου και Κηρουλάριου) το Νεοελληνικό Εγώ, υπονομεύθηκε η σταυροφορική και λατινική κατάκτηση, αποσπάστηκαν από τον Μωάμεθ τα σωτήρια για το έθνος προνόμια. Η χριστιανική ελληνορωμαϊκή αυτοκρατορία (που οι Φράγκοι κατακτητές της Δύσης ονόμασαν «Βυζάντιο» αφ' ενός για να μην την αναγνωρίζουν ως τη μόνη νόμιμη διάδοχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφ' ετέρου διότι η ονομασία «ελληνική μεσαιωνική» θα υπενθύμιζε τα νόμιμα δικαιώματα του νεοελληνικού κράτους) αποτέλεσε το μεσαιωνικό σχήμα του ελληνικού έθνους που ως κίνημα παιδείας και πολιτισμού ίσταται υπεράνω φυλετικών αποκλειστικοτήτων. Αλλά δεν αποτέλεσε απλώς τη μεσαιωνική αυτοκρατορία του χριστιανικού Ελληνισμού. Οριοθέτησε την εθνική μας συγκρότηση την οποία χρωστούμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι «κύρος και σφραγίς Θεότητος εντετύπωται τη παρελθούση και τη μελλούση ημών Πολιτεία, τύπος ζώντος Θεού, σφραγίς και αποστολή σωτηρίας ανεξαλείπτως ενεχαράχθησαν επί του βίου μας» (Ζαμπέλιος, ό. π., σ. 61).
Χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις, οι Βυζαντινοί είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος. Η ελληνικότητά τους δεν ήταν μουσειακή. Ήταν ζώσα και δυναμική. Παρά ταύτα, συχνά, ειδικά στις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους αλλά και ως τις μέρες μας επανέρχεται λόγος αμφισβήτησης αυτής της ελληνικότητας. Ένα ετερόκλητο μέτωπο διαφωτιστών και υπερορθοδόξων, αριστερών και φιλελεύθερων, παγανιστών και οικουμενιστών ομιλεί περί πολυεθνικής αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο ασφαλώς δεν ήταν μια εθνοφυλετική αυτοκρατορία. Αλλά η Ιστορία έχει αποδείξει ότι πίσω από όλες τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες ένας εθνικός πολιτισμός κυριαρχεί και επιβάλλει την κυριαρχία του.
Ποιος αμφιβάλλει ότι η ΕΣΣΔ ήταν μια ρωσική αυτοκρατορία, ότι πίσω από την πολυεθνική σοβιετική αυτοκρατορία δέσποζε ο ρωσικός εθνικισμός διά της κομμουνιστικής ιδεολογίας, όπως στο Βυζάντιο ο ελληνισμός διά της ορθόδοξης πίστης συνέχιζε κυριαρχικά την εθνική του πορεία; Όπως ανέρχονταν στον βυζαντινό θρόνο πολλοί μη ελληνικής καταγωγής, έτσι και στο Κρεμλίνο εισέρχονταν πλήθος σοβιετικών μη Ρώσων αξιωματούχων. Αλλά το καίριο είναι ποιαν εθνική πολιτική και ποιον εθνικό πολιτισμό υπηρετούν. Και η βυζαντινή αυτοκρατορία διαπνέονταν από την οικουμενική αντίληψη του ελληνικού εθνισμού και ειδικά από τον πολιτισμό της ελληνιστικής περιόδου. Όταν αρχίζει η παρακμή, όλοι αυτονομούνται, συγκροτούν ξεχωριστά κράτη. Γιατί μένουν μόνοι οι Έλληνες να την υπερασπίζονται; Διότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα από τους σοφούς του καιρού μας ότι είναι η δική τους αυτοκρατορία. Αυτούς ονομάζουν Ρωμαίους, Ρωμιούς. Αυτούς κατηγορούν ως σήμερα Τούρκοι, Βαλκάνιοι και Δυτικοί ότι «επιδιώκουν την ανασύσταση του Βυζαντίου». Η Κωνσταντινούπολις είναι η πρώτη πρωτεύουσα του έθνους -η πρώτη καθολικά αποδεκτή μετά από χιλιετίες πολλών ελληνικών κέντρων. Και είναι συνάμα η πρωτεύουσα του ελληνικού οικουμενισμού. Κληρονόμος των ελληνικών και ρωμαϊκών πολιτικών παραδόσεων, μοναδικό κέντρο της Εκκλησίας του Χριστού μετά την αποστασία του παπισμού, αποτελεί εσχατολογικό σύμβολο ενότητας του κόσμου καθώς αποτελεί εν ταυτώ νέα Ρώμη, νέα Ιερουσαλήμ και νέα Αθήνα. Συνθέτει δηλαδή τα κέντρα των τριών μεγάλων πολιτιστικών κύκλων του κόσμου. Το γεγονός αποδεικνύει την ποιοτική σημασία αυτής της περιόδου της εθνικής μας ιστορίας. Στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας, Δύσης και Ανατολής, η Πόλη (όπως την ονόμασαν οι Έλληνες για να υπογραμμίζουν τη μοναδικότητά της αλλά και να τη συνδέσουν με την ιερή μνήμη της λέξεως αυτής στη συλλογική συνείδηση) εκφράζει την εθνική ιδιοσυστασία και την πολιτισμική αποστολή όχι μόνο του μεσαιωνικού αλλά και του νέου Ελληνισμού. Η τριαδική συγκρότηση της νεοελληνικής ψυχής (ελληνική, ρωμέικη, χριστιανική) έχει αφετηρία την πολιτική αναβίωση του έθνους, χάρη στην είσοδό του στην καινή κτίση του Χριστού και τέρμα το τέλος της Ιστορίας. Μεσολαβούν η χαίνουσα πληγή της 29ης Μαΐου 1453 και η εκκρεμής ενώπιον του Πνεύματος θεραπεία.
Ο μεσαιωνικός ελληνισμός, η Ρωμηοσύνη, είναι ο μητρικός μας χώρος. Η αυτοκρατορία που από χριστιανορωμαϊκή, εξελίχθηκε σε χριστιανική ελληνορωμαϊκή και κατέληξε σε ελληνορθόδοξη, εξελληνίστηκε ταχύτατα (δεν αναφερόμαστε ασφαλώς σε μια φυλετική κυριαρχία) και σφράγισε την παγκόσμια ιστορία. Δεν επιθυμούμε να την εξιδανικεύσουμε, αλλά δεν υπήρξε άλλη αυτοκρατορία, άλλη υπερδύναμη, που να πορεύθηκε χίλια εκατόν χρόνια ανάμεσα στο μεγαλείο και την εξαθλίωση, που βυθιζόταν στην αμαρτία λίγο πριν αναδυθεί στην αγιότητα, που έγινε όχημα εκπολιτισμού, εκχριστιανισμού και εξελληνισμού, που αντιστάθηκε σε βαρβάρους και σε σφετεριστές εξ όλων των σημείων του ορίζοντα. Δεν ήταν ένα κράτος όπως τα άλλα. Δεν θεμελιώθηκε από μια τυχαία πολιτική βούληση αλλά από την έξοχη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου στον οποίο χρωστούμε την πολιτική αναβίωση του Ελληνισμού.
Η πλήρης επικράτηση του Χριστιανισμού στο ομοιογενές ελληνικό- ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας οδήγησε τον Μέγα Κωνσταντίνο στην αναζήτηση μιας νέας οικουμενικής ταυτότητας. Καθώς η Ρώμη γκρεμίζεται μέρα με την ημέρα («πέθαινε και γελούσε» όπως έγραφε ο Σαλβιανός), ο Μέγας Κωνσταντίνος συλλαμβάνει την ιστορική στιγμή, τολμά και αποφασίζει τη μεγάλη πολιτειακή μετακόμιση. Η ελληνική Ανατολή μπορεί να σώσει την αυτοκρατορία. Ο Κωνσταντίνος αντελήφθη πρώτος μέσα στη ρωμαϊκή γραφειοκρατία πως μόνο ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός μπορούσαν να αποκαταστήσουν την ενότητα της αυτοκρατορίας ή έστω να διασώσουν το μείζον επίτευγμα, τη συνείδηση της οικουμενικότητας. Η προσοχή του συνεπώς φυσικό ήταν να στραφεί στην Ανατολή παρότι έτσι εξασθενούσε τη Δύση έναντι των βαρβάρων του βορρά. Αργότερα θα υπήρχαν οι ευκαιρίες, πίστευε, της εδαφικής αποκατάστασης της οικουμενικότητας -και οι εξελίξεις του 5ου αι. με τον Ιουστινιανό τον δικαίωσαν, έστω πρόσκαιρα, πριν τα γερμανικά φύλα σφετεριστούν οριστικά τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Ο εκχριστιανισμός μπορεί να εκπολίτισε αυτά τα φύλα αλλά το μόνιμο αίσθημα μειονεξίας απέναντι στην ελληνική Ανατολή δεν θεραπεύτηκε ποτέ παρότι χωρίς την ελληνοχριστιανική Ανατολή ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (για τον οποίο επαίρονται) δεν θα υπήρχε ποτέ. Τα φύλα που κατέκτησαν το δυτικό ρωμαϊκό κράτος τόσο πολύ ένοιωθαν τη βαρβαρότητά τους που αγωνίστηκαν να σφετεριστούν τη ρωμαϊκή κληρονομιά ονομάζοντας την Ανατολή «Βυζάντιο» και επιβάλλοντας τον όρο στη διεθνή ιστορική επιστήμη. Επέβαλαν μάλιστα στη γλώσσα τον όρο «βυζαντινολογώ» για το περιττό και το πομπώδες, τον «βυζαντινισμό» για τις «συνωμοσίες» κ.τ.ό., όρους, που σε απόδειξη ηθικής κατάπτωσης υιοθετήθηκαν και χρησιμοποιούνται από Έλληνες που προσβάλλουν μ' αυτόν τον αρκούντως γελοίο τρόπο τον εαυτό τους και τους πατέρες τους. Κι ας χρωστά τα μέγιστα ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στην υπερφυή σύνθεση που συντελέστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ελληνικού πολιτισμού, ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας και χριστιανικής πίστης, στη σύνθεση που συνιστά μια οικουμενική ταυτότητα ανεπανάληπτης συγκινησιακής έντασης και διαχρονικού δυναμικού προσανατολισμού.
Στην πόλη που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος για να απελευθερωθεί από την παρηκμασμένη Ρώμη, ένας νέος κόσμος γεννιέται. Επιλέγουμε τη βασιλεία του Κωνσταντίνου ως απαρχή της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας διότι απ' αυτήν υπάρχει η ουσιώδης διαφοροποίηση. Η χριστιανική εκκλησία, η ανατολική παράδοση και ο ελληνισμός (χωρίς το όνομά του ακόμη αλλά με την ψυχή και το σώμα του) δίνουν μιαν άλλη ύπαρξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η αυτοκρατορία αυτή ήταν πάντοτε κάρφος στα μάτια της Δύσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πολύς Γίββων, ιστορικός δέσμιος των δυτικών ιμπεριαλιστικών προκαταλήψεων, που θεωρεί την υπερχιλιετή βυζαντινή αυτοκρατορία... απλή παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, αποκαλεί Ρωμαίους τους Βυζαντινούς όποτε νικούν ή φέρονται ευγενώς και Έλληνες αν ηττώνται ή φέρονται δολίως. Η γελοιότητά του φθάνει στο σημείο να αστεΐζεται με τις μοναχές που αρπάζονταν από τους Τούρκους κατά την άλωση, λέγοντας πως «ίσως αι πλείσται επροτίμων τας αγρυπνίας του χαρεμίου παρά τας του μοναστηρίου» (Ζ', σ. 325). Τέτοια επιστημονική ακρίβεια διέπει τη δυτική ιστοριογραφία που διά του Γίββωνος υμνεί τον Ιουλιανό, τον Μωάμεθ, τον Τζέγκις Χαν και ό,τι τέλος πάντων έπληττε την ελληνοχριστιανική αυτοκρατορία. Δεν αντιλέγει κανείς πως η βυζαντινή ιστορία έχει και μελανές σελίδες και στίγματα (απάνθρωπες ποινές, εγκληματικά ήθη, ευνούχοι, δεισιδαιμονίες, ανθελληνικές φάσεις) αλλά αυτά είναι βάρη που η ρωμαϊκή (αρκούντως βαρβαρική) και η ανατολίτικη παράδοση (της ελληνιστικής περιόδου) κληροδότησαν στην αυτοκρατορία.
Το χριστιανικό κράτος της ρωμαϊκής Ανατολής (ο λαός του οποίου το αναγνώριζε πάντα ως «Ρωμανία», ως μια οικουμενική αυτοκρατορία και όχι ως μια αυτοκρατορία της Ανατολής) αναδύθηκε με την translatio imperii από τη Ρώμη στην Πόλη που θεμελίωσε στις 8 Νοεμβρίου 324 ο Κωνσταντίνος επί της αρχαίας πόλεως των Μεγαρέων, του Βυζαντίου. Η ίδρυση της νέας αυτοκρατορίας συντελείται, κατά την πίστη των κατοίκων της, κατά τρόπον υπερβατικό. Χαρακτηριστικό είναι το εξαποστειλάριο του όρθρου της εορτής των βασιλέων και ισαποστόλων της Εκκλησίας Κωνσταντίνου και Ελένης («ουκ εξ ανθρώπων είληφεν το βασίλειον κράτος, αλλ' εκ της θείας χάριτος») αλλά και η αναφορά του ίδιου του Κωνσταντίνου: «Ο Θεός που με έκρινε άξιο να εκπληρώσω τη βούλησή Του, με αναζήτησε και με έθεσε στην υπηρεσία του και εγώ (...) ανταποκρίθηκα στη θεία κλήση, απωθώντας και διασκορπίζοντας, χάρη σε κάποια ανώτερη δύναμη, τα δεινά που κατέχουν τον κόσμο ώστε το ανθρώπινο γένος (...) να επαναχθεί στο σεβασμό του θείου νόμου».
Το όραμα μιας νύχτας του Οκτωβρίου του 312, παραμονή της σύγκρουσης με τον Μαξέντιο έξω από τα τείχη της Ρώμης, αποτέλεσε την κρισιμότερη ώρα της αυτοκρατορίας αλλά και της ζωής του Κωνσταντίνου. Το λάβαρο με το μονόγραμμα του Χριστού που έδωσε τη νίκη στη Μουλβία γέφυρα αποτέλεσε σύμβολο και θεμέλιο όχι μόνο της πεποίθησης του Κωνσταντίνου ότι ήταν όργανο της θείας Πρόνοιας αλλά και συνολικά της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας που θεωρεί την αυτοκρατορία επίγειο απείκασμα της Βασιλείας του Θεού. Ο Κωνσταντίνος είναι ο πρώτος χριστιανός βασιλέας της παγκόσμιας ιστορίας και γενικότερα της χριστιανικής μοναρχίας, αυτής της μεγάλης παράδοσης των μέσων αιώνων. Το έργο του, απόρροια όχι μόνο πολιτικού ενστίκτου αλλά και μεταφυσικής πίστης (ο Κωνσταντίνος διακινδύνευε τα πάντα με τη ρήξη του με το κατεστημένο της Ρώμης), υπήρξε μοναδικό. Κατ' αρχήν το διάταγμα των Μεδιολάνων που νομιμοποιεί τον χριστιανισμό και περιγράφει ένα εξαίρετο πρόγραμμα ανεξιθρησκίας που δυστυχώς δεν ακολούθησαν οι διάδοχοι του. Η χριστιανικής εμπνεύσεως μεταρρύθμιση του ποινικού και δημόσιου δικαίου και η διοικητική μεταρρύθμιση συμπληρώνουν το έργο του γενάρχη του χριστιανικού ελληνισμού που υιοθετεί την ελληνική δημοκρατική παράδοση συγκαλώντας Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια 325) για τη λύση των δογματικών διαφωνιών. Αν οι διάδοχοί του δεν συνέχισαν το κλίμα ανοχής προς τις αιρέσεις, ακόμη και προς τον παγανισμό, που επεδείκνυε ο Κωνσταντίνος, δεν το έπραξαν από θεολογικές επιταγές ή εκκλησιαστική υποκίνηση αλλά από τη μεσαιωνική αντίληψη κρατικής ενότητας που απαιτούσε και τη θρησκευτική ενότητα, από την αντίληψη που θεωρεί την αίρεση πράξη εσχάτης προδοσίας. Το φιλελεύθερο πνεύμα του Κωνσταντίνου αποτυπώνεται έξοχα στα ίδια του τα λόγια: «Ειρηνεύειν σου τον λαόν και αστασίαστον μένει επιθυμώ, υπέρ του κοινού της οικουμένης και του πάντων των ανθρώπων χρησίμου. Ομοίαν τοις πιστεύουσιν οι πλανώμενοι χαίροντες λαμβανέτωσαν ειρήνης τε και ησυχίας απόλαυσιν. Αύτη γαρ η της κοινωνίας επανόρθωσις και προς την ευθείαν αγαγείν οόόν ισχύει. Μηόείς τον έτερον παρενοχλείτω. Έκαστος όπερ η ψυχή βούλεται τούτο και πραττέτω».
Ο ελληνικός πολιτισμός είναι το συμπαγέστερο βάθρο της βυζαντινής ιδεολογίας. Δεν ήταν απλώς μια παράδοση ή μια πνευματική καλλιέργεια που ενσωμάτωσε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Υπήρξε μια δύναμη μεταμόρφωσης που ανοικοδόμησε την αυτοκρατορία και διαμόρφωσε τις εξελίξεις στο ανατολικό τμήμα που συνιστούσε ελληνική εθνολογική βάση. Ωστόσο, η χριστιανική αυτοκρατορία που ο Κωνσταντίνος θεμελίωσε δεν θα αποδεχθεί ποτέ τον περιορισμό της στην Ανατολή, η ιδέα της αποκατάστασης του οικουμενικού ρωμαϊκού μεγαλείου είναι άκαμπτη. Μοναδική κληρονόμος του ρωμαϊκού κράτους, η Κωνσταντινούπολη θεωρεί ηθικά απαράδεκτη τη διάρρηξη της οικουμενικής βασιλείας. Ο αυτοκράτορας δεν είναι ασύδοτος, όπως στη Ρώμη, σύντομα ονομάζεται «βασιλεύς» (όπως στην ελληνική παράδοση) και ο θεωρητικός της βυζαντινής μοναρχίας Συνέσιος θα υπενθυμίζει ότι «βασιλέως τρόπος ο νόμος, τυράννου δε ο τρόπος νόμος». Οι δήμοι και κυρίως ο στρατός, ο ένοπλος λαός (οι κατεξοχήν δημοκρατικοί θεσμοί λαϊκής συμμετοχής στη βυζαντινή πολιτική) θα επεμβαίνουν όποτε διαταράσσεται αυτή η αρχή.
Η πάλη κατά των αιρέσεων, η χριστολογική κρίση, η εικονομαχία είναι φάσεις της πάλης του Ελληνισμού κατά του ανατολικού πνεύματος ενώ η σύγκρουση με τη φραγκολατινική Δύση και οι θεολογικές έριδες των τελευταίων αιώνων είναι ουσιαστικά η πάλη κατά του βορείου πνεύματος. Διότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Δύση ουσιαστικά υποδουλώθηκε στο βόρειο πνεύμα και ό,τι καταχρηστικά ονομάζουμε δυτικός πολιτισμός είναι στην πραγματικότητα βόρειο ενώ η Ορθοδοξία αποτελεί έργο του Έλληνος ανθρώπου της χριστιανικής Ανατολής. Η πτώση της Δυτικής Ρωμηοσύνης αλλά και η προέλαση του Ισλάμ στην Ανατολή θα διαμορφώσουν το διμέτωπο αντιστασιακό πνεύμα του Νέου Ελληνισμού, αυθεντικού κληρονόμου των ελληνορωμαϊκών παραδόσεων. Η Ορθοδοξία πέρα από Εκκλησία θα αναδειχθεί σε πνευματικό πλαίσιο του έθνους εντός του οποίου εκφράζεται η εθνική συνείδηση, κτυπά η εθνική καρδιά, διασώζεται ένας κόσμος ενδόξου παρελθόντος και ένας κόσμος λυτρωτικής ελπίδας, ένας κόσμος καθαρός από δυτικές και ανατολικές αιρέσεις που θα αλλοίωναν την εθνική φυσιογνωμία. Γι' αυτό και ο αγώνες των ταπεινών Βυζαντινών υπέρ της Ορθοδοξίας αντικειμενικά ήσαν αγώνες και για τον Ελληνισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου