Τοῦ Γ.Χ. Κανελλακοπούλου
(Περιοδικὸν «Νέα Ἑστία», ἔτος ΚΓ' - 1949, τόμος 49ος, τεῦχος 536, Ἀθῆναι, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1397-1399)
* Σημ. τ. «Νέας Ἑστίας». - Ἀπὸ τὰ κείμενα, ποὺ ἐμπόδισε ἡ λογοκρισία τῶν καταχτητῶν νὰ τυπωθοῦν. Βλ. Καὶ τὰ τεύχη 531 κ.ἐ. Φυσικά, ἔχει πολὺ καλὰ τὴ θέση του στὸ Ἀφιέρωμα τοῦτο, ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ἑλληνική Ἰδέα.
Στὸν Καθηγητὴ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΤΣΑΤΣΟ
Ὁ Ἀλέξανδρος φυλάει τὴν Ἰλιάδα, σὲ χρυσῆ θήκη. Ὄχι τὸ δόρυ· πνεῦμα εἶναι ἡ Ἑλλάδα! «Νύχτες τοῦ Φήμιου (254)»
Κωστῆς Παλαμᾶς
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πίστευαν ὅτι οἱ πρόγονοί τους εἶχαν γεννηθῆ, ὅπως ὁ Ἐρεχθεύς, ἀπὸ τὴ Γῆ (βλ. Πλάτωνος «Πολιτεία 414 Ε). Καὶ τὴ Γῆ τους ὅπου ἦταν ἐνταφιασμένοι ἐκεῖνοι τὴν ἀγαποῦσαν μὲ ἀκατάλυτο πάθος καὶ ἦταν πάντοτε ἕτοιμοι νὰ θυσιασθοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία της. Τὴν ἔβλεπαν σὰν κοινὴ μητέρα, ζοῦσαν βαθειὰ τὴ ζωή της καὶ πίστευαν ὅτι ὁ ἐαυτός τους εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο της. Ἡ ἀρχαία ψυχὴ αἰσθανόταν τὰ φτερά της νὰ λυγίζουν ὅταν ἔχανε τὴ ζωντανὴ ἐπαφή της μὲ τὴν Ἑλληνικὴ φύση, ὅπως ἀκριβῶς ὁ μυθικὸς Ἀνταῖος ἔχανε τὴ δύναμή του ὅταν δὲν ἄγγιζε τὴ μητέρα του τὴ Γῆ. Ἀλλὰ τότε, γιατί ἡ ἀρχαία Τέχνη πρόσεξε τόσο ἐλάχιστα τὸ φυσικὸ τοπεῖο; Μιὰ τέτοια Φύση ὅπως ἡ Ἑλληνική, γεμάτη φῶς, ὀμορφιὰ καὶ ἀθανασία, πῶς δὲν ἔδωσε στὸν Ἕλληνα Καλλιτέχνη, ποὺ ὡς τόσο εἶχε βαθειὰ τὴν αἴσθηση, σύμβολα γιὰ νὰ ζωγραφίση τὰ μεγάλα ὁράματά του; Καὶ γιατί ὁ ἔρωτας ὁ Πλατωνικὸς ποῦ ἐκβαχεύει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ὑψώνει μέχρι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, μέχρι τὴν καρδιὰ τοῦ Θεοῦ, ξεκινάει μονάχα, ἀπὸ τὸ ὡραῖο ἀνθρώπινο σῶμα, χωρὶς νὰ μεθύση τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἀθάνατο κάλλος ποὺ γεμίζει τὴ φύση; Σήμερα εἶναι δύσκολο νὰ καταλάβουμε βαθύτερα ὅ,τι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὀνόμαζαν φύση. Ἡ σύγχρονη «φυσιολατρεία», ὅπως τὴ διεμόρφωσε κυρίως τὸ Γαλλικὸ μυθιστόρημα, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ρωμαντικὴ χαμένη ψυχικὴ ἐπαφὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση. Ἡ ἐπαφή, ὅμως, αὐτὴ στὴν Ἑλλάδα ἦταν ζωντανὴ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχαίου πρὸς τὴ Γῆ του δὲν εἶχε τίποτε τὸ ρωμαντικό. Δὲν ἦταν νοσταλγία ἀλλὰ πραγματικότητα. Ἔπειτα, σήμερα πιστεύουν πὼς ἡ φύση εἶναι μιὰ «ἄψυχη ὕλη», ἕνας νεκρὸς κόσμος ποὺ λειτουργεῖ μηχανικά. Ἀντίθετα οἱ Ἕλληνες πίστευαν ὅτι ἡ φύση εἶναι ἔμψυχη, εἶναι κάτι ποὺ ἔχει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του μέσα του, μιὰ ἀδιάκοπη πνευματικὴ ἐνέργεια, πρὸς ὡρισμένο τέλος (Βλ. Κ. Γεωργούλη, Ἀριστοτέλους «Πρώτη Φιλοσοφία» σελ. VIII κ.ἑ.). Γιὰ τὴ μεσαιωνικὴ φιλοσοφία, ἡ φύση εἶναι natura naturata, δηλ. ἕνα φθαρτὸ σύνολο ὑλικῶν δημιουργημάτων. Γιὰ τὴν Ἑλληνική, ὅμως, ἀντίληψη τὰ πάντα εἶναι «πλήρη Θεῶν», γιατί τὰ πάντα κοινωνοῦν μὲ τὸ πνεῦμα (Βλέπε Πλάτωνος «Νόμοι» 899 Β). Ἀλλὰ ἂν ἡ σχολαστικὴ θεολογία ἀρνήθηκε ἀπόλυτα τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴ φύση, τὸ ἔκανε γιατί ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ δῆ, τὸ πνεῦμα ποὺ «ζωογονεῖ», ἀφοῦ καὶ τὸ Χριστὸ ποὺ εἶναι ἀπόλυτη ἐλευθερία, τὸν ἔκανε «δόγμα». Μόνο στὸν Ἀπόστολο Παῦλο φανερώθηκε μὲ ὁλόκληρο τὸ οὐράνιο καὶ φοβερὸ μεγαλεῖο του, τὸ Πνεῦμα, ὅταν διώκτης του πλησίαζε πρὸς τὴ Δαμασκό. Καὶ ὁ Παῦλος βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὴν ἑλληνικὴ ἀντίληψη. Ὅταν μίλησε πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, στὸν Ἄρειο Πάγο, τοὺς εἶπε ὅτι ἴσως μπορέσουν νὰ ψηλαφήσουν καὶ νὰ βροῦν τὸν «ἄγνωστο Θεό», γιατί δὲν εἶναι καθόλου μακρυά τους. «Ἐν αὐτῷ γάρ, ἐπρόθεσε, καὶ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμὲν ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι» (Βλέπε Πράξεις ιζ' 22-29). Καὶ πραγματικὰ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν καθόλου μακρυά τους. Ἦταν μέσα τους καὶ γύρω τους. Πουθενὰ ἀλλοῦ ἡ φύση δὲν εἶναι τόσο ἔνθεη ὅσο εἶναι στὴν Ἑλλάδα.
Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ τὰ ἔχουμε πάντοτε στὸ νοῦ μας ἂν θέλουμε νὰ συλλάβουμε βαθύτερα τὸ θρησκευτικὸ δεσμὸ τῆς ἀρχαίας ψυχῆς πρὸς τὸ χθόνιο καὶ τὸ γήϊνο. Μόνο μ᾿ αὐτὴ τὴ βασικὴ προϋπόθεση θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε γιατί μιὰ nature morte ἦταν κάτι ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ἐμπνεύση τὸν Ἕλληνα Καλλιτέχνη, ἄφοῦ ὅ,τι ὡραῖο ὑπῆρχε γι᾿ αὐτὸν στὴ φύση ἦταν ἡ ζωντανὴ παρουσία τῶν θεῶν καὶ τῶν θείων ὑπάρξεων τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Πανός, τῶν Σατύρων, Ἀμαδρυάδων, τῶν Νυμφῶν κ.λπ. Γιατί καὶ οἱ Θεοὶ εἶχαν τὴν ἴδια μὲ τοὺς θνητοὺς Ἕλληνες μητέρα. Ἦταν Θεοὶ χθόνιοι «Ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος. Ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν μητρὸς ἀμφότερον», ἔψαλε ὁ μεγάλος μύστης τῆς ἀρχαιότητος Πίνδαρος (Νέμεα ΣΤ') γιατί γνώριζε τὴν ἀσύλληπτη ἀπὸ τοὺς ἀμύητους ἀλήθεια, τῆς ἀπόλυτης ἑνότητας τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ, τοῦ χρονικοῦ καὶ τοῦ αἰωνίου, τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ θείου. Πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔκανε συχνὰ τὴν προσευχὴ του ὁ Σωκράτης, ἔβλεπε τὰ φωτοβόλα μάτια τοῦ Ἀπόλλωνος. Κι ὁ Ἀλκιβιάδης ἔμοιαζε μὲ τοὺς Σιληνοὺς ποὺ ἂν τοὺς ἄνοιγες στὰ δυό, ἔβλεπες ὅτι Ἔχουν μέσα τοὺς ἀγάλματα Θεῶν! Ἔπειτα οἱ ἀρχαῖοι ἦταν ἀδύνατο νὰ καταλάβουν τὸ ὡραῖο, τὸ «καλόν», χωρὶς τὸ ἀγαθό, ὅπως καὶ ἀντίθετα τὸ ἀγαθὸ χωρὶς τὴν ὡραιότητα ποὺ δὲν ἦταν μονάχα ἐξωτερικὴ ἰδιότητα ἀλλὰ εἶχε καὶ ἐσωτερικὴ ἀνταύγεια. Στὸ ὡραῖο ζητοῦσαν πάντοτε τὶς ἰδιότητες τοῦ ἤθους καὶ τοῦ πνεύματος, ποῦ θὰ ἔκαναν δυνατὴ τὴ βλάστηση τῆς ἀρετῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ἀρχαία Τέχνη καὶ γενικώτερα τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα συγκέντρωσε τόσο ἀποκλειστικὰ τὴν προσοχή του πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ποὺ «ἐν αὐγῇ καθαρᾷ» δὲν ἦταν παρὰ «Ὁρατὴ ψυχὴ» (Βλέπε Ι. Συκουτρῆ Πλάτωνος Συμπόσιον, σελ. 54 κ.ἐ.).
Ὁ Πλάτων, λίγες στιγμὲς πρὶν πεθάνει, εὐχαρίστησε τοὺς Θεοὺς γιατί εἶχε γεννηθεῖ Ἕλληνας. (Βλέπε Πλουτάρχου, Μάριος 46). Καὶ ἡ ἰδανικὴ Πολιτεία ποὺ ἐσχεδίασε γιὰ νὰ ὑπάρχη στὸν Οὐρανὸ αἰώνιο παράδειγμα, ἔπρεπε νὰ εἶναι Ἑλληνική. «Τί δε δή; ἔφην· ἣν σὺ πόλιν οἰκίζεις, οὐχ Ἑλληνὶς ἔσται; Δεῖ γ᾿ αὐτὴν, ἔφη.» (Βλέπε Πλάτωνος «Πολιτεία» 470e). Ἀλλὰ τί ἦταν ἐκεῖνο ποὺ ἐγέμιζε τὴν Πλατωνικὴ ψυχή, μὲ θεῖον ἔρωτα πρὸς τὴν Ἑλλάδα; Εἶναι, πιστεύουμε, φανερὸ ὅτι ὁ Πλάτων εἶχε κατορθώσει νὰ δῆ ὁλοκάθαρη τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα. Ὁ Πλάτων, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶχε πνευματικὴ ἐνόραση τοῦ παντός. Ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ ἀληθινὸς φιλόσοφος, ἦταν σοφός, κι ἂς γράφει ὁ ἴδιος στὸ «Φαῖδρο» (2789) ὅτι μονάχα τὸ θεὸ πρέπει νὰ λέμε σοφό. Περιγραφή, βέβαια, τῆς ἰδέας αὐτῆς δὲν μᾶς ἔδωσε, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἦταν δυνατὸ νὰ μᾶς δώση.
Ἡ Ἰδέα εἶναι κάτι τὸ ἄρρητο. Ἐκεῖ στὸ νοητό, στὸν «ὑπερουράνιο» τόπο ποὺ βρίσκεται, δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ διαλεκτική. Σὲ κάποιο σημεῖο τελειώνουν οἱ δρόμοι τοῦ Λόγου. Ἀπὸ κεῖ καὶ «ἐπέκεινα» τὸ πνεῦμα προχωρεῖ μὲ τὴ «θεία μανία». Ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς, μὲ τὸ θέλημα τῶν θεῶν, πλησιάζει πρὸς τὴν Ἰθάκη καὶ ἡ Ἰθάκη εἶναι Ἰδέα, ὁ Ὅμηρος τοῦ κλείνει τὰ μάτια καὶ οἱ Φαίακες κοιμισμένο τὸν φέρνουν καὶ τὸν ἀφήνουν ἐκεῖ (Βλέπε Ὁμήρου «Ὀδύσσεια» Ν 95-105). Γιατὶ ὁ «Θεῖος ποιητὴς» γνώριζε πῶς ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκφράση τὴ θεία ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς ποὺ πλησιάζει τὸ θαῦμα, ἦταν ἀδύνατο νὰ περιγράψη τὴν Ἰδέα. Καὶ στὴν «Ἰλιάδα» πουθενὰ ὁ Ὅμηρος δὲν φανερώνει τὴν Ἑλένη. Γιατί καὶ ἡ Ἑλένη εἶναι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, εἶναι Ἰδέα. «Δίδωσι δ᾿ οὐκ ἔμ᾿, γράφει καὶ ὁ Εὐριπίδης (Ἑλένη 33-36) ἀλλ᾿ ὁμοίωσας᾿ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾿ ἄπο Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾿ ἔχειν, κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων» κ.λπ.). Ἀλλ᾿ ὅ,τι, ὅμως, «θυμᾶται» καὶ διαισθάνεται ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη καὶ ν᾿ ἀποδείξη ὁ Πλάτων-Φιλόσοφος, αὐτὸ τὸ ἄρρητο, θὰ τὸ πῆ πάντοτε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο ὁ Πλάτων-Ποιητής.
Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πολὺ πρὶν γεννηθῆ ὁ Πλάτων, πίστευαν ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει τὸ «μέσον» της ἐπιφανείας τῆς Γῆς. Ὑπῆρχε μάλιστα καὶ μία παλαιὰ παράδοση ὅτι ὁ Ζεὺς ἄφησε κάποτε ἀπὸ τὶς δυὸ ἀντίθετες ἄκρες του κόσμου δυὸ περιστέρια ποὺ συναντήθηκαν στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ θεὸς Κρόνος, νικημένος ἀπὸ τὸ γιὸ του Δία, ἐξαναγκάστηκε ν᾿ ἀνεβάση πάλι τὴ γενιά του ποὺ εἶχε καταπιῆ, πρῶτα ξέρασε τὸ λιθάρι ποὺ ἡ Ρέα τοῦ εἶχε δώσει σπαργανωμένο γιὰ νὰ γλυτώση τὸ Δία. Τὸ λιθάρι αὐτό, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος βράχος, ὁ Ζεὺς τὸ πῆρε καὶ τὸ στήριξε κάτω ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ Παρνασσοῦ γιὰ νὰ μείνη σημάδι αἰώνιο καὶ νὰ τὸ θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. (Βλ. Ἡσιόδου «Θεογονία», στίχ. 495). Στὸν βράχο αὐτὸν ποὺ ὀνομάστηκε «ὀμφαλὸς τῆς Γῆς» χτίστηκε ἀργότερα τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν (Βλ. Σοφοκλέους «Οἰδίπους Τύραννος» 480). Ἀλλὰ ὅ,τι ὁ Πλάτων μᾶς εἶπε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο, ὁ μεγάλος μαθητής του, ὁ Ἀριστοτέλης, μᾶς τὸ ἀναπτύσσει, δσὸ εἶναι δυνατό, ἐπιστημονικά, στὰ «Πολιτικὰ» (1327b, 23) ὅπου γράφει τοὺς ἐξῆς περίφημους ἐθνολογικοὺς χαρακτηρισμούς: «Τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις ἔθνη καὶ τὰ περὶ τὴν Εὐρώπην θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα· τὰ δὲ περὶ τὴν Ἀσίαν διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ· τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν· διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας.»
Ἡ Ἰδέα εἶναι κάτι τὸ ἄρρητο. Ἐκεῖ στὸ νοητό, στὸν «ὑπερουράνιο» τόπο ποὺ βρίσκεται, δὲν μποροῦν νὰ φτάσουν οὔτε ἡ ἐπιστήμη οὔτε ἡ διαλεκτική. Σὲ κάποιο σημεῖο τελειώνουν οἱ δρόμοι τοῦ Λόγου. Ἀπὸ κεῖ καὶ «ἐπέκεινα» τὸ πνεῦμα προχωρεῖ μὲ τὴ «θεία μανία». Ὅταν ὁ Ὀδυσσεύς, μὲ τὸ θέλημα τῶν θεῶν, πλησιάζει πρὸς τὴν Ἰθάκη καὶ ἡ Ἰθάκη εἶναι Ἰδέα, ὁ Ὅμηρος τοῦ κλείνει τὰ μάτια καὶ οἱ Φαίακες κοιμισμένο τὸν φέρνουν καὶ τὸν ἀφήνουν ἐκεῖ (Βλέπε Ὁμήρου «Ὀδύσσεια» Ν 95-105). Γιατὶ ὁ «Θεῖος ποιητὴς» γνώριζε πῶς ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκφράση τὴ θεία ἀγαλλίαση τῆς ψυχῆς ποὺ πλησιάζει τὸ θαῦμα, ἦταν ἀδύνατο νὰ περιγράψη τὴν Ἰδέα. Καὶ στὴν «Ἰλιάδα» πουθενὰ ὁ Ὅμηρος δὲν φανερώνει τὴν Ἑλένη. Γιατί καὶ ἡ Ἑλένη εἶναι τὸ ἀπόλυτο κάλλος, εἶναι Ἰδέα. «Δίδωσι δ᾿ οὐκ ἔμ᾿, γράφει καὶ ὁ Εὐριπίδης (Ἑλένη 33-36) ἀλλ᾿ ὁμοίωσας᾿ ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν οὐρανοῦ ξυνθεῖσ᾿ ἄπο Πριάμου τυράννου παιδί· καὶ δοκεῖ μ᾿ ἔχειν, κενὴν δόκησιν, οὐκ ἔχων» κ.λπ.). Ἀλλ᾿ ὅ,τι, ὅμως, «θυμᾶται» καὶ διαισθάνεται ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ περιγράψη καὶ ν᾿ ἀποδείξη ὁ Πλάτων-Φιλόσοφος, αὐτὸ τὸ ἄρρητο, θὰ τὸ πῆ πάντοτε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο ὁ Πλάτων-Ποιητής.
Οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πολὺ πρὶν γεννηθῆ ὁ Πλάτων, πίστευαν ὅτι στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει τὸ «μέσον» της ἐπιφανείας τῆς Γῆς. Ὑπῆρχε μάλιστα καὶ μία παλαιὰ παράδοση ὅτι ὁ Ζεὺς ἄφησε κάποτε ἀπὸ τὶς δυὸ ἀντίθετες ἄκρες του κόσμου δυὸ περιστέρια ποὺ συναντήθηκαν στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὁ Ἡσίοδος ἀναφέρει ὅτι ὅταν ὁ θεὸς Κρόνος, νικημένος ἀπὸ τὸ γιὸ του Δία, ἐξαναγκάστηκε ν᾿ ἀνεβάση πάλι τὴ γενιά του ποὺ εἶχε καταπιῆ, πρῶτα ξέρασε τὸ λιθάρι ποὺ ἡ Ρέα τοῦ εἶχε δώσει σπαργανωμένο γιὰ νὰ γλυτώση τὸ Δία. Τὸ λιθάρι αὐτό, ποὺ ἦταν ὁλόκληρος βράχος, ὁ Ζεὺς τὸ πῆρε καὶ τὸ στήριξε κάτω ἀπὸ τὶς πλαγιὲς τοῦ Παρνασσοῦ γιὰ νὰ μείνη σημάδι αἰώνιο καὶ νὰ τὸ θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. (Βλ. Ἡσιόδου «Θεογονία», στίχ. 495). Στὸν βράχο αὐτὸν ποὺ ὀνομάστηκε «ὀμφαλὸς τῆς Γῆς» χτίστηκε ἀργότερα τὸ Μαντεῖον τῶν Δελφῶν (Βλ. Σοφοκλέους «Οἰδίπους Τύραννος» 480). Ἀλλὰ ὅ,τι ὁ Πλάτων μᾶς εἶπε μὲ τὸ συμβολικὸ μῦθο, ὁ μεγάλος μαθητής του, ὁ Ἀριστοτέλης, μᾶς τὸ ἀναπτύσσει, δσὸ εἶναι δυνατό, ἐπιστημονικά, στὰ «Πολιτικὰ» (1327b, 23) ὅπου γράφει τοὺς ἐξῆς περίφημους ἐθνολογικοὺς χαρακτηρισμούς: «Τὰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ψυχροῖς τόποις ἔθνη καὶ τὰ περὶ τὴν Εὐρώπην θυμοῦ μέν ἐστι πλήρη, διανοίας δὲ ἐνδεέστερα καὶ τέχνης, διόπερ ἐλεύθερα μὲν διατελεῖ μᾶλλον, ἀπολίτευτα δὲ καὶ τῶν πλησίον ἄρχειν οὐ δυνάμενα· τὰ δὲ περὶ τὴν Ἀσίαν διανοητικὰ μὲν καὶ τεχνικὰ τὴν ψυχήν, ἄθυμα δέ, διόπερ ἀρχόμενα καὶ δουλεύοντα διατελεῖ· τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος, ὥσπερ μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους, οὕτως ἀμφοῖν μετέχει. καὶ γὰρ ἔνθυμον καὶ διανοητικόν ἐστιν· διόπερ ἐλεύθερόν τε διατελεῖ καὶ βέλτιστα πολιτευόμενον καὶ δυνάμενον ἄρχειν πάντων, μιᾶς τυγχάνον πολιτείας.»
Σ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος συνώψισε, γιὰ ὅλους τοὺς καιροὺς καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὴν ἱστορία καὶ τὴ μοῖρα τῆς ἀνθρωπότητας. Καὶ πραγματικὰ ἡ ἱστορικὴ ἐμπειρία μᾶς διδάσκει ὅτι οἱ λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς ποτὲ δὲν κατώρθωσαν νὰ πραγματοποιήσουν μιὰ βιώσιμη ὀργάνωση τῆς Πολιτείας καὶ τῆς Κοινότητας καὶ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τους. Καμμιὰ ἀνάγκη καὶ καμμιὰ δύναμη δὲν τοὺς ὁδήγησε ποτὲ πρὸς τὰ πρακτικὰ ἔργα. Στὸν Πολιτισμὸ τῆς Ἀσίας πάντα βασιλεύει ἡ φαντασία καὶ τὸ ὄνειρο. Ἐνῶ ἀντίθετα μυθολογία τοῦ βορρᾶ εἶναι ἕνας καθαγιασμὸς τῆς ἀνδρείας καὶ γενικώτερα οἱ Εὐρωπαῖοι ποὺ ἀγαποῦν μὲ φανατισμὸ τὴν ἐλευθερία τους εἶναι θετικοὶ καὶ πρακτικοὶ ἂνθρωποι, ἀλλὰ χωρὶς ἐσωτερισμὸ καὶ μυστικοπάθεια. Καὶ τὸ εὐρωπαϊκὸ πνεῦμα εἶναι γενικὰ πνεῦμα ἐπιστημονικό. Τὸ Ἑλληνικὸ ὅμως γένος ποὺ «μεσεύει κατὰ τοὺς τόπους» δὲν ἔχει κανένα ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυσικὰ μειονεκτήματα τῶν ἄλλων φυλῶν. Τίποτε τὸ ἐρημικό, τὸ χαῶδες, τὸ ἀσύμμετρο, τὸ φοβερό, τὸ Ἀσιατικὸ ποὺ σ᾿ ἐκμηδενίζει δὲν ὑπάρχει στὴν Ἑλληνικὴ φύση. Τὰ πάντα πειθαρχοῦν στὸν Ἑλληνικὸ Νόμο τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἁρμονίας. Τὰ πάντα εἶναι πλασμένα γιὰ μιὰ πνευματικὴ μυσταγωγία. Ἄλλα καὶ τίποτε ἀπὸ τὸ τραχὺ ψῦχος τοῦ βορρᾶ ποὺ σκληραίνει τὴν καρδιὰ καὶ μουδιάζει τὸ πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν αἰώνια συννεφιὰ τῆς Εὐρώπης ποὺ νυστάζει τὴν ψυχὴ καὶ νεκρώνει τὴ φαντασία. Μιὰ αἰώνια «εὐκρασία τῶν ὡρῶν» καὶ μιὰ Φύση θαυμαστὰ ἁρμονικὴ κάτω ἀπὸ ἕναν οὐρανὸ γεμᾶτον πάντα ἀπὸ αἰθέριο φῶς εἶναι οἱ πλαστικὲς δυνάμεις, στὶς ὁποῖες ὀφείλεται ἡ διαμαντένια διαύγεια τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος.
Ὅταν ὁ Γκαῖτε ἔγραψε τὸν «Φάουστ», τὸ ἀθάνατο αὐτὸ ἀριστούργημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος ποὺ τὸ γεμίζει ἴσως περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ποίηση ἡ ἀλήθεια, ἦταν μοιραῖο νὰ αἰσθανθῆ τὸ μεγάλο κενὸ ποὺ ὑπῆρχε γύρω του καὶ μέσα του. Μιὰ ἄσβυστη λαχτάρα γιὰ «περισσότερο φῶς», μιὰ μεταφυσικὴ δίψα γιὰ τὸ ἀπόλυτο καὶ τὸ αἰώνιο, ἕνας βαθὺς ἵμερος γιὰ τὴ λύτρωση τῆς ψυχῆς ἔφερε τὸ πνεῦμα του στὴν ἡλιογέννητη χώρα τοῦ Ἀπόλλωνος. Τὸ βόρειο Φαούστειο πνεῦμα τῆς πράξης ἔπρεπε νὰ σμίξη ἐρωτικὰ μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κλασσικὸ πνεῦμα τοῦ Λόγου γιὰ νὰ βρῆ ἡ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ τοῦ τρανοῦ μάγου τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ τὴν κάθαρση, ποὺ πίσω τους κρυβόταν ὁ ἴδιος ὁ Γκαῖτε. Καὶ ἦταν ἀνάγκη ὁ μυστικὸς αὐτὸς ὑμέναιος νὰ γίνη κάπου κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Εὐρώτα. Ἐκεῖ κάποτε ὁ θεὸς ἔγινε Κύκνος καὶ μὲ τὴ θνητὴ Λήδα γέννησε τὴν Ἑλένη. Αὐτὴ ζητάει ὁ Φάουστ ὅταν τριγυρίζει τὴν Φαρσαλικὴ πεδιάδα καὶ τὴν Πελοπόννησο. Γιατί ἡ Ἑλένη θὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη γιὰ νὰ βρῆ τὴν Πύλη τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέση νὰ τὴν κρατήση πολὺ κοντά του. Μέσα στὴ βαρειὰ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Θὰ τοῦ φύγει μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλα ποὺ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν παρὰ μονάχα τὸ νυφικό της πέπλο... (Βλ. Γκαῖτε, «Φάουστ», Μέρος Β. Μετ. Δ. Λάμψα σ. 294).
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μέρος τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἐνῶ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυλετικὰ μειονεκτήματά τους, συγκεντρώνει, μὲ μιὰ θαυμαστὴ ἰσορροπία, ὅλες τὶς ἀρετές τους. Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη τὸ πνεῦμα μόνον στὸ χῶρο τῆς ἐλεύθερης καὶ ὀργανωμένης Πολιτείας πραγματοποιεῖται. Καὶ τὸ πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἀπαθὴς διανοητικισμός, οὔτε ἄλογος μυστικισμός, εἶναι: Ἔρωτας καὶ Λόγος. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ θεωρία δὲν ἀντιμάχεται τὴν πράξη ἀλλὰ τὴν καθοδηγεῖ, τὴν φωτίζει καὶ τὴ συμπληρώνει. «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας» δὲν εἶχε πῆ καὶ ὁ Περικλῆς; (Βλ. Θουκυδίδου II 40,10) Τὸ ὅτι δὲ «φύσει» τὸ Ἑλληνικὸ γένος εἶναι «διανοητικὸν καὶ ἔνθυμον» ἐπαληθεύει χαρακτηριστικὰ ἡ ἀρχαία παράδοση ὅτι ὁ Αἰσχύλος ζήτησε νὰ γράψουν στὸν τάφο του ὅτι ἦταν «Μαραθωνομάχος» καὶ ὁ Μαραθωνομάχος καὶ ὁ ποιητὴς τὸν ἴδιο ἀγῶνα ἀγωνίστηκαν. Ν᾿ ἀπολυτρώσουν τὸ πνεῦμα. Στὴν τραγωδία τὸ πνεῦμα ἀντιμάχεται τὴ Μοῖρα. Στὸ Μαραθῶνα πολέμησε τοὺς βαρβάρους. Ἡ Γῆ ποὺ χάλασε τὸν Ξέρξη, δὲν ἔπλασε καὶ τὸν Αἰσχύλο;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἔχης γεννηθῆ καὶ νὰ ζῆς στὴν Ἑλληνικὴ Γῆ γιὰ νὰ εἶσαι Ἕλληνας. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἔζησαν στὴν Ἑλλάδα τόσους αἰῶνες, καί, ὅμως, ἔφυγαν ὅπως ἦρθαν «Βάρβαροι», Τότε μονάχα εἶσαι Ἕλληνας, ὅταν κλείνεις καὶ μέσα σου τὴν Ἑλλάδα, ὅταν ἔχεις καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τὸ «Ἑλληνικό». «Τοσοῦτον δ᾿ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾿ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.» (Βλ. Ἰσοκράτους Πανηγυρικὸς 50).
Καὶ ἡ Ἱστορία τότε μονάχα πραγματοποιεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα ὅταν τὰ συγκεκριμένα ἱστορικὰ γεγονότα ἔχουν σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὰ πεπρωμένα του. Οἱ Μηδικοὶ Πόλεμοι ἀσφαλῶς δὲν θὰ εἶχαν τὴν κοσμοϊστορικὴ σημασία ποὺ ἔχουν σήμερα ἂν δὲν εἶχαν ὡς συνέπεια τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς. Ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος θὰ ἦταν ἴσως ἕνα λησμονημένο ἐπεισόδιο ἂν δὲν εἶχε γραφῆ ἡ ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι διαιωνίζει τὸ πνεῦμα τοῦ Μεσολογγίου, ὅ,τι δημιουργεῖ τὴν ἀθανασία αὐτοῦ τοῦ θαύματος, δὲν εἶναι οἱ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι» τοῦ Σολωμοῦ; Αἰωνιότητα, χωρὶς τὸ πνεῦμα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη, καθὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη κόσμος χωρὶς τὸν ἥλιο. Καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι, ὅπως ὁ ἥλιος, αἰώνια, καὶ ἀκατάλυτη, γιατὶ ὑπῆρξε ὁ λυτρωτής, ὁ μυσταγωγὸς καὶ ἱεροφάντης τοῦ πνεύματος.
Ὅταν ὁ Γκαῖτε ἔγραψε τὸν «Φάουστ», τὸ ἀθάνατο αὐτὸ ἀριστούργημα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος ποὺ τὸ γεμίζει ἴσως περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ποίηση ἡ ἀλήθεια, ἦταν μοιραῖο νὰ αἰσθανθῆ τὸ μεγάλο κενὸ ποὺ ὑπῆρχε γύρω του καὶ μέσα του. Μιὰ ἄσβυστη λαχτάρα γιὰ «περισσότερο φῶς», μιὰ μεταφυσικὴ δίψα γιὰ τὸ ἀπόλυτο καὶ τὸ αἰώνιο, ἕνας βαθὺς ἵμερος γιὰ τὴ λύτρωση τῆς ψυχῆς ἔφερε τὸ πνεῦμα του στὴν ἡλιογέννητη χώρα τοῦ Ἀπόλλωνος. Τὸ βόρειο Φαούστειο πνεῦμα τῆς πράξης ἔπρεπε νὰ σμίξη ἐρωτικὰ μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κλασσικὸ πνεῦμα τοῦ Λόγου γιὰ νὰ βρῆ ἡ ἁμαρτωλὴ ψυχὴ τοῦ τρανοῦ μάγου τὸν ἐξαγνισμὸ καὶ τὴν κάθαρση, ποὺ πίσω τους κρυβόταν ὁ ἴδιος ὁ Γκαῖτε. Καὶ ἦταν ἀνάγκη ὁ μυστικὸς αὐτὸς ὑμέναιος νὰ γίνη κάπου κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Εὐρώτα. Ἐκεῖ κάποτε ὁ θεὸς ἔγινε Κύκνος καὶ μὲ τὴ θνητὴ Λήδα γέννησε τὴν Ἑλένη. Αὐτὴ ζητάει ὁ Φάουστ ὅταν τριγυρίζει τὴν Φαρσαλικὴ πεδιάδα καὶ τὴν Πελοπόννησο. Γιατί ἡ Ἑλένη θὰ τοῦ δώση τὴ δύναμη γιὰ νὰ βρῆ τὴν Πύλη τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλὰ δὲν θὰ μπορέση νὰ τὴν κρατήση πολὺ κοντά του. Μέσα στὴ βαρειὰ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ ζήση τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα. Θὰ τοῦ φύγει μέσα ἀπὸ τὰ δάχτυλα ποὺ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν παρὰ μονάχα τὸ νυφικό της πέπλο... (Βλ. Γκαῖτε, «Φάουστ», Μέρος Β. Μετ. Δ. Λάμψα σ. 294).
Ἡ Ἑλλάδα εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μέρος τῆς Εὐρώπης. Καὶ ἐνῶ δὲν ἔχει τίποτε ἀπὸ τὰ γεωγραφικὰ καὶ φυλετικὰ μειονεκτήματά τους, συγκεντρώνει, μὲ μιὰ θαυμαστὴ ἰσορροπία, ὅλες τὶς ἀρετές τους. Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ ἀντίληψη τὸ πνεῦμα μόνον στὸ χῶρο τῆς ἐλεύθερης καὶ ὀργανωμένης Πολιτείας πραγματοποιεῖται. Καὶ τὸ πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἀπαθὴς διανοητικισμός, οὔτε ἄλογος μυστικισμός, εἶναι: Ἔρωτας καὶ Λόγος. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἡ θεωρία δὲν ἀντιμάχεται τὴν πράξη ἀλλὰ τὴν καθοδηγεῖ, τὴν φωτίζει καὶ τὴ συμπληρώνει. «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας» δὲν εἶχε πῆ καὶ ὁ Περικλῆς; (Βλ. Θουκυδίδου II 40,10) Τὸ ὅτι δὲ «φύσει» τὸ Ἑλληνικὸ γένος εἶναι «διανοητικὸν καὶ ἔνθυμον» ἐπαληθεύει χαρακτηριστικὰ ἡ ἀρχαία παράδοση ὅτι ὁ Αἰσχύλος ζήτησε νὰ γράψουν στὸν τάφο του ὅτι ἦταν «Μαραθωνομάχος» καὶ ὁ Μαραθωνομάχος καὶ ὁ ποιητὴς τὸν ἴδιο ἀγῶνα ἀγωνίστηκαν. Ν᾿ ἀπολυτρώσουν τὸ πνεῦμα. Στὴν τραγωδία τὸ πνεῦμα ἀντιμάχεται τὴ Μοῖρα. Στὸ Μαραθῶνα πολέμησε τοὺς βαρβάρους. Ἡ Γῆ ποὺ χάλασε τὸν Ξέρξη, δὲν ἔπλασε καὶ τὸν Αἰσχύλο;
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἔχης γεννηθῆ καὶ νὰ ζῆς στὴν Ἑλληνικὴ Γῆ γιὰ νὰ εἶσαι Ἕλληνας. Οἱ Ὀθωμανοὶ ἔζησαν στὴν Ἑλλάδα τόσους αἰῶνες, καί, ὅμως, ἔφυγαν ὅπως ἦρθαν «Βάρβαροι», Τότε μονάχα εἶσαι Ἕλληνας, ὅταν κλείνεις καὶ μέσα σου τὴν Ἑλλάδα, ὅταν ἔχεις καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος τὸ «Ἑλληνικό». «Τοσοῦτον δ᾿ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾿ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.» (Βλ. Ἰσοκράτους Πανηγυρικὸς 50).
Καὶ ἡ Ἱστορία τότε μονάχα πραγματοποιεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Ἰδέα ὅταν τὰ συγκεκριμένα ἱστορικὰ γεγονότα ἔχουν σημασία γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὰ πεπρωμένα του. Οἱ Μηδικοὶ Πόλεμοι ἀσφαλῶς δὲν θὰ εἶχαν τὴν κοσμοϊστορικὴ σημασία ποὺ ἔχουν σήμερα ἂν δὲν εἶχαν ὡς συνέπεια τὸν πνευματικὸ πολιτισμὸ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς. Ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος θὰ ἦταν ἴσως ἕνα λησμονημένο ἐπεισόδιο ἂν δὲν εἶχε γραφῆ ἡ ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη. Ἀλλὰ καὶ ὅ,τι διαιωνίζει τὸ πνεῦμα τοῦ Μεσολογγίου, ὅ,τι δημιουργεῖ τὴν ἀθανασία αὐτοῦ τοῦ θαύματος, δὲν εἶναι οἱ «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι» τοῦ Σολωμοῦ; Αἰωνιότητα, χωρὶς τὸ πνεῦμα εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη, καθὼς εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη κόσμος χωρὶς τὸν ἥλιο. Καὶ ἡ Ἑλλάδα εἶναι, ὅπως ὁ ἥλιος, αἰώνια, καὶ ἀκατάλυτη, γιατὶ ὑπῆρξε ὁ λυτρωτής, ὁ μυσταγωγὸς καὶ ἱεροφάντης τοῦ πνεύματος.